Θεσσαλονίκη - H Εύα Νάθενα εξομολογείται: Πώς μπορούμε να νιώσουμε οικειότητα με μια «Φόνισσα»;
02/02/2024 22:40
02/02/2024 22:40
Η προβολή πραγματοποιήθηκε παρουσία της σκηνοθέτιδας, Εύας Νάθενα η οποία αποδέχθηκε την πρόσκληση του Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής, Χρυσόστομου Σταμούλη. Η εκδήλωση ξεκίνησε λίγο μετά τις έξι το απόγευμα, ενώ με τη λήξη της, το ΑΠΘ έδωσε ένα αναμνηστικό φοίνικα στη σκηνοθέτιδα η οποία συζήτησε με το κοινό μετά την προβολή.
Η ταινία μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, μέσα από την ειλικρινή και πολυδιάστατη ματιά της Νάθενα. Ακολουθεί την ιστορία της Χαδούλας, η οποία έχει επιβιώσει με πολλή δυσκολία σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία και κουβαλάει το τραύμα της μητέρας της που διαιωνίζει την υποτίμηση και την κατώτερη μοίρα της γυναίκας. Σκοτώνει τα νεογέννητα κορίτσια για να τα απαλλάξει από το κοινωνικό φορτίο που η ύπαρξή τους επιφέρει. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η εξαιρετική Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Η παγκόσμια πρεμιέρα της πραγματοποιήθηκε στο 64ο ΦΚΘ όπου και απέσπασε έξι βραβεία.
Την εκδήλωση άνοιξε ο κ. Σταμούλης ο οποίος, στον σύντομο χαιρετισμό του δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει προσωπικά τη διοίκηση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου η οποία, όπως τόνισε, στέκεται πάντα στο πλευρό του Πανεπιστημίου όταν χρειαστεί. Σε ό,τι αφορά στη «Φόνισσα» την χαρακτήρισε ως «μια ματιά ουσιαστική, διεισδυτική».
Την σκυτάλη επειτα πήρε η Εύα Νάθενα. Στην έναρξη της ομιλίας της, κάλεσε στη σκηνή κάποια μέλη της χορωδίας Voci Contra tempo οι οποίες συμμετείχαν στο μοιρολόι «Μάνα μου, μάνα» ακούστηκε στους τίτλους τέλους της κινηματογραφικής ταινίας «Φόνισσα»! της Σοφίας Γιολδάση.
Για την κ. Νάθενα, η «Φόνισσα» είναι πρώτα απ’ όλα μια ταινία για τον άνθρωπο. «Από μικροί μεγαλώνουμε με φυλετικούς ρόλους, ως αντίπαλοι, άντρες και γυναίκες, μετά πρέπει να κάνουμε ειρήνη» τόνισε και εξήγησε πως η ταινία προσπάθησε να δει τη γυναικεία και τη αντρική πλευρά πολυδιάστατα και, σύμφωνα με την ίδια, αναγνωρίζει τα δύο φύλα σαν ενα, τον άνθρωπο. Η κοινωνία μας έκανε πολλά λάθη, δε διάβασε σωστά ούτε τους μύθους, ούτε τις παραβολές».
«Ξέροντας ο Παπαδιαμάντης ότι τα νεογνά κορίτσια σκοτώνονται από φτώχεια, έγραψε ένα ακραίο αφήγημα κάνοντάς το καθρέφτη για την κοινωνία. Ένα αφήγημα που δεν δικαιώνει την Φόνισσα όμως εξηγεί τι την δημιούργησε. Και περιέγραψε το γιατί, άμεσα και έμμεσα, με ψυχιατρικό τρόπο. Είναι αυτά τα διαγενεακα τραύματα που στιγμάτισαν για δεκαετίες τις κοινωνίας και ακόμα δε λύθηκαν. Αν τα λύσουμε ούτε εμείς, θα τα παραλάβουν τα παιδιά μας» είπε χαρακτηριστικά.
Για την κ. Νάθενα, ο Παπαδιαμάντης βλέπει την κοινωνική αδικία και την καταθέτει σε μια εποχή που άλλοι δε το κάνουν. «Το τραύμα που περιγράφει το δημιούργησε μια γυναίκα της οποίας το τραύμα δημιούργησε άλλο τραύμα και πάει λέγοντας. Οι πρωταγωνίστριες είναι αρχέτυπα μάνας και κόρης της εποχής. Η Χαδούλα πίστευε ακράδαντα ότι ό,τι έκανε ήταν για καλό».
«Χρωστάω πολλά στον Παπαδιαμάντη» είπε εξηγώντας πως η μελέτη και η εμβάθυνση στο έργο του, μια διαδικασία που κράτησε 10 χρόνια, την βοήθησε να αναγνωρίσει το διαγενεακό τραύμα της μητέρας της. «Του χρωστάω το γεγονός ότι έζησα αυτή την ιστορία και αυτό το τραύμα, και εν τέλει λειτούργησε λυτρωτικά για μένα» πρόσθεσε.
«Αν αυτή η ταινία επικοινωνεί με τα νέα παιδιά είναι γιατί εμπνέει μια οικειότητα» επεσήμανε στη συνέχεια. «Όταν στα δεκαέξι μου, που διάβασα το βιβλίο, ένιωσα μια έλξη, ντράπηκα που μου άρεσε η ηρωίδα. Τι σχέση έχω εγώ με μια φόνισσα για να νιώσω οικειότητα; Όταν διάβασα ξανά το μυθιστόρημα σαν ενήλικη, κατάλαβα. Οικεία μού ήταν τα τραύματα της, όχι τα εγκλήματα. Ήταν τα τραύματα της μητέρας μου, που πέρασαν σε μένα» είπε σημειώνοντας πως βίωσε και σε προσωπικό επίπεδο την κουλτούρα της προίκας.
«Το παιδί που δε θα πάρει τη γονική παροχή, ψυχική ή υλική, από τους γεννήτορες του θα έχει ένα έλλειμμα που δε θα μπορέσει κανείς ποτέ να του το γεμίσει. Ούτε τα παιδιά του, ούτε η καριέρα του. Αυτός ο άνθρωπος θα πεθάνει ανολοκλήρωτος. Το κακοποιημένο παιδί δε παύει να αγαπάει τους γονείς του, το κάνει βέβαια άρρωστα, και κακοφορμησμενα. Παύει όμως να αγαπά τον εαυτό του. Και αυτό το τραύμα είτε θα το γυρίσει στον εαυτό του, είτε σε άλλους».
Εξήγησε επίσης πως εκείνη την εποχή, δηλαδή αρχές του 20ου αιώνα, η μεγαλύτερη βία ασκήθηκε από γυναίκες σε γυναίκες. «Έπρεπε να μεγαλώσουν τις κόρες τους κακοποιητικά, για να καταφέρουν να αντέξουν, δημιουργώντας έτσι πλάσματα τραυματισμένα. Οι άντρες, που μεγάλωσαν πολύ διαφορετικά, κατέληξαν επίσης διχασμένοι. Έπρεπε με το ζόρι να ανδρωθούν και από την άλλη κατέφευγαν στο ποτό για να αντέξουν τα αντρικά στερεότυπα. Έπρεπε να ξενιτευτούν για να δουλέψουν σαν τους δούλους. Έτσι ώστε να μπορέσουν στείλουν την προίκα στις αδελφές τους» ανέφερε.
«Σήμερα πολλοί άνθρωποι έρχονται από ανάλογα τραύματα φέρονται ακραία και δε ξέρουν γιατί. Ο κορονοϊός εκτός από πραγματικά μικρόβια, έφερε και πνευματικά. Ξύπνησε βίαιες συμπεριφορές και πράγματα που όλοι βλέπουμε στις ειδήσεις. Πρέπει να γίνει η αναγνώριση ώστε να προχωρήσουμε στην ίαση» κατέληξε η κ. Νάθενα.
04/02/2024 17:48
Η προβολή πραγματοποιήθηκε παρουσία της σκηνοθέτιδας, Εύας Νάθενα η οποία αποδέχθηκε την πρόσκληση του Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής, Χρυσόστομου Σταμούλη. Η εκδήλωση ξεκίνησε λίγο μετά τις έξι το απόγευμα, ενώ με τη λήξη της, το ΑΠΘ έδωσε ένα αναμνηστικό φοίνικα στη σκηνοθέτιδα η οποία συζήτησε με το κοινό μετά την προβολή.
Η ταινία μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, μέσα από την ειλικρινή και πολυδιάστατη ματιά της Νάθενα. Ακολουθεί την ιστορία της Χαδούλας, η οποία έχει επιβιώσει με πολλή δυσκολία σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία και κουβαλάει το τραύμα της μητέρας της που διαιωνίζει την υποτίμηση και την κατώτερη μοίρα της γυναίκας. Σκοτώνει τα νεογέννητα κορίτσια για να τα απαλλάξει από το κοινωνικό φορτίο που η ύπαρξή τους επιφέρει. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η εξαιρετική Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Η παγκόσμια πρεμιέρα της πραγματοποιήθηκε στο 64ο ΦΚΘ όπου και απέσπασε έξι βραβεία.
Την εκδήλωση άνοιξε ο κ. Σταμούλης ο οποίος, στον σύντομο χαιρετισμό του δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει προσωπικά τη διοίκηση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου η οποία, όπως τόνισε, στέκεται πάντα στο πλευρό του Πανεπιστημίου όταν χρειαστεί. Σε ό,τι αφορά στη «Φόνισσα» την χαρακτήρισε ως «μια ματιά ουσιαστική, διεισδυτική».
Την σκυτάλη επειτα πήρε η Εύα Νάθενα. Στην έναρξη της ομιλίας της, κάλεσε στη σκηνή κάποια μέλη της χορωδίας Voci Contra tempo οι οποίες συμμετείχαν στο μοιρολόι «Μάνα μου, μάνα» ακούστηκε στους τίτλους τέλους της κινηματογραφικής ταινίας «Φόνισσα»! της Σοφίας Γιολδάση.
Για την κ. Νάθενα, η «Φόνισσα» είναι πρώτα απ’ όλα μια ταινία για τον άνθρωπο. «Από μικροί μεγαλώνουμε με φυλετικούς ρόλους, ως αντίπαλοι, άντρες και γυναίκες, μετά πρέπει να κάνουμε ειρήνη» τόνισε και εξήγησε πως η ταινία προσπάθησε να δει τη γυναικεία και τη αντρική πλευρά πολυδιάστατα και, σύμφωνα με την ίδια, αναγνωρίζει τα δύο φύλα σαν ενα, τον άνθρωπο. Η κοινωνία μας έκανε πολλά λάθη, δε διάβασε σωστά ούτε τους μύθους, ούτε τις παραβολές».
«Ξέροντας ο Παπαδιαμάντης ότι τα νεογνά κορίτσια σκοτώνονται από φτώχεια, έγραψε ένα ακραίο αφήγημα κάνοντάς το καθρέφτη για την κοινωνία. Ένα αφήγημα που δεν δικαιώνει την Φόνισσα όμως εξηγεί τι την δημιούργησε. Και περιέγραψε το γιατί, άμεσα και έμμεσα, με ψυχιατρικό τρόπο. Είναι αυτά τα διαγενεακα τραύματα που στιγμάτισαν για δεκαετίες τις κοινωνίας και ακόμα δε λύθηκαν. Αν τα λύσουμε ούτε εμείς, θα τα παραλάβουν τα παιδιά μας» είπε χαρακτηριστικά.
Για την κ. Νάθενα, ο Παπαδιαμάντης βλέπει την κοινωνική αδικία και την καταθέτει σε μια εποχή που άλλοι δε το κάνουν. «Το τραύμα που περιγράφει το δημιούργησε μια γυναίκα της οποίας το τραύμα δημιούργησε άλλο τραύμα και πάει λέγοντας. Οι πρωταγωνίστριες είναι αρχέτυπα μάνας και κόρης της εποχής. Η Χαδούλα πίστευε ακράδαντα ότι ό,τι έκανε ήταν για καλό».
«Χρωστάω πολλά στον Παπαδιαμάντη» είπε εξηγώντας πως η μελέτη και η εμβάθυνση στο έργο του, μια διαδικασία που κράτησε 10 χρόνια, την βοήθησε να αναγνωρίσει το διαγενεακό τραύμα της μητέρας της. «Του χρωστάω το γεγονός ότι έζησα αυτή την ιστορία και αυτό το τραύμα, και εν τέλει λειτούργησε λυτρωτικά για μένα» πρόσθεσε.
«Αν αυτή η ταινία επικοινωνεί με τα νέα παιδιά είναι γιατί εμπνέει μια οικειότητα» επεσήμανε στη συνέχεια. «Όταν στα δεκαέξι μου, που διάβασα το βιβλίο, ένιωσα μια έλξη, ντράπηκα που μου άρεσε η ηρωίδα. Τι σχέση έχω εγώ με μια φόνισσα για να νιώσω οικειότητα; Όταν διάβασα ξανά το μυθιστόρημα σαν ενήλικη, κατάλαβα. Οικεία μού ήταν τα τραύματα της, όχι τα εγκλήματα. Ήταν τα τραύματα της μητέρας μου, που πέρασαν σε μένα» είπε σημειώνοντας πως βίωσε και σε προσωπικό επίπεδο την κουλτούρα της προίκας.
«Το παιδί που δε θα πάρει τη γονική παροχή, ψυχική ή υλική, από τους γεννήτορες του θα έχει ένα έλλειμμα που δε θα μπορέσει κανείς ποτέ να του το γεμίσει. Ούτε τα παιδιά του, ούτε η καριέρα του. Αυτός ο άνθρωπος θα πεθάνει ανολοκλήρωτος. Το κακοποιημένο παιδί δε παύει να αγαπάει τους γονείς του, το κάνει βέβαια άρρωστα, και κακοφορμησμενα. Παύει όμως να αγαπά τον εαυτό του. Και αυτό το τραύμα είτε θα το γυρίσει στον εαυτό του, είτε σε άλλους».
Εξήγησε επίσης πως εκείνη την εποχή, δηλαδή αρχές του 20ου αιώνα, η μεγαλύτερη βία ασκήθηκε από γυναίκες σε γυναίκες. «Έπρεπε να μεγαλώσουν τις κόρες τους κακοποιητικά, για να καταφέρουν να αντέξουν, δημιουργώντας έτσι πλάσματα τραυματισμένα. Οι άντρες, που μεγάλωσαν πολύ διαφορετικά, κατέληξαν επίσης διχασμένοι. Έπρεπε με το ζόρι να ανδρωθούν και από την άλλη κατέφευγαν στο ποτό για να αντέξουν τα αντρικά στερεότυπα. Έπρεπε να ξενιτευτούν για να δουλέψουν σαν τους δούλους. Έτσι ώστε να μπορέσουν στείλουν την προίκα στις αδελφές τους» ανέφερε.
«Σήμερα πολλοί άνθρωποι έρχονται από ανάλογα τραύματα φέρονται ακραία και δε ξέρουν γιατί. Ο κορονοϊός εκτός από πραγματικά μικρόβια, έφερε και πνευματικά. Ξύπνησε βίαιες συμπεριφορές και πράγματα που όλοι βλέπουμε στις ειδήσεις. Πρέπει να γίνει η αναγνώριση ώστε να προχωρήσουμε στην ίαση» κατέληξε η κ. Νάθενα.
ΣΧΟΛΙΑ