Η ανάπτυξη περνά από τις... συμπληγάδες δικαιοσύνης και δημογραφικού
25/03/2024 11:00
25/03/2024 11:00
Αφοσιωμένη στα Τέμπη, στα κυκλώματα μαστροπείας ανηλίκων, στα ευρωψηφοδέλτια και στη θητεία Κασσελάκη, η κοινή γνώμη ελάχιστα ασχολήθηκε με τη στάσιμη βαθμολογία της Ελλάδας από τη Moody’s. Γι’ αυτήν, το δημόσιο χρέος παραμένει οριακά υπό επενδυτικής βαθμίδας (κοινώς junk), αλλά τουλάχιστον οι προοπτικές της οικονομίας διατηρήθηκαν αμετάβλητες. Πάντως θα πρέπει να υπενθυμιστεί πως ο εν λόγω οίκος παραμένει ο μοναδικός που τοποθετεί την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας σε μη επενδυτική βαθμίδα. Άμεση σοβαρή αρνητική συνέπεια δεν υπήρξε: η απόδοση του 10ετούς ομολόγου αυξήθηκε οριακά, με αποτέλεσμα το σπρεντ με τα αντίστοιχα γερμανικά να παραμείνει χαμηλό (>1%). Δεδομένου ότι ουδείς εχέφρων ανέμενε αναβάθμιση από τη Moody’s μόλις έξι μήνες μετά την τελευταία, το όλο γεγονός δεν χρειάζεται να μας πολυαπασχολεί. Σωστά;
Δυστυχώς χρειάζεται και παραχρειάζεται, διότι ο οίκος διατύπωσε κάποιες πολύ ουσιαστικές παρατηρήσεις. Σύμφωνα με το εκδοθέν δελτίο Τύπου, οι προσδοκίες για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας δεν βελτιώθηκαν επειδή γνωστές σοβαρές προκλήσεις δεν αντιμετωπίζονται ικανοποιητικά: το αντικειμενικά υψηλό χρέος σε σχέση με το μέγεθος του ΑΕΠ, η μονοδιάστατη οικονομία και το εκ νέου αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα υπονομεύουν τις προοπτικές μας. Τέτοια ζητήματα συνεκτιμώνται κατά προτεραιότητα όταν πρόκειται για κρατικό αξιόχρεο, οπότε «κυβερνητικοί κύκλοι» έσπευσαν να προσφέρουν λογικοφανείς απαντήσεις: η ανάπτυξη ξεπέρασε εκείνη των περισσότερων ευρωπαϊκών οικονομιών το 2022 (5,6%) παρά την επιβράδυνση σε 2% το ’23. Η ίδια η Moody’s προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,4% το ‘24 και 2,3% το ‘25, χάρη στην εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική. Το δημοσιονομικό έλλειμμα έπεσε σε λιγότερο από 1% του ΑΕΠ το 2023 με τάση σταθεροποίησης στο 0,9% έως το ‘25, τα δε πρωτογενή πλεονάσματα θα διαμορφωθούν κοντά στο 2% του ΑΕΠ. Η ιδιαίτερα κρίσιμη μείωση του συνολικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαίων το έφερε στα 11,5 δισεκατομμύρια το 2023, από 18,2 δισεκατομμύρια το ‘22. Ως συνέπεια όλων των παραπάνω, το δημόσιο χρέος πλέον υπολογίζεται να βρεθεί στο 148% του ΑΕΠ στο τέλος του 2025, ενώ πάντα κατά τους… κύκλους, η περαιτέρω (λογιστική) μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η προσδοκωμενη πτώση του -ονομαστικού- πληθωρισμού στο 2% και οι προγραμματισμένες μεταρρυθμίσεις θα βελτιώσουν τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας και των αγορών εργασίας-αγαθών, προσφέροντας έτσι πρωτογενή πλεονάσματα ίσως μεγαλύτερα από τα έως τώρα αναμενόμενα. Αμήν και πότε.
Ωστόσο δεν είναι μύωπες οι Αμερικανοί αναλυτές, ούτε κουτοί. Διαβάζουν τα στοιχεία και τα κρίνουν πολύ αυστηρότερα σε σχέση με την προ Lehman Brothers εποχή. Παρά το παρατηρούμενο καλό κλίμα, η μεγέθυνση του ΑΕΠ δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί επαρκής (σε σχέση με τη συρρίκνωση του λόγω Κρίσης), η μείωση του λόγου ελλείμματος/ΑΕΠ δεν είναι αρκούντως ταχεία (με ό,τι αυτό σημαίνει για την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους), εξωτερικός πληθωρισμός και εσωτερικά καρτέλ καταβροχθίζουν την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών (και την αποταμιευτική τους δυνατότητα), ο εξαγωγικός χώρος πορεύεται χωρίς πυξίδα, η χρηματοδότηση -κυρίως των ΜΜΕ- είναι… θεωρητική εξαιτίας της αδυναμίας του τραπεζικού τομέα να αντλήσει κεφάλαια, εκατοντάδες χιλιάδες οφειλέτες βρίσκονται περιθωριοποιημένοι σε ένα ιδιότυπο Καθαρτήριο, και φυσικά η αντίφαση της μεγάλης ανεργίας και των πολυάριθμων ακάλυπτων θέσεων εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται.
Δεδομένου μάλιστα του υψηλού ειδικού βάρους εξωστρεφών κλάδων όπως ο τουρισμός, τα logistics, η ναυτιλία και οι εξαγωγές πετρελαιοειδών και αγροτικών προϊόντων, η οικονομία μας παραμένει εξαιρετικά ευπαθής, ειδικά απέναντι στο διεθνές περιβάλλον. Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι το προηγούμενο έτος αναπτύχθηκε συνολικά κατά 2% (έναντι κυβερνητικής πρόβλεψης για 2,4%, αν και σε γενικές γραμμές η ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαίωσε προηγούμενες προβλέψεις των ΤτΕ, ΙΟΒΕ, ΟΟΣΑ και ΔΝΤ) και κατά μόλις 1,2% στο τελευταίο τρίμηνο, καθώς στο συγκεκριμένο τρίμηνο συνέπεσαν ο πόλεμος στη Γάζα και οι επιθέσεις των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα. Ίσως όμως το δυνατότερο καμπανάκι της ΕΛΣΤΑΤ ήταν πως οι επενδύσεις παγίων δεν αυξήθηκαν μα μειώθηκαν κατά 5,7% (πάντα σε ετήσια βάση).
Συνεπώς, η στάση της Moody's δεν επιτρέπεται να προκαλεί καμία εντύπωση. Στο εξής, τυχόν ενδείξεις αποδυνάμωσης της δημοσιονομικής θέσης μας θα μπορούσαν να προκαλέσουν ακόμη και αρνητικές αξιολογήσεις από τους μεγάλους οίκους. Παράλληλα, αυξητικές πιέσεις στα σπρεντ θα μπορούσαν να προκύψουν και από την ακύρωση βασικών μνημονιακών μέτρων ή από τη διαπίστωση πως προηγούμενες μεταρρυθμίσεις δεν έχουν προσφέρει την επιζητούμενη αναπτυξιακή ώθηση. Ενόψει του 2032, σε ένα τόσο αρνητικό σενάριο θα πρέπει να θεωρείται σχεδόν βέβαιη η σταδιακή επιδείνωση της -ήδη βεβαρημένης- υγείας των τραπεζών και η χρηματοδοτική ασφυξία του κράτους, κι ο νοών νοείτω.
Εξυπακούεται πως δεν είναι όλα μαύρα: η ευνοϊκή διάρθρωση του χρέους, το γνωστό «μαξιλάρι» και η μάλλον απροσδόκητη αντοχή της οικονομίας στην πρόσφατη ενεργειακή κρίση σαφώς αποτελούν παράγοντες αισιοδοξίας. Επιπλέον, η καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε ετήσια αύξηση έστω κατά 1,8%, και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 2,1% (ειδικά οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 4,7%, κυρίως λόγω τουρισμού). Σημαντικά κεφάλαια του ΕΣΠΑ απορροφώνται ικανοποιητικά, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης δύνανται να αξιοποιηθούν στρατηγικά, ενώ οι εγχώριες ιδιωτικές επενδύσεις (συνήθως στην οικοδομή) θα μπορούσαν να στηρίξουν την ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα. Εν κατακλείδι, η σημερινή εικόνα της εθνικής οικονομίας δεν είναι για πανικό μα ούτε και για ενθουσιασμό, δεδομένου ότι η αειφορία της μέσω δραστικής βελτίωσης της παραγωγικότητας απαιτεί περισσότερο χρόνο. Μάλιστα δεν είναι τυχαίο ότι η Moody's αναφέρεται ρητά σε δύο χαίνουσες πληγές της ελληνικής κοινωνίας, στη Δικαιοσύνη και στο δημογραφικό. Δίχως ταχύτερα δικαστήρια οι ξένοι επενδυτές θα παραμείνουν επιφυλακτικοί, δίχως περισσότερους κατοίκους ούτε το ασφαλιστικό θα στηριχθεί, ούτε η ζήτηση για εργαζομένους θα καλυφθεί. Αν και πολύτιμες προϋποθέσεις, η σύνδεση της εκπαίδευσης με την απασχόληση, η επιλεκτική κλαδική στήριξη, η ενίσχυση της καινοτομίας και του R&D, οι νέες υποδομές, οι πρόσθετες αποκρατικοποιήσεις, ο εκσυγχρονισμός του κανονιστικού πλαισίου, και το εθνικό branding θα είναι άνευ λόγου αν προηγουμένως δεν δρομολογηθεί διαχείριση των βασικών θεμάτων.
Οι Αμερικανοί αναλυτές δεν βλέπουν κάτι παραπάνω από όσα βλέπουν καθημερινά οι Έλληνες επιχειρηματίες, καταλήγοντας κι αυτοί στο απλό συμπέρασμα ότι ταχύτερη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου νομοτελειακά θα επιφέρει συνολική βελτίωση της οικονομικής ζωής, ευεργετώντας κατόπιν την εθνική πιστοληπτική ικανότητα. Άλλωστε η αλλαγή αυτή εξαγγέλθηκε από κυβερνητικά χείλη στη ΔΕΘ του ‘19, όμως η εθνική οικονομία (ξανά)υφίσταται ήπια προσαρμογή, μέσω πενιχρών επιδομάτων και άτολμων πρωτοβουλιών. Δηλαδή σαν το μακρινό 2007, όταν το χρέος μας βαθμολογούταν με A αντί για το σημερινό BBB-.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 24.03.2024
Αφοσιωμένη στα Τέμπη, στα κυκλώματα μαστροπείας ανηλίκων, στα ευρωψηφοδέλτια και στη θητεία Κασσελάκη, η κοινή γνώμη ελάχιστα ασχολήθηκε με τη στάσιμη βαθμολογία της Ελλάδας από τη Moody’s. Γι’ αυτήν, το δημόσιο χρέος παραμένει οριακά υπό επενδυτικής βαθμίδας (κοινώς junk), αλλά τουλάχιστον οι προοπτικές της οικονομίας διατηρήθηκαν αμετάβλητες. Πάντως θα πρέπει να υπενθυμιστεί πως ο εν λόγω οίκος παραμένει ο μοναδικός που τοποθετεί την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας σε μη επενδυτική βαθμίδα. Άμεση σοβαρή αρνητική συνέπεια δεν υπήρξε: η απόδοση του 10ετούς ομολόγου αυξήθηκε οριακά, με αποτέλεσμα το σπρεντ με τα αντίστοιχα γερμανικά να παραμείνει χαμηλό (>1%). Δεδομένου ότι ουδείς εχέφρων ανέμενε αναβάθμιση από τη Moody’s μόλις έξι μήνες μετά την τελευταία, το όλο γεγονός δεν χρειάζεται να μας πολυαπασχολεί. Σωστά;
Δυστυχώς χρειάζεται και παραχρειάζεται, διότι ο οίκος διατύπωσε κάποιες πολύ ουσιαστικές παρατηρήσεις. Σύμφωνα με το εκδοθέν δελτίο Τύπου, οι προσδοκίες για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας δεν βελτιώθηκαν επειδή γνωστές σοβαρές προκλήσεις δεν αντιμετωπίζονται ικανοποιητικά: το αντικειμενικά υψηλό χρέος σε σχέση με το μέγεθος του ΑΕΠ, η μονοδιάστατη οικονομία και το εκ νέου αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα υπονομεύουν τις προοπτικές μας. Τέτοια ζητήματα συνεκτιμώνται κατά προτεραιότητα όταν πρόκειται για κρατικό αξιόχρεο, οπότε «κυβερνητικοί κύκλοι» έσπευσαν να προσφέρουν λογικοφανείς απαντήσεις: η ανάπτυξη ξεπέρασε εκείνη των περισσότερων ευρωπαϊκών οικονομιών το 2022 (5,6%) παρά την επιβράδυνση σε 2% το ’23. Η ίδια η Moody’s προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,4% το ‘24 και 2,3% το ‘25, χάρη στην εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική. Το δημοσιονομικό έλλειμμα έπεσε σε λιγότερο από 1% του ΑΕΠ το 2023 με τάση σταθεροποίησης στο 0,9% έως το ‘25, τα δε πρωτογενή πλεονάσματα θα διαμορφωθούν κοντά στο 2% του ΑΕΠ. Η ιδιαίτερα κρίσιμη μείωση του συνολικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και κεφαλαίων το έφερε στα 11,5 δισεκατομμύρια το 2023, από 18,2 δισεκατομμύρια το ‘22. Ως συνέπεια όλων των παραπάνω, το δημόσιο χρέος πλέον υπολογίζεται να βρεθεί στο 148% του ΑΕΠ στο τέλος του 2025, ενώ πάντα κατά τους… κύκλους, η περαιτέρω (λογιστική) μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η προσδοκωμενη πτώση του -ονομαστικού- πληθωρισμού στο 2% και οι προγραμματισμένες μεταρρυθμίσεις θα βελτιώσουν τη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας και των αγορών εργασίας-αγαθών, προσφέροντας έτσι πρωτογενή πλεονάσματα ίσως μεγαλύτερα από τα έως τώρα αναμενόμενα. Αμήν και πότε.
Ωστόσο δεν είναι μύωπες οι Αμερικανοί αναλυτές, ούτε κουτοί. Διαβάζουν τα στοιχεία και τα κρίνουν πολύ αυστηρότερα σε σχέση με την προ Lehman Brothers εποχή. Παρά το παρατηρούμενο καλό κλίμα, η μεγέθυνση του ΑΕΠ δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί επαρκής (σε σχέση με τη συρρίκνωση του λόγω Κρίσης), η μείωση του λόγου ελλείμματος/ΑΕΠ δεν είναι αρκούντως ταχεία (με ό,τι αυτό σημαίνει για την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους), εξωτερικός πληθωρισμός και εσωτερικά καρτέλ καταβροχθίζουν την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών (και την αποταμιευτική τους δυνατότητα), ο εξαγωγικός χώρος πορεύεται χωρίς πυξίδα, η χρηματοδότηση -κυρίως των ΜΜΕ- είναι… θεωρητική εξαιτίας της αδυναμίας του τραπεζικού τομέα να αντλήσει κεφάλαια, εκατοντάδες χιλιάδες οφειλέτες βρίσκονται περιθωριοποιημένοι σε ένα ιδιότυπο Καθαρτήριο, και φυσικά η αντίφαση της μεγάλης ανεργίας και των πολυάριθμων ακάλυπτων θέσεων εργασίας εξακολουθεί να υφίσταται.
Δεδομένου μάλιστα του υψηλού ειδικού βάρους εξωστρεφών κλάδων όπως ο τουρισμός, τα logistics, η ναυτιλία και οι εξαγωγές πετρελαιοειδών και αγροτικών προϊόντων, η οικονομία μας παραμένει εξαιρετικά ευπαθής, ειδικά απέναντι στο διεθνές περιβάλλον. Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι το προηγούμενο έτος αναπτύχθηκε συνολικά κατά 2% (έναντι κυβερνητικής πρόβλεψης για 2,4%, αν και σε γενικές γραμμές η ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαίωσε προηγούμενες προβλέψεις των ΤτΕ, ΙΟΒΕ, ΟΟΣΑ και ΔΝΤ) και κατά μόλις 1,2% στο τελευταίο τρίμηνο, καθώς στο συγκεκριμένο τρίμηνο συνέπεσαν ο πόλεμος στη Γάζα και οι επιθέσεις των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα. Ίσως όμως το δυνατότερο καμπανάκι της ΕΛΣΤΑΤ ήταν πως οι επενδύσεις παγίων δεν αυξήθηκαν μα μειώθηκαν κατά 5,7% (πάντα σε ετήσια βάση).
Συνεπώς, η στάση της Moody's δεν επιτρέπεται να προκαλεί καμία εντύπωση. Στο εξής, τυχόν ενδείξεις αποδυνάμωσης της δημοσιονομικής θέσης μας θα μπορούσαν να προκαλέσουν ακόμη και αρνητικές αξιολογήσεις από τους μεγάλους οίκους. Παράλληλα, αυξητικές πιέσεις στα σπρεντ θα μπορούσαν να προκύψουν και από την ακύρωση βασικών μνημονιακών μέτρων ή από τη διαπίστωση πως προηγούμενες μεταρρυθμίσεις δεν έχουν προσφέρει την επιζητούμενη αναπτυξιακή ώθηση. Ενόψει του 2032, σε ένα τόσο αρνητικό σενάριο θα πρέπει να θεωρείται σχεδόν βέβαιη η σταδιακή επιδείνωση της -ήδη βεβαρημένης- υγείας των τραπεζών και η χρηματοδοτική ασφυξία του κράτους, κι ο νοών νοείτω.
Εξυπακούεται πως δεν είναι όλα μαύρα: η ευνοϊκή διάρθρωση του χρέους, το γνωστό «μαξιλάρι» και η μάλλον απροσδόκητη αντοχή της οικονομίας στην πρόσφατη ενεργειακή κρίση σαφώς αποτελούν παράγοντες αισιοδοξίας. Επιπλέον, η καταναλωτική δαπάνη παρουσίασε ετήσια αύξηση έστω κατά 1,8%, και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 2,1% (ειδικά οι εξαγωγές υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά 4,7%, κυρίως λόγω τουρισμού). Σημαντικά κεφάλαια του ΕΣΠΑ απορροφώνται ικανοποιητικά, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης δύνανται να αξιοποιηθούν στρατηγικά, ενώ οι εγχώριες ιδιωτικές επενδύσεις (συνήθως στην οικοδομή) θα μπορούσαν να στηρίξουν την ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα. Εν κατακλείδι, η σημερινή εικόνα της εθνικής οικονομίας δεν είναι για πανικό μα ούτε και για ενθουσιασμό, δεδομένου ότι η αειφορία της μέσω δραστικής βελτίωσης της παραγωγικότητας απαιτεί περισσότερο χρόνο. Μάλιστα δεν είναι τυχαίο ότι η Moody's αναφέρεται ρητά σε δύο χαίνουσες πληγές της ελληνικής κοινωνίας, στη Δικαιοσύνη και στο δημογραφικό. Δίχως ταχύτερα δικαστήρια οι ξένοι επενδυτές θα παραμείνουν επιφυλακτικοί, δίχως περισσότερους κατοίκους ούτε το ασφαλιστικό θα στηριχθεί, ούτε η ζήτηση για εργαζομένους θα καλυφθεί. Αν και πολύτιμες προϋποθέσεις, η σύνδεση της εκπαίδευσης με την απασχόληση, η επιλεκτική κλαδική στήριξη, η ενίσχυση της καινοτομίας και του R&D, οι νέες υποδομές, οι πρόσθετες αποκρατικοποιήσεις, ο εκσυγχρονισμός του κανονιστικού πλαισίου, και το εθνικό branding θα είναι άνευ λόγου αν προηγουμένως δεν δρομολογηθεί διαχείριση των βασικών θεμάτων.
Οι Αμερικανοί αναλυτές δεν βλέπουν κάτι παραπάνω από όσα βλέπουν καθημερινά οι Έλληνες επιχειρηματίες, καταλήγοντας κι αυτοί στο απλό συμπέρασμα ότι ταχύτερη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου νομοτελειακά θα επιφέρει συνολική βελτίωση της οικονομικής ζωής, ευεργετώντας κατόπιν την εθνική πιστοληπτική ικανότητα. Άλλωστε η αλλαγή αυτή εξαγγέλθηκε από κυβερνητικά χείλη στη ΔΕΘ του ‘19, όμως η εθνική οικονομία (ξανά)υφίσταται ήπια προσαρμογή, μέσω πενιχρών επιδομάτων και άτολμων πρωτοβουλιών. Δηλαδή σαν το μακρινό 2007, όταν το χρέος μας βαθμολογούταν με A αντί για το σημερινό BBB-.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 24.03.2024
ΣΧΟΛΙΑ