ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

«Ο θείος Βάνιας» στο θέατρο «Αριστοτέλειον»

Η ιδιαιτέρως μεγάλη προσέλευση του κοινού στην συγκεκριμένη παράσταση δημιούργησε εξαρχής προσδοκίες για το σκηνικό αποτέλεσμα. Εν συνεχεία, η ίδια η παράσταση κατάφερε επάξια να επιβεβαιώσει την αρχική αυτή εντύπωση

 20/02/2019 08:00

«Ο θείος Βάνιας» στο θέατρο «Αριστοτέλειον»

Του Νίκου Αγγελή Άνθη

Το Σάββατο 2 Φεβρουαρίου επισκεφθήκαμε το θέατρο «Αριστοτέλειον», προκειμένου να παρακολουθήσουμε από κοντά την πολυαναμενόμενη παράσταση «Ο θείος Βάνιας» του Άντον Τσέχοφ, με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Κιμούλη. Το θέατρο, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν ασφυχτικά γεμάτο, καθώς, απ’ ό,τι φάνηκε, ένα μεγάλο μερίδιο του θεατρόφιλου και μη κοινού της Θεσσαλονίκης έσπευσε να παρακολουθήσει τη συγκεκριμένη παράσταση. Η ιδιαιτέρως μεγάλη προσέλευση του κοινού δημιούργησε εξαρχής προσδοκίες για το σκηνικό αποτέλεσμα. Εν συνεχεία, η ίδια η παράσταση κατάφερε επάξια να επιβεβαιώσει την αρχική αυτή εντύπωση.

Ο Γιώργο Κιμούλης, που εκτός από τον πρωταγωνιστικό ρόλο ανέλαβε και τη σκηνοθεσία της παράστασης, κατάφερε με τρόπο ιδιαίτερα επιδέξιο και αθόρυβο να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στο σύγχρονο καλλιτεχνικό πρίσμα και στη γοητεία και ιερότητα του κλασικού. Δημιούργησε δηλαδή ένα σκηνικό, το οποίο, διατηρώντας τον ποιητικό λυρισμό του διαχρονικού αυτού αριστουργήματος, παρέμεινε παράλληλα ιδιαίτερα ζωντανό και εντυπωσιακό, μη θυμίζοντας σε καμία περίπτωση κάτι παλιό και ξεπερασμένο. Άλλωστε, τα έντονα χρώματα των σκηνικών και η έντονη ατμοσφαιρικότητα της παράστασης, σε συνδυασμό με την αισθαντική κλασική μουσική, παρέπεμπαν στη διαχρονικότητα του έργου.

Αριστοτεχνικά κουρδισμένοι ηθοποιοί

Το ανέβασμα του έργου θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε κλασικό. Οι ηθοποιοί παρουσιάζονται αριστοτεχνικά κουρδισμένοι, χωρίς όμως να δίνουν την αίσθηση του ψυχρού στιλιζαρίσματος. Ο Γιώργος Κιμούλης, ως θείος Βάνιας, δίνει την εντύπωση ότι ζει μέσα από τον ίδιο τον χαρακτήρα, αποδίδοντας με ακρίβεια τη συναισθηματική πολυπλοκότητα, που κρύβει ο Βάνιας, κάτω από το αλκοολικό του περίβλημα.

Εν ολίγοις, πέτυχε μέσα από τη δωρική και συνάμα πολυπρισματική ερμηνεία του να μας δώσει ατόφια και ακατέργαστη την απογοήτευση και την παραίτηση του Βάνια, χωρίς ωστόσο να καταφύγει σε θεατρινίστικα τεχνάσματα και υποκριτικές φαμφάρες, καθιστώντας την παρουσία του υποβλητικά απαραίτητη. 

Παράλληλα, ο Τάσος Νούσιας, μέσα από το ρόλο του γιατρού, λειτουργεί ως το καταλληλότερο θεατρικό ταίρι του Γιώργου Κιμούλη, καθώς η υποκριτική τους χημεία γίνεται ολοφάνερη ήδη από τα πρώτα λεπτά της παράστασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μία από τις δυνατότερες σκηνές της παράστασης, όπου και οι δύο, μεθυσμένοι, κάθονται και αναπολούν τη χαμένη τους νεότητα, αλλά και τη ζωή, που έφυγε αφήνοντας πίσω της ηλικιακά αλλά και ψυχολογικά σημάδια.

Ο Τάσος Νούσιας λοιπόν, μέσω της υποκριτικής του ερμηνείας, κατάφερε να προσδώσει στο έργο μία κωμικοτραγική διάσταση, επισημαίνοντας ουσιαστικά τη διττότητα της ίδιας της ζωής. Σε αυτό το σημείο βέβαια αξίζει να κάνουμε μία αναφορά και στην ηθοποιό Χαρά Μάτα Γιαννάτου, η οποία, ερμηνεύοντας το ρόλο της Σόνιας, της ανιψιάς του Βάνια, έδωσε στο θεατρικό έργο μία νότα νεανικής φρεσκάδας, διότι αποδίδοντας εξαιρετικά το χαρακτήρα της βασανισμένης αλλά και συνάμα ερωτευμένης κοπέλας, μας πέρασε το ηχηρό μήνυμα ότι ακόμα και στα μεγαλύτερα συναισθηματικά σκοτάδια υπάρχει φως, αρκεί να θες να το δεις.

Τα επίμονα κι επίπονα δίπολα

Σε όλη την παράσταση, καθώς βλέπουμε τις σχέσεις των πρωταγωνιστών να ξετυλίγονται με τρόπο ευλαβικό μπροστά μας, ουσιαστικά αισθανόμαστε σαν να ακροβατούμε σε ένα ναρκοπέδιο συναισθημάτων, στο οποίο ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να προκληθεί το απόλυτο χάος. Σε όλη τη διάρκεια του θεατρικού έργου νιώθουμε συνεχώς να ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάποια επίμονα και επίπονα δίπολα, όπως η λογική και το παράλογο, η αγάπη και το μίσος, η ολοκληρωτική παραίτηση αλλά και η αέναη προσπάθεια για λίγη ζωή. 

Η θεατρική αυτή παράσταση θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε με σιγουριά ότι απευθύνεται σε όλους, διότι ειδικά μέσω της απόδοσης του Γιώργου Κιμούλη προσεγγίζει με τρόπο ιδιαίτερα αναλυτικό, αλλά όχι φλύαρο, πολυάριθμα διαχρονικά ζητήματα, όπως οι ρωγμές στις ενδοοικογενειακές σχέσεις, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, η κρίση ηλικίας, καθώς και η ματαίωση, που έρχεται με τη συνειδητοποίηση ότι μισείς την ίδια σου τη ζωή. 

Αποκορύφωμα της όλης παράστασης αποτελεί η τελευταία σκηνή του έργου, στην οποία η Σόνια, έχοντας τελειώσει το δραματικό μονόλογό της σχετικά με τη ζωή και το θάνατο, φαίνεται να κάνει κούνια με τη βοήθεια του θείου της. 

Η κούνια αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα υποβλητικό στοιχείο, το οποίο με τρόπο ποιητικό συμβολίζει το συνεχές και ατέρμονο λίκνισμα του ανθρώπου ανάμεσα στη ζωή, που ζει, και στη ζωή που θα ήθελε αλλά φοβάται να ζήσει. Άλλωστε, όπως επισημαίνει και το σπουδαίο αυτό έργο του Τσέχοφ: «Τι είναι οι πεποιθήσεις από μόνες τους χωρίς πράξεις; Νεκρές ιδέες και τίποτα παραπάνω».

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Θέατρο «Αριστοτέλειον»

Έως την Κυριακή 24 Φεβρουαρίου

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17 Φεβρουαρίου 2019

Του Νίκου Αγγελή Άνθη

Το Σάββατο 2 Φεβρουαρίου επισκεφθήκαμε το θέατρο «Αριστοτέλειον», προκειμένου να παρακολουθήσουμε από κοντά την πολυαναμενόμενη παράσταση «Ο θείος Βάνιας» του Άντον Τσέχοφ, με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Κιμούλη. Το θέατρο, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν ασφυχτικά γεμάτο, καθώς, απ’ ό,τι φάνηκε, ένα μεγάλο μερίδιο του θεατρόφιλου και μη κοινού της Θεσσαλονίκης έσπευσε να παρακολουθήσει τη συγκεκριμένη παράσταση. Η ιδιαιτέρως μεγάλη προσέλευση του κοινού δημιούργησε εξαρχής προσδοκίες για το σκηνικό αποτέλεσμα. Εν συνεχεία, η ίδια η παράσταση κατάφερε επάξια να επιβεβαιώσει την αρχική αυτή εντύπωση.

Ο Γιώργο Κιμούλης, που εκτός από τον πρωταγωνιστικό ρόλο ανέλαβε και τη σκηνοθεσία της παράστασης, κατάφερε με τρόπο ιδιαίτερα επιδέξιο και αθόρυβο να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στο σύγχρονο καλλιτεχνικό πρίσμα και στη γοητεία και ιερότητα του κλασικού. Δημιούργησε δηλαδή ένα σκηνικό, το οποίο, διατηρώντας τον ποιητικό λυρισμό του διαχρονικού αυτού αριστουργήματος, παρέμεινε παράλληλα ιδιαίτερα ζωντανό και εντυπωσιακό, μη θυμίζοντας σε καμία περίπτωση κάτι παλιό και ξεπερασμένο. Άλλωστε, τα έντονα χρώματα των σκηνικών και η έντονη ατμοσφαιρικότητα της παράστασης, σε συνδυασμό με την αισθαντική κλασική μουσική, παρέπεμπαν στη διαχρονικότητα του έργου.

Αριστοτεχνικά κουρδισμένοι ηθοποιοί

Το ανέβασμα του έργου θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε κλασικό. Οι ηθοποιοί παρουσιάζονται αριστοτεχνικά κουρδισμένοι, χωρίς όμως να δίνουν την αίσθηση του ψυχρού στιλιζαρίσματος. Ο Γιώργος Κιμούλης, ως θείος Βάνιας, δίνει την εντύπωση ότι ζει μέσα από τον ίδιο τον χαρακτήρα, αποδίδοντας με ακρίβεια τη συναισθηματική πολυπλοκότητα, που κρύβει ο Βάνιας, κάτω από το αλκοολικό του περίβλημα.

Εν ολίγοις, πέτυχε μέσα από τη δωρική και συνάμα πολυπρισματική ερμηνεία του να μας δώσει ατόφια και ακατέργαστη την απογοήτευση και την παραίτηση του Βάνια, χωρίς ωστόσο να καταφύγει σε θεατρινίστικα τεχνάσματα και υποκριτικές φαμφάρες, καθιστώντας την παρουσία του υποβλητικά απαραίτητη. 

Παράλληλα, ο Τάσος Νούσιας, μέσα από το ρόλο του γιατρού, λειτουργεί ως το καταλληλότερο θεατρικό ταίρι του Γιώργου Κιμούλη, καθώς η υποκριτική τους χημεία γίνεται ολοφάνερη ήδη από τα πρώτα λεπτά της παράστασης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί μία από τις δυνατότερες σκηνές της παράστασης, όπου και οι δύο, μεθυσμένοι, κάθονται και αναπολούν τη χαμένη τους νεότητα, αλλά και τη ζωή, που έφυγε αφήνοντας πίσω της ηλικιακά αλλά και ψυχολογικά σημάδια.

Ο Τάσος Νούσιας λοιπόν, μέσω της υποκριτικής του ερμηνείας, κατάφερε να προσδώσει στο έργο μία κωμικοτραγική διάσταση, επισημαίνοντας ουσιαστικά τη διττότητα της ίδιας της ζωής. Σε αυτό το σημείο βέβαια αξίζει να κάνουμε μία αναφορά και στην ηθοποιό Χαρά Μάτα Γιαννάτου, η οποία, ερμηνεύοντας το ρόλο της Σόνιας, της ανιψιάς του Βάνια, έδωσε στο θεατρικό έργο μία νότα νεανικής φρεσκάδας, διότι αποδίδοντας εξαιρετικά το χαρακτήρα της βασανισμένης αλλά και συνάμα ερωτευμένης κοπέλας, μας πέρασε το ηχηρό μήνυμα ότι ακόμα και στα μεγαλύτερα συναισθηματικά σκοτάδια υπάρχει φως, αρκεί να θες να το δεις.

Τα επίμονα κι επίπονα δίπολα

Σε όλη την παράσταση, καθώς βλέπουμε τις σχέσεις των πρωταγωνιστών να ξετυλίγονται με τρόπο ευλαβικό μπροστά μας, ουσιαστικά αισθανόμαστε σαν να ακροβατούμε σε ένα ναρκοπέδιο συναισθημάτων, στο οποίο ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να προκληθεί το απόλυτο χάος. Σε όλη τη διάρκεια του θεατρικού έργου νιώθουμε συνεχώς να ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάποια επίμονα και επίπονα δίπολα, όπως η λογική και το παράλογο, η αγάπη και το μίσος, η ολοκληρωτική παραίτηση αλλά και η αέναη προσπάθεια για λίγη ζωή. 

Η θεατρική αυτή παράσταση θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε με σιγουριά ότι απευθύνεται σε όλους, διότι ειδικά μέσω της απόδοσης του Γιώργου Κιμούλη προσεγγίζει με τρόπο ιδιαίτερα αναλυτικό, αλλά όχι φλύαρο, πολυάριθμα διαχρονικά ζητήματα, όπως οι ρωγμές στις ενδοοικογενειακές σχέσεις, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, η κρίση ηλικίας, καθώς και η ματαίωση, που έρχεται με τη συνειδητοποίηση ότι μισείς την ίδια σου τη ζωή. 

Αποκορύφωμα της όλης παράστασης αποτελεί η τελευταία σκηνή του έργου, στην οποία η Σόνια, έχοντας τελειώσει το δραματικό μονόλογό της σχετικά με τη ζωή και το θάνατο, φαίνεται να κάνει κούνια με τη βοήθεια του θείου της. 

Η κούνια αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα υποβλητικό στοιχείο, το οποίο με τρόπο ποιητικό συμβολίζει το συνεχές και ατέρμονο λίκνισμα του ανθρώπου ανάμεσα στη ζωή, που ζει, και στη ζωή που θα ήθελε αλλά φοβάται να ζήσει. Άλλωστε, όπως επισημαίνει και το σπουδαίο αυτό έργο του Τσέχοφ: «Τι είναι οι πεποιθήσεις από μόνες τους χωρίς πράξεις; Νεκρές ιδέες και τίποτα παραπάνω».

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Θέατρο «Αριστοτέλειον»

Έως την Κυριακή 24 Φεβρουαρίου

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17 Φεβρουαρίου 2019

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία