«Τι να διαβάσω στο παιδί μου; Κλασικά παραμύθια ή σύγχρονες παραμυθικές ιστορίες». Της Άννας Μυκωνίου
02/04/2024 10:00
02/04/2024 10:00
Της Άννας Μυκωνίου
Διδάκτωρ Συγκριτικής Λογοτεχνίας
Κλασικά παραμύθια θεωρούνται τα κείμενα που γράφτηκαν από τους κλασικούς παραμυθάδες, τον Άντερσεν, τους αδελφούς Γκριμ, τον Περρώ, τον Κάρλο Κολόντι, από τον 17ο μέχρι και τον 19ο αιώνα. Στην πλειοψηφία τους τα κλασικά παραμύθια είναι κείμενα γεμάτα ανατροπές, συχνά γοητευτικά που επιχειρούν να παρασύρουν τον αναγνώστη σε κόσμους φανταστικούς. Η θεματολογία όμως, τα στερεότυπα και ο διδακτισμός κάποιων από αυτά θα μας προβληματίσει στο άρθρο αυτό. Μια σύγχρονη έρευνα αποδεικνύει ότι: «Τέσσερα στα δέκα παιδιά ακούει κάθε μέρα παραμύθια, γεγονός που επιβεβαιώνει τον κυρίαρχο ρόλο του παραμυθιού στην παιδική καθημερινότητα. Τα κλασικά παραμύθια υπερτερούν σε συντριπτικό ποσοστό έναντι των σύγχρονων παραμυθιών, με την Κοκκινοσκουφίτσα και τη Χιονάτη να καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις της λίστας με τα πιο αγαπημένα παραμύθια.»
Σύμφωνα με αυτή την έρευνα και ότι ενώ βαδίζουμε στον 21ο αιώνα τα σημερινά παιδιά εξακολουθούν να μεγαλώνουν, όπως και οι γονείς τους και οι παππούδες τους, με τη Χιονάτη, την Κοκκινοσκουφίτσα και τον Κοντορεβιθούλη. Πόσο διαχρονικά, παιδαγωγικά αλλά και κατάλληλα είναι όμως αυτά τα παραμύθια, που οι νηπιαγωγοί επιλέγουν – έστω και διασκευασμένα – για τα πρώτα ακούσματα των τρυφερών τρίχρονων ή τετράχρονων νηπίων;
Οι ρίζες των κλασικών παραμυθιών ήταν κείμενα λαϊκά, που δεν ήταν γραμμένα για παιδιά ή καλύτερα δεν απευθύνονται αποκλειστικά και μόνο στα παιδιά. Η διήγηση παραμυθιών αποτελούσε για αιώνες ένα από τα σημαντικότερα είδη ψυχαγωγίας για ενήλικες και παιδιά. Ένα στοιχείο που χαρακτήριζε πάντα το τέλος του λαϊκού παραμυθιού ήταν η «κάθαρση», ή αλλιώς η απόδοση δικαιοσύνης. Οι πονεμένες ψυχές των απλών ανθρώπων του μόχθου είχαν εναποθέσει μέσα στο λαϊκό παραμύθι τις ελπίδες τους για δικαιοσύνη και ισότητα. Όλες οι αναποδιές ξεπερνιούνται χάρη σε ένα υπερφυσικό στοιχείο, ένα μαγικό φίλτρο. Όλα μεταμορφώνονται και εμφανίζονται μάγισσες με σκουπόξυλα, βασιλοπούλες, γαλάζιες νεράιδες. Η ισορροπία του κόσμου ανατρέπεται και ο φτωχός γίνεται παντοδύναμος και νικά, ενώ ο πλούσιος -που αρχετυπικά εμφανίζεται πάντα κακός- τιμωρείται και συχνά μάλιστα βίαια, δικαιώνοντας το λαϊκό αίσθημα.
Σε αυτά λοιπόν τα λαϊκά κείμενα βασίστηκαν τα κλασικά παραμύθια, που τα περισσότερα περιέχουν ένα ηθικό δίδαγμα πολύ συντηρητικό για την εποχή μας, που αντανακλά τις κοινωνικές και παιδαγωγικές αντιλήψεις του 17ου, 18ου, 19ου αιώνα, που γράφτηκαν. Έτσι διαβάζοντας το πρωτότυπο κείμενο αλλά και τις σύγχρονες διασκευές εντοπίζουμε αντιπαιδαγωγικά διδάγματα, που έρχονται σε αντίθεση με τις αντιλήψεις της εποχής μας. Σε πολλά από τα πιο γνωστά κλασικά παραμύθια μας σοκάρει η βία, η ζηλοτυπία, η σκληρή τιμωρία, η συκοφαντία, η άγρια εκδίκηση, ακόμα και οι ξυλοδαρμοί και οι φόνοι.
Τις περισσότερες φορές τα προβλήματα παρουσιάζονται στο εσωτερικό της οικογένειας. Ας πάρουμε για παράδειγμα μια σκηνή από τον «Κοντορεβιθούλη» του Περρώ. Ο παραμυθάς αναφέρεται σε μια φτωχή οικογένεια που δεν μπορεί να θρέψει όλα τα μέλη της και οι γονείς αποφασίζουν, από κοινού, να τα εγκαταλείψουν στο δάσος. Το θέμα της εγκατάλειψης των παιδιών από τους γονείς τους απασχολεί τον συγγραφέα περίπου στο μισό παραμύθι. Στη συνέχεια οι γονείς καυγαδίζουν κατηγορώντας ο ένας τον άλλο, για την απάνθρωπη απόφαση και ο πατέρας θυμωμένος με την γυναίκα του, της απαγορεύει να μιλάει, απειλώντας την με ξυλοδαρμό:
«Είσαι απάνθρωπος που παράτησες έτσι τα παιδιά σου! Ο ξυλοκόπος έχασε την υπομονή του, γιατί η γυναίκα του είχε πει πάνω από είκοσι φορές, ότι είχε μετανοήσει. Την απείλησε λοιπόν, ότι θα την έδερνε αν δεν σταματούσε»
Στο παραπάνω απόσπασμα, όπως και σε πολλά άλλα κλασικά παραμύθια, βλέπουμε να κλονίζεται το κύρος του θεσμού της οικογένειας, που παύει να αποτελεί καταφύγιο του παιδιού και ψυχολογικό του στήριγμα. Το νήπιο που ακούει την αφήγηση της ιστορίας του Κοντορεβιθούλη, ακόμη και σε διασκευή, νοιώθει τρομερή ανασφάλεια και ανησυχεί γιατί έρχεται αντιμέτωπο, για πρώτη φορά, με την ενδεχόμενη εγκατάλειψη και από τον δικό του τον γονιό. Σύμφωνα με τις νεότερες αντιλήψεις μέσα στους κόλπους της οικογένειας το παιδί πρέπει να νοιώθει ασφάλεια και ηρεμία, που είναι και η κεντρική θεματολογία των σύγχρονων παραμυθικών ιστοριών. Το παιδί πρέπει να νοιώθει σίγουρο ότι η οικογένειά του θα το στηρίξει, ότι και να του συμβεί, ότι και να υποστεί από την υπόλοιπη κοινωνία: βία, αμφισβήτηση, απειλή. H οικογένεια του είναι αυτή που ΠΑΝΤΑ θα το αγκαλιάζει.
Στο παραπάνω απόσπασμα επίσης τίθεται και το θέμα της ανισότητας μέσα στο εσωτερικό της οικογένειας. Από τον 19ο αιώνα καθιερώνονται θεσμοί που περιορίζουν το δικαίωμά του πατρικού σωφρονισμού και κλονίζεται το πρότυπο της πατριαρχικής οικογένειας, όπου ο πατέρας αποτελούσε τον αδιαμφισβήτητο αρχηγό. Σήμερα πιστεύουμε ότι μέσα στην οικογένεια πρέπει να θεμελιώνονται οι αρχές της δημοκρατίας και της ισότητας, μέσα απ’ αυτή την αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά. Οι γονείς πρέπει να αναλαμβάνουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από το ρόλο τους και να προσφέρουν στα παιδιά τους ένα περιβάλλον αγάπης, σεβασμού και φροντίδας. Πως είναι δυνατόν, λοιπόν, να διαβάζουμε στα παιδιά κείμενα μέσα στα οποία η ισότητα καταλύεται, αφού ο πατέρας επιβάλλεται και στη μητέρα ακόμα με την απειλή του ξυλοδαρμού; Για τον 18ο και τον 19ο αιώνα αυτό ήταν, ίσως, κάτι φυσικό. Οι γονείς απαιτούσαν υποταγή από τα παιδιά τους και ο άντρας από τη γυναίκα του.
Ένα άλλο θέμα - υπό αμφισβήτηση - που εντοπίζουμε στα κλασικά παραμύθια, είναι το μίσος της μητριάς για τα θετά παιδιά της. Στην εποχή μας, όμως, πολλά παιδιά θα βιώσουν την τραυματική εμπειρία του διαζυγίου των γονιών τους, τη διάλυση της οικογένειάς τους και ίσως τον ερχομό σ αυτήν ενός νέου γονιού. Στις σύγχρονες παραμυθικές ιστορίες το θέμα αυτό προσεγγίζεται με λεπτότητα και σοβαρότητα, ώστε να προετοιμάσει τα παιδιά. Η βαθιά συναισθηματική εξάρτηση των μελών της οικογένειας καθιστά ιδιαίτερα δύσκολες τις ανακατατάξεις στο εσωτερικό της και το κάθε παιδί πρέπει να προετοιμάζεται σωστά για την πιθανότητα να τις αντιμετωπίσει. Αντί τούτου, σε πολλά κλασικά παραμύθια παρουσιάζονται μητριές που μισούν θανάσιμα τις προγονές τους.
Στο πρωτότυπο κείμενο της Χιονάτης του Περρώ, η μητριά όχι μόνο διατάζει τον κυνηγό να σκοτώσει την κόρη του άντρα της, αλλά ζητά και από τη μαγείρισσα να της μαγειρέψει το συκώτι της για να το φάει. Στις περισσότερες παιδικές διασκευές, που κυκλοφορούν στο εμπόριο, η κακή μητριά διατάζει το θάνατο της όμορφης κοπέλας και όταν στη συνέχεια ο κυνηγός αποτυγχάνει να επιτύχει το στόχο του, μεταμορφώνεται σε γριά για να τη δηλητηριάσει. Στις περισσότερες διασκευές η μόνη λεπτομέρεια που εξαλείφεται είναι η φρίκη της ανθρωποφαγίας, όπως στο απόσπασμα που ακολουθεί:
«.. Η βασίλισσα πάγωσε, πρασίνισε και κιτρίνισε από τη ζήλια. Από εκείνη τη στιγμή, κάθε φορά που έβλεπε τη Χιονάτη, η καρδιά της πήγαινε να σπάσει μέσα στο στήθος της, τόσο ήταν το μίσος που ένιωθε για το κοριτσάκι. …Τότε φώναξε τον κυνηγό και του είπε: - Πάρε τη μικρή και πήγαινέ τη στο δάσος, δε θέλω να τη βλέπω πια στα μάτια μου. Να τη σκοτώσεις και σαν απόδειξη να μου φέρεις τα πνευμόνια της και το συκώτι. Ο κυνηγός υπάκουσε και πήγε στο δάσος τη μικρή άκρη, αλλά όταν έβγαλε το μαχαίρι για να της τρυπήσει την αθώα καρδούλα, η Χιονάτη έβαλε τα κλάματα και είπε: - Αχ καλέ μου, κυνηγέ άσε με να ζήσω …ο κυνηγός τη λυπήθηκε. Τη στιγμή εκείνη έφθασε τρέχοντας ένα αγριογούρουνο. Ο κυνηγός το έσφαξε, του έβγαλε τα πνευμόνια και το συκώτι και τα έφερε σαν απόδειξη για τη Χιονάτη.»[1]
Αν και μεμονωμένη περίπτωση, εντοπίσαμε στο εμπόριο και διασκευή παραμυθιού που περιέχει ακόμα και το θέμα της ανθρωποφαγίας. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι αυτή η έκδοση συστήνεται από τον εκδότη για παιδιά από 8 ετών και πάνω. «…Η βασίλισσα, αφού έφαγε τα πνευμόνια και το συκώτι της Χιονάτης, ήταν πια σίγουρη πως ήταν ξανά η ομορφότερη από όλες.»[2]
Το ίδιο θέμα της «κακής μητριάς» επανέρχεται στη Σταχτοπούτα στο διάσημο και ιδιαίτερα αγαπητό στα παιδιά παραμύθι. Στις πολυάριθμες σύγχρονες διασκευές αναφέρεται ότι η κακιά μητριά κακομεταχειρίζεται το μικρό κοριτσάκι, το κακοταΐζει, το ντύνει με κουρέλια και τέλος του φορτώνει τις βαριές δουλειές του σπιτιού. Εμφανίζονται όμως και οι ετεροθαλείς αδελφές, που ενώ θα περίμενε κανείς να είναι συμπονετικές, γιατί είναι νέες και η νεότητα ταυτίζεται με την αγνότητα έχουν «…καρδιές γεμάτες ασχήμια και κακία». Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς γιατί γεμίζουμε τις ψυχές των μικρών αναγνωστών με ανασφάλειες και προκαταλήψεις; Γιατί και μόνο η λέξη μητριά να γεμίζει την ψυχούλα τους με φόβο και καχυποψία; Πολλά από τα σημερινά παιδιά, που διαβάζουν τη Χιονάτη και τη Σταχτοπούτα, ζουν ή θα ζήσουν, στο μέλλον αναγκαστικά, με ετεροθαλή αδέλφια και μητριά και πρέπει μέσα από τις αναγνώσεις τους να προετοιμάζονται για μια αρμονική συμβίωση. Σε τι βοηθάει άραγε τη σημερινή ήδη πολύπλοκη κοινωνία μας η εμμονή μας σε αυτά τα αναχρονιστικά, συντηρητικά και ρατσιστικά παραμύθια, όπου πάντα η μητριά είναι στρίγγλα ή και δολοφόνος και τα ετεροθαλή αδέλφια μισιούνται και ζηλεύονται;
Άλλο παραμύθι στο οποίο βλέπουμε να κλονίζεται ο θεσμός της οικογένειας είναι το «Χανς και Γκρέτελ» των αδελφών Γκριμ, που αποτελεί μια άλλη εκδοχή του «Κοντορεβιθούλη» (Petit Poucet) του Περρώ. Οι γονείς και πάλι, είναι αυτοί που πετούν στο δάσος τα παιδιά τους με σκοπό να απαλλαγούν από αυτά και κυρίως από την υποχρέωσή τους να τα ταΐζουν και να τα φροντίζουν. Με την πρώτη δυσκολία και αναιρώντας ουσιαστικά τη γονική μέριμνα, οι γονείς των παιδιών δεν διστάζουν να τα υποβάλουν σε πολλές δοκιμασίες και να τα εκθέσουν σε πολλούς κινδύνους. Τα παιδιά περιπλανιούνται και καταλήγουν στο σπίτι μιας μάγισσας που τα φυλακίζει για να τα φάει: «... Έλα Γκρέτελ, είπε στην κοπελίτσα η μάγισσα. Πήγαινε να φέρεις νερό: παχύς ή αδύνατος, όπως και να’ναι, ο αδερφός σου θέλω να τον σκοτώσω και να τον μαγειρέψω».
Η Γκρέτελ, το μικρό κοριτσάκι αναγκάζεται να μεγαλώσει απότομα. Είναι αυτή που αναλαμβάνει την πραγματική κηδεμονία του αδελφού της και προσπαθεί να τον προφυλάξει και να το διατηρήσει στη ζωή. Σταδιακά μετατρέπεται σε μια θαρραλέα ηρωίδα που την τελευταία στιγμή αποφεύγει το θάνατο και σκοτώνει τη μάγισσα και μάλιστα με απάνθρωπο τρόπο. «…η Γκρέτελ της έδωσε μια δυνατή σπρωξιά και την έκανε να μπει όλη μέσα. Έκλεισε τη σιδερένια πορτούλα και έβαλε το σύρτη. Αχ, πως άρχισε να φωνάζει η γριά και τι απαίσια ουρλιαχτά ακούγονταν. Αλλά η Γκρέτελ έφυγε τρέχοντας και η κακιά στρίγγλα κάηκε ζωντανή.»
Μπορεί η επιθετικότητα ως εκδήλωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς να αποτελεί συχνό και πολυσήμαντο κοινωνικό φαινόμενο στην εποχή μας ή παιδοκτονία όμως σε ένα παραμύθι, δεν είναι σίγουρα κάτι το αναμενόμενο. Στον Κοντορεβιθούλη, εμφανίζεται ο δράκος που παρουσιάζεται από τη σύζυγό του σαν ένα δαίμονα που τρώει μικρά παιδιά. Ο δράκος εμφανίζεται στο παραμύθι σαν ένα πλάσμα σκληρό, απάνθρωπο, ανθρωποφάγο που δειπνεί άλλοτε με φρέσκια ανθρώπινη σάρκα και άλλοτε με μισοψημένο κρέας ζώου. Το ίδιο και οι επτά του κόρες που περιγράφονται σαν αποτρόπαια πλάσματα, στο πρωτότυπο κείμενο. Στη συνέχεια ο Κοντορεβιθούλης και τα αδέρφια του κοιμούνται σε ένα κρεβάτι δίπλα σε αυτό των 7 θυγατέρων του δράκου. Τη νύχτα ο δράκος μπερδεύει τις επτά κόρες του, που κοιμούνταν φορώντας χρυσές κορώνες στο κεφάλι, με τον Κοντορεβιθούλη και τα αδέρφια του. Ο Κοντορεβιθούλης -για να μπερδέψει τον δράκο-έχει βάλει 7 κορώνες στα κεφάλια των δικών του αδερφών και ο δράκος που στην πραγματικότητα θέλει να σκοτώσει τον Κοντορεβιθούλη και τα αδέρφια του, μπερδεύεται και σκοτώνει, από λάθος, όλες τις κόρες του. «…και λέγοντας αυτά τα λόγια, έκοψε, χωρίς να λογαριάσει τα κεφάλια και των εφτά θυγατέρων. Απόλυτα ικανοποιημένος από τη δουλειά του, γύρισε και ξάπλωσε δίπλα στη γυναίκα του.»
Η σκηνή θα φαντάζει σίγουρα πολύ άγρια στα μάτια των τετράχρονων και πεντάχρονων παιδιών. Ο Κοντορεβιθούλης σπρωγμένος από το αίσθημα της αυτοσυντήρησης προξένησε μεγάλο κακό αλλά και ο δράκος τιμωρήθηκε και έμεινε άκληρος. Η τιμωρία του είναι σκληρή, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι στα λαϊκά και τα κλασικά παραμύθια έχουμε πάντα την καταδίκη του κακού και του άδικου.
Δεν είναι όμως μόνο αυτά τα κλασικά παραμύθια που περιέχουν σκηνές που μπορούν να σοκάρουν. Σε πολλά κλασικά παραμύθια, αυτό που σοκάρει πολλές φορές είναι το ίδιο το θέμα, που απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί παιδικό ή παιδαγωγικό. Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση του παραμυθιού του Περρώ ο Γαλαζογένης Βασιλιάς (ή Κυανοπώγωνας κατά άλλη μετάφραση). Θέμα του είναι οι κίνδυνοι και δυσάρεστες εκπλήξεις που μπορεί να επιφυλάσσει ένας βιαστικός γάμος.
Ο Γαλαζογένης, ο πλέον σκληρός και αιμοσταγής ήρωας των παραμυθιών, παραδίδει στην εκάστοτε γυναίκα του το κλειδί ενός δωματίου του σπιτιού του διατάζονται την να μην μπει ποτέ σε αυτό. Σίγουρος ότι θα τον παρακούσουν, απολάμβανε σε συνέχεια την τιμωρία τους. Σκοτώνει τις νεαρές και όμορφες γυναίκες του και τις κλείνει σ αυτό το δωμάτιο. Το παραμύθι περιέχει πτώματα, αίμα, εκδίκηση, τρόμο και όλα αυτά όχι μόνο στις διασκευές για μεγαλύτερα παιδιά, αλλά και σε αυτές που προορίζονται ακόμη και για νήπια 3-5 ετών. Η τελευταία, νεαρή και απείθαρχη σύζυγος του, πού παρακούει την εντολή του άντρα της και μπαίνει στο απαγορευμένο δωμάτιο του σπιτιού τους, αντικρίζει μια σκηνή από ταινία θρίλερ και όχι παραμύθι για παιδιά:
«… στην αρχή δεν έβλεπε τίποτα, αλλά μετά μπορούσε να διακρίνει ότι το πάτωμα ήταν γεμάτο με πηγμένα αίματα που πάνω τους καθρεφτίζονταν πτώματα γυναικών, στερεωμένα στον τοίχο (όλες οι πρώην σύζυγοί του Γαλαζογένη που τις είχε σφάξει τη μία μετά την άλλη)»[3].
Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από παιδαγωγική διασκευή. Όση προσπάθεια και να γίνει από το διασκευαστή, οι σκηνές αυτές θα σοκάρουν τα σημερινά παιδιά που στρεβλά εξοικειώνονται με την έμφυλη βία και μεγαλώνουν με λανθασμένα πρότυπα.
Η συνέχεια του παραμυθιού είναι εξίσου αγωνιώδης, αφού η «απείθαρχη και περίεργη σύζυγος» θα προσπαθήσει να σώσει τη δική της ζωή από το θυμωμένο άνδρα της, που την κυνηγά με ένα μεγάλο μαχαίρι. Θα αναρωτιέται βέβαια κανείς τι προσφέρει αυτό το ανάγνωσμα στο σημερινό παιδί που αναζητά μέσα στο παραμύθι την διασκέδαση, την ηρεμία και την ασφάλεια;;. Κατά τον δέκατο 17ο και 18ο αιώνα, η ενδοοικογενειακή κακοποίηση γυναικών και παιδιών ήταν μια, μάλλον συνηθισμένη υπόθεση. Αν και σήμερα δεν έχει εξαλειφθεί τελείως, θεωρείται ποινικά κολάσιμη πράξη για μία από τις σοβαρές καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αναρωτιέμαι λοιπόν γιατί διαβάζουμε στο παιδί αυτό το παραμύθι; Για να παραδειγματιστεί και να κρατήσει, ίσως, σαν ηθικό δίδαγμα ότι πρέπει να υποτάσσεται «τυφλά» σε αυτόν που ασκεί την εξουσία στο σπίτι;; Είναι προτιμότερο να μη ρωτά και να μη δυσπιστεί, γιατί κανένα λάθος δεν επιτρέπεται, καμία απειθαρχία...;;
Το πλέον όμως ακατάλληλο των παραμυθιών πρέπει να θεωρηθεί «Η βασιλοπούλα με το Γαϊδουροτόμαρο» ή κατά άλλη μετάφραση, «Η Γαϊδουρογούνα». Μία ιστορία αιμομιξίας. Η βασίλισσα αρρώστησε και πέθανε και ο βασιλιάς έβαλε στο μυαλό του να παντρευτεί τη συνετή του κόρη.
«Ο βασιλιάς έψαξε να βρει από τους βασιλοπούλες που ήταν για παντρειά, ποια θα ήταν δυνατόν να του κάνει (...) Δυστυχώς του κατέβηκε να βάλει με το νου του πως η Ινφάντα, η κόρη του δεν ήταν μόνο όμορφη, αλλά ξεπερνούσε κατά πολύ τη μητέρα της, τη βασίλισσα σε εξυπνάδα και σε χαρές. Τα νιάτα της, η φρεσκάδα της, άναψαν στην καρδιά του βασιλιά τέτοια φλόγα που δεν μπορούσε να την κρύψει και της είπε πως είχε αποφασίσει να την πάρει γυναίκα του. Η νεαρή Βασιλοπούλα που ήταν ενάρετη και ντροπαλή, λίγο έλειψε να λιγοθυμήσει ακούγοντας τη φρικτή αυτή κουβέντα. Έπεσε στα πόδια του πατέρα της και τον εξόρκισε (...) να μην την αναγκάσει να κάνει ένα τέτοιο κρίμα.» (Απόσπασμα από τα παραμύθια του Περρώ, Εκδόσεις Πατάκης).
Πιστεύω πως λίγοι γονείς – αν γνώριζαν- θα άφηναν τα παιδιά τους να διαβάσουν το κείμενο αυτό που περιέχει αιμομικτικές αιχμές και είναι ηθικά κατακριτέο. Ένας πατέρας που αναγκάζει το ίδιο του το παιδί σε ένα αφύσικο γάμο ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΣΕ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ. Το κορίτσι που είναι σε απόγνωση προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποφύγει αυτό το γάμο και βάζει στον πατέρα της διάφορες δοκιμασίες. Και όταν αποτυγχάνει και σε αυτό, τότε το σκάει αδυνατώντας να δεχθεί το μοιραίο.
Ήρθε λοιπόν η ώρα να κάνουμε ένα βήμα μπροστά και να προσπεράσουμε το κλασικό παραμύθι διαλέγοντας φρέσκα κείμενα για τα παιδιά μας. Κείμενα που έχουν γραφτεί στην εποχή μας και κατακλύζονται από χιούμορ, ζωντάνια, ευρηματικότητα. Οι σύγχρονοι παραμυθάδες προσαρμόζουν το κλασικό παραμύθι στη σημερινή εποχή. Απευθύνονται σε παιδιά που μεγαλώνουν πιο ελεύθερα και δεν τρομοκρατούνται, όπως σε άλλες εποχές. Που διαπαιδαγωγούνται με αρχές και όχι με το φόβο για τη βαριά τιμωρία, όπως τον 18ο αιώνα. Που όμως πρέπει να παρηγορηθούν, γιατί έχουν τις δικές τους φοβίες και ανασφάλειες στη σημερινή απαιτητική εποχή. Πρέπει να εκπαιδευτούν να συμβιώνουν αρμονικά με τα άλλα παιδιά και να σέβονται την διαφορετικότητα του διπλανού τους. Πρέπει να μάθουν να αντιμετωπίζουν το bullying και τόσους άλλους κινδύνους της εποχής μας. Αλλά και το πιο απλό. Τα σύγχρονα παιδιά σπάνια μπορούν να παίξουν έξω ελεύθερα. Μένουν σε πολυκατοικίες και όλα το απόγευμα διαβάζουν ή τρέχουν στις διάφορες δραστηριότητες. Και συχνά μοναδική τους διασκέδαση είναι η τηλεόραση. Και έχουν ανάγκη από τη μαγεία των παραμυθιών, από το χιούμορ και τη ζωντάνια τους.
Και αυτά τα σύγχρονα παραμύθια απευθύνονται και σε εμάς τους γονείς και μας παροτρύνουν να συντροφεύσουμε τα παιδιά μας, στις αναγνώσεις τους, αφιερώνοντάς τους δημιουργικό χρόνο γιατί μας έχουν ανάγκη. Κι αυτό είναι ακόμα πιο πολύτιμο από το δίλημμα, κλασικό ή σύγχρονο παραμύθι.
[1] Αδελφοί Γκριμ «Τα ωραιότερα παραμύθια» Μετάφραση Τότα-Τσάκου-Κονβερτίνο, Εκδόσεις Πατάκης, 1996, σελ. 76
[2] Αδελφοί Γκριμ «Διαλεχτά Παραμύθια», ΝΕΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Μετάφραση Κώστια Κοντολέων, Εκδόσεις Καστανιώτης, 1989, σελ.69
[3] Charles Perrault «Τα Παραμύθια του Περώ» μτφ Ανδριανάκη Λίνα, Μίνωας 1999, σελ.
Της Άννας Μυκωνίου
Διδάκτωρ Συγκριτικής Λογοτεχνίας
Κλασικά παραμύθια θεωρούνται τα κείμενα που γράφτηκαν από τους κλασικούς παραμυθάδες, τον Άντερσεν, τους αδελφούς Γκριμ, τον Περρώ, τον Κάρλο Κολόντι, από τον 17ο μέχρι και τον 19ο αιώνα. Στην πλειοψηφία τους τα κλασικά παραμύθια είναι κείμενα γεμάτα ανατροπές, συχνά γοητευτικά που επιχειρούν να παρασύρουν τον αναγνώστη σε κόσμους φανταστικούς. Η θεματολογία όμως, τα στερεότυπα και ο διδακτισμός κάποιων από αυτά θα μας προβληματίσει στο άρθρο αυτό. Μια σύγχρονη έρευνα αποδεικνύει ότι: «Τέσσερα στα δέκα παιδιά ακούει κάθε μέρα παραμύθια, γεγονός που επιβεβαιώνει τον κυρίαρχο ρόλο του παραμυθιού στην παιδική καθημερινότητα. Τα κλασικά παραμύθια υπερτερούν σε συντριπτικό ποσοστό έναντι των σύγχρονων παραμυθιών, με την Κοκκινοσκουφίτσα και τη Χιονάτη να καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις της λίστας με τα πιο αγαπημένα παραμύθια.»
Σύμφωνα με αυτή την έρευνα και ότι ενώ βαδίζουμε στον 21ο αιώνα τα σημερινά παιδιά εξακολουθούν να μεγαλώνουν, όπως και οι γονείς τους και οι παππούδες τους, με τη Χιονάτη, την Κοκκινοσκουφίτσα και τον Κοντορεβιθούλη. Πόσο διαχρονικά, παιδαγωγικά αλλά και κατάλληλα είναι όμως αυτά τα παραμύθια, που οι νηπιαγωγοί επιλέγουν – έστω και διασκευασμένα – για τα πρώτα ακούσματα των τρυφερών τρίχρονων ή τετράχρονων νηπίων;
Οι ρίζες των κλασικών παραμυθιών ήταν κείμενα λαϊκά, που δεν ήταν γραμμένα για παιδιά ή καλύτερα δεν απευθύνονται αποκλειστικά και μόνο στα παιδιά. Η διήγηση παραμυθιών αποτελούσε για αιώνες ένα από τα σημαντικότερα είδη ψυχαγωγίας για ενήλικες και παιδιά. Ένα στοιχείο που χαρακτήριζε πάντα το τέλος του λαϊκού παραμυθιού ήταν η «κάθαρση», ή αλλιώς η απόδοση δικαιοσύνης. Οι πονεμένες ψυχές των απλών ανθρώπων του μόχθου είχαν εναποθέσει μέσα στο λαϊκό παραμύθι τις ελπίδες τους για δικαιοσύνη και ισότητα. Όλες οι αναποδιές ξεπερνιούνται χάρη σε ένα υπερφυσικό στοιχείο, ένα μαγικό φίλτρο. Όλα μεταμορφώνονται και εμφανίζονται μάγισσες με σκουπόξυλα, βασιλοπούλες, γαλάζιες νεράιδες. Η ισορροπία του κόσμου ανατρέπεται και ο φτωχός γίνεται παντοδύναμος και νικά, ενώ ο πλούσιος -που αρχετυπικά εμφανίζεται πάντα κακός- τιμωρείται και συχνά μάλιστα βίαια, δικαιώνοντας το λαϊκό αίσθημα.
Σε αυτά λοιπόν τα λαϊκά κείμενα βασίστηκαν τα κλασικά παραμύθια, που τα περισσότερα περιέχουν ένα ηθικό δίδαγμα πολύ συντηρητικό για την εποχή μας, που αντανακλά τις κοινωνικές και παιδαγωγικές αντιλήψεις του 17ου, 18ου, 19ου αιώνα, που γράφτηκαν. Έτσι διαβάζοντας το πρωτότυπο κείμενο αλλά και τις σύγχρονες διασκευές εντοπίζουμε αντιπαιδαγωγικά διδάγματα, που έρχονται σε αντίθεση με τις αντιλήψεις της εποχής μας. Σε πολλά από τα πιο γνωστά κλασικά παραμύθια μας σοκάρει η βία, η ζηλοτυπία, η σκληρή τιμωρία, η συκοφαντία, η άγρια εκδίκηση, ακόμα και οι ξυλοδαρμοί και οι φόνοι.
Τις περισσότερες φορές τα προβλήματα παρουσιάζονται στο εσωτερικό της οικογένειας. Ας πάρουμε για παράδειγμα μια σκηνή από τον «Κοντορεβιθούλη» του Περρώ. Ο παραμυθάς αναφέρεται σε μια φτωχή οικογένεια που δεν μπορεί να θρέψει όλα τα μέλη της και οι γονείς αποφασίζουν, από κοινού, να τα εγκαταλείψουν στο δάσος. Το θέμα της εγκατάλειψης των παιδιών από τους γονείς τους απασχολεί τον συγγραφέα περίπου στο μισό παραμύθι. Στη συνέχεια οι γονείς καυγαδίζουν κατηγορώντας ο ένας τον άλλο, για την απάνθρωπη απόφαση και ο πατέρας θυμωμένος με την γυναίκα του, της απαγορεύει να μιλάει, απειλώντας την με ξυλοδαρμό:
«Είσαι απάνθρωπος που παράτησες έτσι τα παιδιά σου! Ο ξυλοκόπος έχασε την υπομονή του, γιατί η γυναίκα του είχε πει πάνω από είκοσι φορές, ότι είχε μετανοήσει. Την απείλησε λοιπόν, ότι θα την έδερνε αν δεν σταματούσε»
Στο παραπάνω απόσπασμα, όπως και σε πολλά άλλα κλασικά παραμύθια, βλέπουμε να κλονίζεται το κύρος του θεσμού της οικογένειας, που παύει να αποτελεί καταφύγιο του παιδιού και ψυχολογικό του στήριγμα. Το νήπιο που ακούει την αφήγηση της ιστορίας του Κοντορεβιθούλη, ακόμη και σε διασκευή, νοιώθει τρομερή ανασφάλεια και ανησυχεί γιατί έρχεται αντιμέτωπο, για πρώτη φορά, με την ενδεχόμενη εγκατάλειψη και από τον δικό του τον γονιό. Σύμφωνα με τις νεότερες αντιλήψεις μέσα στους κόλπους της οικογένειας το παιδί πρέπει να νοιώθει ασφάλεια και ηρεμία, που είναι και η κεντρική θεματολογία των σύγχρονων παραμυθικών ιστοριών. Το παιδί πρέπει να νοιώθει σίγουρο ότι η οικογένειά του θα το στηρίξει, ότι και να του συμβεί, ότι και να υποστεί από την υπόλοιπη κοινωνία: βία, αμφισβήτηση, απειλή. H οικογένεια του είναι αυτή που ΠΑΝΤΑ θα το αγκαλιάζει.
Στο παραπάνω απόσπασμα επίσης τίθεται και το θέμα της ανισότητας μέσα στο εσωτερικό της οικογένειας. Από τον 19ο αιώνα καθιερώνονται θεσμοί που περιορίζουν το δικαίωμά του πατρικού σωφρονισμού και κλονίζεται το πρότυπο της πατριαρχικής οικογένειας, όπου ο πατέρας αποτελούσε τον αδιαμφισβήτητο αρχηγό. Σήμερα πιστεύουμε ότι μέσα στην οικογένεια πρέπει να θεμελιώνονται οι αρχές της δημοκρατίας και της ισότητας, μέσα απ’ αυτή την αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά. Οι γονείς πρέπει να αναλαμβάνουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από το ρόλο τους και να προσφέρουν στα παιδιά τους ένα περιβάλλον αγάπης, σεβασμού και φροντίδας. Πως είναι δυνατόν, λοιπόν, να διαβάζουμε στα παιδιά κείμενα μέσα στα οποία η ισότητα καταλύεται, αφού ο πατέρας επιβάλλεται και στη μητέρα ακόμα με την απειλή του ξυλοδαρμού; Για τον 18ο και τον 19ο αιώνα αυτό ήταν, ίσως, κάτι φυσικό. Οι γονείς απαιτούσαν υποταγή από τα παιδιά τους και ο άντρας από τη γυναίκα του.
Ένα άλλο θέμα - υπό αμφισβήτηση - που εντοπίζουμε στα κλασικά παραμύθια, είναι το μίσος της μητριάς για τα θετά παιδιά της. Στην εποχή μας, όμως, πολλά παιδιά θα βιώσουν την τραυματική εμπειρία του διαζυγίου των γονιών τους, τη διάλυση της οικογένειάς τους και ίσως τον ερχομό σ αυτήν ενός νέου γονιού. Στις σύγχρονες παραμυθικές ιστορίες το θέμα αυτό προσεγγίζεται με λεπτότητα και σοβαρότητα, ώστε να προετοιμάσει τα παιδιά. Η βαθιά συναισθηματική εξάρτηση των μελών της οικογένειας καθιστά ιδιαίτερα δύσκολες τις ανακατατάξεις στο εσωτερικό της και το κάθε παιδί πρέπει να προετοιμάζεται σωστά για την πιθανότητα να τις αντιμετωπίσει. Αντί τούτου, σε πολλά κλασικά παραμύθια παρουσιάζονται μητριές που μισούν θανάσιμα τις προγονές τους.
Στο πρωτότυπο κείμενο της Χιονάτης του Περρώ, η μητριά όχι μόνο διατάζει τον κυνηγό να σκοτώσει την κόρη του άντρα της, αλλά ζητά και από τη μαγείρισσα να της μαγειρέψει το συκώτι της για να το φάει. Στις περισσότερες παιδικές διασκευές, που κυκλοφορούν στο εμπόριο, η κακή μητριά διατάζει το θάνατο της όμορφης κοπέλας και όταν στη συνέχεια ο κυνηγός αποτυγχάνει να επιτύχει το στόχο του, μεταμορφώνεται σε γριά για να τη δηλητηριάσει. Στις περισσότερες διασκευές η μόνη λεπτομέρεια που εξαλείφεται είναι η φρίκη της ανθρωποφαγίας, όπως στο απόσπασμα που ακολουθεί:
«.. Η βασίλισσα πάγωσε, πρασίνισε και κιτρίνισε από τη ζήλια. Από εκείνη τη στιγμή, κάθε φορά που έβλεπε τη Χιονάτη, η καρδιά της πήγαινε να σπάσει μέσα στο στήθος της, τόσο ήταν το μίσος που ένιωθε για το κοριτσάκι. …Τότε φώναξε τον κυνηγό και του είπε: - Πάρε τη μικρή και πήγαινέ τη στο δάσος, δε θέλω να τη βλέπω πια στα μάτια μου. Να τη σκοτώσεις και σαν απόδειξη να μου φέρεις τα πνευμόνια της και το συκώτι. Ο κυνηγός υπάκουσε και πήγε στο δάσος τη μικρή άκρη, αλλά όταν έβγαλε το μαχαίρι για να της τρυπήσει την αθώα καρδούλα, η Χιονάτη έβαλε τα κλάματα και είπε: - Αχ καλέ μου, κυνηγέ άσε με να ζήσω …ο κυνηγός τη λυπήθηκε. Τη στιγμή εκείνη έφθασε τρέχοντας ένα αγριογούρουνο. Ο κυνηγός το έσφαξε, του έβγαλε τα πνευμόνια και το συκώτι και τα έφερε σαν απόδειξη για τη Χιονάτη.»[1]
Αν και μεμονωμένη περίπτωση, εντοπίσαμε στο εμπόριο και διασκευή παραμυθιού που περιέχει ακόμα και το θέμα της ανθρωποφαγίας. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι αυτή η έκδοση συστήνεται από τον εκδότη για παιδιά από 8 ετών και πάνω. «…Η βασίλισσα, αφού έφαγε τα πνευμόνια και το συκώτι της Χιονάτης, ήταν πια σίγουρη πως ήταν ξανά η ομορφότερη από όλες.»[2]
Το ίδιο θέμα της «κακής μητριάς» επανέρχεται στη Σταχτοπούτα στο διάσημο και ιδιαίτερα αγαπητό στα παιδιά παραμύθι. Στις πολυάριθμες σύγχρονες διασκευές αναφέρεται ότι η κακιά μητριά κακομεταχειρίζεται το μικρό κοριτσάκι, το κακοταΐζει, το ντύνει με κουρέλια και τέλος του φορτώνει τις βαριές δουλειές του σπιτιού. Εμφανίζονται όμως και οι ετεροθαλείς αδελφές, που ενώ θα περίμενε κανείς να είναι συμπονετικές, γιατί είναι νέες και η νεότητα ταυτίζεται με την αγνότητα έχουν «…καρδιές γεμάτες ασχήμια και κακία». Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς γιατί γεμίζουμε τις ψυχές των μικρών αναγνωστών με ανασφάλειες και προκαταλήψεις; Γιατί και μόνο η λέξη μητριά να γεμίζει την ψυχούλα τους με φόβο και καχυποψία; Πολλά από τα σημερινά παιδιά, που διαβάζουν τη Χιονάτη και τη Σταχτοπούτα, ζουν ή θα ζήσουν, στο μέλλον αναγκαστικά, με ετεροθαλή αδέλφια και μητριά και πρέπει μέσα από τις αναγνώσεις τους να προετοιμάζονται για μια αρμονική συμβίωση. Σε τι βοηθάει άραγε τη σημερινή ήδη πολύπλοκη κοινωνία μας η εμμονή μας σε αυτά τα αναχρονιστικά, συντηρητικά και ρατσιστικά παραμύθια, όπου πάντα η μητριά είναι στρίγγλα ή και δολοφόνος και τα ετεροθαλή αδέλφια μισιούνται και ζηλεύονται;
Άλλο παραμύθι στο οποίο βλέπουμε να κλονίζεται ο θεσμός της οικογένειας είναι το «Χανς και Γκρέτελ» των αδελφών Γκριμ, που αποτελεί μια άλλη εκδοχή του «Κοντορεβιθούλη» (Petit Poucet) του Περρώ. Οι γονείς και πάλι, είναι αυτοί που πετούν στο δάσος τα παιδιά τους με σκοπό να απαλλαγούν από αυτά και κυρίως από την υποχρέωσή τους να τα ταΐζουν και να τα φροντίζουν. Με την πρώτη δυσκολία και αναιρώντας ουσιαστικά τη γονική μέριμνα, οι γονείς των παιδιών δεν διστάζουν να τα υποβάλουν σε πολλές δοκιμασίες και να τα εκθέσουν σε πολλούς κινδύνους. Τα παιδιά περιπλανιούνται και καταλήγουν στο σπίτι μιας μάγισσας που τα φυλακίζει για να τα φάει: «... Έλα Γκρέτελ, είπε στην κοπελίτσα η μάγισσα. Πήγαινε να φέρεις νερό: παχύς ή αδύνατος, όπως και να’ναι, ο αδερφός σου θέλω να τον σκοτώσω και να τον μαγειρέψω».
Η Γκρέτελ, το μικρό κοριτσάκι αναγκάζεται να μεγαλώσει απότομα. Είναι αυτή που αναλαμβάνει την πραγματική κηδεμονία του αδελφού της και προσπαθεί να τον προφυλάξει και να το διατηρήσει στη ζωή. Σταδιακά μετατρέπεται σε μια θαρραλέα ηρωίδα που την τελευταία στιγμή αποφεύγει το θάνατο και σκοτώνει τη μάγισσα και μάλιστα με απάνθρωπο τρόπο. «…η Γκρέτελ της έδωσε μια δυνατή σπρωξιά και την έκανε να μπει όλη μέσα. Έκλεισε τη σιδερένια πορτούλα και έβαλε το σύρτη. Αχ, πως άρχισε να φωνάζει η γριά και τι απαίσια ουρλιαχτά ακούγονταν. Αλλά η Γκρέτελ έφυγε τρέχοντας και η κακιά στρίγγλα κάηκε ζωντανή.»
Μπορεί η επιθετικότητα ως εκδήλωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς να αποτελεί συχνό και πολυσήμαντο κοινωνικό φαινόμενο στην εποχή μας ή παιδοκτονία όμως σε ένα παραμύθι, δεν είναι σίγουρα κάτι το αναμενόμενο. Στον Κοντορεβιθούλη, εμφανίζεται ο δράκος που παρουσιάζεται από τη σύζυγό του σαν ένα δαίμονα που τρώει μικρά παιδιά. Ο δράκος εμφανίζεται στο παραμύθι σαν ένα πλάσμα σκληρό, απάνθρωπο, ανθρωποφάγο που δειπνεί άλλοτε με φρέσκια ανθρώπινη σάρκα και άλλοτε με μισοψημένο κρέας ζώου. Το ίδιο και οι επτά του κόρες που περιγράφονται σαν αποτρόπαια πλάσματα, στο πρωτότυπο κείμενο. Στη συνέχεια ο Κοντορεβιθούλης και τα αδέρφια του κοιμούνται σε ένα κρεβάτι δίπλα σε αυτό των 7 θυγατέρων του δράκου. Τη νύχτα ο δράκος μπερδεύει τις επτά κόρες του, που κοιμούνταν φορώντας χρυσές κορώνες στο κεφάλι, με τον Κοντορεβιθούλη και τα αδέρφια του. Ο Κοντορεβιθούλης -για να μπερδέψει τον δράκο-έχει βάλει 7 κορώνες στα κεφάλια των δικών του αδερφών και ο δράκος που στην πραγματικότητα θέλει να σκοτώσει τον Κοντορεβιθούλη και τα αδέρφια του, μπερδεύεται και σκοτώνει, από λάθος, όλες τις κόρες του. «…και λέγοντας αυτά τα λόγια, έκοψε, χωρίς να λογαριάσει τα κεφάλια και των εφτά θυγατέρων. Απόλυτα ικανοποιημένος από τη δουλειά του, γύρισε και ξάπλωσε δίπλα στη γυναίκα του.»
Η σκηνή θα φαντάζει σίγουρα πολύ άγρια στα μάτια των τετράχρονων και πεντάχρονων παιδιών. Ο Κοντορεβιθούλης σπρωγμένος από το αίσθημα της αυτοσυντήρησης προξένησε μεγάλο κακό αλλά και ο δράκος τιμωρήθηκε και έμεινε άκληρος. Η τιμωρία του είναι σκληρή, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι στα λαϊκά και τα κλασικά παραμύθια έχουμε πάντα την καταδίκη του κακού και του άδικου.
Δεν είναι όμως μόνο αυτά τα κλασικά παραμύθια που περιέχουν σκηνές που μπορούν να σοκάρουν. Σε πολλά κλασικά παραμύθια, αυτό που σοκάρει πολλές φορές είναι το ίδιο το θέμα, που απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί παιδικό ή παιδαγωγικό. Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση του παραμυθιού του Περρώ ο Γαλαζογένης Βασιλιάς (ή Κυανοπώγωνας κατά άλλη μετάφραση). Θέμα του είναι οι κίνδυνοι και δυσάρεστες εκπλήξεις που μπορεί να επιφυλάσσει ένας βιαστικός γάμος.
Ο Γαλαζογένης, ο πλέον σκληρός και αιμοσταγής ήρωας των παραμυθιών, παραδίδει στην εκάστοτε γυναίκα του το κλειδί ενός δωματίου του σπιτιού του διατάζονται την να μην μπει ποτέ σε αυτό. Σίγουρος ότι θα τον παρακούσουν, απολάμβανε σε συνέχεια την τιμωρία τους. Σκοτώνει τις νεαρές και όμορφες γυναίκες του και τις κλείνει σ αυτό το δωμάτιο. Το παραμύθι περιέχει πτώματα, αίμα, εκδίκηση, τρόμο και όλα αυτά όχι μόνο στις διασκευές για μεγαλύτερα παιδιά, αλλά και σε αυτές που προορίζονται ακόμη και για νήπια 3-5 ετών. Η τελευταία, νεαρή και απείθαρχη σύζυγος του, πού παρακούει την εντολή του άντρα της και μπαίνει στο απαγορευμένο δωμάτιο του σπιτιού τους, αντικρίζει μια σκηνή από ταινία θρίλερ και όχι παραμύθι για παιδιά:
«… στην αρχή δεν έβλεπε τίποτα, αλλά μετά μπορούσε να διακρίνει ότι το πάτωμα ήταν γεμάτο με πηγμένα αίματα που πάνω τους καθρεφτίζονταν πτώματα γυναικών, στερεωμένα στον τοίχο (όλες οι πρώην σύζυγοί του Γαλαζογένη που τις είχε σφάξει τη μία μετά την άλλη)»[3].
Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από παιδαγωγική διασκευή. Όση προσπάθεια και να γίνει από το διασκευαστή, οι σκηνές αυτές θα σοκάρουν τα σημερινά παιδιά που στρεβλά εξοικειώνονται με την έμφυλη βία και μεγαλώνουν με λανθασμένα πρότυπα.
Η συνέχεια του παραμυθιού είναι εξίσου αγωνιώδης, αφού η «απείθαρχη και περίεργη σύζυγος» θα προσπαθήσει να σώσει τη δική της ζωή από το θυμωμένο άνδρα της, που την κυνηγά με ένα μεγάλο μαχαίρι. Θα αναρωτιέται βέβαια κανείς τι προσφέρει αυτό το ανάγνωσμα στο σημερινό παιδί που αναζητά μέσα στο παραμύθι την διασκέδαση, την ηρεμία και την ασφάλεια;;. Κατά τον δέκατο 17ο και 18ο αιώνα, η ενδοοικογενειακή κακοποίηση γυναικών και παιδιών ήταν μια, μάλλον συνηθισμένη υπόθεση. Αν και σήμερα δεν έχει εξαλειφθεί τελείως, θεωρείται ποινικά κολάσιμη πράξη για μία από τις σοβαρές καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αναρωτιέμαι λοιπόν γιατί διαβάζουμε στο παιδί αυτό το παραμύθι; Για να παραδειγματιστεί και να κρατήσει, ίσως, σαν ηθικό δίδαγμα ότι πρέπει να υποτάσσεται «τυφλά» σε αυτόν που ασκεί την εξουσία στο σπίτι;; Είναι προτιμότερο να μη ρωτά και να μη δυσπιστεί, γιατί κανένα λάθος δεν επιτρέπεται, καμία απειθαρχία...;;
Το πλέον όμως ακατάλληλο των παραμυθιών πρέπει να θεωρηθεί «Η βασιλοπούλα με το Γαϊδουροτόμαρο» ή κατά άλλη μετάφραση, «Η Γαϊδουρογούνα». Μία ιστορία αιμομιξίας. Η βασίλισσα αρρώστησε και πέθανε και ο βασιλιάς έβαλε στο μυαλό του να παντρευτεί τη συνετή του κόρη.
«Ο βασιλιάς έψαξε να βρει από τους βασιλοπούλες που ήταν για παντρειά, ποια θα ήταν δυνατόν να του κάνει (...) Δυστυχώς του κατέβηκε να βάλει με το νου του πως η Ινφάντα, η κόρη του δεν ήταν μόνο όμορφη, αλλά ξεπερνούσε κατά πολύ τη μητέρα της, τη βασίλισσα σε εξυπνάδα και σε χαρές. Τα νιάτα της, η φρεσκάδα της, άναψαν στην καρδιά του βασιλιά τέτοια φλόγα που δεν μπορούσε να την κρύψει και της είπε πως είχε αποφασίσει να την πάρει γυναίκα του. Η νεαρή Βασιλοπούλα που ήταν ενάρετη και ντροπαλή, λίγο έλειψε να λιγοθυμήσει ακούγοντας τη φρικτή αυτή κουβέντα. Έπεσε στα πόδια του πατέρα της και τον εξόρκισε (...) να μην την αναγκάσει να κάνει ένα τέτοιο κρίμα.» (Απόσπασμα από τα παραμύθια του Περρώ, Εκδόσεις Πατάκης).
Πιστεύω πως λίγοι γονείς – αν γνώριζαν- θα άφηναν τα παιδιά τους να διαβάσουν το κείμενο αυτό που περιέχει αιμομικτικές αιχμές και είναι ηθικά κατακριτέο. Ένας πατέρας που αναγκάζει το ίδιο του το παιδί σε ένα αφύσικο γάμο ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΣΕ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ. Το κορίτσι που είναι σε απόγνωση προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποφύγει αυτό το γάμο και βάζει στον πατέρα της διάφορες δοκιμασίες. Και όταν αποτυγχάνει και σε αυτό, τότε το σκάει αδυνατώντας να δεχθεί το μοιραίο.
Ήρθε λοιπόν η ώρα να κάνουμε ένα βήμα μπροστά και να προσπεράσουμε το κλασικό παραμύθι διαλέγοντας φρέσκα κείμενα για τα παιδιά μας. Κείμενα που έχουν γραφτεί στην εποχή μας και κατακλύζονται από χιούμορ, ζωντάνια, ευρηματικότητα. Οι σύγχρονοι παραμυθάδες προσαρμόζουν το κλασικό παραμύθι στη σημερινή εποχή. Απευθύνονται σε παιδιά που μεγαλώνουν πιο ελεύθερα και δεν τρομοκρατούνται, όπως σε άλλες εποχές. Που διαπαιδαγωγούνται με αρχές και όχι με το φόβο για τη βαριά τιμωρία, όπως τον 18ο αιώνα. Που όμως πρέπει να παρηγορηθούν, γιατί έχουν τις δικές τους φοβίες και ανασφάλειες στη σημερινή απαιτητική εποχή. Πρέπει να εκπαιδευτούν να συμβιώνουν αρμονικά με τα άλλα παιδιά και να σέβονται την διαφορετικότητα του διπλανού τους. Πρέπει να μάθουν να αντιμετωπίζουν το bullying και τόσους άλλους κινδύνους της εποχής μας. Αλλά και το πιο απλό. Τα σύγχρονα παιδιά σπάνια μπορούν να παίξουν έξω ελεύθερα. Μένουν σε πολυκατοικίες και όλα το απόγευμα διαβάζουν ή τρέχουν στις διάφορες δραστηριότητες. Και συχνά μοναδική τους διασκέδαση είναι η τηλεόραση. Και έχουν ανάγκη από τη μαγεία των παραμυθιών, από το χιούμορ και τη ζωντάνια τους.
Και αυτά τα σύγχρονα παραμύθια απευθύνονται και σε εμάς τους γονείς και μας παροτρύνουν να συντροφεύσουμε τα παιδιά μας, στις αναγνώσεις τους, αφιερώνοντάς τους δημιουργικό χρόνο γιατί μας έχουν ανάγκη. Κι αυτό είναι ακόμα πιο πολύτιμο από το δίλημμα, κλασικό ή σύγχρονο παραμύθι.
[1] Αδελφοί Γκριμ «Τα ωραιότερα παραμύθια» Μετάφραση Τότα-Τσάκου-Κονβερτίνο, Εκδόσεις Πατάκης, 1996, σελ. 76
[2] Αδελφοί Γκριμ «Διαλεχτά Παραμύθια», ΝΕΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Μετάφραση Κώστια Κοντολέων, Εκδόσεις Καστανιώτης, 1989, σελ.69
[3] Charles Perrault «Τα Παραμύθια του Περώ» μτφ Ανδριανάκη Λίνα, Μίνωας 1999, σελ.
ΣΧΟΛΙΑ