Πρωινός καφές με τον δημοσιογράφο Γιάννη Κοτσιφό (βίντεο)
30/03/2024 08:00
30/03/2024 08:00
Δημοσιογραφικός, με δόσεις ποίησης, ο σημερινός πρωινός καφές. Τον απολαύσαμε με το δημοσιογράφο Γιάννη Κοτσιφό στη «Ζώγια», που είναι το αγαπημένο του καφέ. Θεσσαλονικιός, απόφοιτος του 1ου αλλά και της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, δεν ήθελε να γίνει δάσκαλος, αλλά να ασχοληθεί με τις εκδόσεις και τα βιβλία. Το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό εκδίδοντας το λογοτεχνικό περιοδικό «Τα Ποταμόπλοια» και στη συνέχεια κάνοντας επιμέλειες βιβλίων και μεταφράσεις. Ένα από τα βιβλία που μετάφρασε το 2002 ήταν της Ζβετλάνας Αλεξίεβιτς «Μολυβένιοι στρατιώτες» που το 2015 πήρε το βραβείο Νόμπελ στη λογοτεχνία.
Τελικά έγινε δημοσιογράφος. Για να αποδείξει όπως λέει ότι «οι σπουδές μπορεί να σου ανοίγουν δρόμους που είναι πολύ διαφορετικοί από αυτούς που είναι προδιαγεγραμμένοι». Εδώ και 20 χρόνια είναι διευθυντής στην Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας Θράκης, ενώ ως εκπρόσωπος της Ελλάδας είχε την πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων.
Αν και από το 2012 είχε πει ότι με την παραγωγή λογοτεχνίας είχε «κλείσει τους προσωπικούς του λογαριασμούς» η τάση για λογοτεχνία και ποίηση τον ξανακτύπησε, με αποτέλεσα να εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. Η πρώτη χρονολογείται από το 2015 και φέρει τον τίτλο «Ο πειρασμός της γραφής» και η δεύτερη είναι το «Μυθιστόρημα του δείπνου», εκδόθηκε πρόσφατα και είναι ο λόγος που ήπιαμε μαζί τον σημερινό «πρωινό καφέ». Ένας καφές που τελείωσε με απαγγελία ποίησης από τον ίδιο.
Να φανταστώ ότι υπάρχει πρωινός καφές στη ζωή σου;
Σταθερά, απαρεγκλίτως και κάθε μέρα. Αγαπημένη πρωινή συνήθεια με τη Χρύσα.
Πολλοί είναι ή ένας;
Ένας το πολύ πρωί, ακολουθούν πολύ περισσότεροι μέσα στην ημέρα.
Τι είδος καφέ προτιμάς;
Κατά κανόνα εσπρέσο. Μερικές φορές επιλέγω και καπουτσίνο.
Τι είναι για σένα η ώρα του πρωινού καφέ; Σημείο εκκίνησης της ημέρας; Στιγμές περισυλλογής; Ή κοινωνικοποίησης;
Είναι η ένδειξη κανονικότητας κάθε πρωί. Και μετά όταν πηγαίνω στο γραφείο είναι η εκκίνηση του δεύτερου επεισοδίου. Γιατί συνήθως αρχίζω και δουλεύω από το σπίτι και μετά στο γραφείο μπαίνουν μπροστά και τα ραντεβού και όλα τα υπόλοιπα.
Γεννήθηκες στο κέντρο τη Θεσσαλονίκης, έτσι;
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, όχι στο κέντρο. Η περιοχή που μεγάλωσα είναι η Σχολή Τυφλών και το Φάληρο. Το πατρικό μου βρίσκεται στη γωνία Βασιλέως Γεωργίου με Αγίας Τριάδος.
Και δεν υπάρχει χωριό στη ζωή σου;
(Γελάει) Χωριό δεν έχω. Υπήρχε μια μακρινή καταγωγή της γιαγιάς από το Βογατσικό Καστοριάς, αλλά o ίδιος χωριό δεν έχω.
Οι γονείς;
Οι γονείς Θεσσαλονικείς. Ο πατέρας μου δούλευε ως τεχνικός γεωργικών μηχανημάτων στη Ford, η μητέρα μου ήταν στο σπίτι.
Σχολείο;
Δημοτικό στον «Κοραή», στη Φλέμινγκ, και γυμνάσιο και λύκειο στο 1ο στην παραλία, δίπλα στην παλιά Ηλεκτρική Εταιρία.
Α΄ Δημοτικού, στον «Κοραή». Αριστερά, στο τελευταίο θρανίο (λόγω… ύψους)
Μιλάμε για τη δεκαετία του ’80. Ποιες είναι οι σχολικές αναμνήσεις που σου έρχονται πρώτα στο μυαλό;
Η ιδιαιτερότητα του 1ου ήταν πως ήταν ένα σχολείο δίπλα στη θάλασσα. Οπότε ως μαθητής σε πολλές αίθουσες περισσότερες φορές έβλεπες προς το παράθυρο παρά προς τον πίνακα (χαμογελάει). Επίσης το σχολείο ήταν πολύ λειτουργικό και μάζευε στο προαύλιο πολλά παιδιά και τα Σαββατοκύριακα. Ακόμη έχω καλές αναμνήσεις από αρκετούς καθηγητές, κυρίως φιλολόγους, και κακές αναμνήσεις από άλλους καθηγητές (χαμογελάει), όπως της Χημείας και της Φυσικής. Γενικά για τα μέτρα της εποχής το σχολείο δεν ήταν κακό.
Φαντάζομαι καλός μαθητής.
Καλός μαθητής, όχι όμως από τους πρώτους και τους καλύτερους.
Και αγαπημένα μαθήματα τα θεωρητικά;
Σταθερά τα πιο θεωρητικά.
Υπήρχε ενδιαφέρον για την ποίηση από τότε;
Είχα μεγάλο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία γενικά. Και αυτό από πολύ μικρή ηλικία. Νομίζω ότι αυτό σε μεγάλο βαθμό το οφείλω στη μητέρα μου, η οποία χωρίς να έχει η ίδια κάποια ιδιαίτερη μόρφωση πίστευε παρά πολύ στην ανάγκη της μόρφωσης, αλλά και με κάποιο ενστικτώδη τρόπο και στην ανάγκη της λογοτεχνίας. Στο σπίτι υπήρχε βιβλιοθήκη και στα παιδικά μου χρόνια αυτή η βιβλιοθήκη εμπλουτιζόταν ειδικά για μένα, ίσως και πιο γενναιόδωρα από ότι κρίνω τώρα ότι επέτρεπαν οι συνθήκες της τότε εποχής.
Αγαπημένοι πρώτοι ποιητές;
Η πρώτη επαφή με την ποίηση είναι συνήθως τραυματική γιατί έρχεται μέσα από το σχολείο. Όμως η αλήθεια είναι ότι στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μας υπήρχαν δύο δερματόδετες -παραδόξως- παλιές εκδόσεις. Η μια ήταν με τα ποιήματα του Καβάφη με σχέδια του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα και η άλλη μια έκδοση του Σεφέρη. Εκεί ήρθα σε επαφή, σε δυσανάλογα μικρή ηλικία, για πρώτη φορά με την ποίηση. Φυσικά δεν καταλάβαινα τίποτα, αλλά όλο αυτό ασκούσε μια διαρκή γοητεία επάνω μου, η οποία κρατάει ακόμη.
Αθλητισμός υπήρχε στη ζωή σου;
Στο σχολικό πλαίσιο ναι, και ήταν το βόλεϊ.
Τένις;
Το τένις στη ζωή μου μπήκε πολύ αργότερα.
Θα έρθουμε και σε αυτό. Ήταν μονόδρομος για σένα η επιλογή της Φιλοσοφικής;
Το μηχανογραφικό μου ήταν μόνο Φιλολογία. Όλοι μού έλεγαν «βάλε και μια Νομική, βάλε και ένα Ιστορικό-Αρχαιολογικό». Μάλιστα είχα κάνει και την εξής περίεργη κίνηση: είχα βάλει φυσικά πρώτη τη Θεσσαλονίκη και δεύτερη τη Φιλολογία της Κρήτης και μετά τα Γιάννενα που είχαν πιο υψηλή βάση. Είχα πει τότε ότι η έρευνά μου λέει ότι της Κρήτης είναι καλύτερη και ότι αν είναι να φύγω έξω από τη Θεσσαλονίκη προτιμώ να πάω στην Κρήτη παρά στα Γιάννενα. Αλλά σε κάθε περίπτωση δεν είχα δηλώσει τίποτα άλλο στο μηχανογραφικό μου παρά μόνο τρία φιλολογικά τμήματα.
Πως ήταν η φοιτητική περίοδος; Τα χρόνια ήταν έντονα, πολύ πολιτικοποιημένα ή πολύ… λογοτεχνικά για σένα;
Ήταν εξαιρετικά λογοτεχνικά, αρκετά πολιτικοποιημένα, αλλά με ένα μικρό εστετισμό -χωρίς να παρεξηγηθεί η λέξη- που πατούσε επάνω σε αυτό που τότε πιστεύαμε πολύ και μάλλον αλαζονικά: Ότι δηλαδή ήμασταν άνθρωποι των γραμμάτων. Τα φοιτητικά μου χρόνια ήταν από τα πιο ζωηρά και δραστήρια της ζωής μου. Με πάρα πολλή λογοτεχνία και με πάρα πολλή αγάπη για τις σπουδές, που είχε και εκδοτικό καρπό: τότε βγάλαμε ένα λογοτεχνικό περιοδικό στη Θεσσαλονίκη, με τον τίτλο «Τα Ποταμόπλοια».
Πώς προέκυψε αυτή η έκδοση;
Μέσα από την ανησυχία ότι πρέπει όλη αυτή η τάση μας προς τη λογοτεχνία, μέσα στη Σχολή και μέσα από μια παρέα που είχε δημιουργηθεί, να βρει εκδοτική διέξοδο. Δεν τα καταφέραμε αμέσως, αλλά τα καταφέραμε με μια εξωγενή προσθήκη σε αυτή την ιστορία, του για πολλά χρόνια αδελφικού μου φίλου Θανάση Τριαρίδη, με τον οποίο και συνεκδώσαμε για πέντε τεύχη «Τα Ποταμόπλοια». Θυμίζω ότι στην εποχή εκείνη -μιλάμε για το 1989 με 1992- υπήρχαν το «Εντευκτήριο» του Γιώργου Κορδομενίδη, το «Τραμ» του Γιώργου Κάτου και ο «Παρατηρητής». Αυτά ήταν ενδεχομένως τα μεγαλύτερα κίνητρα για να μπούμε σε αυτόν το χώρο. Το καταφέραμε με τα «Τα Ποταμόπλοια», που για τα μέτρα της εποχής ήταν ένα καλό περιοδικό. Είχε τον χαρακτήρα ότι συγκέντρωνε κυρίως νεανικές λογοτεχνικές προσπάθειες που τότε λέγαμε -και δικαίως- ότι δε θα έβρισκαν διέξοδο αλλού. Με πολύ μεγάλη εντιμότητα, και για τα μέτρα της ηλικίας αυτών που έγραφαν, και διαβάζοντάς το σήμερα, στα 55 μου χρόνια, λέω ότι υπάρχουν αρκετά κείμενα που ήταν πολύ καλά και ιδιαίτερα.
Έζησες την ένταση της πολιτικοποίησης της μεταπολίτευσης. Πώς την κρίνεις σήμερα; Ήταν χρήσιμη ή υπερβολική περίοδος; Είχε τελικά θετικό πρόσημο;
Κατ’ αρχάς, νομίζω ότι για τη δική μου γενιά ήταν μια όψιμη φάση. Πολλά πράγματα, και κυρίως μέσα στη Φιλοσοφική, γίνονταν περισσότερο κατά παράδοση παρά κατά πίστη. Αυτό είχε ήδη διαμορφωθεί. Επίσης το μέτρο με το οποίο κρίναμε τα πράγματα, και μάλιστα πολύ σκληρά, ήταν ο συνδυασμός του πολιτικοποιημένου φοιτητή με τον φοιτητή που είχε και κάτι να πει. Αυτό στη Φιλοσοφική υπήρχε πολύ έντονα ως κριτήριο Υπήρχε δηλαδή ένας θαυμασμός για παιδιά, τα οποία συγκέντρωναν τα χαρακτηριστικά της μεγάλης πολιτικοποίησης και της φιλολογικής επάρκειας. Βέβαια αυτές οι περιπτώσεις δεν ήταν πολύ συχνές. Στο πολιτικό κομμάτι, πέρα από τις υπερβολές και κρίνοντάς το αναδρομικά, η κατάσταση ήταν τέτοια που δεν παρεμπόδιζε το εκπαιδευτικό έργο.
Στη λίμνη Βάνζεε, στο Βερολίνο, με ERASMUS ως φοιτητής Φιλολογίας
Και μετά ήρθε η δημοσιογραφία.
Αυτό το ταξίδι ξεκίνησε αρκετά αργότερα και αφού προηγουμένως υπήρξε μία πολύ μεγάλη απογοήτευση, γιατί μετά από ένα εξάμηνο Erasmus στο Βερολίνο αποφάσισα να γυρίσω πίσω, ενώ δεν ήθελα καθόλου. Εγώ ήθελα να σπουδάσω φιλολογία, αλλά δεν ήθελα να γίνω φιλόλογος ούτε εκπαιδευτικός. Με κουράζει τρομερά η επανάληψη και έκρινα ότι αυτό θα ήταν τελείως εις βάρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Και τι ήθελες;
Ήθελα να ασχοληθώ με τις εκδόσεις και τα βιβλία. Να μετασχηματίσω τη φιλολογική μου επάρκεια σε εκδοτική δραστηριότητα. Στη Θεσσαλονίκη αυτό ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Τόσο δύσκολο που όταν το δοκίμασα κάποια στιγμή αργότερα δεν πήγε καλά. Στη δημοσιογραφία βρέθηκα για να τεκμηριώσω ότι οι σπουδές μπορεί να σου ανοίγουν δρόμους που είναι πολύ διαφορετικοί από αυτούς που είναι προδιαγεγραμμένοι. Και βρέθηκα έχοντας δουλέψει προηγουμένως ως διορθωτής, ως επιμελητής, ως φροντιστής, και με σύσταση ανθρώπων από αυτό το περιβάλλον. Η πρώτη φορά ήταν στο «Ράδιο Παρατηρητής», όσο ακόμη σπούδαζα. Κατόπιν, το 1996 όταν στη Θεσσαλονίκη είχε κλείσει η ιστορική «Μακεδονία» και γίνονταν μια προσπάθεια να εκδοθεί φύλλο από την Καθημερινή. Είχε βγει ένα εβδομαδιαίο ένθετο «Η Καθημερινή της Βόρειας Ελλάδας» και υπήρξε μια διάχυτη προσδοκία ότι αυτό θα μετεξελιχθεί σε ημερήσια έκδοση. Αυτό δεν έγινε ποτέ, εγώ δούλεψα εκεί για πρώτη φορά ως rewriter με διευθυντή τον Αντώνη Κούρτη και στην αρχισυνταξία τoν Κλέαρχο Τσαουσίδη. Αυτό ναυάγησε και ξεκίνησε το άλλο σχέδιο του «Αγγελιοφόρου», στον οποίο βρέθηκα μετά από σύσταση του προηγούμενου περιβάλλοντος, υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Γουσίδη. Δούλεψα εκεί ως διορθωτής, rewriter και κατόπιν ως συντάκτης ύλης και μετά μεσολάβησε η ανησυχία ότι κάτι άλλο ήθελα να κάνω. Υπήρξε λοιπόν μια εκδοτική επιχείρηση στη Θεσσαλονίκη, η οποία εμφανίστηκε αρκετά δραστήρια, πήγα να εργαστώ εκεί και -χωρίς να θέλω να είμαι καθόλου αχάριστος- τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Όμως από εκεί έχω έναν καρπό που με πολλή χαρά κουβαλάω στις αποσκευές μου.
Στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης το 2023
Ποιος είναι αυτός;
Μεταξύ των άλλων που είχα κάνει, μετάφρασα ένα βιβλίο της Σβετλάνας Αλεξίεβιτς. Όταν τότε λοιπόν δοκιμάζαμε να πείσουμε τον εκδότη ότι πρέπει να πάρει τα δικαιώματα για τα βιβλία της, ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαμε για πλάκα ήταν το «Πάρ’ το. Αυτή να ξέρεις, θα πάρει το Νόμπελ» (γελάει).
Και επιβεβαιώθηκες…
Το βιβλίο ήταν «Οι Μολυβένιοι Στρατιώτες» και αφορούσε την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφγανιστάν. Κυκλοφόρησε το 2002 με δική μου μετάφραση, και κάποια στιγμή το 2015 βρίσκομαι στις Βρυξέλες για δουλειά της Ένωσης Συντακτών και ανακοινώνεται το Νόμπελ στην Αλεξίεβιτς (γελάει).
Στη δημοσιογραφία νοσταλγείς την παλιά καλή εποχή ή κάθε εποχή έχει και τα καλά της;
Η περίοδος του «Αγγελιοφόρου» ήταν μια από τις πιο ελπιδοφόρες για τη Βόρεια Ελλάδα. Τώρα, αν το ερώτημα είναι σε προσωπικό επίπεδο, τα πράγματα πήγαν καλά.
Γενικά;
Η απώλεια του «Αγγελιοφόρου» σημάδεψε μια κατρακύλα στα δημοσιογραφικά πράγματα. Δε λέω ότι εξαιτίας αυτής της απώλειας προέκυψε η κατρακύλα, απλώς ήταν ένα σημάδι μιας πολύ μεγάλης αλλαγής εποχής, με αντίστοιχες απώλειες και στην Αθήνα. Εδώ έχουμε δύο διαφορετικές γραμμές που εξελίσσονται. Στην Αθήνα το τίμημα που πληρώνει η δημοσιογραφία για την αποκατάσταση των κενών είναι μια πολύ μεγάλη συγκέντρωση ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης από εργοδότες με πολύ ισχυρά και αλλότρια προς τη δημοσιογραφία συμφέροντα. Στη Θεσσαλονίκη το τίμημα είναι διαφορετικό. Δεν κατορθώνουμε -με μερικές εξαιρέσεις, όπως ο όμιλος της Μακεδονίας- να σχηματίσουμε δημοσιογραφικές προσπάθειες και σχήματα αντίστοιχα του δυναμικού που η πόλη διαθέτει, αλλά δε βρήκε για χρόνια τον τρόπο να το αξιοποιήσει.
Και η σημερινή εποχή έχει όμως τα καλά της. Με την ηλεκτρονική δημοσιογραφία, που αποτελεί και την καινούργια πρόκληση.
Προφανώς. Αυτό ήταν και μια εξέλιξη, την οποία από την αρχή είχαμε δει με θετικό τρόπο. Δεν την είχαν δει με ιδιαίτερα θετικό τρόπο οι ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης, και νομίζω ότι εκεί χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Μέρος της κατάρρευσης των μεγαλύτερων μέσων ενημέρωσης της Θεσσαλονίκης την περίοδο 2010 με 2020 -φυσικά σε συνάρτηση με την οικονομική κρίση- ήταν αυτή η αδράνεια ή το όψιμο ενδιαφέρον για τη μετάβαση, όταν ήταν πια λίγο αργά.
Ανάμεσα στον πρόεδρο (δεξιά) και τον γενικό γραμματέα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων, στο Ζάγκρεμπ το 2021
Ένας καινούργιος κύκλος επαγγελματικής πορείας ήταν και η διευθυντική σου θέση στην ΕΣΗΕΜ-Θ εδώ και σχεδόν 20 χρόνια, αλλά και στη δράση της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων, όπου συμμετείχες ως εκπρόσωπος της Ελλάδας. Είδες τη δημοσιογραφία από άλλη πλευρά. Πώς ήταν η εμπειρία;
Όταν ξεκίνησα να δουλεύω στην Ένωση Συντακτών ήταν για μένα ένα τεράστιο βάρος, συνειδησιακό και ηθικό. Το να βρίσκομαι και να εργάζομαι σε ένα σχήμα που είχε όλη αυτή τη ιστορική βαρύτητα. Το γεγονός ότι το πρώτο μεγάλο μέρος της διαδρομής μου στην Ένωση συνέπεσε με τη μεγάλη κρίση στη δημοσιογραφία ήταν για μένα εξαιρετικά διδακτικό και ταυτόχρονα εξαιρετικά ψυχοφθόρο. Γιατί έβλεπα τα παραδεδομένα σχήματα να ανατρέπονται. Με βοήθησε πάρα πολύ να το αντιμετωπίσω η ευκαιρία που μου δόθηκε από την Ένωση, να δραστηριοποιηθώ και στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Γιατί αυτό μου έδωσε, πρώτον, τη δυνατότητα να τεκμηριώσω την κατάσταση. Δεν την έβλεπα ως ένα αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο που θα άνοιγε το δρόμο στην απελπισία, αλλά έβλεπα τις αναλογίες με χώρες, οι οποίες είχαν πολλαπλάσιο δυναμικό στην ενημέρωση. Και δεύτερον, μου έδωσε και πολλά εργαλεία για να αντιμετωπίσουμε εν μέρει την κατάσταση. Γενικά 20 χρόνια μετά την έναρξη αυτής της πολύ ωραίας περιπέτειας στην ΕΣΗΕΜ-Θ τα πράγματα είναι πάρα πολύ διαφορετικά. Αυτό όμως που για μένα κυριαρχεί ως αίσθηση είναι ότι μια μικρή αναλογικά Ένωση μιας περιφερειακής πόλης για πάρα πολύ καιρό βρέθηκε, και εν μέρει ακόμη βρίσκεται, στο κέντρο χάραξης πολιτικής για τη δημοσιογραφία στην Ευρώπη. Αυτό για μένα είναι ένα δείγμα μεγάλης δημοκρατίας και ένα δείγμα της ποιότητας της δουλειάς που μπορούμε να παραγάγουμε.
Πάμε λίγο στην ποίηση. Τι διαφορά βλέπεις εσύ στις δύο ποιητικές σου συλλογές: το 2015 ήρθε ο «Πειρασμός γραφής» και φέτος το «Μυθιστόρημα του δείπνου».
Το 2013 θεωρούσα ότι έχω ξεμπερδέψει με την υπόθεση της λογοτεχνίας. Εξακολουθούσα να διαβάζω πολύ, εξακολουθούσα να επιμελούμαι κάποια μυθιστορήματα, κυρίως ανθρώπων που γνωρίζω και στα οποία εγώ ο ίδιος ήθελα να κάνω την επιμέλεια, αλλά ήμουν πολύ αποφασισμένος ότι με το κομμάτι της παραγωγής λογοτεχνίας έχω κλείσει τους λογαριασμούς μου. Πίστευα ότι η δουλειά με έχει απομακρύνει τελείως από αυτή τη συνθήκη και ότι δεν είχα κάτι ενδιαφέρον να παραγάγω. Χωρίς να μπορώ να διακρίνω ακριβώς τους λόγους, αλλά μετά από ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Βιέννη, η επιστροφή του οποίου σημαδεύτηκε από διάφορες προσωπικές αναταράξεις, γράφτηκε το πρώτο ποίημα από τον «Πειρασμό της γραφής». Χωρίς τότε στόχευση εκδοτική. Με τον τρόπο όμως που πάντα η λογοτεχνία δρα, δηλαδή ύπουλα και αιφνιδιαστικά, ενέδωσα όντως στον πειρασμό της γραφής, ξεκίνησα μια σειρά ποιημάτων με τον ασαφή στόχο να «δούμε πού θα πάμε» και αν αυτό θα συγκροτήσει κάτι. Έτσι το 2015 αποφάσισα να α εκδώσω. Επανήλθα φέτος με το δεύτερο βιβλίο, «Το μυθιστόρημα του δείπνου».
Δύο ποιητικές συλλογές, η ιδιωτική προσέγγιση στη γραφή
Υπάρχει διαφορά στις δύο συλλογές;
Ναι, υπάρχει. Ελπίζω, δηλαδή ότι υπάρχει. Στο «Μυθιστόρημα του δείπνου» τα πράγματα είναι πιο σκοτεινά, πιο στοχαστικά. Ο «Πειρασμός της Γραφής» ήταν ένα βιβλίο που ήθελε να δείξει το θαυμασμό προς την εξουσία που έχει η γραφή, προς την εξουσία που έχει η λογοτεχνία και ότι εντέλει, ό,τι και να κάνεις, είναι πολύ δύσκολο να την αποφύγεις. Το «Μυθιστόρημα του δείπνου» προσπαθεί να δείξει τη μεγάλη κυριαρχία της σιωπής, τη μεγάλη κυριαρχία της αναζήτησης, και ότι το καταφύγιο για όλα αυτά μπορεί να αποτελέσει η γραφή.
Πως εμπνέεσαι πια;
Δεν πιστεύω στην έμπνευση με τη ρομαντική διάσταση της έννοιας. Εγώ για τα ποιήματά μου έχω μια πολύ συγκεκριμένη λογική. Δε θέλω να είναι ούτε αισθηματολογίες ούτε ρητορείες ούτε τίποτα τέτοιο. Κάθε ποίημα πρέπει να περιέχει έναν πυρήνα μιας μικρής ιστορίας. Με αυτόν τον τρόπο δουλεύω. Ακόμη και τα πρόσωπα, που περιέχονται στο «Μυθιστόρημα του δείπνου» είναι δουλεμένα στο μυαλό μου και στον υπολογιστή μου σαν να επρόκειτο να μπουν σε ένα μυθιστόρημα. Έχουν το βιογραφικό τους, τα χαρακτηριστικά τους. Είναι δουλεμένα δηλαδή με τρόπο που θα λειτουργούσε στο πλαίσιο μιας μυθοπλαστικής αφήγησης. Πιστεύω ότι τα ποιήματα πρέπει να έχουν το μυθοπλαστικό στοιχείο. Κατά συνέπεια αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε έμπνευση είναι για μένα κυρίως η σύλληψη μιας ιστορίας που θα ήθελα να αποτυπωθεί σε ποίημα. Αυτό μπορεί να είναι και μια σκηνή, μπορεί να είναι ένας διάλογος, μπορεί να πυροδοτηθεί από ένα τοπίο ή από έναν χώρο με τον οποίο θα δεθείς, μπορεί να πυροδοτηθεί από πολλά. Αλλά αν δε μετασχηματίζεται σε κάτι, το εγκαταλείπεις.
Γράφεις με το στυλό, στο πληκτρολόγιο ή σημειώνεις στο κινητό;
Έχω να γράψω λογοτεχνία σε χαρτί από τα φοιτητικά μου χρόνια. Γράφω μόνο σε ψηφιακά μέσα, το πρώτο μου βιβλίο διορθώθηκε σε ένα tablet σε ένα καφέ στις Βρυξέλες (γελάει), τα ποιήματά μου όλα είναι αποθηκευμένα στο ψηφιακό νέφος. Κουβαλάω πάντα μαζί μου ένα τετράδιο, όπου κρατώ κάποιες πολύ διεκπεραιωτικές και επαγγελματικές σημειώσεις αν χρειαστεί, αλλά ποτέ λογοτεχνία.
Η άλλη αγάπη είναι το τένις, έτσι;
Όψιμη αγάπη, αλλά πολύ ισχυρή. Προέκυψε όταν ήμουν 42 και όταν έψαχνα κάποιο άθλημα για να κάνει η κόρη μου. Η κόρη άρχισε και σταμάτησε, και εγώ συνέχισα (γελάει).
Στη γραμμή του σερβίς
Είναι εκτόνωση;
Ασφαλώς. Για μένα είναι κυρίως στοιχείο ισορροπίας.
Προτεσταντικό τένις, όπως το χαρακτήρισε ο Σπύρος Βούγιας στην παρουσίαση της τελευταίας ποιητικής σου συλλογής.
(Γελάει). Προτεσταντικό με την έννοια ότι παίζω για να μάθω και ότι θέλω να προοδεύσω.
Γιατί είναι ο αγαπημένος σου παίκτης ο Φέντερερ;
Γιατί αποτυπώνει διαχρονικά αυτή τη φιλοσοφία στον τρόπο παιχνιδιού του.
Μότο ζωής ποιο είναι;
(Σκέφτεται λίγο). Προσοχή στη σιωπή.
Με τη γυναίκα του, τη δημοσιογράφο Χρύσα Νάνου, στη Νάπολι
Πάμε στον ιδιώτη Γιάννη Κοτσιφό: Παντρεμένος με τη δημοσιογράφο Χρύσα Νάνου.
…Την ορίτζιναλ δημοσιογράφο της οικογένειας…
Και με δύο παιδιά. Τι κάνουν σήμερα;
Η κόρη μας είναι τριτοετής στην Αρχιτεκτονική και ο γιος μας είναι στην τρίτη Γυμνασίου.
Τα συμβούλεψες ποτέ να ασχοληθούν με τη δημοσιογραφία ή πια είναι δύσκολο να συμβουλεύει κανείς τα παιδιά;
Νομίζω ότι διακριτικά μπορεί και να τους αποθάρρυνα, τουλάχιστον την κόρη μου, όταν ήταν ήδη σε ηλικία που έπρεπε να επιλέξει. Πρωτίστως όμως αναγνωρίζοντας ότι τα ίδια ίσως δεν έχουν κάτι το οποίο τους τραβά προς τα εκεί. Δε θα τα σταματούσα, δε θα τα ενθάρρυνα.
Καλό βιβλίο που διάβασες εσχάτως;
(Σκέφτεται πολύ) Αυτά είναι τα πιο δύσκολα. Μολονότι δεν είναι της τρέχουσας εκδοτικής παραγωγής, είναι το ποιητικό βιβλίο «Τα άσπρα μήλα» του Δημήτρη Ελευθεράκη, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 42 χρονών και για μένα είναι ίσως ένα από τα πιο ισχυρά ποιητικά στίγματα της εποχής του που μένει ανολοκλήρωτο.
Αγαπημένη ομάδα υπάρχει;
Μολονότι στο σπίτι έχουμε μια κυριαρχία από τις νεότερες γενιές του ΠΑΟΚ, εγώ δεν έχω καμία προτίμηση. Νομίζω ότι είμαι με τον Φέντερερ. Δηλαδή πια με κανέναν (χαμογελάει).
Τι λείπει από την ελληνική δημοσιογραφία σήμερα; Και το συνάντησες έξω;
Λείπει η γνήσια μέριμνα που μεταφράζεται σε οικονομικές ενισχύσεις χωρίς προσπάθεια επιρροής.
Από το κράτος;
Όχι μόνο από το κράτος, αλλά και γενικότερα. Κοίταξε το παράδοξο: Στις σκανδιναβικές χώρες, οι οποίες πάντοτε κατατάσσονται πολύ υψηλά στο ζήτημα της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τη δημοσιογραφία, το κράτος σταθερά ενισχύει τη δημοσιογραφία. Ας πούμε η στήριξη στα περιφερειακά μέσα στη Δανία είναι εξαιρετικά μεγάλη και εξαιρετικά σταθερή. Το μυστικό ποιο είναι όμως; Γίνεται με τρόπο που και είναι εξαιρετικά διαφανής και δε μεταφράζεται σε οτιδήποτε άλλο. Αυτό δυστυχώς εμείς δεν έχουμε καταφέρει να το κατακτήσουμε, έχουμε γενικά μια ενοχική λογική, όταν το κράτος επιχειρεί να ενισχύσει και εν μέρει δικαίως, γιατί συνήθως το κράτος επιχειρεί να ενισχύει με ανταλλάγματα.
Τι λείπει γενικά από την Ελλάδα;
Η ψυχραιμία.
Τι ζηλεύεις όταν βρίσκεσαι έξω σήμερα;
(Σκέφτεται) Νομίζω την ύπαρξη ορίων και κανόνων. Για μένα είναι πολύ μεγάλη βοήθεια να έχεις όρια, κανόνες και μέτρα. Τα ξέρεις, εφαρμόζονται, κινείσαι με αυτά και μπορείς να είσαι πολύ πιο γνήσιος και παραγωγικός μαζί. Με μπερδεύει αυτό το λίγο «ανακατεμένα πράγματα» που χαρακτηρίζει πολύ περισσότερο τη Μεσόγειο.
Για το τέλος συνήθως κάνουμε μια ερώτηση με το μαγικό ραβδί; Εσύ θα πρότεινα να μας απαγγείλεις κάτι.
Καλύτερα αυτό. Ότι εγγύτερο σε μαγικό ραβδί έχω είναι τα ποιήματα μου. άλλο δεν έχω. Είναι ένα ποίημα από το «Μυθιστόρημα του δείπνου» που λέγεται «Σταθμός εξυπηρέτησης».
Δημοσιογραφικός, με δόσεις ποίησης, ο σημερινός πρωινός καφές. Τον απολαύσαμε με το δημοσιογράφο Γιάννη Κοτσιφό στη «Ζώγια», που είναι το αγαπημένο του καφέ. Θεσσαλονικιός, απόφοιτος του 1ου αλλά και της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, δεν ήθελε να γίνει δάσκαλος, αλλά να ασχοληθεί με τις εκδόσεις και τα βιβλία. Το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό εκδίδοντας το λογοτεχνικό περιοδικό «Τα Ποταμόπλοια» και στη συνέχεια κάνοντας επιμέλειες βιβλίων και μεταφράσεις. Ένα από τα βιβλία που μετάφρασε το 2002 ήταν της Ζβετλάνας Αλεξίεβιτς «Μολυβένιοι στρατιώτες» που το 2015 πήρε το βραβείο Νόμπελ στη λογοτεχνία.
Τελικά έγινε δημοσιογράφος. Για να αποδείξει όπως λέει ότι «οι σπουδές μπορεί να σου ανοίγουν δρόμους που είναι πολύ διαφορετικοί από αυτούς που είναι προδιαγεγραμμένοι». Εδώ και 20 χρόνια είναι διευθυντής στην Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας Θράκης, ενώ ως εκπρόσωπος της Ελλάδας είχε την πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων.
Αν και από το 2012 είχε πει ότι με την παραγωγή λογοτεχνίας είχε «κλείσει τους προσωπικούς του λογαριασμούς» η τάση για λογοτεχνία και ποίηση τον ξανακτύπησε, με αποτέλεσα να εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές. Η πρώτη χρονολογείται από το 2015 και φέρει τον τίτλο «Ο πειρασμός της γραφής» και η δεύτερη είναι το «Μυθιστόρημα του δείπνου», εκδόθηκε πρόσφατα και είναι ο λόγος που ήπιαμε μαζί τον σημερινό «πρωινό καφέ». Ένας καφές που τελείωσε με απαγγελία ποίησης από τον ίδιο.
Να φανταστώ ότι υπάρχει πρωινός καφές στη ζωή σου;
Σταθερά, απαρεγκλίτως και κάθε μέρα. Αγαπημένη πρωινή συνήθεια με τη Χρύσα.
Πολλοί είναι ή ένας;
Ένας το πολύ πρωί, ακολουθούν πολύ περισσότεροι μέσα στην ημέρα.
Τι είδος καφέ προτιμάς;
Κατά κανόνα εσπρέσο. Μερικές φορές επιλέγω και καπουτσίνο.
Τι είναι για σένα η ώρα του πρωινού καφέ; Σημείο εκκίνησης της ημέρας; Στιγμές περισυλλογής; Ή κοινωνικοποίησης;
Είναι η ένδειξη κανονικότητας κάθε πρωί. Και μετά όταν πηγαίνω στο γραφείο είναι η εκκίνηση του δεύτερου επεισοδίου. Γιατί συνήθως αρχίζω και δουλεύω από το σπίτι και μετά στο γραφείο μπαίνουν μπροστά και τα ραντεβού και όλα τα υπόλοιπα.
Γεννήθηκες στο κέντρο τη Θεσσαλονίκης, έτσι;
Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, όχι στο κέντρο. Η περιοχή που μεγάλωσα είναι η Σχολή Τυφλών και το Φάληρο. Το πατρικό μου βρίσκεται στη γωνία Βασιλέως Γεωργίου με Αγίας Τριάδος.
Και δεν υπάρχει χωριό στη ζωή σου;
(Γελάει) Χωριό δεν έχω. Υπήρχε μια μακρινή καταγωγή της γιαγιάς από το Βογατσικό Καστοριάς, αλλά o ίδιος χωριό δεν έχω.
Οι γονείς;
Οι γονείς Θεσσαλονικείς. Ο πατέρας μου δούλευε ως τεχνικός γεωργικών μηχανημάτων στη Ford, η μητέρα μου ήταν στο σπίτι.
Σχολείο;
Δημοτικό στον «Κοραή», στη Φλέμινγκ, και γυμνάσιο και λύκειο στο 1ο στην παραλία, δίπλα στην παλιά Ηλεκτρική Εταιρία.
Α΄ Δημοτικού, στον «Κοραή». Αριστερά, στο τελευταίο θρανίο (λόγω… ύψους)
Μιλάμε για τη δεκαετία του ’80. Ποιες είναι οι σχολικές αναμνήσεις που σου έρχονται πρώτα στο μυαλό;
Η ιδιαιτερότητα του 1ου ήταν πως ήταν ένα σχολείο δίπλα στη θάλασσα. Οπότε ως μαθητής σε πολλές αίθουσες περισσότερες φορές έβλεπες προς το παράθυρο παρά προς τον πίνακα (χαμογελάει). Επίσης το σχολείο ήταν πολύ λειτουργικό και μάζευε στο προαύλιο πολλά παιδιά και τα Σαββατοκύριακα. Ακόμη έχω καλές αναμνήσεις από αρκετούς καθηγητές, κυρίως φιλολόγους, και κακές αναμνήσεις από άλλους καθηγητές (χαμογελάει), όπως της Χημείας και της Φυσικής. Γενικά για τα μέτρα της εποχής το σχολείο δεν ήταν κακό.
Φαντάζομαι καλός μαθητής.
Καλός μαθητής, όχι όμως από τους πρώτους και τους καλύτερους.
Και αγαπημένα μαθήματα τα θεωρητικά;
Σταθερά τα πιο θεωρητικά.
Υπήρχε ενδιαφέρον για την ποίηση από τότε;
Είχα μεγάλο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία γενικά. Και αυτό από πολύ μικρή ηλικία. Νομίζω ότι αυτό σε μεγάλο βαθμό το οφείλω στη μητέρα μου, η οποία χωρίς να έχει η ίδια κάποια ιδιαίτερη μόρφωση πίστευε παρά πολύ στην ανάγκη της μόρφωσης, αλλά και με κάποιο ενστικτώδη τρόπο και στην ανάγκη της λογοτεχνίας. Στο σπίτι υπήρχε βιβλιοθήκη και στα παιδικά μου χρόνια αυτή η βιβλιοθήκη εμπλουτιζόταν ειδικά για μένα, ίσως και πιο γενναιόδωρα από ότι κρίνω τώρα ότι επέτρεπαν οι συνθήκες της τότε εποχής.
Αγαπημένοι πρώτοι ποιητές;
Η πρώτη επαφή με την ποίηση είναι συνήθως τραυματική γιατί έρχεται μέσα από το σχολείο. Όμως η αλήθεια είναι ότι στη βιβλιοθήκη του σπιτιού μας υπήρχαν δύο δερματόδετες -παραδόξως- παλιές εκδόσεις. Η μια ήταν με τα ποιήματα του Καβάφη με σχέδια του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα και η άλλη μια έκδοση του Σεφέρη. Εκεί ήρθα σε επαφή, σε δυσανάλογα μικρή ηλικία, για πρώτη φορά με την ποίηση. Φυσικά δεν καταλάβαινα τίποτα, αλλά όλο αυτό ασκούσε μια διαρκή γοητεία επάνω μου, η οποία κρατάει ακόμη.
Αθλητισμός υπήρχε στη ζωή σου;
Στο σχολικό πλαίσιο ναι, και ήταν το βόλεϊ.
Τένις;
Το τένις στη ζωή μου μπήκε πολύ αργότερα.
Θα έρθουμε και σε αυτό. Ήταν μονόδρομος για σένα η επιλογή της Φιλοσοφικής;
Το μηχανογραφικό μου ήταν μόνο Φιλολογία. Όλοι μού έλεγαν «βάλε και μια Νομική, βάλε και ένα Ιστορικό-Αρχαιολογικό». Μάλιστα είχα κάνει και την εξής περίεργη κίνηση: είχα βάλει φυσικά πρώτη τη Θεσσαλονίκη και δεύτερη τη Φιλολογία της Κρήτης και μετά τα Γιάννενα που είχαν πιο υψηλή βάση. Είχα πει τότε ότι η έρευνά μου λέει ότι της Κρήτης είναι καλύτερη και ότι αν είναι να φύγω έξω από τη Θεσσαλονίκη προτιμώ να πάω στην Κρήτη παρά στα Γιάννενα. Αλλά σε κάθε περίπτωση δεν είχα δηλώσει τίποτα άλλο στο μηχανογραφικό μου παρά μόνο τρία φιλολογικά τμήματα.
Πως ήταν η φοιτητική περίοδος; Τα χρόνια ήταν έντονα, πολύ πολιτικοποιημένα ή πολύ… λογοτεχνικά για σένα;
Ήταν εξαιρετικά λογοτεχνικά, αρκετά πολιτικοποιημένα, αλλά με ένα μικρό εστετισμό -χωρίς να παρεξηγηθεί η λέξη- που πατούσε επάνω σε αυτό που τότε πιστεύαμε πολύ και μάλλον αλαζονικά: Ότι δηλαδή ήμασταν άνθρωποι των γραμμάτων. Τα φοιτητικά μου χρόνια ήταν από τα πιο ζωηρά και δραστήρια της ζωής μου. Με πάρα πολλή λογοτεχνία και με πάρα πολλή αγάπη για τις σπουδές, που είχε και εκδοτικό καρπό: τότε βγάλαμε ένα λογοτεχνικό περιοδικό στη Θεσσαλονίκη, με τον τίτλο «Τα Ποταμόπλοια».
Πώς προέκυψε αυτή η έκδοση;
Μέσα από την ανησυχία ότι πρέπει όλη αυτή η τάση μας προς τη λογοτεχνία, μέσα στη Σχολή και μέσα από μια παρέα που είχε δημιουργηθεί, να βρει εκδοτική διέξοδο. Δεν τα καταφέραμε αμέσως, αλλά τα καταφέραμε με μια εξωγενή προσθήκη σε αυτή την ιστορία, του για πολλά χρόνια αδελφικού μου φίλου Θανάση Τριαρίδη, με τον οποίο και συνεκδώσαμε για πέντε τεύχη «Τα Ποταμόπλοια». Θυμίζω ότι στην εποχή εκείνη -μιλάμε για το 1989 με 1992- υπήρχαν το «Εντευκτήριο» του Γιώργου Κορδομενίδη, το «Τραμ» του Γιώργου Κάτου και ο «Παρατηρητής». Αυτά ήταν ενδεχομένως τα μεγαλύτερα κίνητρα για να μπούμε σε αυτόν το χώρο. Το καταφέραμε με τα «Τα Ποταμόπλοια», που για τα μέτρα της εποχής ήταν ένα καλό περιοδικό. Είχε τον χαρακτήρα ότι συγκέντρωνε κυρίως νεανικές λογοτεχνικές προσπάθειες που τότε λέγαμε -και δικαίως- ότι δε θα έβρισκαν διέξοδο αλλού. Με πολύ μεγάλη εντιμότητα, και για τα μέτρα της ηλικίας αυτών που έγραφαν, και διαβάζοντάς το σήμερα, στα 55 μου χρόνια, λέω ότι υπάρχουν αρκετά κείμενα που ήταν πολύ καλά και ιδιαίτερα.
Έζησες την ένταση της πολιτικοποίησης της μεταπολίτευσης. Πώς την κρίνεις σήμερα; Ήταν χρήσιμη ή υπερβολική περίοδος; Είχε τελικά θετικό πρόσημο;
Κατ’ αρχάς, νομίζω ότι για τη δική μου γενιά ήταν μια όψιμη φάση. Πολλά πράγματα, και κυρίως μέσα στη Φιλοσοφική, γίνονταν περισσότερο κατά παράδοση παρά κατά πίστη. Αυτό είχε ήδη διαμορφωθεί. Επίσης το μέτρο με το οποίο κρίναμε τα πράγματα, και μάλιστα πολύ σκληρά, ήταν ο συνδυασμός του πολιτικοποιημένου φοιτητή με τον φοιτητή που είχε και κάτι να πει. Αυτό στη Φιλοσοφική υπήρχε πολύ έντονα ως κριτήριο Υπήρχε δηλαδή ένας θαυμασμός για παιδιά, τα οποία συγκέντρωναν τα χαρακτηριστικά της μεγάλης πολιτικοποίησης και της φιλολογικής επάρκειας. Βέβαια αυτές οι περιπτώσεις δεν ήταν πολύ συχνές. Στο πολιτικό κομμάτι, πέρα από τις υπερβολές και κρίνοντάς το αναδρομικά, η κατάσταση ήταν τέτοια που δεν παρεμπόδιζε το εκπαιδευτικό έργο.
Στη λίμνη Βάνζεε, στο Βερολίνο, με ERASMUS ως φοιτητής Φιλολογίας
Και μετά ήρθε η δημοσιογραφία.
Αυτό το ταξίδι ξεκίνησε αρκετά αργότερα και αφού προηγουμένως υπήρξε μία πολύ μεγάλη απογοήτευση, γιατί μετά από ένα εξάμηνο Erasmus στο Βερολίνο αποφάσισα να γυρίσω πίσω, ενώ δεν ήθελα καθόλου. Εγώ ήθελα να σπουδάσω φιλολογία, αλλά δεν ήθελα να γίνω φιλόλογος ούτε εκπαιδευτικός. Με κουράζει τρομερά η επανάληψη και έκρινα ότι αυτό θα ήταν τελείως εις βάρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Και τι ήθελες;
Ήθελα να ασχοληθώ με τις εκδόσεις και τα βιβλία. Να μετασχηματίσω τη φιλολογική μου επάρκεια σε εκδοτική δραστηριότητα. Στη Θεσσαλονίκη αυτό ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Τόσο δύσκολο που όταν το δοκίμασα κάποια στιγμή αργότερα δεν πήγε καλά. Στη δημοσιογραφία βρέθηκα για να τεκμηριώσω ότι οι σπουδές μπορεί να σου ανοίγουν δρόμους που είναι πολύ διαφορετικοί από αυτούς που είναι προδιαγεγραμμένοι. Και βρέθηκα έχοντας δουλέψει προηγουμένως ως διορθωτής, ως επιμελητής, ως φροντιστής, και με σύσταση ανθρώπων από αυτό το περιβάλλον. Η πρώτη φορά ήταν στο «Ράδιο Παρατηρητής», όσο ακόμη σπούδαζα. Κατόπιν, το 1996 όταν στη Θεσσαλονίκη είχε κλείσει η ιστορική «Μακεδονία» και γίνονταν μια προσπάθεια να εκδοθεί φύλλο από την Καθημερινή. Είχε βγει ένα εβδομαδιαίο ένθετο «Η Καθημερινή της Βόρειας Ελλάδας» και υπήρξε μια διάχυτη προσδοκία ότι αυτό θα μετεξελιχθεί σε ημερήσια έκδοση. Αυτό δεν έγινε ποτέ, εγώ δούλεψα εκεί για πρώτη φορά ως rewriter με διευθυντή τον Αντώνη Κούρτη και στην αρχισυνταξία τoν Κλέαρχο Τσαουσίδη. Αυτό ναυάγησε και ξεκίνησε το άλλο σχέδιο του «Αγγελιοφόρου», στον οποίο βρέθηκα μετά από σύσταση του προηγούμενου περιβάλλοντος, υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Γουσίδη. Δούλεψα εκεί ως διορθωτής, rewriter και κατόπιν ως συντάκτης ύλης και μετά μεσολάβησε η ανησυχία ότι κάτι άλλο ήθελα να κάνω. Υπήρξε λοιπόν μια εκδοτική επιχείρηση στη Θεσσαλονίκη, η οποία εμφανίστηκε αρκετά δραστήρια, πήγα να εργαστώ εκεί και -χωρίς να θέλω να είμαι καθόλου αχάριστος- τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Όμως από εκεί έχω έναν καρπό που με πολλή χαρά κουβαλάω στις αποσκευές μου.
Στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης το 2023
Ποιος είναι αυτός;
Μεταξύ των άλλων που είχα κάνει, μετάφρασα ένα βιβλίο της Σβετλάνας Αλεξίεβιτς. Όταν τότε λοιπόν δοκιμάζαμε να πείσουμε τον εκδότη ότι πρέπει να πάρει τα δικαιώματα για τα βιβλία της, ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαμε για πλάκα ήταν το «Πάρ’ το. Αυτή να ξέρεις, θα πάρει το Νόμπελ» (γελάει).
Και επιβεβαιώθηκες…
Το βιβλίο ήταν «Οι Μολυβένιοι Στρατιώτες» και αφορούσε την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφγανιστάν. Κυκλοφόρησε το 2002 με δική μου μετάφραση, και κάποια στιγμή το 2015 βρίσκομαι στις Βρυξέλες για δουλειά της Ένωσης Συντακτών και ανακοινώνεται το Νόμπελ στην Αλεξίεβιτς (γελάει).
Στη δημοσιογραφία νοσταλγείς την παλιά καλή εποχή ή κάθε εποχή έχει και τα καλά της;
Η περίοδος του «Αγγελιοφόρου» ήταν μια από τις πιο ελπιδοφόρες για τη Βόρεια Ελλάδα. Τώρα, αν το ερώτημα είναι σε προσωπικό επίπεδο, τα πράγματα πήγαν καλά.
Γενικά;
Η απώλεια του «Αγγελιοφόρου» σημάδεψε μια κατρακύλα στα δημοσιογραφικά πράγματα. Δε λέω ότι εξαιτίας αυτής της απώλειας προέκυψε η κατρακύλα, απλώς ήταν ένα σημάδι μιας πολύ μεγάλης αλλαγής εποχής, με αντίστοιχες απώλειες και στην Αθήνα. Εδώ έχουμε δύο διαφορετικές γραμμές που εξελίσσονται. Στην Αθήνα το τίμημα που πληρώνει η δημοσιογραφία για την αποκατάσταση των κενών είναι μια πολύ μεγάλη συγκέντρωση ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης από εργοδότες με πολύ ισχυρά και αλλότρια προς τη δημοσιογραφία συμφέροντα. Στη Θεσσαλονίκη το τίμημα είναι διαφορετικό. Δεν κατορθώνουμε -με μερικές εξαιρέσεις, όπως ο όμιλος της Μακεδονίας- να σχηματίσουμε δημοσιογραφικές προσπάθειες και σχήματα αντίστοιχα του δυναμικού που η πόλη διαθέτει, αλλά δε βρήκε για χρόνια τον τρόπο να το αξιοποιήσει.
Και η σημερινή εποχή έχει όμως τα καλά της. Με την ηλεκτρονική δημοσιογραφία, που αποτελεί και την καινούργια πρόκληση.
Προφανώς. Αυτό ήταν και μια εξέλιξη, την οποία από την αρχή είχαμε δει με θετικό τρόπο. Δεν την είχαν δει με ιδιαίτερα θετικό τρόπο οι ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης, και νομίζω ότι εκεί χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Μέρος της κατάρρευσης των μεγαλύτερων μέσων ενημέρωσης της Θεσσαλονίκης την περίοδο 2010 με 2020 -φυσικά σε συνάρτηση με την οικονομική κρίση- ήταν αυτή η αδράνεια ή το όψιμο ενδιαφέρον για τη μετάβαση, όταν ήταν πια λίγο αργά.
Ανάμεσα στον πρόεδρο (δεξιά) και τον γενικό γραμματέα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων, στο Ζάγκρεμπ το 2021
Ένας καινούργιος κύκλος επαγγελματικής πορείας ήταν και η διευθυντική σου θέση στην ΕΣΗΕΜ-Θ εδώ και σχεδόν 20 χρόνια, αλλά και στη δράση της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων, όπου συμμετείχες ως εκπρόσωπος της Ελλάδας. Είδες τη δημοσιογραφία από άλλη πλευρά. Πώς ήταν η εμπειρία;
Όταν ξεκίνησα να δουλεύω στην Ένωση Συντακτών ήταν για μένα ένα τεράστιο βάρος, συνειδησιακό και ηθικό. Το να βρίσκομαι και να εργάζομαι σε ένα σχήμα που είχε όλη αυτή τη ιστορική βαρύτητα. Το γεγονός ότι το πρώτο μεγάλο μέρος της διαδρομής μου στην Ένωση συνέπεσε με τη μεγάλη κρίση στη δημοσιογραφία ήταν για μένα εξαιρετικά διδακτικό και ταυτόχρονα εξαιρετικά ψυχοφθόρο. Γιατί έβλεπα τα παραδεδομένα σχήματα να ανατρέπονται. Με βοήθησε πάρα πολύ να το αντιμετωπίσω η ευκαιρία που μου δόθηκε από την Ένωση, να δραστηριοποιηθώ και στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Γιατί αυτό μου έδωσε, πρώτον, τη δυνατότητα να τεκμηριώσω την κατάσταση. Δεν την έβλεπα ως ένα αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο που θα άνοιγε το δρόμο στην απελπισία, αλλά έβλεπα τις αναλογίες με χώρες, οι οποίες είχαν πολλαπλάσιο δυναμικό στην ενημέρωση. Και δεύτερον, μου έδωσε και πολλά εργαλεία για να αντιμετωπίσουμε εν μέρει την κατάσταση. Γενικά 20 χρόνια μετά την έναρξη αυτής της πολύ ωραίας περιπέτειας στην ΕΣΗΕΜ-Θ τα πράγματα είναι πάρα πολύ διαφορετικά. Αυτό όμως που για μένα κυριαρχεί ως αίσθηση είναι ότι μια μικρή αναλογικά Ένωση μιας περιφερειακής πόλης για πάρα πολύ καιρό βρέθηκε, και εν μέρει ακόμη βρίσκεται, στο κέντρο χάραξης πολιτικής για τη δημοσιογραφία στην Ευρώπη. Αυτό για μένα είναι ένα δείγμα μεγάλης δημοκρατίας και ένα δείγμα της ποιότητας της δουλειάς που μπορούμε να παραγάγουμε.
Πάμε λίγο στην ποίηση. Τι διαφορά βλέπεις εσύ στις δύο ποιητικές σου συλλογές: το 2015 ήρθε ο «Πειρασμός γραφής» και φέτος το «Μυθιστόρημα του δείπνου».
Το 2013 θεωρούσα ότι έχω ξεμπερδέψει με την υπόθεση της λογοτεχνίας. Εξακολουθούσα να διαβάζω πολύ, εξακολουθούσα να επιμελούμαι κάποια μυθιστορήματα, κυρίως ανθρώπων που γνωρίζω και στα οποία εγώ ο ίδιος ήθελα να κάνω την επιμέλεια, αλλά ήμουν πολύ αποφασισμένος ότι με το κομμάτι της παραγωγής λογοτεχνίας έχω κλείσει τους λογαριασμούς μου. Πίστευα ότι η δουλειά με έχει απομακρύνει τελείως από αυτή τη συνθήκη και ότι δεν είχα κάτι ενδιαφέρον να παραγάγω. Χωρίς να μπορώ να διακρίνω ακριβώς τους λόγους, αλλά μετά από ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Βιέννη, η επιστροφή του οποίου σημαδεύτηκε από διάφορες προσωπικές αναταράξεις, γράφτηκε το πρώτο ποίημα από τον «Πειρασμό της γραφής». Χωρίς τότε στόχευση εκδοτική. Με τον τρόπο όμως που πάντα η λογοτεχνία δρα, δηλαδή ύπουλα και αιφνιδιαστικά, ενέδωσα όντως στον πειρασμό της γραφής, ξεκίνησα μια σειρά ποιημάτων με τον ασαφή στόχο να «δούμε πού θα πάμε» και αν αυτό θα συγκροτήσει κάτι. Έτσι το 2015 αποφάσισα να α εκδώσω. Επανήλθα φέτος με το δεύτερο βιβλίο, «Το μυθιστόρημα του δείπνου».
Δύο ποιητικές συλλογές, η ιδιωτική προσέγγιση στη γραφή
Υπάρχει διαφορά στις δύο συλλογές;
Ναι, υπάρχει. Ελπίζω, δηλαδή ότι υπάρχει. Στο «Μυθιστόρημα του δείπνου» τα πράγματα είναι πιο σκοτεινά, πιο στοχαστικά. Ο «Πειρασμός της Γραφής» ήταν ένα βιβλίο που ήθελε να δείξει το θαυμασμό προς την εξουσία που έχει η γραφή, προς την εξουσία που έχει η λογοτεχνία και ότι εντέλει, ό,τι και να κάνεις, είναι πολύ δύσκολο να την αποφύγεις. Το «Μυθιστόρημα του δείπνου» προσπαθεί να δείξει τη μεγάλη κυριαρχία της σιωπής, τη μεγάλη κυριαρχία της αναζήτησης, και ότι το καταφύγιο για όλα αυτά μπορεί να αποτελέσει η γραφή.
Πως εμπνέεσαι πια;
Δεν πιστεύω στην έμπνευση με τη ρομαντική διάσταση της έννοιας. Εγώ για τα ποιήματά μου έχω μια πολύ συγκεκριμένη λογική. Δε θέλω να είναι ούτε αισθηματολογίες ούτε ρητορείες ούτε τίποτα τέτοιο. Κάθε ποίημα πρέπει να περιέχει έναν πυρήνα μιας μικρής ιστορίας. Με αυτόν τον τρόπο δουλεύω. Ακόμη και τα πρόσωπα, που περιέχονται στο «Μυθιστόρημα του δείπνου» είναι δουλεμένα στο μυαλό μου και στον υπολογιστή μου σαν να επρόκειτο να μπουν σε ένα μυθιστόρημα. Έχουν το βιογραφικό τους, τα χαρακτηριστικά τους. Είναι δουλεμένα δηλαδή με τρόπο που θα λειτουργούσε στο πλαίσιο μιας μυθοπλαστικής αφήγησης. Πιστεύω ότι τα ποιήματα πρέπει να έχουν το μυθοπλαστικό στοιχείο. Κατά συνέπεια αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε έμπνευση είναι για μένα κυρίως η σύλληψη μιας ιστορίας που θα ήθελα να αποτυπωθεί σε ποίημα. Αυτό μπορεί να είναι και μια σκηνή, μπορεί να είναι ένας διάλογος, μπορεί να πυροδοτηθεί από ένα τοπίο ή από έναν χώρο με τον οποίο θα δεθείς, μπορεί να πυροδοτηθεί από πολλά. Αλλά αν δε μετασχηματίζεται σε κάτι, το εγκαταλείπεις.
Γράφεις με το στυλό, στο πληκτρολόγιο ή σημειώνεις στο κινητό;
Έχω να γράψω λογοτεχνία σε χαρτί από τα φοιτητικά μου χρόνια. Γράφω μόνο σε ψηφιακά μέσα, το πρώτο μου βιβλίο διορθώθηκε σε ένα tablet σε ένα καφέ στις Βρυξέλες (γελάει), τα ποιήματά μου όλα είναι αποθηκευμένα στο ψηφιακό νέφος. Κουβαλάω πάντα μαζί μου ένα τετράδιο, όπου κρατώ κάποιες πολύ διεκπεραιωτικές και επαγγελματικές σημειώσεις αν χρειαστεί, αλλά ποτέ λογοτεχνία.
Η άλλη αγάπη είναι το τένις, έτσι;
Όψιμη αγάπη, αλλά πολύ ισχυρή. Προέκυψε όταν ήμουν 42 και όταν έψαχνα κάποιο άθλημα για να κάνει η κόρη μου. Η κόρη άρχισε και σταμάτησε, και εγώ συνέχισα (γελάει).
Στη γραμμή του σερβίς
Είναι εκτόνωση;
Ασφαλώς. Για μένα είναι κυρίως στοιχείο ισορροπίας.
Προτεσταντικό τένις, όπως το χαρακτήρισε ο Σπύρος Βούγιας στην παρουσίαση της τελευταίας ποιητικής σου συλλογής.
(Γελάει). Προτεσταντικό με την έννοια ότι παίζω για να μάθω και ότι θέλω να προοδεύσω.
Γιατί είναι ο αγαπημένος σου παίκτης ο Φέντερερ;
Γιατί αποτυπώνει διαχρονικά αυτή τη φιλοσοφία στον τρόπο παιχνιδιού του.
Μότο ζωής ποιο είναι;
(Σκέφτεται λίγο). Προσοχή στη σιωπή.
Με τη γυναίκα του, τη δημοσιογράφο Χρύσα Νάνου, στη Νάπολι
Πάμε στον ιδιώτη Γιάννη Κοτσιφό: Παντρεμένος με τη δημοσιογράφο Χρύσα Νάνου.
…Την ορίτζιναλ δημοσιογράφο της οικογένειας…
Και με δύο παιδιά. Τι κάνουν σήμερα;
Η κόρη μας είναι τριτοετής στην Αρχιτεκτονική και ο γιος μας είναι στην τρίτη Γυμνασίου.
Τα συμβούλεψες ποτέ να ασχοληθούν με τη δημοσιογραφία ή πια είναι δύσκολο να συμβουλεύει κανείς τα παιδιά;
Νομίζω ότι διακριτικά μπορεί και να τους αποθάρρυνα, τουλάχιστον την κόρη μου, όταν ήταν ήδη σε ηλικία που έπρεπε να επιλέξει. Πρωτίστως όμως αναγνωρίζοντας ότι τα ίδια ίσως δεν έχουν κάτι το οποίο τους τραβά προς τα εκεί. Δε θα τα σταματούσα, δε θα τα ενθάρρυνα.
Καλό βιβλίο που διάβασες εσχάτως;
(Σκέφτεται πολύ) Αυτά είναι τα πιο δύσκολα. Μολονότι δεν είναι της τρέχουσας εκδοτικής παραγωγής, είναι το ποιητικό βιβλίο «Τα άσπρα μήλα» του Δημήτρη Ελευθεράκη, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 42 χρονών και για μένα είναι ίσως ένα από τα πιο ισχυρά ποιητικά στίγματα της εποχής του που μένει ανολοκλήρωτο.
Αγαπημένη ομάδα υπάρχει;
Μολονότι στο σπίτι έχουμε μια κυριαρχία από τις νεότερες γενιές του ΠΑΟΚ, εγώ δεν έχω καμία προτίμηση. Νομίζω ότι είμαι με τον Φέντερερ. Δηλαδή πια με κανέναν (χαμογελάει).
Τι λείπει από την ελληνική δημοσιογραφία σήμερα; Και το συνάντησες έξω;
Λείπει η γνήσια μέριμνα που μεταφράζεται σε οικονομικές ενισχύσεις χωρίς προσπάθεια επιρροής.
Από το κράτος;
Όχι μόνο από το κράτος, αλλά και γενικότερα. Κοίταξε το παράδοξο: Στις σκανδιναβικές χώρες, οι οποίες πάντοτε κατατάσσονται πολύ υψηλά στο ζήτημα της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τη δημοσιογραφία, το κράτος σταθερά ενισχύει τη δημοσιογραφία. Ας πούμε η στήριξη στα περιφερειακά μέσα στη Δανία είναι εξαιρετικά μεγάλη και εξαιρετικά σταθερή. Το μυστικό ποιο είναι όμως; Γίνεται με τρόπο που και είναι εξαιρετικά διαφανής και δε μεταφράζεται σε οτιδήποτε άλλο. Αυτό δυστυχώς εμείς δεν έχουμε καταφέρει να το κατακτήσουμε, έχουμε γενικά μια ενοχική λογική, όταν το κράτος επιχειρεί να ενισχύσει και εν μέρει δικαίως, γιατί συνήθως το κράτος επιχειρεί να ενισχύει με ανταλλάγματα.
Τι λείπει γενικά από την Ελλάδα;
Η ψυχραιμία.
Τι ζηλεύεις όταν βρίσκεσαι έξω σήμερα;
(Σκέφτεται) Νομίζω την ύπαρξη ορίων και κανόνων. Για μένα είναι πολύ μεγάλη βοήθεια να έχεις όρια, κανόνες και μέτρα. Τα ξέρεις, εφαρμόζονται, κινείσαι με αυτά και μπορείς να είσαι πολύ πιο γνήσιος και παραγωγικός μαζί. Με μπερδεύει αυτό το λίγο «ανακατεμένα πράγματα» που χαρακτηρίζει πολύ περισσότερο τη Μεσόγειο.
Για το τέλος συνήθως κάνουμε μια ερώτηση με το μαγικό ραβδί; Εσύ θα πρότεινα να μας απαγγείλεις κάτι.
Καλύτερα αυτό. Ότι εγγύτερο σε μαγικό ραβδί έχω είναι τα ποιήματα μου. άλλο δεν έχω. Είναι ένα ποίημα από το «Μυθιστόρημα του δείπνου» που λέγεται «Σταθμός εξυπηρέτησης».
ΣΧΟΛΙΑ