ΔΙΕΘΝΗ

Ο Κόσμος το 2024 με ελληνική ματιά. Γράφει ο Παντελής Σαββίδης

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επηρεάζονται, πλέον, από την Διακήρυξη Φιλίας που υπεγράφη κατά την τελευταία επίσκεψη του Ερντογάν η οποία, διακήρυξη, θα δοκιμασθεί κατά το 2024

 02/01/2024 07:00

Ο Κόσμος το 2024 με ελληνική ματιά. Γράφει ο Παντελής Σαββίδης

Παντελής Σαββίδης

Οι κλασικοί βιολόγοι αντιδρούν όταν οι αναλυτές αναφέρονται στον κοινωνικό ή πολιτικό δαρβινισμό, αλλά η γενική αντίληψη της εξέλιξης των ειδών και της επικράτησης των πλέον ευπροσάρμοστων, όχι, κατ’ ανάγκην των πιο ισχυρών, είναι μία αρχή που μπορεί να μεταφερθεί και στην κοινωνία και την πολιτική.

Ο κόσμος αλλάζει και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Συνιστώσες δυνάμεις του προσπαθούν να επηρεάσουν τις αλλαγές αλλά μερικές ακολουθούν τον ρουν την ιστορίας με τη λογική του «όπου πάει ο άνεμος».

Η Αθήνα ακολουθεί μία τέτοια πολιτική με τη διαφορά πως προσδιόρισε την κατεύθυνση του ανέμου. Όπου φυσάει ο δυτικός άνεμος. Ο πρωθυπουργός της χώρας το διατύπωσε με δύο λέξεις: είμαστε δεδομένοι. Και κανείς δεν αντέδρασε. Κατά πάσα πιθανότητα η κοινωνία το αποδέχεται.

Αν εξαιρέσουμε την περίοδο που ο Βενιζέλος με τις όποιες αστικές δυνάμεις της εποχής του και τη βοήθεια του στρατού προσπάθησε να διευρύνει τα όρια του ελληνικού κράτους και να του δώσει μία αυτοδύναμη πολιτική -στο πλαίσιο του δυτικού συστήματος αλλά με βαθμούς αυτονομίας- δεν υπάρχει άλλη διακριτή περίοδος της ελληνικής ιστορίας που η χώρα να ήθελε να διαμορφώσει δική της πολιτική και να είχε τη δυνατότητα να το καταφέρει.

Αποκορύφωμα αυτής της εξάρτησης είναι οι μέρες μας με τον εύστοχο προσδιορισμό του status τους της χώρας από τον κ. Μητσοτάκη με τη δήλωση περί δεδομένων.

Παλαιοί και έμπειροι διπλωμάτες μου έλεγαν, στην αγωνιώδη προσπάθειά μου να αντιληφθώ αν υπάρχει κάποιο κέντρο που διαμορφώνει και προτείνει πολιτική, να μην χάνω χρόνο διότι τα πάντα εξαρτώνται από τα «ραβασάκια της πρεσβείας». Η ελληνική εξωτερική -και αμυντική- πολιτική υπαγορεύεται από τις ΗΠΑ και σε έναν βαθμό από την ΕΕ. Ακόμη και σε ζητήματα στενού ελληνικού ενδιαφέροντος η Αθήνα δεν μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλίες αν δεν εγκριθούν από την «πρεσβεία».

Το γεγονός ότι ο εκάστοτε υπουργός Εξωτερικών συγκεντρώνει στο γραφείο του το σύνολο των αρμοδιοτήτων, το ότι η αρμόδια διεύθυνση του ΥΠΕΞ (για τη διαμόρφωση πολιτικής) συγκροτείται από ένα, ουσιαστικά, άτομο, το οποίο οι ίδιοι οι συνάδελφοί του υπονομεύουν, και το ότι διακόπηκε η χρηματοδότηση ακόμη και ελάχιστων δεξαμενών σκέψης από το ΥΠΕΞ, επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό αυτό.

Συνεπώς δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία να αναζητήσουμε την ελληνική εξωτερική πολιτική το 2024 όταν αυτή επηρεάζεται καθοριστικά από άλλες δυνάμεις. Θα πρέπει να δούμε την πολιτική των δυνάμεων αυτών για να εκτιμήσουμε πως θα εξελιχθούν τα γεγονότα το 2024.

Ωστόσο, με την παράμετρο της εξάρτησης από τις δυνάμεις, θα πρέπει να εστιάσουμε σε μερικά ζητήματα.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επηρεάζονται, πλέον, από την Διακήρυξη Φιλίας που υπεγράφη κατά την τελευταία επίσκεψη του Ερντογάν η οποία, διακήρυξη, θα δοκιμασθεί κατά το 2024.

Ήδη, η Ελλάδα παραπέμπεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τον μη καθορισμό θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού και αυτό η Αθήνα θα το απέφυγε, γνωρίζοντας ότι παραβαίνει κοινοτική οδηγία, για να μη δυσαρεστήσει την Τουρκία. Τα πράγματα, όμως, έχουν φθάσει σε κρίσιμο σημείο και στην Αθήνα πρέπει να αποφασίσουν. Η Τουρκία είναι αδύνατον να μην αντιδράσει (αντέδρασε και σε ανάλογη περίπτωση της Κύπρου) και η Αθήνα δεν μπορεί να μην υλοποιήσει κοινοτική οδηγία. Αυτό, βεβαίως, είναι μία κραυγαλέα περίπτωση αρνητικών δεσμεύσεων της Διακήρυξης Φιλίας αλλά όπως υποστηρίζουν έγκυροι καθηγητές Διεθνούς Δικαίου οι διατυπώσεις της Διακήρυξης δεν δεσμεύουν την Ελλάδα να μην ικανοποιήσει διεθνείς της υποχρεώσεις. Ωστόσο, σε πολιτική επίπεδο η δυσαρέσκεια της Άγκυρας και, ενδεχομένως, η άρνηση αναγνώρισης των ελληνικών οριοθετήσεων, θα είναι προφανείς.

Το 2024, λοιπόν, θα δοκιμασθεί η Ελληνοτουρκική προσέγγιση. Θα αναδυθεί, επίσης, και μία κρυμμένη μεταβλητή στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Το κυπριακό. Η προσέγγιση Αθήνας-Άγκυρας κατέστη δυνατή αφού το κυπριακό εξαιρέθηκε από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και η ελληνική κυβέρνηση υπογράφει Διακήρυξη Φιλίας με μία χώρα που έχει καταλάβει το 1/3 του νησιού από το 1974 εξ υπαιτιότητος της Αθήνας.

Δεν είναι, επίσης, σαφές που αποβλέπει ο πρόεδρος της Κύπρου με την επιμονή του για επανέναρξη των συνομιλιών για το κυπριακό από εκεί που σταμάτησαν στο Γκραν Μοντανά, όταν είναι γνωστό πως η αιτία της διακοπής τους ήταν η επιμονή της Τουρκίας να διατηρήσει το καθεστώς της εγγυήτριας δύναμης στο νησί, μαζί με την Ελλάδα και τη Βρετανία, κάτι αδιανόητο για χώρες στον 21ο αιώνα.

Η φύση του τουρκικού κράτους είναι επιθετική και στην επιθετικότητα απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο θα επανέλθει αργά ή γρήγορα, μόλις ικανοποιήσει τις σκοπιμότητες που του υπαγόρευσαν την στιγμιαία ανάπαυλα της επιθετικότητάς του.

Στο βάθος υπάρχουν σκελετοί

Η προμήθεια των F-16 από τις ΗΠΑ είναι μία τέτοια σκοπιμότητα αλλά όχι η μόνη. Η Τουρκία θέλει να εστιάσει στο κύριο μέτωπο αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή που είναι το μεσανατολικό και φρόντισε να καλύψει τα νώτα της με την Ελλάδα. Και η Ελλάδα της προμήθευσε την διαβεβαίωση που ο Ερντογάν κραδαίνει προς τις ΗΠΑ πως οι σχέσεις του με την Αθήνα δεν είναι, απλώς, χωρίς προκλήσεις αλλά και φιλικές. Προς τι αυτή η αφελής αθηναϊκή πολιτική; Πέραν την προσωρινής ησυχίας του αθηναϊκού συστήματος δεν διακρίνεται τίποτε άλλο. Στο βάθος υπάρχουν σκελετοί αλλά ακόμη δεν εμφανίσθηκαν.

Στο μέτωπο, τώρα, των σχέσεων Αθήνας-Λευκωσίας θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην επισήμανση μίας ομάδας πρώην στρατιωτικών οι οποίοι ανησυχούν για το κυπριακό τονίζοντας την αναγκαιότητα εξοπλισμού της νήσου και ενεργοποίησης του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου. Μάλιστα, στην ανακοίνωσή τους που είδε το φως της δημοσιότητας στον κυπριακό Τύπο και καθόλου στον ελλαδικό, τονίζουν πως αν η Αθήνα δεν θελήσει να συμμετάσχει στο Δόγμα αυτό η Κύπρος θα πρέπει να αναζητήσει συνεργασία με άλλες δυνάμεις, όπως για παράδειγμα τη Γαλλία.

Η αμφισβήτηση του ρόλου της Αθήνας στις εθνικές υποθέσεις παίρνει ευρύτερες διαστάσεις. Και το 2024 θα φανεί πιο αδρά.

Σε ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο

Σε ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο η έμφαση που θα δοθεί το επόμενο διάστημα θα είναι η έναρξη των διαδικασιών αναθεώρησης του veto, δυνατότητα που έχουν μικρές -και μεσαίες- χώρες της Ένωσης να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους σε μία Ευρώπη που οι ισχυρότερες δυνάμεις της καθορίζουν την πορεία της. Η αναθεώρηση του veto σε μία Ευρώπη με ομοσπονδιακά χαρακτηριστικά θα ήταν μία επιβεβλημένη ενέργεια αλλά η κατάργησή του στην σημερινή μορφή της καθιστά ουραγούς τις μικρές χώρες χωρίς καμιά δυνατότητα υπεράσπισης των συμφερόντων τους.

Με βάση το συμφέρον τους δεν λειτουργούν, μόνο, οι μικρές και μεσαίες χώρες αλλά και οι ισχυρές δυνάμεις στην Ευρώπη. Η Γερμανία καθορίζει τη θεσμική εξέλιξη της Ένωσης με βάση τα δικά της συμφέροντα (οικονομικά και εθνικά) τα οποία κλονίσθηκαν με τον ουκρανικό πόλεμο.

Η Γερμανία βάσισε το «οικονομικό θαύμα» της στην φθηνή ενέργεια που έπαιρνε από την Ρωσία, παρέχοντας τεχνολογία, αλλά η σχέση αυτή ανατράπηκε με τον ουκρανικό πόλεμο. Τις σημαντικότερες επιπτώσεις από τον πόλεμο αυτό τις υφίσταται, ήδη, η Γερμανία της οποίας ο βιομηχανικός τομέας, που βασιζόταν στην φθηνή ενέργεια, υπέστη καθίζηση από τις επιπτώσεις του πολέμου. Η γερμανική κυβέρνηση προσπάθησε να στηρίξει την βιομηχανία της χώρας με κρατικές ενισχύσεις κάτι, όμως, που έρχεται σε αντίθεση με το φιλελεύθερο οικονομικό δόγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Την όλη υπόθεση της οικονομικής κρίσης επέτεινε ο αμερικανικός νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA), ο οποίος αποβλέπει στην προσέλκυση ξένων εταιρειών και επενδύσεων στις ΗΠΑ. Απέναντι στο νόμο αυτό αντέδρασε το Παρίσι με κρατικές ενισχύσεις των εταιρειών που εδρεύουν στη Γαλλία και, τώρα, την ίδια πολιτική θέλει να ακολουθήσει και το Βερολίνο. Υπάρχει, όμως αντίδραση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Πάντως, φαίνεται πως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί προσαρμόζονται αναλόγως των συμφερόντων τριών ή τεσσάρων ισχυρών κρατών της Ένωσης ενώ η θρυλούμενη εμμονή στην τήρησή τους, όπως στην ελληνική περίπτωση, φαίνεται πως ισχύει για τις πλέον αδύναμες χώρες. Ο εκλιπών την Τρίτη πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφανγκ Σόϊμπλε υπήρξε, ως προτεστάντης, διαπρύσιος κήρυκας αυτής της εμμονής. Θα είχε ενδιαφέρον να βλέπαμε πως θα αντιδρούσε, τώρα, που η χώρα του περνά ανάλογες δυσκολίες.

Σε ευρύτερο πλαίσιο η Ευρώπη δεν διαθέτει γεωπολιτικό εκτόπισμα και αυτό είναι εμφανές κάθε φορά που εμφανίζεται μία γεωπολιτική αναταραχή. Προσπαθεί, χωρίς να το καταφέρνει ενιαία, να διαμορφώσει πολιτική σε σχέση με τις άλλες ηπείρους.

Η Ασία θα κυριαρχήσει ως η ήπειρος με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο προσεχές μέλλον με την Κίνα, κυρίως, να καθορίζει την δυναμική της. Αναδεικνύονται, όμως, και άλλες δυνάμεις (Ιαπωνία, Ινδία, αλλά και μικρότερες σε γεωπολιτικό εκτόπισμα αλλά ισχυρές σε οικονομικό, όπως η Νότια Κορέα, ακόμη και η Ταϊβάν η οποία διαθέτει την μεγαλύτερη παραγωγή σε ημιαγωγούς παγκοσμίους).

Η επιστροφή στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ βιομηχανιών που εγκαταστάθηκαν στην Κίνα και άλλες ασιατικές χώρες θα είναι μία πολιτική της δύσης που θα δούμε να εξελίσσεται το 2024. Ένταση που θα φθάσει στα όρια στρατιωτικής αναμέτρησης δεν θα πρέπει να αναμένουμε στο θέμα της Ταϊβάν διότι δεν συμφέρει κανέναν, αν και οι ελεγχόμενες εντάσεις θα παραμείνουν. Αρκετά θα εξαρτηθούν από τις εκλογές στην Ταϊβάν, το επόμενο διάστημα, όπως και από τις αμερικανικές εκλογές τον Νοέμβριο. Η Αμερική θα δοκιμασθεί με τις εκλογές αυτές σε ακραίο σημείο. Θα δούμε αν και πώς θα ανταποκριθεί.

Το νέο «Μεγάλο Παιχνίδι»

Τέλος, ενδιαφέρον για την Ευρώπη παρουσιάζει και η Αφρική αν και η γηραιά ήπειρος έχει χάσει τον αγώνα δρόμου, ίσως και λόγω του αποικιακού παρελθόντος της.

Η Αφρική είναι μία ήπειρος όπου «παίζεται» το νέο «Μεγάλο Παιχνίδι» από πολλές δυνάμεις οι οποίες εμφανίζονται ως εραστές.

Από τις αρχές του 21ου αιώνα, η Αφρική έχει εμπλακεί σε μία διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης, σίγουρα διαφοροποιημένης, ανάλογα, με την περιοχή αλλά πολλά υποσχόμενης.

Η Αφρική αντιπροσωπεύει το 23% της επιφάνειας του πλανήτη, με τεράστιους πόρους στο υπέδαφός της που από καιρό έχουν δημιουργήσει πολλές αρπακτικές ορέξεις.

Έχει, σήμερα, 1,17 δισεκατομμύρια κατοίκους, το 16% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αυτή η ήπειρος έχει τον υψηλότερο δείκτη γονιμότητας στον κόσμο: 4,7 παιδιά ανά γυναίκα, με έντονες ανισότητες ανάλογα με τη χώρα. Ως αποτέλεσμα, μέχρι το 2050, ο πληθυσμός της Αφρικής θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 2 δισεκατομμύρια κατοίκους. Σε διαφορετικές κλίμακες, τοπική, εθνική, περιφερειακή, ηπειρωτική και παγκόσμια, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει πολλαπλά αποτελέσματα.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 31.12.2023

Οι κλασικοί βιολόγοι αντιδρούν όταν οι αναλυτές αναφέρονται στον κοινωνικό ή πολιτικό δαρβινισμό, αλλά η γενική αντίληψη της εξέλιξης των ειδών και της επικράτησης των πλέον ευπροσάρμοστων, όχι, κατ’ ανάγκην των πιο ισχυρών, είναι μία αρχή που μπορεί να μεταφερθεί και στην κοινωνία και την πολιτική.

Ο κόσμος αλλάζει και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Συνιστώσες δυνάμεις του προσπαθούν να επηρεάσουν τις αλλαγές αλλά μερικές ακολουθούν τον ρουν την ιστορίας με τη λογική του «όπου πάει ο άνεμος».

Η Αθήνα ακολουθεί μία τέτοια πολιτική με τη διαφορά πως προσδιόρισε την κατεύθυνση του ανέμου. Όπου φυσάει ο δυτικός άνεμος. Ο πρωθυπουργός της χώρας το διατύπωσε με δύο λέξεις: είμαστε δεδομένοι. Και κανείς δεν αντέδρασε. Κατά πάσα πιθανότητα η κοινωνία το αποδέχεται.

Αν εξαιρέσουμε την περίοδο που ο Βενιζέλος με τις όποιες αστικές δυνάμεις της εποχής του και τη βοήθεια του στρατού προσπάθησε να διευρύνει τα όρια του ελληνικού κράτους και να του δώσει μία αυτοδύναμη πολιτική -στο πλαίσιο του δυτικού συστήματος αλλά με βαθμούς αυτονομίας- δεν υπάρχει άλλη διακριτή περίοδος της ελληνικής ιστορίας που η χώρα να ήθελε να διαμορφώσει δική της πολιτική και να είχε τη δυνατότητα να το καταφέρει.

Αποκορύφωμα αυτής της εξάρτησης είναι οι μέρες μας με τον εύστοχο προσδιορισμό του status τους της χώρας από τον κ. Μητσοτάκη με τη δήλωση περί δεδομένων.

Παλαιοί και έμπειροι διπλωμάτες μου έλεγαν, στην αγωνιώδη προσπάθειά μου να αντιληφθώ αν υπάρχει κάποιο κέντρο που διαμορφώνει και προτείνει πολιτική, να μην χάνω χρόνο διότι τα πάντα εξαρτώνται από τα «ραβασάκια της πρεσβείας». Η ελληνική εξωτερική -και αμυντική- πολιτική υπαγορεύεται από τις ΗΠΑ και σε έναν βαθμό από την ΕΕ. Ακόμη και σε ζητήματα στενού ελληνικού ενδιαφέροντος η Αθήνα δεν μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλίες αν δεν εγκριθούν από την «πρεσβεία».

Το γεγονός ότι ο εκάστοτε υπουργός Εξωτερικών συγκεντρώνει στο γραφείο του το σύνολο των αρμοδιοτήτων, το ότι η αρμόδια διεύθυνση του ΥΠΕΞ (για τη διαμόρφωση πολιτικής) συγκροτείται από ένα, ουσιαστικά, άτομο, το οποίο οι ίδιοι οι συνάδελφοί του υπονομεύουν, και το ότι διακόπηκε η χρηματοδότηση ακόμη και ελάχιστων δεξαμενών σκέψης από το ΥΠΕΞ, επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό αυτό.

Συνεπώς δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία να αναζητήσουμε την ελληνική εξωτερική πολιτική το 2024 όταν αυτή επηρεάζεται καθοριστικά από άλλες δυνάμεις. Θα πρέπει να δούμε την πολιτική των δυνάμεων αυτών για να εκτιμήσουμε πως θα εξελιχθούν τα γεγονότα το 2024.

Ωστόσο, με την παράμετρο της εξάρτησης από τις δυνάμεις, θα πρέπει να εστιάσουμε σε μερικά ζητήματα.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις επηρεάζονται, πλέον, από την Διακήρυξη Φιλίας που υπεγράφη κατά την τελευταία επίσκεψη του Ερντογάν η οποία, διακήρυξη, θα δοκιμασθεί κατά το 2024.

Ήδη, η Ελλάδα παραπέμπεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τον μη καθορισμό θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού και αυτό η Αθήνα θα το απέφυγε, γνωρίζοντας ότι παραβαίνει κοινοτική οδηγία, για να μη δυσαρεστήσει την Τουρκία. Τα πράγματα, όμως, έχουν φθάσει σε κρίσιμο σημείο και στην Αθήνα πρέπει να αποφασίσουν. Η Τουρκία είναι αδύνατον να μην αντιδράσει (αντέδρασε και σε ανάλογη περίπτωση της Κύπρου) και η Αθήνα δεν μπορεί να μην υλοποιήσει κοινοτική οδηγία. Αυτό, βεβαίως, είναι μία κραυγαλέα περίπτωση αρνητικών δεσμεύσεων της Διακήρυξης Φιλίας αλλά όπως υποστηρίζουν έγκυροι καθηγητές Διεθνούς Δικαίου οι διατυπώσεις της Διακήρυξης δεν δεσμεύουν την Ελλάδα να μην ικανοποιήσει διεθνείς της υποχρεώσεις. Ωστόσο, σε πολιτική επίπεδο η δυσαρέσκεια της Άγκυρας και, ενδεχομένως, η άρνηση αναγνώρισης των ελληνικών οριοθετήσεων, θα είναι προφανείς.

Το 2024, λοιπόν, θα δοκιμασθεί η Ελληνοτουρκική προσέγγιση. Θα αναδυθεί, επίσης, και μία κρυμμένη μεταβλητή στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Το κυπριακό. Η προσέγγιση Αθήνας-Άγκυρας κατέστη δυνατή αφού το κυπριακό εξαιρέθηκε από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και η ελληνική κυβέρνηση υπογράφει Διακήρυξη Φιλίας με μία χώρα που έχει καταλάβει το 1/3 του νησιού από το 1974 εξ υπαιτιότητος της Αθήνας.

Δεν είναι, επίσης, σαφές που αποβλέπει ο πρόεδρος της Κύπρου με την επιμονή του για επανέναρξη των συνομιλιών για το κυπριακό από εκεί που σταμάτησαν στο Γκραν Μοντανά, όταν είναι γνωστό πως η αιτία της διακοπής τους ήταν η επιμονή της Τουρκίας να διατηρήσει το καθεστώς της εγγυήτριας δύναμης στο νησί, μαζί με την Ελλάδα και τη Βρετανία, κάτι αδιανόητο για χώρες στον 21ο αιώνα.

Η φύση του τουρκικού κράτους είναι επιθετική και στην επιθετικότητα απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο θα επανέλθει αργά ή γρήγορα, μόλις ικανοποιήσει τις σκοπιμότητες που του υπαγόρευσαν την στιγμιαία ανάπαυλα της επιθετικότητάς του.

Στο βάθος υπάρχουν σκελετοί

Η προμήθεια των F-16 από τις ΗΠΑ είναι μία τέτοια σκοπιμότητα αλλά όχι η μόνη. Η Τουρκία θέλει να εστιάσει στο κύριο μέτωπο αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή που είναι το μεσανατολικό και φρόντισε να καλύψει τα νώτα της με την Ελλάδα. Και η Ελλάδα της προμήθευσε την διαβεβαίωση που ο Ερντογάν κραδαίνει προς τις ΗΠΑ πως οι σχέσεις του με την Αθήνα δεν είναι, απλώς, χωρίς προκλήσεις αλλά και φιλικές. Προς τι αυτή η αφελής αθηναϊκή πολιτική; Πέραν την προσωρινής ησυχίας του αθηναϊκού συστήματος δεν διακρίνεται τίποτε άλλο. Στο βάθος υπάρχουν σκελετοί αλλά ακόμη δεν εμφανίσθηκαν.

Στο μέτωπο, τώρα, των σχέσεων Αθήνας-Λευκωσίας θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στην επισήμανση μίας ομάδας πρώην στρατιωτικών οι οποίοι ανησυχούν για το κυπριακό τονίζοντας την αναγκαιότητα εξοπλισμού της νήσου και ενεργοποίησης του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου. Μάλιστα, στην ανακοίνωσή τους που είδε το φως της δημοσιότητας στον κυπριακό Τύπο και καθόλου στον ελλαδικό, τονίζουν πως αν η Αθήνα δεν θελήσει να συμμετάσχει στο Δόγμα αυτό η Κύπρος θα πρέπει να αναζητήσει συνεργασία με άλλες δυνάμεις, όπως για παράδειγμα τη Γαλλία.

Η αμφισβήτηση του ρόλου της Αθήνας στις εθνικές υποθέσεις παίρνει ευρύτερες διαστάσεις. Και το 2024 θα φανεί πιο αδρά.

Σε ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο

Σε ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο η έμφαση που θα δοθεί το επόμενο διάστημα θα είναι η έναρξη των διαδικασιών αναθεώρησης του veto, δυνατότητα που έχουν μικρές -και μεσαίες- χώρες της Ένωσης να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους σε μία Ευρώπη που οι ισχυρότερες δυνάμεις της καθορίζουν την πορεία της. Η αναθεώρηση του veto σε μία Ευρώπη με ομοσπονδιακά χαρακτηριστικά θα ήταν μία επιβεβλημένη ενέργεια αλλά η κατάργησή του στην σημερινή μορφή της καθιστά ουραγούς τις μικρές χώρες χωρίς καμιά δυνατότητα υπεράσπισης των συμφερόντων τους.

Με βάση το συμφέρον τους δεν λειτουργούν, μόνο, οι μικρές και μεσαίες χώρες αλλά και οι ισχυρές δυνάμεις στην Ευρώπη. Η Γερμανία καθορίζει τη θεσμική εξέλιξη της Ένωσης με βάση τα δικά της συμφέροντα (οικονομικά και εθνικά) τα οποία κλονίσθηκαν με τον ουκρανικό πόλεμο.

Η Γερμανία βάσισε το «οικονομικό θαύμα» της στην φθηνή ενέργεια που έπαιρνε από την Ρωσία, παρέχοντας τεχνολογία, αλλά η σχέση αυτή ανατράπηκε με τον ουκρανικό πόλεμο. Τις σημαντικότερες επιπτώσεις από τον πόλεμο αυτό τις υφίσταται, ήδη, η Γερμανία της οποίας ο βιομηχανικός τομέας, που βασιζόταν στην φθηνή ενέργεια, υπέστη καθίζηση από τις επιπτώσεις του πολέμου. Η γερμανική κυβέρνηση προσπάθησε να στηρίξει την βιομηχανία της χώρας με κρατικές ενισχύσεις κάτι, όμως, που έρχεται σε αντίθεση με το φιλελεύθερο οικονομικό δόγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Την όλη υπόθεση της οικονομικής κρίσης επέτεινε ο αμερικανικός νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού (IRA), ο οποίος αποβλέπει στην προσέλκυση ξένων εταιρειών και επενδύσεων στις ΗΠΑ. Απέναντι στο νόμο αυτό αντέδρασε το Παρίσι με κρατικές ενισχύσεις των εταιρειών που εδρεύουν στη Γαλλία και, τώρα, την ίδια πολιτική θέλει να ακολουθήσει και το Βερολίνο. Υπάρχει, όμως αντίδραση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Πάντως, φαίνεται πως οι ευρωπαϊκοί θεσμοί προσαρμόζονται αναλόγως των συμφερόντων τριών ή τεσσάρων ισχυρών κρατών της Ένωσης ενώ η θρυλούμενη εμμονή στην τήρησή τους, όπως στην ελληνική περίπτωση, φαίνεται πως ισχύει για τις πλέον αδύναμες χώρες. Ο εκλιπών την Τρίτη πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφανγκ Σόϊμπλε υπήρξε, ως προτεστάντης, διαπρύσιος κήρυκας αυτής της εμμονής. Θα είχε ενδιαφέρον να βλέπαμε πως θα αντιδρούσε, τώρα, που η χώρα του περνά ανάλογες δυσκολίες.

Σε ευρύτερο πλαίσιο η Ευρώπη δεν διαθέτει γεωπολιτικό εκτόπισμα και αυτό είναι εμφανές κάθε φορά που εμφανίζεται μία γεωπολιτική αναταραχή. Προσπαθεί, χωρίς να το καταφέρνει ενιαία, να διαμορφώσει πολιτική σε σχέση με τις άλλες ηπείρους.

Η Ασία θα κυριαρχήσει ως η ήπειρος με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο προσεχές μέλλον με την Κίνα, κυρίως, να καθορίζει την δυναμική της. Αναδεικνύονται, όμως, και άλλες δυνάμεις (Ιαπωνία, Ινδία, αλλά και μικρότερες σε γεωπολιτικό εκτόπισμα αλλά ισχυρές σε οικονομικό, όπως η Νότια Κορέα, ακόμη και η Ταϊβάν η οποία διαθέτει την μεγαλύτερη παραγωγή σε ημιαγωγούς παγκοσμίους).

Η επιστροφή στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ βιομηχανιών που εγκαταστάθηκαν στην Κίνα και άλλες ασιατικές χώρες θα είναι μία πολιτική της δύσης που θα δούμε να εξελίσσεται το 2024. Ένταση που θα φθάσει στα όρια στρατιωτικής αναμέτρησης δεν θα πρέπει να αναμένουμε στο θέμα της Ταϊβάν διότι δεν συμφέρει κανέναν, αν και οι ελεγχόμενες εντάσεις θα παραμείνουν. Αρκετά θα εξαρτηθούν από τις εκλογές στην Ταϊβάν, το επόμενο διάστημα, όπως και από τις αμερικανικές εκλογές τον Νοέμβριο. Η Αμερική θα δοκιμασθεί με τις εκλογές αυτές σε ακραίο σημείο. Θα δούμε αν και πώς θα ανταποκριθεί.

Το νέο «Μεγάλο Παιχνίδι»

Τέλος, ενδιαφέρον για την Ευρώπη παρουσιάζει και η Αφρική αν και η γηραιά ήπειρος έχει χάσει τον αγώνα δρόμου, ίσως και λόγω του αποικιακού παρελθόντος της.

Η Αφρική είναι μία ήπειρος όπου «παίζεται» το νέο «Μεγάλο Παιχνίδι» από πολλές δυνάμεις οι οποίες εμφανίζονται ως εραστές.

Από τις αρχές του 21ου αιώνα, η Αφρική έχει εμπλακεί σε μία διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης, σίγουρα διαφοροποιημένης, ανάλογα, με την περιοχή αλλά πολλά υποσχόμενης.

Η Αφρική αντιπροσωπεύει το 23% της επιφάνειας του πλανήτη, με τεράστιους πόρους στο υπέδαφός της που από καιρό έχουν δημιουργήσει πολλές αρπακτικές ορέξεις.

Έχει, σήμερα, 1,17 δισεκατομμύρια κατοίκους, το 16% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αυτή η ήπειρος έχει τον υψηλότερο δείκτη γονιμότητας στον κόσμο: 4,7 παιδιά ανά γυναίκα, με έντονες ανισότητες ανάλογα με τη χώρα. Ως αποτέλεσμα, μέχρι το 2050, ο πληθυσμός της Αφρικής θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 2 δισεκατομμύρια κατοίκους. Σε διαφορετικές κλίμακες, τοπική, εθνική, περιφερειακή, ηπειρωτική και παγκόσμια, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει πολλαπλά αποτελέσματα.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 31.12.2023

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία