ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Νίκος Παπαϊωάννου στη «ΜτΚ»: Ποιοι φοβούνται την πρόοδο;

Άρθρο του καθηγητή, πρώην πρύτανη του ΑΠΘ στη «Μακεδονία της Κυριακής»

 19/03/2024 20:00

Νίκος Παπαϊωάννου στη «ΜτΚ»: Ποιοι φοβούνται την πρόοδο;

Του Νίκου Παπαϊωάννου

Καθηγητή, πρώην πρύτανη ΑΠΘ

Η άρση του κρατικού μονοπωλίου στην ανωτάτη εκπαίδευση συνιστά μία θεμελιώδους σημασίας τομή, μία ιστορική μεταρρύθμιση για την παιδεία στη χώρα μας. Από έναν παράλογο αναχρονισμό στον αυτονόητο εκσυγχρονισμό, μεσολάβησαν ατέρμονες συζητήσεις δεκαετιών γύρω από την αναθεώρηση του άρθρου 16, για να φτάσουμε στον ψηφισθέντα νόμο, ο οποίος ρυθμίζει το πλαίσιο λειτουργίας των μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων, εντός των δυνατοτήτων που δίνει το σύνταγμα, και με αυστηρές προδιαγραφές και εγγυήσεις -τις αυστηρότερες σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο κράτος.

Όσα προηγήθηκαν της ψηφοφορίας στη Βουλή απλώς επιβεβαίωσαν πως οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία στοχεύει στο να απαλλάξει το ελληνικό πανεπιστήμιο από το καρκίνωμα της βίας, της ανομίας και των καταστροφών, στην πολιτική αντιπαράθεση προσεγγίζεται από τα «προοδευτικά» κόμματα ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία κλιμάκωσης εντάσεων. Εντάσεων, καταλήψεων, επεισοδίων και βανδαλισμών που είδαμε τις προηγούμενες εβδομάδες στα ΑΕΙ και που υποδαυλίστηκαν και υποστηρίχθηκαν από πολιτικές δυνάμεις -υπογείως έως και επισήμως. Εύλογα και αναμενόμενα. Το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει αποτελέσει διαχρονικά προσοδοφόρα επένδυση πολιτικού αφηγήματος. Ανέξοδη για όσους έχτισαν καριέρες πάνω στο σαθρό οικοδόμημα της μπαχαλοποίησης, πανάκριβη για το κράτος και τον Έλληνα φορολογούμενο που χρηματοδοτεί τη δημόσια δωρεάν παιδεία και τις υποδομές των πανεπιστημίων.

Στον δημόσιο διάλογο που διεξήχθη τους προηγούμενους μήνες αλλά και από τις τοποθετήσεις στην Ολομέλεια της Βουλής των εκπροσώπων των κομμάτων της αντιπολίτευσης αναδείχθηκε ο στρουθοκαμηλισμός ως πολιτική επιλογή, η άρνηση της εγχώριας και διεθνούς πραγματικότητας ως επιχείρημα. Γι’ αυτό είναι λογικό ότι δεν ακούστηκε καμία απάντηση στο απλό ερώτημα, πώς γίνεται σε όλον τον κόσμο η Ελλάδα να παραμένει μόνη με την Κούβα υπέρμαχος ενός υπαρκτοσοσιαλιστικού σκληρού μονοπωλίου στη γνώση. Είναι λογικό ότι το ανέμελο σφύριγμα ήταν η μόνη διέξοδος στα επίσης απλά ερωτήματα γιατί θα πρέπει η χώρα να αδιαφορεί για τους 40.000 Έλληνες φοιτητές του εξωτερικού, που δαπανούν εκτός της χώρας άνω των 500 εκατ. ευρώ ετησίως ή γιατί η ακαδημαϊκή ισοτιμία δεν πρέπει να είναι ζητούμενο, όταν ισχύει υποχρεωτικά σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο η αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των ελληνικών κολλεγίων που λειτουργούν εδώ και πολλά χρόνια στη χώρα μας.

Είναι σαφές ότι το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο δεν έχει να φοβηθεί κανενός είδους ανταγωνισμό. Γιατί η εξωστρέφεια, οι συμπράξεις, η διασύνδεση με την πραγματική οικονομία, την επιχειρηματικότητα και την αγορά εργασίας, τα ξενόγλωσσα προγράμματα προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών αποτελούν ήδη πραγματικότητα. Τα πανεπιστήμιά μας αξιοποιούν τα θεσμικά εργαλεία που τους δόθηκαν τα τελευταία χρόνια και έχουν ανοιχθεί σε έναν κόσμο εξωστρέφειας και απεριόριστων ευκαιριών ανάπτυξης, διεθνοποίησης και οικονομικής αυτάρκειας, διεκδικώντας το αυτοδιοίκητο στην πράξη.

Συμβαίνει ήδη. Ίσως δεν το έχουν αντιληφθεί όσοι φοβούνται ότι η λειτουργία μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων θα αναδείξει αντιθέσεις που εκθέτουν αυτό που οικειοποιήθηκαν ως μαγαζάκι τους, ως το «στέκι» της πολιτικής τους διαδρομής. Θυμίζει λίγο το γνωστό ρητό με την κατσίκα του γείτονα. Αν είναι να φανούν οι δικές μας ασχήμιες, ας μην προκόψει κανείς. Όμως, το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει ανεβάσει μέσα από τις συντριπτικά πλειοψηφούσες υγιείς δυνάμεις του τον πήχη των προσδοκιών του, όσο κι αν «αγωνίζονται» να το κρατήσουν καθηλωμένο εκείνοι που αγωνιούν «για το καλό του» πάνω σε χαμένες εξεταστικές, τον λογαριασμό των οποίων καλούνται να πληρώσουν οι γονείς των φοιτητών.

Η αναζήτηση ευρύτερων συναινέσεων στον χώρο της Παιδείας ήταν, είναι και θα παραμείνει ζητούμενο. Και είναι κρίμα ότι δεν επετεύχθησαν, έστω σε κάποιον βαθμό, σε μία τόσο αυτονόητη αλλαγή. Ήδη όμως υπάρχει ένας νέος νόμος του κράτους και καθόλου χρόνος για χάσιμο. Η επικείμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 θα δώσει άλλη μία ευκαιρία σε όσους ισχυρίζονται πως νοιάζονται για τα νέα παιδιά αυτού του τόπου, να αναλογιστούν τι ακριβώς πρεσβεύουν, αρνούμενοι εμμονικά την πρόοδο της χώρας και την αναβάθμιση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Η Ελλάδα προχωρά και αλλάζει.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17.03.2024

Του Νίκου Παπαϊωάννου

Καθηγητή, πρώην πρύτανη ΑΠΘ

Η άρση του κρατικού μονοπωλίου στην ανωτάτη εκπαίδευση συνιστά μία θεμελιώδους σημασίας τομή, μία ιστορική μεταρρύθμιση για την παιδεία στη χώρα μας. Από έναν παράλογο αναχρονισμό στον αυτονόητο εκσυγχρονισμό, μεσολάβησαν ατέρμονες συζητήσεις δεκαετιών γύρω από την αναθεώρηση του άρθρου 16, για να φτάσουμε στον ψηφισθέντα νόμο, ο οποίος ρυθμίζει το πλαίσιο λειτουργίας των μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων, εντός των δυνατοτήτων που δίνει το σύνταγμα, και με αυστηρές προδιαγραφές και εγγυήσεις -τις αυστηρότερες σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο κράτος.

Όσα προηγήθηκαν της ψηφοφορίας στη Βουλή απλώς επιβεβαίωσαν πως οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία στοχεύει στο να απαλλάξει το ελληνικό πανεπιστήμιο από το καρκίνωμα της βίας, της ανομίας και των καταστροφών, στην πολιτική αντιπαράθεση προσεγγίζεται από τα «προοδευτικά» κόμματα ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία κλιμάκωσης εντάσεων. Εντάσεων, καταλήψεων, επεισοδίων και βανδαλισμών που είδαμε τις προηγούμενες εβδομάδες στα ΑΕΙ και που υποδαυλίστηκαν και υποστηρίχθηκαν από πολιτικές δυνάμεις -υπογείως έως και επισήμως. Εύλογα και αναμενόμενα. Το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει αποτελέσει διαχρονικά προσοδοφόρα επένδυση πολιτικού αφηγήματος. Ανέξοδη για όσους έχτισαν καριέρες πάνω στο σαθρό οικοδόμημα της μπαχαλοποίησης, πανάκριβη για το κράτος και τον Έλληνα φορολογούμενο που χρηματοδοτεί τη δημόσια δωρεάν παιδεία και τις υποδομές των πανεπιστημίων.

Στον δημόσιο διάλογο που διεξήχθη τους προηγούμενους μήνες αλλά και από τις τοποθετήσεις στην Ολομέλεια της Βουλής των εκπροσώπων των κομμάτων της αντιπολίτευσης αναδείχθηκε ο στρουθοκαμηλισμός ως πολιτική επιλογή, η άρνηση της εγχώριας και διεθνούς πραγματικότητας ως επιχείρημα. Γι’ αυτό είναι λογικό ότι δεν ακούστηκε καμία απάντηση στο απλό ερώτημα, πώς γίνεται σε όλον τον κόσμο η Ελλάδα να παραμένει μόνη με την Κούβα υπέρμαχος ενός υπαρκτοσοσιαλιστικού σκληρού μονοπωλίου στη γνώση. Είναι λογικό ότι το ανέμελο σφύριγμα ήταν η μόνη διέξοδος στα επίσης απλά ερωτήματα γιατί θα πρέπει η χώρα να αδιαφορεί για τους 40.000 Έλληνες φοιτητές του εξωτερικού, που δαπανούν εκτός της χώρας άνω των 500 εκατ. ευρώ ετησίως ή γιατί η ακαδημαϊκή ισοτιμία δεν πρέπει να είναι ζητούμενο, όταν ισχύει υποχρεωτικά σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο η αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των ελληνικών κολλεγίων που λειτουργούν εδώ και πολλά χρόνια στη χώρα μας.

Είναι σαφές ότι το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο δεν έχει να φοβηθεί κανενός είδους ανταγωνισμό. Γιατί η εξωστρέφεια, οι συμπράξεις, η διασύνδεση με την πραγματική οικονομία, την επιχειρηματικότητα και την αγορά εργασίας, τα ξενόγλωσσα προγράμματα προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών αποτελούν ήδη πραγματικότητα. Τα πανεπιστήμιά μας αξιοποιούν τα θεσμικά εργαλεία που τους δόθηκαν τα τελευταία χρόνια και έχουν ανοιχθεί σε έναν κόσμο εξωστρέφειας και απεριόριστων ευκαιριών ανάπτυξης, διεθνοποίησης και οικονομικής αυτάρκειας, διεκδικώντας το αυτοδιοίκητο στην πράξη.

Συμβαίνει ήδη. Ίσως δεν το έχουν αντιληφθεί όσοι φοβούνται ότι η λειτουργία μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων θα αναδείξει αντιθέσεις που εκθέτουν αυτό που οικειοποιήθηκαν ως μαγαζάκι τους, ως το «στέκι» της πολιτικής τους διαδρομής. Θυμίζει λίγο το γνωστό ρητό με την κατσίκα του γείτονα. Αν είναι να φανούν οι δικές μας ασχήμιες, ας μην προκόψει κανείς. Όμως, το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει ανεβάσει μέσα από τις συντριπτικά πλειοψηφούσες υγιείς δυνάμεις του τον πήχη των προσδοκιών του, όσο κι αν «αγωνίζονται» να το κρατήσουν καθηλωμένο εκείνοι που αγωνιούν «για το καλό του» πάνω σε χαμένες εξεταστικές, τον λογαριασμό των οποίων καλούνται να πληρώσουν οι γονείς των φοιτητών.

Η αναζήτηση ευρύτερων συναινέσεων στον χώρο της Παιδείας ήταν, είναι και θα παραμείνει ζητούμενο. Και είναι κρίμα ότι δεν επετεύχθησαν, έστω σε κάποιον βαθμό, σε μία τόσο αυτονόητη αλλαγή. Ήδη όμως υπάρχει ένας νέος νόμος του κράτους και καθόλου χρόνος για χάσιμο. Η επικείμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 θα δώσει άλλη μία ευκαιρία σε όσους ισχυρίζονται πως νοιάζονται για τα νέα παιδιά αυτού του τόπου, να αναλογιστούν τι ακριβώς πρεσβεύουν, αρνούμενοι εμμονικά την πρόοδο της χώρας και την αναβάθμιση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Η Ελλάδα προχωρά και αλλάζει.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17.03.2024

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία