Δίκη Ψωμιάδη: Οι δύο λόγοι της νέας αναβολής και ο κίνδυνος της παραγραφής. Του Νίκου Ηλιάδη
14/05/2024 07:00
14/05/2024 07:00
Η πολύκροτη υπόθεση με τα “45αρια” των αδελφών Ψωμιάδη ήταν η υπ' αρ.13 στο χθεσινό πινάκιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, ένδειξη, για τους προληπτικούς ότι για μία ακόμη φορά δεν επρόκειτο να δικαστεί. Όπως και έγινε. Το δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση, μεταθέτοντάς την σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά, στις 7 Οκτωβρίου 2025! Αυτή ήταν η πέμπτη αναβολή, από τις 19 Ιανουαρίου 2019 όταν είχε οριστεί η πρώτη δικάσιμος, ενώ μεσολάβησαν και δύο μεταθέσεις της δίκης λόγω της πανδημίας.
Ωστόσο, η χθεσινή αναβολή, η οποία δόθηκε έπειτα από αίτημα της υπεράσπισης των αδελφών Ψωμιάδη ήταν, θα έλεγε κανείς επιβεβλημένη. Ο νομικός παραστάτης του τέως περιφερειάρχη είπε προς το δικαστήριο ότι σε περίπτωση που ξεκινήσει η δίκη η υπεράσπιση θα επικαλεστεί το άρθρο 67 του Νόμου 4735/2020, με το οποίο αίρεται το αξιόποινο των πράξεων αιρετών και υπαλλήλων σε δήμους και περιφέρειες που αφορούν σε πληρωμές ενταλμάτων, οι οποίες έγιναν μέχρι την 31η Ιουλίου 2019 και διενεργήθηκαν επί τη βάση ελέγχων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Υπενθυμίζεται ότι με βάση αυτό το άρθρο είχε παυθεί η δίωξη σε βάρος του Παναγιώτη και του Διονύση Ψωμιάδη σε παρόμοια υπόθεση η οποία αφορούσε εικονικές προσλήψεις “ημετέρων” στην άλλοτε νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο 2007-2010 και είχε εκδικαστεί τον περασμένο Οκτώβριο. Στη συνέχεια ο αντιεισαγγελέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αχιλλέας Ζήσης είχε ασκήσει αναίρεση κατά εκείνης της απόφασης η οποία συζητήθηκε τον περασμένο Απρίλιο στο Ζ' Τμήμα του Αρείου Πάγου του οποίου αναμένεται η κρίση περί της συνταγματικότητας ή μη της επίμαχης διάταξης.
Η χθεσινή απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων να μεταθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά, εξηγείται από δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι για να υπάρξουν εύλογα χρονικά περιθώρια προκειμένου να αποφανθεί ο Άρειος Πάγος περί του άρθρου 67 του Νόμου 4735/2020, γνωστού και ως “νόμου Θεοδωρικάκου” καθώς είχε ψηφιστεί επί δικής του θητείας στο υπουργείο Εσωτερικών. Είχε μάλιστα επισημανθεί τότε ότι η διάταξη αυτή ανοίγει το δρόμο για απαλλαγή αγνώστου αριθμού αιρετών και υπαλλήλων σε δήμους και περιφέρειες από βαρύτατες κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα. Ο ενάμιση χρόνος φαντάζει μακρύς, ωστόσο, η υπόθεση ενδέχεται, λόγω της σπουδαιότητάς της να μετατεθεί από το Ζ' Τμήμα του Αρείου Πάγου στην Ολομέλεια, κάτι που σημαίνει ότι θα υπάρξει μεγαλύτερη καθυστέρηση.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την πάγια τακτική των δικαστηρίων να προσδιορίζουν την εκδίκαση σοβαρών υποθέσεων κατά την έναρξη του δικαστικού έτους, το φθινόπωρο, καθώς η ακροαματική διαδικασία μπορεί να διαρκέσει για καιρό.
Βεβαίως εάν η υπόθεση είχε εκδικαστεί στην ώρα της, εάν είχε ολοκληρωθεί νωρίτερα η προδικασία και δεν είχαν δοθεί τόσες αναβολές, τώρα η Δικαιοσύνη θα είχε εκδώσει την τελεσίδικη κρίση της και σε δεύτερο βαθμό. Όμως, έχουμε φτάσει να απέχουμε δεκαοκτώ χρόνια από την έναρξη της τέλεσης των αδικημάτων τα οποία ανάγονται στην περίοδο 2006-2010 και πλέον ο κίνδυνος της παραγραφής, λόγω παρέλευσης εικοσαετίας, αρχίζει και προβάλλει απειλητικός. Αν όχι για το σύνολο των αδικημάτων, ενδεχομένως για ένα σημαντικό μέρος τους δεδομένου ότι μετά την πρωτόδικη απόφαση ακολουθεί και η κρίση σε δεύτερο βαθμό. Θα προλάβουν όλα αυτά να γίνουν πριν από την παρέλευση της εικοσαετίας, δεδομένης και της εκκρεμότητας στον Άρειο Πάγο;
Στο μεταξύ, στο διάστημα αυτών των χρόνων, δύο εκ των κατηγορουμένων, ο πρώην γενικός γραμματέας της Νομαρχίας, Δημήτρης Λευκόπουλος και ο πρώην διευθυντής της Διεύθυνσης Τεχνικής Υπηρεσίας της Νομαρχίας, Αλέξανδρος Κωνσταντινίδης, έχουν εγκαταλείψει τα εγκόσμια, όπως και ο πρώην πρόεδρος του ΕΚΘ, Νίκος Γιαννόπουλος, εκ των βασικών μαρτύρων κατηγορίας.
Μια τέτοια υπόθεση, με σημαντικό οικονομικό αντικείμενο, αλλά και μεγάλο πολιτικό αντίκτυπο, θα περίμενε κανείς από τη Δικαιοσύνη να την ξεδιαλύνει το ταχύτερο δυνατόν. Θα περίμενε επίσης από τους κατηγορούμενους, κυρίως τα πολιτικά πρόσωπα, να κάνουν το παν προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία ώστε να αποτινάξουν την όποια ρετσινιά από πάνω τους.
Αντί αυτών όμως, βλέπουμε μια Δικαιοσύνη, εγκλωβισμένη στις χρόνιες παθογένειές της να επαναλαμβάνει τον κακό εαυτό της. Κι από την άλλη, τους κατηγορούμενους, και ειδικότερα τους Παναγιώτη και Διονύση Ψωμιάδη, από την πρώτη στιγμή να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους προκειμένου να αποτρέψουν την οριστική κρίση της Δικαιοσύνης. Εάν πίστευαν στην αθωότητά τους δεν θα επιδίδονταν σε έναν διαρκή κλεφτοπόλεμο προκειμένου να μην καθίσουν στο εδώλιο. Προτιμούν να κουβαλούν το στίγμα της “ενοχής” παρά να ρισκάρουν την ετυμηγορία της Δικαιοσύνης. Εκείνο που τελικά μένει, όμως, είναι η κρίση της κοινής γνώμης η οποία, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον Παναγιώτη Ψωμιάδη, είναι απορριπτική και τελεσίδικη.
Η πολύκροτη υπόθεση με τα “45αρια” των αδελφών Ψωμιάδη ήταν η υπ' αρ.13 στο χθεσινό πινάκιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, ένδειξη, για τους προληπτικούς ότι για μία ακόμη φορά δεν επρόκειτο να δικαστεί. Όπως και έγινε. Το δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση, μεταθέτοντάς την σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά, στις 7 Οκτωβρίου 2025! Αυτή ήταν η πέμπτη αναβολή, από τις 19 Ιανουαρίου 2019 όταν είχε οριστεί η πρώτη δικάσιμος, ενώ μεσολάβησαν και δύο μεταθέσεις της δίκης λόγω της πανδημίας.
Ωστόσο, η χθεσινή αναβολή, η οποία δόθηκε έπειτα από αίτημα της υπεράσπισης των αδελφών Ψωμιάδη ήταν, θα έλεγε κανείς επιβεβλημένη. Ο νομικός παραστάτης του τέως περιφερειάρχη είπε προς το δικαστήριο ότι σε περίπτωση που ξεκινήσει η δίκη η υπεράσπιση θα επικαλεστεί το άρθρο 67 του Νόμου 4735/2020, με το οποίο αίρεται το αξιόποινο των πράξεων αιρετών και υπαλλήλων σε δήμους και περιφέρειες που αφορούν σε πληρωμές ενταλμάτων, οι οποίες έγιναν μέχρι την 31η Ιουλίου 2019 και διενεργήθηκαν επί τη βάση ελέγχων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Υπενθυμίζεται ότι με βάση αυτό το άρθρο είχε παυθεί η δίωξη σε βάρος του Παναγιώτη και του Διονύση Ψωμιάδη σε παρόμοια υπόθεση η οποία αφορούσε εικονικές προσλήψεις “ημετέρων” στην άλλοτε νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο 2007-2010 και είχε εκδικαστεί τον περασμένο Οκτώβριο. Στη συνέχεια ο αντιεισαγγελέας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αχιλλέας Ζήσης είχε ασκήσει αναίρεση κατά εκείνης της απόφασης η οποία συζητήθηκε τον περασμένο Απρίλιο στο Ζ' Τμήμα του Αρείου Πάγου του οποίου αναμένεται η κρίση περί της συνταγματικότητας ή μη της επίμαχης διάταξης.
Η χθεσινή απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων να μεταθέσει την εκδίκαση της υπόθεσης σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά, εξηγείται από δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι για να υπάρξουν εύλογα χρονικά περιθώρια προκειμένου να αποφανθεί ο Άρειος Πάγος περί του άρθρου 67 του Νόμου 4735/2020, γνωστού και ως “νόμου Θεοδωρικάκου” καθώς είχε ψηφιστεί επί δικής του θητείας στο υπουργείο Εσωτερικών. Είχε μάλιστα επισημανθεί τότε ότι η διάταξη αυτή ανοίγει το δρόμο για απαλλαγή αγνώστου αριθμού αιρετών και υπαλλήλων σε δήμους και περιφέρειες από βαρύτατες κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα. Ο ενάμιση χρόνος φαντάζει μακρύς, ωστόσο, η υπόθεση ενδέχεται, λόγω της σπουδαιότητάς της να μετατεθεί από το Ζ' Τμήμα του Αρείου Πάγου στην Ολομέλεια, κάτι που σημαίνει ότι θα υπάρξει μεγαλύτερη καθυστέρηση.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την πάγια τακτική των δικαστηρίων να προσδιορίζουν την εκδίκαση σοβαρών υποθέσεων κατά την έναρξη του δικαστικού έτους, το φθινόπωρο, καθώς η ακροαματική διαδικασία μπορεί να διαρκέσει για καιρό.
Βεβαίως εάν η υπόθεση είχε εκδικαστεί στην ώρα της, εάν είχε ολοκληρωθεί νωρίτερα η προδικασία και δεν είχαν δοθεί τόσες αναβολές, τώρα η Δικαιοσύνη θα είχε εκδώσει την τελεσίδικη κρίση της και σε δεύτερο βαθμό. Όμως, έχουμε φτάσει να απέχουμε δεκαοκτώ χρόνια από την έναρξη της τέλεσης των αδικημάτων τα οποία ανάγονται στην περίοδο 2006-2010 και πλέον ο κίνδυνος της παραγραφής, λόγω παρέλευσης εικοσαετίας, αρχίζει και προβάλλει απειλητικός. Αν όχι για το σύνολο των αδικημάτων, ενδεχομένως για ένα σημαντικό μέρος τους δεδομένου ότι μετά την πρωτόδικη απόφαση ακολουθεί και η κρίση σε δεύτερο βαθμό. Θα προλάβουν όλα αυτά να γίνουν πριν από την παρέλευση της εικοσαετίας, δεδομένης και της εκκρεμότητας στον Άρειο Πάγο;
Στο μεταξύ, στο διάστημα αυτών των χρόνων, δύο εκ των κατηγορουμένων, ο πρώην γενικός γραμματέας της Νομαρχίας, Δημήτρης Λευκόπουλος και ο πρώην διευθυντής της Διεύθυνσης Τεχνικής Υπηρεσίας της Νομαρχίας, Αλέξανδρος Κωνσταντινίδης, έχουν εγκαταλείψει τα εγκόσμια, όπως και ο πρώην πρόεδρος του ΕΚΘ, Νίκος Γιαννόπουλος, εκ των βασικών μαρτύρων κατηγορίας.
Μια τέτοια υπόθεση, με σημαντικό οικονομικό αντικείμενο, αλλά και μεγάλο πολιτικό αντίκτυπο, θα περίμενε κανείς από τη Δικαιοσύνη να την ξεδιαλύνει το ταχύτερο δυνατόν. Θα περίμενε επίσης από τους κατηγορούμενους, κυρίως τα πολιτικά πρόσωπα, να κάνουν το παν προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία ώστε να αποτινάξουν την όποια ρετσινιά από πάνω τους.
Αντί αυτών όμως, βλέπουμε μια Δικαιοσύνη, εγκλωβισμένη στις χρόνιες παθογένειές της να επαναλαμβάνει τον κακό εαυτό της. Κι από την άλλη, τους κατηγορούμενους, και ειδικότερα τους Παναγιώτη και Διονύση Ψωμιάδη, από την πρώτη στιγμή να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους προκειμένου να αποτρέψουν την οριστική κρίση της Δικαιοσύνης. Εάν πίστευαν στην αθωότητά τους δεν θα επιδίδονταν σε έναν διαρκή κλεφτοπόλεμο προκειμένου να μην καθίσουν στο εδώλιο. Προτιμούν να κουβαλούν το στίγμα της “ενοχής” παρά να ρισκάρουν την ετυμηγορία της Δικαιοσύνης. Εκείνο που τελικά μένει, όμως, είναι η κρίση της κοινής γνώμης η οποία, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον Παναγιώτη Ψωμιάδη, είναι απορριπτική και τελεσίδικη.
ΣΧΟΛΙΑ