ΑΠΟΨΕΙΣ

Το αναφομοίωτο μάθημα των Ιμίων

 04/02/2019 12:20

Είκοσι τρία χρόνια μετά τα Ίμια, το μάθημα από την κρίση που έφερε Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα ενός επικίνδυνου θερμού επεισοδίου, αν όχι μιας σύντομης πολεμικής αναμέτρησης, έμεινε αναφομοίωτο.

Οι βασικές συνιστώσες που διέπουν την αντίληψη της ελληνικής ασφάλειας όχι μόνο παραμένουν ίδιες, αλλά επιδεινώθηκαν.

Επιδεινώθηκε, κυρίως, η αντίληψη περί του τρόπου προστασίας της χώρας και του λαού της.

Κυριαρχεί η λογική πως δεν χρειάζεται η προβολή σκληρής ισχύος, αυτά είναι εθνικιστικές αντιλήψεις που πρέπει να εκλείψουν. Με τέτοιες νοοτροπίες και με καταλύτη την οικονομική κρίση, η χώρα δεν έχει κατορθώσει να βελτιώσει το οπλοστάσιό της στο βαθμό που χρειάζεται, με αποτέλεσμα να έχει μόλις δύο με τρία χρόνια περιθώρια προβολής αποτρεπτικής ισχύος. Μετά θα είναι αργά αν δεν ληφθούν από τώρα μέτρα.

Έχει γίνει, πάντως, συνείδηση πως με τα λόγια δεν εξασφαλίζεται η άμυνα και η ασφάλεια. Εκτός από εκσυγχρονισμός των οπλικών συστημάτων, απαιτείται και αλλαγή δομών και νοοτροπίας.

Παρόλο που το κυρίαρχο μάθημα από την κρίση των Ιμίων ήταν η ασυνεννοησία μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, η ελληνική πολιτεία δεν έχει, ακόμη, αλλάξει τις δομές που θα εκτιμήσουν τους κινδύνους και θα λάβουν αποφάσεις.

Δεν υπάρχει, για παράδειγμα μια σύγχρονη αντίληψη της δομής, λειτουργίας και ρόλου ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας.

Ούτε έχει αλλάξει η νοοτροπία της τοποθέτησης επικεφαλής του στρατεύματος των αρεστών και όχι των αρίστων.

Η ηγεσία του στρατεύματος δεν είναι χώρος που επιλέγονται οι ημέτεροι. Αν υπάρξει ανάγκη, θα πληρώσει αυτήν τη νοοτροπία ακριβά η χώρα.

Αυτό, βεβαίως, ισχύει και για την πολιτική ηγεσία σε στιγμές κρίσης, όπως είναι οι σημερινές. Και εδώ η ευθύνη είναι του λαού, που ψηφίζει και αναδεικνύει τους ηγέτες του.

Ο πρωθυπουργός των Ιμίων Κ. Σημίτης το πιθανότερο είναι ότι δεν καταλάβαινε την κρίσιμη νύκτα τι εννοούσε ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, όταν του ζητούσε απελευθέρωση κανόνων εμπλοκής.

Σήμερα τα πράγματα είναι χειρότερα.

Η Τουρκία, παρόλο που είναι απασχολημένη στη Μέση Ανατολή, δεν παραλείπει, συχνά, να υπογραμμίζει τις διεκδικήσεις της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Αμφισβητεί τη Λοζάνη και το έχει τονίσει πολλές φορές. Και ο Ερντογάν δεν αλλάζει εύκολα γνώμη. Γι’ αυτό είναι λάθος η επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στην Κωνσταντινούπολη.

Η Τουρκία είναι ανικανοποίητη, διότι διεκδικεί πέραν των όσων έχει και της αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο, η Ελλάδα, επίσης είναι ανικανοποίητη, διότι δεν μπορεί να υποστηρίξει όσα δικαιούται με βάση πάλι το διεθνές δίκαιο, στη Μεσόγειο και, κυρίως, στο Αιγαίο.

Η Τουρκία διδάχθηκε από τα Ίμια. Δύο χρόνια μετά, το 1998, πραγματοποίησε μια μεγάλη άσκηση και κατέγραψε τις ελλείψεις της. Στη συνέχεια εξήγγειλε και ακολούθησε ένα μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα, το οποίο προβάλλει σήμερα και στην ξηρά και στη θάλασσα. Περί τα τέλη Φεβρουαρίου ξεκινά μια άσκηση που περιλαμβάνει το θαλάσσιο χώρο από τη Μάλτα μέχρι και τον Εύξεινο.

Διεκδικεί αλλά και προκαλεί. Οι προκλήσεις της είναι ενοχλητικές και γι’ αυτό την έχουν οδηγήσει τεχνηέντως στα πρόθυρα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Δεν αποκλείεται να πέσει στην «Παγίδα του Θουκυδίδη».

Μόλις την Τετάρτη τούρκος αρθρογράφος έγραφε πως ο Ερντογάν βρίσκεται σε δύσκολη θέση λόγω των οικονομικών και δεν αποκλείεται να ανταλλάξει την οικονομική σωτηρία με την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η Τουρκία είναι δύσκολη χώρα και ο Ερντογάν ακόμη πιο απρόβλεπτος ηγέτης.

Ορισμένοι θέλουν να συνδυάσουν την επίσκεψη Τσίπρα στην Κωνσταντινούπολη με την παράμετρο του κυπριακού. Ο έλληνας πρωθυπουργός, λένε, θα πάρει ανταλλάγματα για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Από ποιον θα τα πάρει; Τον Ερντογάν; Όχι, μόνο δεν θα τα δώσει αλλά και αν τα δώσει, θα έχει την τύχη του Μεντερές. Υπάρχει κάποιος στην Αμερική που διαμορφώνει πολιτική; Μπορεί να υπάρξει εμπιστοσύνη στον αμερικανό πρόεδρο;

Ο υπεύθυνος για την Ευρώπη του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών κ. Μίτσελ παραιτήθηκε πριν από λίγες ημέρες και αυτό θεωρείται πλήγμα για τις συνεργασίες που αναπτύχθηκαν στην περιοχή. Το ενθαρρυντικό είναι ότι οι συνεργασίες αυτές εμβαθύνουν, παρά το κενό της Ουάσιγκτον. Διαμορφώνεται μια κατάσταση στην περιοχή, που ευνοεί και την Ελλάδα. Αλλά χρειάζεται προσοχή.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 3 Φεβρουαρίου 2019