Καθηγητές ΑΠΘ: «Δεν θα υποκύψουμε στις υποδείξεις της κυβέρνησης - Οι Εισαγγελικές παρεμβάσεις δεν μας φοβίζουν»
09/02/2024 16:47
09/02/2024 16:47
Καθηγητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μέλη του ΕΣΔΕΠ ΑΠΘ, καταδίκασαν σήμερα, στο πλαίσιο συνέντευξης τύπου, την κατεπείγουσα προκαταρκτική εισαγγελική έρευνα κατά πάντων (διοικήσεων, φοιτητών/τριών, και μελών ΔΕΠ) καθώς και την τελευταία εισαγγελική παρέμβαση σχετικά με την άρνηση διενέργειας διαδικτυακών εξετάσεων κάνοντας λόγο για «εκβιαστική απόπειρα επιβολής διενέργειας ηλεκτρονικών εξετάσεων, που οδηγεί σε ευτελισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας όπου δεν διασφαλίζεται το αδιάβλητό τους, και καταλύει την αποκλειστική ακαδημαϊκή αρμοδιότητα των πανεπιστημιακών δασκάλων».
Ο Γιώργος Αγγελόπουλος, αντιπρόεδρος του ΕΣΔΕΠ ΑΠΘ τόνισε πως «πρόκειται για μία πρωτόγνωρη απόφαση, να διώκονται συνάδελφοι επειδή κάνουν αυτά που ο νόμος ορίζει. Για τον λόγο αυτόν θα βρεθούμε την ερχόμενη εβδομάδα στον Εισαγγελέα Θεσσαλονίκης για να ενημερωθούμε σχετικά».
Ο Ηλίας Κονδύλης, γραμματέας του ΕΣΔΕΠ αναφερόμενος στην ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, μίλησε για «καταστρατήγηση του άρθρου 16» και αναφερόμενος στα κριτήρια ίδρυσής τους ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «Γιάννης πίνει Γιάννης κερνάει». Για τις εισαγγελικές παρεμβάσεις είπε πως «δεν υπάρχει πανεπιστημιακός δάσκαλος που να μην νιώθει βαθύτατα προσβεβλημένος από την παραβίαση της ακαδημαϊκής του ελευθερίας με το εντέλλεσθε περί διενέργειας διαδικτυακών εξετάσεων. Δεν υπάρχει ούτε ένας πανεπιστημιακός που να μην ανησυχεί για την αντιδημοκρατική διολίσθηση των επάλληλων εισαγγελικών παρεμβάσεων, προς εφαρμογή των διαδικτυακών εξετάσεων. Ξεκαθαρίζουμε ότι δεν φοβόμαστε και δεν πρόκειται να υποκύψουμε στις υποδείξεις της κυβέρνησης. Οι εξετάσεις των φοιτητών θα γίνουν με όρους ακαδημαϊκής αξιοπιστίας, με διασφάλιση του αδιάβλητού τους και σεβασμό στην ακαδημαϊκή αυτονομία των διδασκόντων, σε συνεννόηση με τους φοιτητές μας και μετάθεση των εξετάσεων, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν. Καλούμε και από το βήμα την κυβέρνηση να μην προχωρήσει στην κατάθεση του νομοσχεδίου».
Η Ιφιγένεια Καμτσίδου, αναπληρώτρια Καθηγήτρια της Νομικής ΑΠΘ τόνισε πως «το νομοσχέδιο βρίσκεται σε αντίθεση με το ισχύον Σύνταγμα. Ο σκοπός του Συντάγματος είναι οι πανεπιστημιακές λειτουργίες να μην είναι υποχείρια ούτε των κυβερνώντων, ούτε των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Το νομοσχέδιο αυτό θίγει τον χαρακτήρα των ιδρυμάτων που παρέχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπου σε αυτά μπορεί να εξασφαλιστεί πλήρης αυτοδιοίκηση. Σε μονάδα που υπάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο, κομάντο κάνει ο επιχειρηματίας», τόνισε. Συμπλήρωσε πως «το νομοσχέδιο εισάγει διδάσκοντες που θα είναι απασχολούμενοι, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Εκ του νόμου θα έχουν την υποχρέωση να ακολουθούν τις οδηγίες του ιδιοκτήτη ή της διορισμένης απ’ αυτόν διοίκησης που θα ασκούν το διευθυντικό δικαίωμα. Άρα, πάνε περίπατο οι εγγυήσεις που προβλέπει το Σύνταγμα προκειμένου οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι να ασκούν το καθήκον τους, με τα προτάγματα της επιστήμης τους», σημείωσε μεταξύ άλλων.
Ο Γιάννης Σταμέλος, καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Πληροφορικής ΑΠΘ που επεσήμανε από την πρώτη στιγμή πως με τις ψηφιακές εξετάσεις δεν διασφαλίζεται το αδιάβλητο, εξήγησε πως «είχαμε πρόσφατη την εμπειρία ψηφιακών εξετάσεων την περίοδο της πανδημίας. Η θέση μας είναι πως είμαστε αντίθετοι στην οριζόντια εφαρμογή αυτού του τρόπου εξέτασης. Είναι εύκολο να επικοινωνήσουν οι εξεταζόμενοι μεταξύ τους, να χρησιμοποιήσουν εργαλεία Τεχνητής νοημοσύνης τα οποία δοκιμάσαμε στα μαθήματά μας και τα αποτελέσματα είναι ανησυχητικά. Οι δοκιμές που κάναμε είναι πως ένας μαθητής θα περάσει το μάθημα». Στο τμήμα του έχει επιτραπεί η εξεταστική μόνον σε μαθήματα με μικρά ακροατήρια και με προφορικό τρόπο, στους επί πτυχίο φοιτητές.
Ο Γιώργος Λιτσαρδάκης, γραμματέας της ΠΟΣΔΕΠ, επεσήμανε πως «Αντίθετα με ένα υποθετικό ελληνικό ιδιωτικό πανεπιστήμιο, τα παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, δεν υπάγονται στους ίδιους κανόνες με τα ελληνικά αλλά, υπάγονται σε συμφωνίες για διασυνοριακή εκπαίδευση. Αυτό σημαίνει ότι το παράρτημα δεν ελέγχεται ως προς την ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχει. Οπως συμβαίνει με τα ιδιωτικά κερδοσκοπικά κολέγια που ήδη έχουμε. Τα παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων λέει ότι ιδρύονται είτε απευθείας από το μητρικό πανεπιστήμιο, είτε με συμφωνίες δικαιόχρησης – αναγνώρισης. Είναι τα νέα κάπως αναβαθμισμένα κολέγια, ενώ αυτά που ήδη υπάρχουν δεν υποχρεώνονται να καλύψουν αυτές τις ελάχιστες υποχρεώσεις». Ο ίδιος ανάφερε πως στις ΗΠΑ υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε κολέγια και ερευνητικά πανεπιστήμια. Εξήγησε ότι «Τα αμερικανικά κολέγια παρέχουν μόνο εκπαίδευση - δεν διεξάγουν έρευνα. Στην Ελλάδα τα πανεπιστήμια είναι ερευνητικά – οι καθηγητές έχουν υποχρέωση να κάνουν έρευνα όπως και εκπαίδευση. Τα παραρτήματα που θα λειτουργήσουν ως ΝΠΠΕ μπορούν να παρέχουν σπουδές μόνο ενός κύκλου – δεν υποχρεώνονται να έχουν πλήρεις σπουδές μεταπτυχιακές και διδακτορικές, που χωρίς αυτές έρευνα δεν γίνεται».
Τέλος, ο κ. Λιτσαρδάκης αναφερόμενος στις ψηφιακές εξετάσεις είπε πως «η εγκύκλιος Πιερρακάκη υπενθυμίζει το νόμο, τον οποίο τηρούμε, και μόνο μια διευκρίνιση – ερμηνεία δίνει, ότι οι καταλήψεις είναι έκτακτες συνθήκες, επομένως μπορεί η Σύγκλητος να επιτρέψει – όχι να επιβάλει ψηφιακές εξετάσεις, και ότι δεν αποτελούν ανωτέρα βία, επομένως δεν μπορεί να παραταθεί το εξάμηνο. Η εγκύκλιος Ζώρα είναι απαράδεκτη παρέμβαση στο αυτοδιοίκητο, επειδή εμφανίζει την προηγούμενη εγκύκλιο και τις αποφάσεις των Συγκλήτων, ότι δήθεν δίνουν υποχρεωτική εντολή για διεξαγωγή ψηφιακών εξετάσεων. Ο κάθε διδάσκων έχει υποχρέωση από το νόμο να διασφαλίσει το αδιάβλητο των εξετάσεων, και αρμοδιότητα να επιλέξει τον πιο πρόσφορο τρόπο».
Ο Δημήτρης Νταφόπουλος δικηγόρος, μέλος της Αγωνιστικής Συσπείρωσης Δικηγόρων, κατά την παρέμβασή τους σημείωσε πως «καταδικάζουμε την κλιμακούμενη καταστολή της κυβέρνησης στους αγώνες των φοιτητών». Αναφερόμενος στην ψηφιακή εξεταστική είπε μεταξύ άλλων πως «είναι σαφές από το νομοθετικό πλαίσιο ότι ο καθορισμός του τρόπου διενέργειας της εξεταστικής εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των ίδιων των ιδρυμάτων που δεν μπορούν να περιοριστούν από οδηγίες και εντολές του υπουργείου, το οποίο δεν είναι αρμόδιο για αυτό το ζήτημα, παρά ασκεί εποπτεία».
Καθηγητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μέλη του ΕΣΔΕΠ ΑΠΘ, καταδίκασαν σήμερα, στο πλαίσιο συνέντευξης τύπου, την κατεπείγουσα προκαταρκτική εισαγγελική έρευνα κατά πάντων (διοικήσεων, φοιτητών/τριών, και μελών ΔΕΠ) καθώς και την τελευταία εισαγγελική παρέμβαση σχετικά με την άρνηση διενέργειας διαδικτυακών εξετάσεων κάνοντας λόγο για «εκβιαστική απόπειρα επιβολής διενέργειας ηλεκτρονικών εξετάσεων, που οδηγεί σε ευτελισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας όπου δεν διασφαλίζεται το αδιάβλητό τους, και καταλύει την αποκλειστική ακαδημαϊκή αρμοδιότητα των πανεπιστημιακών δασκάλων».
Ο Γιώργος Αγγελόπουλος, αντιπρόεδρος του ΕΣΔΕΠ ΑΠΘ τόνισε πως «πρόκειται για μία πρωτόγνωρη απόφαση, να διώκονται συνάδελφοι επειδή κάνουν αυτά που ο νόμος ορίζει. Για τον λόγο αυτόν θα βρεθούμε την ερχόμενη εβδομάδα στον Εισαγγελέα Θεσσαλονίκης για να ενημερωθούμε σχετικά».
Ο Ηλίας Κονδύλης, γραμματέας του ΕΣΔΕΠ αναφερόμενος στην ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, μίλησε για «καταστρατήγηση του άρθρου 16» και αναφερόμενος στα κριτήρια ίδρυσής τους ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «Γιάννης πίνει Γιάννης κερνάει». Για τις εισαγγελικές παρεμβάσεις είπε πως «δεν υπάρχει πανεπιστημιακός δάσκαλος που να μην νιώθει βαθύτατα προσβεβλημένος από την παραβίαση της ακαδημαϊκής του ελευθερίας με το εντέλλεσθε περί διενέργειας διαδικτυακών εξετάσεων. Δεν υπάρχει ούτε ένας πανεπιστημιακός που να μην ανησυχεί για την αντιδημοκρατική διολίσθηση των επάλληλων εισαγγελικών παρεμβάσεων, προς εφαρμογή των διαδικτυακών εξετάσεων. Ξεκαθαρίζουμε ότι δεν φοβόμαστε και δεν πρόκειται να υποκύψουμε στις υποδείξεις της κυβέρνησης. Οι εξετάσεις των φοιτητών θα γίνουν με όρους ακαδημαϊκής αξιοπιστίας, με διασφάλιση του αδιάβλητού τους και σεβασμό στην ακαδημαϊκή αυτονομία των διδασκόντων, σε συνεννόηση με τους φοιτητές μας και μετάθεση των εξετάσεων, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν. Καλούμε και από το βήμα την κυβέρνηση να μην προχωρήσει στην κατάθεση του νομοσχεδίου».
Η Ιφιγένεια Καμτσίδου, αναπληρώτρια Καθηγήτρια της Νομικής ΑΠΘ τόνισε πως «το νομοσχέδιο βρίσκεται σε αντίθεση με το ισχύον Σύνταγμα. Ο σκοπός του Συντάγματος είναι οι πανεπιστημιακές λειτουργίες να μην είναι υποχείρια ούτε των κυβερνώντων, ούτε των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Το νομοσχέδιο αυτό θίγει τον χαρακτήρα των ιδρυμάτων που παρέχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπου σε αυτά μπορεί να εξασφαλιστεί πλήρης αυτοδιοίκηση. Σε μονάδα που υπάγεται στο ιδιωτικό δίκαιο, κομάντο κάνει ο επιχειρηματίας», τόνισε. Συμπλήρωσε πως «το νομοσχέδιο εισάγει διδάσκοντες που θα είναι απασχολούμενοι, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Εκ του νόμου θα έχουν την υποχρέωση να ακολουθούν τις οδηγίες του ιδιοκτήτη ή της διορισμένης απ’ αυτόν διοίκησης που θα ασκούν το διευθυντικό δικαίωμα. Άρα, πάνε περίπατο οι εγγυήσεις που προβλέπει το Σύνταγμα προκειμένου οι ακαδημαϊκοί δάσκαλοι να ασκούν το καθήκον τους, με τα προτάγματα της επιστήμης τους», σημείωσε μεταξύ άλλων.
Ο Γιάννης Σταμέλος, καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Πληροφορικής ΑΠΘ που επεσήμανε από την πρώτη στιγμή πως με τις ψηφιακές εξετάσεις δεν διασφαλίζεται το αδιάβλητο, εξήγησε πως «είχαμε πρόσφατη την εμπειρία ψηφιακών εξετάσεων την περίοδο της πανδημίας. Η θέση μας είναι πως είμαστε αντίθετοι στην οριζόντια εφαρμογή αυτού του τρόπου εξέτασης. Είναι εύκολο να επικοινωνήσουν οι εξεταζόμενοι μεταξύ τους, να χρησιμοποιήσουν εργαλεία Τεχνητής νοημοσύνης τα οποία δοκιμάσαμε στα μαθήματά μας και τα αποτελέσματα είναι ανησυχητικά. Οι δοκιμές που κάναμε είναι πως ένας μαθητής θα περάσει το μάθημα». Στο τμήμα του έχει επιτραπεί η εξεταστική μόνον σε μαθήματα με μικρά ακροατήρια και με προφορικό τρόπο, στους επί πτυχίο φοιτητές.
Ο Γιώργος Λιτσαρδάκης, γραμματέας της ΠΟΣΔΕΠ, επεσήμανε πως «Αντίθετα με ένα υποθετικό ελληνικό ιδιωτικό πανεπιστήμιο, τα παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, δεν υπάγονται στους ίδιους κανόνες με τα ελληνικά αλλά, υπάγονται σε συμφωνίες για διασυνοριακή εκπαίδευση. Αυτό σημαίνει ότι το παράρτημα δεν ελέγχεται ως προς την ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχει. Οπως συμβαίνει με τα ιδιωτικά κερδοσκοπικά κολέγια που ήδη έχουμε. Τα παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων λέει ότι ιδρύονται είτε απευθείας από το μητρικό πανεπιστήμιο, είτε με συμφωνίες δικαιόχρησης – αναγνώρισης. Είναι τα νέα κάπως αναβαθμισμένα κολέγια, ενώ αυτά που ήδη υπάρχουν δεν υποχρεώνονται να καλύψουν αυτές τις ελάχιστες υποχρεώσεις». Ο ίδιος ανάφερε πως στις ΗΠΑ υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε κολέγια και ερευνητικά πανεπιστήμια. Εξήγησε ότι «Τα αμερικανικά κολέγια παρέχουν μόνο εκπαίδευση - δεν διεξάγουν έρευνα. Στην Ελλάδα τα πανεπιστήμια είναι ερευνητικά – οι καθηγητές έχουν υποχρέωση να κάνουν έρευνα όπως και εκπαίδευση. Τα παραρτήματα που θα λειτουργήσουν ως ΝΠΠΕ μπορούν να παρέχουν σπουδές μόνο ενός κύκλου – δεν υποχρεώνονται να έχουν πλήρεις σπουδές μεταπτυχιακές και διδακτορικές, που χωρίς αυτές έρευνα δεν γίνεται».
Τέλος, ο κ. Λιτσαρδάκης αναφερόμενος στις ψηφιακές εξετάσεις είπε πως «η εγκύκλιος Πιερρακάκη υπενθυμίζει το νόμο, τον οποίο τηρούμε, και μόνο μια διευκρίνιση – ερμηνεία δίνει, ότι οι καταλήψεις είναι έκτακτες συνθήκες, επομένως μπορεί η Σύγκλητος να επιτρέψει – όχι να επιβάλει ψηφιακές εξετάσεις, και ότι δεν αποτελούν ανωτέρα βία, επομένως δεν μπορεί να παραταθεί το εξάμηνο. Η εγκύκλιος Ζώρα είναι απαράδεκτη παρέμβαση στο αυτοδιοίκητο, επειδή εμφανίζει την προηγούμενη εγκύκλιο και τις αποφάσεις των Συγκλήτων, ότι δήθεν δίνουν υποχρεωτική εντολή για διεξαγωγή ψηφιακών εξετάσεων. Ο κάθε διδάσκων έχει υποχρέωση από το νόμο να διασφαλίσει το αδιάβλητο των εξετάσεων, και αρμοδιότητα να επιλέξει τον πιο πρόσφορο τρόπο».
Ο Δημήτρης Νταφόπουλος δικηγόρος, μέλος της Αγωνιστικής Συσπείρωσης Δικηγόρων, κατά την παρέμβασή τους σημείωσε πως «καταδικάζουμε την κλιμακούμενη καταστολή της κυβέρνησης στους αγώνες των φοιτητών». Αναφερόμενος στην ψηφιακή εξεταστική είπε μεταξύ άλλων πως «είναι σαφές από το νομοθετικό πλαίσιο ότι ο καθορισμός του τρόπου διενέργειας της εξεταστικής εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των ίδιων των ιδρυμάτων που δεν μπορούν να περιοριστούν από οδηγίες και εντολές του υπουργείου, το οποίο δεν είναι αρμόδιο για αυτό το ζήτημα, παρά ασκεί εποπτεία».
ΣΧΟΛΙΑ