Πρωινός καφές με τον Ηρακλή Δούκα (βίντεο)
29/06/2024 08:00
29/06/2024 08:00
Με τον Ηρακλή Δούκα, που ήταν ο δημιουργός του εμβληματικού και πρωτοπόρου για την εποχή του «Banal» ο σημερινός πρωινός καφές. Με αφορμή το EuroPride, αν και γι’ αυτό είναι ελαφρώς προβληματισμένος. «Easy, φρόνιμα, να κάνουμε κάτι καλαίσθητο», ήταν η απάντησή του. Κατά τα λοιπά είπαμε πολλά. Για τον Τσαρούχη, τον Χατζηδάκη, τη Γαλάνη, τη διαφορετικότητα, το μπούλινγκ που δέχτηκε ο ίδιος, το Παρίσι του 1976, όπου ξεκίνησε η ιδέα για το Banal, αλλά και τον Δενδροπόταμο, όπου συνέλεξε όλες τις αντίκες του μαγαζιού. Φυσικά η κουβέντα ξεκίνησε για τον καφέ και έγινε στον ενικό. Γιατί με τον Ηρακλή αλλιώς δεν μπορείς να μιλήσεις.
Πίνεις πρωινό καφέ;
Τρεις τουλάχιστον την ημέρα.
Τι είδους καφέ προτιμάς; Καπουτσίνο όπως τώρα;
Όχι, πίνω ένα ιατρικό μείγμα. Το έχω τσεκάρει και με τον διαιτολόγο μου και τον βελονιστή μου και μέσω κειμένων στο ίντερνετ. Είναι ένα ανακάτωμα, κάτω με μια κουταλιά από κακάο, πλούσια κουταλιά που το λιώνει καλά το κακάο, ρίχνεις καυτό νερό και λίγο γάλα αν είναι δυνατόν χωρίς λακτόζη και αφού όλο αυτό λιώσει ρίχνεις και ένα καπουτσίνο από επάνω. Και αυτό είναι ένα καταπληκτικό πράγμα γιατί σηκώνει τις ενδορφίνες. Σε κάνει πάντα να ενθουσιάζεσαι με τα ασήμαντα (χαμογελάει).
Αυτός δεν είναι ένας απλός καφές. Είναι ένας ξεσηκωτικός καφές.
Είναι κοκτέιλ καφέδων εν πάση περιπτώσει (γελάει). Αυτή είναι η αλήθεια.
Και πίνεις τρεις από αυτούς;
Έναν το πρωί σε ένα καφέ δίπλα στο σπίτι μου. Μετά πριν το μεσημέρι σε ένα καφέ στην Αιγαίου, με μια παρέα με γριές (γελάει) που μου… πέφτει όλη η ενδορφίνη. Και μετά ξεκουράζομαι λίγο, γιατί τρώω πλέον πολύ ελαφριά, και πίνω έναν παρόμοιο τρίτο καφέ το απόγευμα που τον κάνω μόνος μου. Με λίγο κακάο και από μέσα ελληνικό καφέ.
Τι είναι η ώρα του καφέ; Χαλάρωση, αυτοσυγκέντρωση, ώρα προγραμματισμού ή τι άλλο;
Χαλάρωση και σκέψη. Όταν το πρωί χάνεσαι μέσα στο κομπιούτερ, στέλνεις μηνύματα, παίρνεις μηνύματα, διαβάζεις, σου έρχεται μια ιδέα. Ο καφές είναι αρχηγός για μένα.
Παλιότερα επί εποχής Banal υπήρχε καφές;
Βέβαια. Είχαμε μηχανή San Marco στο μαγαζί. Πολύ καλή για τότε.
Πρωί όμως καφέ δεν είχε το πρόγραμμα…
Δεν είχε. Ήμασταν βραδινός καφές. Εσείς είστε εκπομπή πρωινού καφέ; Περαστικά σας (γελάει).
Ως Μέριλιν Μονρόε σε κάποια εμφάνιση στο Banal
Ας ξεκινήσουμε από το Banal. Πώς προήλθε η ιδέα για το μπαρ;
Ήμουν στο Παρίσι
1975 με 1976 περίπου;
Το Banal το άνοιξα την άνοιξη του 1978. Στο Παρίσι ήμουν δύο χρόνια πριν. Κάπου εκεί, λοιπόν. Παρουσίαζα ένα concept που είχα ετοιμάσει για μια τραγωδία και έμενα σε φίλους. Μπήκα σε μια κάστα ανθρώπων που ήταν άλλου επιπέδου. Εγώ τότε από το Παρίσι θα γυρνούσα σε μια Θεσσαλονίκη που ήταν μια επαρχιώτικη να την πεις, γιουφτούπολη να την πεις, ξεχασμένη ιστορία να την πεις, κάτι τέτοιο. Μην ξεχνάς ότι είχαμε περάσει μόλις τη χούντα, όπου στη δικτατορία ήμουν στο Θεατρικό Εργαστήρι με τους μπάτσους απ‘ έξω, αλλά και μέσα. Ερχόντουσαν και ζητούσαν να δουν το σεμινάριο.
Το σενάριο;
Το σενάριο ήθελαν για να δουν το περιεχόμενο, αλλά το έλεγαν σεμινάριο. Οι πιο άσχετοι από τους άσχετους (γελάει). Στο Παρίσι λοιπόν γνωρίζω ανθρώπους που ήταν με την καλή έννοια κουλτουριάρηδες. Μαζεύονταν σε σπίτια, με πιάνα, με κηροπήγια, με ωραία ρούχα, καθόλου σνομπ. Αυτός ήταν ο τρόπος ζωής τους. Διανοούμενοι και από όλα τα είδη. Τότε κάπου είπα: «Δες τι ωραίο περιβάλλον, τι ωραίες συζητήσεις, τι ανεπτυγμένος κόσμος και εμείς θα γυρίσουμε σε μια πόλη της κυρίας Νίτσας» (γελάει).
Είχε μαγαζιά τότε η περιοχή της Προξένου Κορομηλά όπου δημιουργήθηκε το Banal;
Το μόνο που είχε ανοίξει ενάμισι χρόνο πριν ήταν ο Δον Κιχώτης. Στην Προξένου Κορομηλά δεν υπήρχε τίποτα. Άδεια οδός και αφώτιστη. Και στην παραλία ήταν το Αχίλλειο και πιο εκεί οι λουκουμάδες του Λάζαρου. Τώρα δες! Διώροφα λεωφορεία. Λονδίνο γίναμε (γελάει). Αυτό το περιβάλλον που είδα στο Παρίσι εμένα μού έλλειπε. Είχα τελειώσει το πανεπιστήμιο, είχα κάνει το Θέατρο σε δύσκολα χρόνια και ήθελα κάτι άλλο. Είχα ένα συνέταιρο, με μια μπουτίκ από την Καβάλα, τον Αχιλλέα Καζαντζίδη, που πούλησε τη μπουτίκ για 1,5 εκατομμύρια σε δραχμές και με αυτά τα λεφτά πήγα κατευθείαν στο Δενδροπόταμο.
Γιατί;
Αν θυμάσαι όλα τα πράγματα που είχε το Banal ήταν αντίκες από εκείνη την περιοχή. Μόνο στο κρεβάτι δεν ξάπλωσα μαζί τους (γελάει). Από το πρωί ως το βράδυ διαλέγαμε πράγματα και περιμέναμε τα λεωφορεία από τη Ρουμανία να φέρουν κάθε εβδομάδα τα καινούργια. Ο πολυέλαιος, όλα αυτά από εκεί ήταν. Με αυτά «έκτισα» το Banal. Ραπτομηχανές που έβαλα μάρμαρο από επάνω και ήταν τα τραπεζάκια του μαγαζιού.
Ο περίφημος πολυέλαιος στο μπαρ. Τον είχε προμηθευτεί στο Δενδροπόταμο
Και ξεκίνησες;
Κάτσε. Μόλις άνοιξε το Βanal μάς το έκλεισε η αστυνομία. Καταράστηκα και εγώ την πόλη και έγινε ο μεγάλος σεισμός (γελάει). Πιάνει η κατάρα μου, είμαι και σαββατογεννημένος.
Γιατί σας έκλεισαν;
Άλλη ιστορία; είναι αυτή και θα πάρει πολλές σελίδες για να την διηγηθώ. Κλείνει για ένα διάστημα το Banal, εμείς πηγαίνουμε στην Καβάλα, όπου περνάμε πολύ ωραία για ένα διάστημα και στο γυρισμό ανοίγουμε ξανά το μαγαζί, καθώς τελικά πήραμε την άδεια. Γιατί μη ξεχνάς ότι το Banal ήταν μεταξύ Μητροπόλεως, τη Μητρόπολη, δηλαδή και του αμερικάνικου προξενείου. Ήμασταν στη μέση. Και πολύ κοντά. Τελεία (χαμογελάει)
Το Banal ήταν προχωρημένο μαγαζί για την εποχή του, καθώς η σεξουαλική απελευθέρωση δεν ήταν ακόμη θέμα στην Ελλάδα.
Ήταν προχωρημένο; Δεν ξέρω εμείς κάναμε ένα πράγμα που το γουστάραμε. Ούτε φυσικά το κάναμε για τα λεφτά.
Κατάλαβες εκείνη τη στιγμή ότι έκανες κάτι διαφορετικό;
Κοίταξε, περνούσαμε καλά, αυτός ήταν ο στόχος μου εμένα. Από μικρός που θυμάμαι τη θεία Φανούλα, από τη μεριά της μάνα μου, καθόμουν στο σπίτι και διάβαζα τα μαθήματα μου. Δεν είναι ο στόχος της ζωής να περνάς καλά και ανέξοδα;
Τι ήταν το Banal; Πώς θα το περιέγραφες;
Άμα το δούμε με άλλο μάτι και με τα σημερινά δεδομένα όλοι είναι ενθουσιασμένοι. Ακόμη και μικρά αγόρια και κορίτσια το ήξεραν το Banal. «Καλά ήρθατε; Όποτε και να ήρθατε ήσασταν σπόροι», τους λέω. Κοίταξε, ήμασταν ελεύθεροι. Στο Παρίσι περιμέναμε να γίνει 2 η ώρα και να σκοτεινιάσει για να πάμε στην ντισκοτέκ Mentigot. Εκεί ήταν η γιαγιά-πορτιέρης, άνοιγε το παραθυράκι και σε κοιτούσε από τα νύχια μέχρι την κορφή για να σε αφήσει να μπεις μέσα. Τα τρία πρώτα χρόνια στο Banal υπήρχε μια κλασσική τετράφυλλη πόρτα-αντίκα, χτυπούσε το κουδούνι και έβγαινα εγώ και έλεγα «για να δω» (γελάει). Κάποια στιγμή ήρθε ένας βιομήχανος με μια μεγάλη παρέα και στο τέλος ήταν μια κοντή Ποντία και του λέω: «Καλέ, ποια είναι αυτή; Το εργατικό σου προσωπικό;» Και ήταν ο Ψωμιάδης (γελάει). Τι άλλο. Ακόμη το θυμάται.
«Ψάχναμε γόβες και περούκες για το σόου» ήταν το μότο της κάθε βραδιάς
Περιέγραψέ μου ένα βράδυ στο Βanal;
Είχαμε το πάλκο. Ήταν οργανωμένο αυτό που κάναμε. Ήμουν με τη Σοφία Φιλιππίδου, τον Κοσμά Φουντούκη, εγώ στο πρώτο μέρος να κάνω τη Βουγιουκλάκη. Όλοι ερχόντουσαν εκεί και ήταν καλοντυμένοι, επειδή το στυλ του μαγαζιού ήταν ωραίο, είχαμε πολλούς σχεδιαστές μόδας και γενικά ο όσμος ήταν προσεγμένος. Γιατί στην αρχή ήξεραν ότι δεν θα μπουν στο μαγαζί. Μια νύχτα στο Banal; Τι να σου πω τώρα; Είχαμε δύο ομάδες. Την Παρασκευή και το Σάββατο κάναμε εμείς το πρόγραμμα που μας έλεγαν οι «πρώτες» και μετά οι «δεύτερες» έκαναν ένα άλλο σόου. Αυτές όμως είχαν λεφτά και έκαναν υπερπαραγωγές. Μας έβαφε ο Τάκης ο κομμωτής και κάθε φορά μας ρωτούσε: «Τι θα κάνουμε σήμερα; Άντζελα Δημητρίου». Και τρέχαμε να βρούμε γόβες και φουστάνια. Κάναμε όμως το κέφι μας και γουστάραμε.
Έβγαζες λεφτά;
Βγάζαμε, πως δε βγάζαμε. Αλλά άφηνα εγώ λεφτά; Τα ξοδεύαμε. Πήγαινα κατευθείαν στη Νέα Υόρκη.
Από τι οικογένεια προέκυψε ο Ηρακλής Δούκας; Γονείς;
Τραϊανός ο μπαμπάς, η μαμά Άρτεμις, η αδελφή μου Ρόζα και εγώ ο Ηρακλής.
Ο Ηρακλής Δούκας σε βρεφική ηλικία
Τι οικογένεια;
Μεσοαστική. Ο μπαμπάς από μεγάλη οικογένεια με πολλά λεφτά, γιατί ο παππούς ήταν εργολάβος στη Θεσσαλονίκη.
Τι πήρες από τους γονείς;
Η μάνα μου ήταν λογίστρια. Γνωρίστηκαν στο οικονομικό του πανεπιστημίου. Η μαμά από καλή οικογένεια που ήρθαν από την Ιωνία και είχαν κτήματα στη Νιγρίτα. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι ήταν όπως σε μια εργατική οικογένεια. Με την ευκαιρία θα σου πω τί θεωρώ εγώ για τον εαυτό μου.
Πώς θα σε περιέγραφες;
Προέρχομαι από τις θεωρίες του Σωκράτη. Όπου τα φύλλα ήταν τρία. Αν διαβάσεις «Το Συμπόσιο» του Πλάτωνα θα δεις ότι τα γένη ήταν τρία. Αυτά που γίνονται τώρα μετά από πολύ αγώνα και σκέψη τα είχαν πει οι αρχαίοι. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που ήταν ιδιαίτερα τακτικό, πήγα στο Ε’ γυμνάσιο, μπήκα στο πανεπιστήμιο με υποτροφία, η αδελφή μου σπούδασε αγγλική φιλολογία.
Το καλλιτεχνικό από πού βγήκε;
Ο μπαμπάς ήταν τρομερός χορευτής και είχαμε στο σπίτι όπως συνέβαινε τότε πολύ συχνά πολλά κέφια. Ο μπαμπάς λεγόταν Τραϊανός, η παρέα τον φώναζαν τράγο, άρα ήταν πολύ αρσενικός. Τώρα πώς βγήκα εγώ το διαφορετικό…
Πότε το κατάλαβες;
Δεν κατάλαβα ποτέ και ούτε θα καταλάβω. Περνάω λοιπόν από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, ερωτεύομαι και παντρεύομαι τον Καβάφη μαζί και τον Μαρωνίτη και πηδάω στο μέλλον, όπως θα είναι οι άνθρωποι. Δεν θα ενδιαφέρονται για το τι κάνει ο διπλανός και το τι είναι και τι δεν είναι.
Κάπως έτσι θα περιέγραφες τον εαυτό σου;
Ναι, με λίγα λόγια. Δεν είχα ποτέ κρεμαστεί επάνω σε κανέναν και έκανα μόνος μου τις δουλειές μου.
Έπαιρνες όμως ρίσκα. Έκανες πράγματα που δεν τα ήθελε ο πολύς ο κόσμος.
Αυτό μου έλειπε.
Οι σπουδές πώς ήταν;
Τρία χρόνια δραματική σχολή του Διονυσίου Καλού, που ήταν η μόνη μεγάλη και σοβαρή σχολή τότε. Στη συνέχεια μπήκα στο πανεπιστήμιο στο οικονομικό και συνέχισα ως διακοσμητής άλλα τρία χρόνια.
Η οικογένεια κεντροαριστερή;
Δεν ήταν δεξιοί, θα έλεγα ότι ήταν μια οικογένεια προοδευτική.
Η Θεσσαλονίκη εκείνα τα χρόνια πώς και έκανε τόσο προοδευτικά πράγματα; Ήταν η συγκυρία; Οι άνθρωποι;
Οι άνθρωποι οι κοινότητες και οι παρέες τα κάνουν όλα. Αυτή δημιουργούν την πρόοδο. Η Θεσσαλονίκη έχει βγάλει μεγάλα μυαλά στη λογοτεχνία. Είχαμε έναν Μαρωνίτη, έναν Χριστιανόπουλο, είχαμε σπουδαίο κόσμο. Εγώ το πρώτο έργο που έπαιξα στο θέατρο ήταν του Μπέρτολτ Μπρεχτ «ο άντρας είναι άντρας». Είχε ανθρώπους η πόλη και η κουλτούρα ήταν οργανωμένη.
Στη συνέχεια όμως συντηρητικοποιήθηκε.
Στη Θεσσαλονίκη επειδή εδώ είναι κάθε καρυδιάς καρύδι και δεν έχει πoλλoύς βέρoυς Θεσσαλονικείς υπάρχει πρώτα από όλα ζηλοφθονία. Να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα. Επίσης υπάρχει αρρώστια με το χρήμα. Έχει ανθρώπους που έχουν λεφτά και ταυτόχρονα η πόλη έχει και πολύ κουτσομπολιό. Δεν είναι το χωριάτικο κουτσομπολιό, είναι αυτό που σέρνεται κάτω από τα τραπέζια και τα κρεβάτια.
Σπάνια φωτογραφία: Ο Ηρακλής Δούκας με γραβάτα
Σε κουλτουριάρικο mood
Εσύ γιατί δεν πήγες στην Αθήνα;
Τι είμαι τυχοδιώκτης; Εξάλλου έχω πολλούς φίλους στην Αθήνα και όλη η Αθήνα ερχόταν στο Banal. Έχεις δει τον κατάλογο των ανθρώπων που έχουν περάσει από το μαγαζί.
Από αυτούς τους ανθρώπους ποιον θα διάλεγες; Ποιος ήταν ο πιο ξεχωριστός;
Ο καθένας ήταν μια προσωπικότητα που είτε σου κολλάει είτε όχι. Είτε είσαι με ανθρώπους της τέχνης και του θεάτρου, είτε της τεχνολογίας - η Θεσσαλονίκη έχει προσωπικότητες. Βέβαια τα χρόνια περνούν και όλα διαβρώνονται και φθίνουν. Θα σου πω μια ιστορία που δεν την έχω πει πουθενά. Εκείνα τα χρόνια ήθελα να μπω στο Πολυτεχνείο. Τα είχα με τη Σούλα και είχα ένα ψυχικό τραύμα.
Τι ψυχικό τραύμα;
Ένας περιπτεράς που ήταν συμμαθητής μου στο Ε’ γυμνάσιο με μαγνητοφώνησε όταν τον πήρα τηλέφωνο και του είπα: «Έλα μωρέ οι γυναίκες» και κάτι τέτοια. Τότε ήμασταν έφηβοι ακόμα. Και με κάλεσαν σε ένα σπίτι μια μέρα και μου έκαναν ανάκριση. Για αυτά που είχα πει. Φίλοι δήθεν με οκτώ εισαγωγικά. Έπαθα ένα σοκ και δεν έδωσα το μάθημα για να μπω την αρχιτεκτονική του Πολυτεχνείου. Και πήγα με ένα φίλο μου στο Άγιο Όρος για 15 μέρες. Εξαγνίστηκα (γελάει). Μετά είχα έναν άλλο μεγάλο έρωτα με τη Ναταλία. Εκείνα τα χρόνια έμεινα για τρία χρόνια σε ένα σπίτι επάνω στο Ωραιόκαστρο Και στη συνέχεια νοίκιασα ένα σπίτι στο κέντρο της πόλης κοντά στο Banal. Εκεί όπως σου είπα είχαμε ομάδες όπου γίνονταν ένας καλός διαγωνισμός μεταξύ μας. Επάνω ή στο υπόγειο είχαμε τα καμαρίνια, τα ρούχα, τα μπιζού και τα μακιγιάζ και βαφόμασταν με τις ώρες. Για να γίνω Μέριλιν.
Ο κόσμος πάντως ανταποκρίνονταν
Πάρα πολύ. Τότε είχαμε ενοίκιο 18.000 δραχμές για 80 τετραγωνικά. Το κλαμπ 54 του Ραπτάκη είχε ενοίκιο 50.000 δραχμές. Αν είχα πάρει αυτό το μαγαζί θα είχα ασχοληθεί μόνο με τη νύχτα, όμως δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Να φανταστείς ότι διώχναμε κόσμο στο Banal, χτυπούσε το κουδούνι και δεν πήγαινε κανείς για να ανοίξει. Βέβαια να πούμε ότι επάνω που ήταν οι τουαλέτες γινόταν ο χαμός. Eίχαν έρθει πλοία με ναύτες Aμερικανούς, με ναύτες Iσπανούς, είχε καεί το πελεκούδι. Εγώ βέβαια δεν μπορούσα να συμμετέχω γιατί ήμουν η τσατσά εκεί και έπρεπε να τις βάλω όλες σε μια σειρά.
Πάμε στο σήμερα. Το EuroPride εν έτει 2024. Πώς το βλέπεις;
Στην υγειά σου (γελάει). Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Εμένα με φώναξε κάποια στιγμή ο Μπουτάρης για να αναλάβω τη διοργάνωση του αρχικού Pride. Εγώ βέβαια αυτό το έχω κάνει ζωή. Είμαι περήφανος. Περήφανος όμως γιατί; Γιατί όλα αυτά τα έχω κάνει. Δεν είμαι περήφανος γιατί είμαι λουλού. Λέω λοιπόν στον Μπουτάρη ότι ο κόσμος θέλει να διασκεδάσει, να βγει από το καθιερωμένο, να κάνει μια επανάσταση από το οικογενειακό κελί, το οικογενειακό υπόγειο αν θες. Έχω πάει σε πολύ πρόστυχα μαγαζιά στη Νέα Υόρκη (γελάει). Έχουν δει τα ματάκια μου (χαμογελάει).
Δεν μου απάντησες για το ΕuroPride.
Eγώ εκεί είδα ένα τρελό καρναβάλι και δεν πήγα ποτέ.
Το βλέπεις λίγο υπερβολικό;
Δεν το βλέπω υπερβολικό, το βλέπω λίγο λάθος.
Γιατί;
Για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχήν, τι θα πει pride, τι θα πει περηφάνια. Να πιάσεις ένα από αυτά τα μικρά από το αυτί και να το ρωτήσεις: «Εσύ, παιδί μου, γιατί είσαι περήφανος; Τι έχεις κάνει στη ζωή σου;» Και μιλώ μεταφορικά. Άρα, η λέξη pride διαγράφεται και φεύγει. Άλλο η διαφορετικότητα και άλλο η περηφάνια. Δηλαδή, είμαι περήφανος επειδή έχω αυτό τον ερωτικό ή σεξουαλικό προσανατολισμό; Eίμαι περήφανος γιατί είμαι ωραίος; Σεβαστό. Από εκεί και ύστερα όμως είναι σκοτάδι. Ευτυχώς στα δέκα άτομα που βοηθήσαμε το κίνημα αυτό να πάει μπροστά τα μισά είναι από το πανεπιστήμιο. Τρεις ή τέσσερις από αυτά είναι καθηγήτριες και ξέρουν τι λένε. Είμαι περήφανος γιατί έχω γνωρίσει τον εαυτό μου. Έχεις δηλαδή, το «γνώθι σαυτόν», έχω δηλαδή, αναλύσει τον εαυτό μου, τον έχω δοκιμάσει. Πως μπορείς να πεις ότι είμαι το τάδε όταν αυτό δεν έχει περάσει στο αίμα σου και στο μυαλό σου; Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό για όλους. Για αυτό λέω παιδιά easy, φρόνιμα. Κάντε ένα καλαίσθητο πράγμα.
Να μην έχει και υπερβολές.
Να έχει υπερβολές; Να γίνουμε Άρης, ΠΑΟΚ Ηρακλής, μια μάζα απολύτως κατευθυνόμενη;
Το Σαββατοκύριακο θα είσαι εδώ;
Δεν πηγαίνω σε παρελάσεις, εκτός αν έχει καλούς τσολιάδες (γελάει). Η καλύτερη ατάκα, έτσι;
Είσαι ικανοποιημένος από τη ζωή σου;
Είμαι ο άνθρωπος από το παρελθόν στο μέλλον. Στο σπίτι η καθημερινότητα ήταν σκληρή. Κάθε βράδυ όταν η μητέρα μου επέστρεφε από τη δουλειά τής έλεγα τα μαθήματα, αλλά με άφηνε όλη την ημέρα ελεύθερο και έπαιζα.
Το μότο ζωής ποιο είναι;
Γαμώτο είναι το μότο.
Υπάρχει κάτι με το οποίο χαλαρώνεις;
Με τον καφέ χαλαρώνω. Και με ορισμένα άλλα πράγματα (χαμογελάει).
Συνάντηση ζωής;
Με τον Τσαρούχη. Συνεργαστήκαμε. Φυσικά ερχόταν στο Banal. Ο Τσαρούχης ήταν μεγάλος δάσκαλος, όπως και ο Μάνος Χατζιδάκις.
Με κανονική ενδυμασία σε γλέντι του Antenna
Στα καμαρίνια: Με Τάκη Ζαχαράτο, Σοφία Βόσσου, Γιώργο Μαζωνάκη
Με τον Τάκη Ζαχαράτο: «Με αποκαλούσε δάσκαλό του», λέει ο Ηρακλής Δούκας
Τον είχες συναντήσει, έτσι;
Τον έφερε η Γαλάνη και ο Παγιατάκης στο Banal. Εκείνη την ημέρα ήταν Απόκριες και εγώ είχα κάνει προέκταση του παταριού έως την είσοδο του μαγαζιού. Τότε όλη αυτή η παρέα του Antenna, όπου Χατζιδάκις εκείνη την περίοδο έκανε μια εκπομπή, κάθισε σε ένα τραπέζι. Εμείς εκείνη την ημέρα στο σόου είχαμε μαύρες τραγουδίστριες και εγώ έβγαινα στο τέλος ως Τίνα Τάρνερ. Την είδε τη σκηνή ο Χατζιδάκις και τρελάθηκε. Μέχρι σήμερα η Γαλάνη θυμάται πως ο Χατζιδάκις έκανε σαν μωρό γιατί θυμήθηκε τα νιάτα του που ήταν στο Σαν Φρανσίσκο. Και έκανε την άλλη μέρα εκπομπή και είπε ότι ήμασταν στο Banal σε ένα μαγαζί του δαιμόνιου Ηγακλή Δούκα (γελάει). Ο Τσαρούχης από την άλλη ήταν δάσκαλος και φιλοσοφημένος. Αυτά είναι modus vivendi. Όταν ξεκινάς με τον Kουν, κορυφή κορόνα, συνεχίζεις με τον Mάνο και με ανθρώπους σαν τη Δώρα Στράτου, που είναι όλοι δημιουργημένοι άνθρωποι και κορυφές, τότε είναι το τέλειο. Ή τουλάχιστον είναι πολλές κλάσεις πιο τέλειος από μένα ή από κάποιον άλλο. Και αυτός βέβαια όπως και εγώ ταλαιπωρήθηκε και από μπούλινγκ. Τους πιο παλιούς τους σέβομαι και με σέβονται, γιατί η σχέση μας ήταν καλή. Αλλά φαντάσου ότι το μαγαζί μας το έχουν σπάσει τρεις φορές, ενώ άλλες τρεις φορές το λήστεψαν. Είχαμε επιχείρηση «Αρετή» και κλούβες έξω από το μαγαζί. Έτσι λοιπόν έχει σημασία να ξέρεις ότι για να φτάσουμε στο σημερινό Pride προηγήθηκαν όλα αυτά.
«Kάναμε το κέφι μας και γουστάραμε», δηλώνει για τις παραστάσεις της εποχής
Μια πολιτική ερώτηση. Ο Στέφανος Κασσελάκης έχει παίξει ένα θετικό ρόλο στο να αναγνωρίσει ο κόσμος τη διαφορετικότητα;
Ένα θα σου πω. Μόνο που βγαίνουν αυτές που παριστάνουν τις εκφωνήτριες με μαλλί από το κομμωτήριο και λένε ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πήγε να πάρει τον άντρα του (γελάει), αρκεί. Αυτό μόνο βάλτο σε μια οικογένεια συντηρητική που βρωμάει από τη σαπίλα που μάς έχεις λιώσει τη ζωή ολόκληρη, αρκεί. Τι άλλο να πω. Όλα αυτά που κάνει ο Κασσελάκης τα έχω κάνει επί 1000.
Η ερώτηση με το μαγικό ραβδί για το τέλος: αν το είχες θα άνοιγες ξανά το Banal;
Θα το ξαναάνοιγα με κλειστά τα μάτια και μού το έχουν προτείνει πολλοί, αλλά χρήμα δεν βλέπω να πέφτει. Οπότε εγώ δεν έχω λεφτά να ξανακάνω το Banal. Μπορώ όμως να τους κάνω τη ζωή ρόδινη, αν με ακούσουν. Αυτό είναι η μια απάντηση. Η δεύτερη απάντηση είναι η εξής. Το μαγικό ραβδί πόσους πόντους είναι;
Όσο θέλεις. 10 πόντοι;
10 πόντους; Μπάμια; Όχι, θα το μεταμόρφωνα σε ένα τεράστιο προσκυνηματικό φαλλό να περνούν οι αρχαίες νύμφες και να προσκυνούν.
Με τον Ηρακλή Δούκα, που ήταν ο δημιουργός του εμβληματικού και πρωτοπόρου για την εποχή του «Banal» ο σημερινός πρωινός καφές. Με αφορμή το EuroPride, αν και γι’ αυτό είναι ελαφρώς προβληματισμένος. «Easy, φρόνιμα, να κάνουμε κάτι καλαίσθητο», ήταν η απάντησή του. Κατά τα λοιπά είπαμε πολλά. Για τον Τσαρούχη, τον Χατζηδάκη, τη Γαλάνη, τη διαφορετικότητα, το μπούλινγκ που δέχτηκε ο ίδιος, το Παρίσι του 1976, όπου ξεκίνησε η ιδέα για το Banal, αλλά και τον Δενδροπόταμο, όπου συνέλεξε όλες τις αντίκες του μαγαζιού. Φυσικά η κουβέντα ξεκίνησε για τον καφέ και έγινε στον ενικό. Γιατί με τον Ηρακλή αλλιώς δεν μπορείς να μιλήσεις.
Πίνεις πρωινό καφέ;
Τρεις τουλάχιστον την ημέρα.
Τι είδους καφέ προτιμάς; Καπουτσίνο όπως τώρα;
Όχι, πίνω ένα ιατρικό μείγμα. Το έχω τσεκάρει και με τον διαιτολόγο μου και τον βελονιστή μου και μέσω κειμένων στο ίντερνετ. Είναι ένα ανακάτωμα, κάτω με μια κουταλιά από κακάο, πλούσια κουταλιά που το λιώνει καλά το κακάο, ρίχνεις καυτό νερό και λίγο γάλα αν είναι δυνατόν χωρίς λακτόζη και αφού όλο αυτό λιώσει ρίχνεις και ένα καπουτσίνο από επάνω. Και αυτό είναι ένα καταπληκτικό πράγμα γιατί σηκώνει τις ενδορφίνες. Σε κάνει πάντα να ενθουσιάζεσαι με τα ασήμαντα (χαμογελάει).
Αυτός δεν είναι ένας απλός καφές. Είναι ένας ξεσηκωτικός καφές.
Είναι κοκτέιλ καφέδων εν πάση περιπτώσει (γελάει). Αυτή είναι η αλήθεια.
Και πίνεις τρεις από αυτούς;
Έναν το πρωί σε ένα καφέ δίπλα στο σπίτι μου. Μετά πριν το μεσημέρι σε ένα καφέ στην Αιγαίου, με μια παρέα με γριές (γελάει) που μου… πέφτει όλη η ενδορφίνη. Και μετά ξεκουράζομαι λίγο, γιατί τρώω πλέον πολύ ελαφριά, και πίνω έναν παρόμοιο τρίτο καφέ το απόγευμα που τον κάνω μόνος μου. Με λίγο κακάο και από μέσα ελληνικό καφέ.
Τι είναι η ώρα του καφέ; Χαλάρωση, αυτοσυγκέντρωση, ώρα προγραμματισμού ή τι άλλο;
Χαλάρωση και σκέψη. Όταν το πρωί χάνεσαι μέσα στο κομπιούτερ, στέλνεις μηνύματα, παίρνεις μηνύματα, διαβάζεις, σου έρχεται μια ιδέα. Ο καφές είναι αρχηγός για μένα.
Παλιότερα επί εποχής Banal υπήρχε καφές;
Βέβαια. Είχαμε μηχανή San Marco στο μαγαζί. Πολύ καλή για τότε.
Πρωί όμως καφέ δεν είχε το πρόγραμμα…
Δεν είχε. Ήμασταν βραδινός καφές. Εσείς είστε εκπομπή πρωινού καφέ; Περαστικά σας (γελάει).
Ως Μέριλιν Μονρόε σε κάποια εμφάνιση στο Banal
Ας ξεκινήσουμε από το Banal. Πώς προήλθε η ιδέα για το μπαρ;
Ήμουν στο Παρίσι
1975 με 1976 περίπου;
Το Banal το άνοιξα την άνοιξη του 1978. Στο Παρίσι ήμουν δύο χρόνια πριν. Κάπου εκεί, λοιπόν. Παρουσίαζα ένα concept που είχα ετοιμάσει για μια τραγωδία και έμενα σε φίλους. Μπήκα σε μια κάστα ανθρώπων που ήταν άλλου επιπέδου. Εγώ τότε από το Παρίσι θα γυρνούσα σε μια Θεσσαλονίκη που ήταν μια επαρχιώτικη να την πεις, γιουφτούπολη να την πεις, ξεχασμένη ιστορία να την πεις, κάτι τέτοιο. Μην ξεχνάς ότι είχαμε περάσει μόλις τη χούντα, όπου στη δικτατορία ήμουν στο Θεατρικό Εργαστήρι με τους μπάτσους απ‘ έξω, αλλά και μέσα. Ερχόντουσαν και ζητούσαν να δουν το σεμινάριο.
Το σενάριο;
Το σενάριο ήθελαν για να δουν το περιεχόμενο, αλλά το έλεγαν σεμινάριο. Οι πιο άσχετοι από τους άσχετους (γελάει). Στο Παρίσι λοιπόν γνωρίζω ανθρώπους που ήταν με την καλή έννοια κουλτουριάρηδες. Μαζεύονταν σε σπίτια, με πιάνα, με κηροπήγια, με ωραία ρούχα, καθόλου σνομπ. Αυτός ήταν ο τρόπος ζωής τους. Διανοούμενοι και από όλα τα είδη. Τότε κάπου είπα: «Δες τι ωραίο περιβάλλον, τι ωραίες συζητήσεις, τι ανεπτυγμένος κόσμος και εμείς θα γυρίσουμε σε μια πόλη της κυρίας Νίτσας» (γελάει).
Είχε μαγαζιά τότε η περιοχή της Προξένου Κορομηλά όπου δημιουργήθηκε το Banal;
Το μόνο που είχε ανοίξει ενάμισι χρόνο πριν ήταν ο Δον Κιχώτης. Στην Προξένου Κορομηλά δεν υπήρχε τίποτα. Άδεια οδός και αφώτιστη. Και στην παραλία ήταν το Αχίλλειο και πιο εκεί οι λουκουμάδες του Λάζαρου. Τώρα δες! Διώροφα λεωφορεία. Λονδίνο γίναμε (γελάει). Αυτό το περιβάλλον που είδα στο Παρίσι εμένα μού έλλειπε. Είχα τελειώσει το πανεπιστήμιο, είχα κάνει το Θέατρο σε δύσκολα χρόνια και ήθελα κάτι άλλο. Είχα ένα συνέταιρο, με μια μπουτίκ από την Καβάλα, τον Αχιλλέα Καζαντζίδη, που πούλησε τη μπουτίκ για 1,5 εκατομμύρια σε δραχμές και με αυτά τα λεφτά πήγα κατευθείαν στο Δενδροπόταμο.
Γιατί;
Αν θυμάσαι όλα τα πράγματα που είχε το Banal ήταν αντίκες από εκείνη την περιοχή. Μόνο στο κρεβάτι δεν ξάπλωσα μαζί τους (γελάει). Από το πρωί ως το βράδυ διαλέγαμε πράγματα και περιμέναμε τα λεωφορεία από τη Ρουμανία να φέρουν κάθε εβδομάδα τα καινούργια. Ο πολυέλαιος, όλα αυτά από εκεί ήταν. Με αυτά «έκτισα» το Banal. Ραπτομηχανές που έβαλα μάρμαρο από επάνω και ήταν τα τραπεζάκια του μαγαζιού.
Ο περίφημος πολυέλαιος στο μπαρ. Τον είχε προμηθευτεί στο Δενδροπόταμο
Και ξεκίνησες;
Κάτσε. Μόλις άνοιξε το Βanal μάς το έκλεισε η αστυνομία. Καταράστηκα και εγώ την πόλη και έγινε ο μεγάλος σεισμός (γελάει). Πιάνει η κατάρα μου, είμαι και σαββατογεννημένος.
Γιατί σας έκλεισαν;
Άλλη ιστορία; είναι αυτή και θα πάρει πολλές σελίδες για να την διηγηθώ. Κλείνει για ένα διάστημα το Banal, εμείς πηγαίνουμε στην Καβάλα, όπου περνάμε πολύ ωραία για ένα διάστημα και στο γυρισμό ανοίγουμε ξανά το μαγαζί, καθώς τελικά πήραμε την άδεια. Γιατί μη ξεχνάς ότι το Banal ήταν μεταξύ Μητροπόλεως, τη Μητρόπολη, δηλαδή και του αμερικάνικου προξενείου. Ήμασταν στη μέση. Και πολύ κοντά. Τελεία (χαμογελάει)
Το Banal ήταν προχωρημένο μαγαζί για την εποχή του, καθώς η σεξουαλική απελευθέρωση δεν ήταν ακόμη θέμα στην Ελλάδα.
Ήταν προχωρημένο; Δεν ξέρω εμείς κάναμε ένα πράγμα που το γουστάραμε. Ούτε φυσικά το κάναμε για τα λεφτά.
Κατάλαβες εκείνη τη στιγμή ότι έκανες κάτι διαφορετικό;
Κοίταξε, περνούσαμε καλά, αυτός ήταν ο στόχος μου εμένα. Από μικρός που θυμάμαι τη θεία Φανούλα, από τη μεριά της μάνα μου, καθόμουν στο σπίτι και διάβαζα τα μαθήματα μου. Δεν είναι ο στόχος της ζωής να περνάς καλά και ανέξοδα;
Τι ήταν το Banal; Πώς θα το περιέγραφες;
Άμα το δούμε με άλλο μάτι και με τα σημερινά δεδομένα όλοι είναι ενθουσιασμένοι. Ακόμη και μικρά αγόρια και κορίτσια το ήξεραν το Banal. «Καλά ήρθατε; Όποτε και να ήρθατε ήσασταν σπόροι», τους λέω. Κοίταξε, ήμασταν ελεύθεροι. Στο Παρίσι περιμέναμε να γίνει 2 η ώρα και να σκοτεινιάσει για να πάμε στην ντισκοτέκ Mentigot. Εκεί ήταν η γιαγιά-πορτιέρης, άνοιγε το παραθυράκι και σε κοιτούσε από τα νύχια μέχρι την κορφή για να σε αφήσει να μπεις μέσα. Τα τρία πρώτα χρόνια στο Banal υπήρχε μια κλασσική τετράφυλλη πόρτα-αντίκα, χτυπούσε το κουδούνι και έβγαινα εγώ και έλεγα «για να δω» (γελάει). Κάποια στιγμή ήρθε ένας βιομήχανος με μια μεγάλη παρέα και στο τέλος ήταν μια κοντή Ποντία και του λέω: «Καλέ, ποια είναι αυτή; Το εργατικό σου προσωπικό;» Και ήταν ο Ψωμιάδης (γελάει). Τι άλλο. Ακόμη το θυμάται.
«Ψάχναμε γόβες και περούκες για το σόου» ήταν το μότο της κάθε βραδιάς
Περιέγραψέ μου ένα βράδυ στο Βanal;
Είχαμε το πάλκο. Ήταν οργανωμένο αυτό που κάναμε. Ήμουν με τη Σοφία Φιλιππίδου, τον Κοσμά Φουντούκη, εγώ στο πρώτο μέρος να κάνω τη Βουγιουκλάκη. Όλοι ερχόντουσαν εκεί και ήταν καλοντυμένοι, επειδή το στυλ του μαγαζιού ήταν ωραίο, είχαμε πολλούς σχεδιαστές μόδας και γενικά ο όσμος ήταν προσεγμένος. Γιατί στην αρχή ήξεραν ότι δεν θα μπουν στο μαγαζί. Μια νύχτα στο Banal; Τι να σου πω τώρα; Είχαμε δύο ομάδες. Την Παρασκευή και το Σάββατο κάναμε εμείς το πρόγραμμα που μας έλεγαν οι «πρώτες» και μετά οι «δεύτερες» έκαναν ένα άλλο σόου. Αυτές όμως είχαν λεφτά και έκαναν υπερπαραγωγές. Μας έβαφε ο Τάκης ο κομμωτής και κάθε φορά μας ρωτούσε: «Τι θα κάνουμε σήμερα; Άντζελα Δημητρίου». Και τρέχαμε να βρούμε γόβες και φουστάνια. Κάναμε όμως το κέφι μας και γουστάραμε.
Έβγαζες λεφτά;
Βγάζαμε, πως δε βγάζαμε. Αλλά άφηνα εγώ λεφτά; Τα ξοδεύαμε. Πήγαινα κατευθείαν στη Νέα Υόρκη.
Από τι οικογένεια προέκυψε ο Ηρακλής Δούκας; Γονείς;
Τραϊανός ο μπαμπάς, η μαμά Άρτεμις, η αδελφή μου Ρόζα και εγώ ο Ηρακλής.
Ο Ηρακλής Δούκας σε βρεφική ηλικία
Τι οικογένεια;
Μεσοαστική. Ο μπαμπάς από μεγάλη οικογένεια με πολλά λεφτά, γιατί ο παππούς ήταν εργολάβος στη Θεσσαλονίκη.
Τι πήρες από τους γονείς;
Η μάνα μου ήταν λογίστρια. Γνωρίστηκαν στο οικονομικό του πανεπιστημίου. Η μαμά από καλή οικογένεια που ήρθαν από την Ιωνία και είχαν κτήματα στη Νιγρίτα. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι ήταν όπως σε μια εργατική οικογένεια. Με την ευκαιρία θα σου πω τί θεωρώ εγώ για τον εαυτό μου.
Πώς θα σε περιέγραφες;
Προέρχομαι από τις θεωρίες του Σωκράτη. Όπου τα φύλλα ήταν τρία. Αν διαβάσεις «Το Συμπόσιο» του Πλάτωνα θα δεις ότι τα γένη ήταν τρία. Αυτά που γίνονται τώρα μετά από πολύ αγώνα και σκέψη τα είχαν πει οι αρχαίοι. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που ήταν ιδιαίτερα τακτικό, πήγα στο Ε’ γυμνάσιο, μπήκα στο πανεπιστήμιο με υποτροφία, η αδελφή μου σπούδασε αγγλική φιλολογία.
Το καλλιτεχνικό από πού βγήκε;
Ο μπαμπάς ήταν τρομερός χορευτής και είχαμε στο σπίτι όπως συνέβαινε τότε πολύ συχνά πολλά κέφια. Ο μπαμπάς λεγόταν Τραϊανός, η παρέα τον φώναζαν τράγο, άρα ήταν πολύ αρσενικός. Τώρα πώς βγήκα εγώ το διαφορετικό…
Πότε το κατάλαβες;
Δεν κατάλαβα ποτέ και ούτε θα καταλάβω. Περνάω λοιπόν από τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, ερωτεύομαι και παντρεύομαι τον Καβάφη μαζί και τον Μαρωνίτη και πηδάω στο μέλλον, όπως θα είναι οι άνθρωποι. Δεν θα ενδιαφέρονται για το τι κάνει ο διπλανός και το τι είναι και τι δεν είναι.
Κάπως έτσι θα περιέγραφες τον εαυτό σου;
Ναι, με λίγα λόγια. Δεν είχα ποτέ κρεμαστεί επάνω σε κανέναν και έκανα μόνος μου τις δουλειές μου.
Έπαιρνες όμως ρίσκα. Έκανες πράγματα που δεν τα ήθελε ο πολύς ο κόσμος.
Αυτό μου έλειπε.
Οι σπουδές πώς ήταν;
Τρία χρόνια δραματική σχολή του Διονυσίου Καλού, που ήταν η μόνη μεγάλη και σοβαρή σχολή τότε. Στη συνέχεια μπήκα στο πανεπιστήμιο στο οικονομικό και συνέχισα ως διακοσμητής άλλα τρία χρόνια.
Η οικογένεια κεντροαριστερή;
Δεν ήταν δεξιοί, θα έλεγα ότι ήταν μια οικογένεια προοδευτική.
Η Θεσσαλονίκη εκείνα τα χρόνια πώς και έκανε τόσο προοδευτικά πράγματα; Ήταν η συγκυρία; Οι άνθρωποι;
Οι άνθρωποι οι κοινότητες και οι παρέες τα κάνουν όλα. Αυτή δημιουργούν την πρόοδο. Η Θεσσαλονίκη έχει βγάλει μεγάλα μυαλά στη λογοτεχνία. Είχαμε έναν Μαρωνίτη, έναν Χριστιανόπουλο, είχαμε σπουδαίο κόσμο. Εγώ το πρώτο έργο που έπαιξα στο θέατρο ήταν του Μπέρτολτ Μπρεχτ «ο άντρας είναι άντρας». Είχε ανθρώπους η πόλη και η κουλτούρα ήταν οργανωμένη.
Στη συνέχεια όμως συντηρητικοποιήθηκε.
Στη Θεσσαλονίκη επειδή εδώ είναι κάθε καρυδιάς καρύδι και δεν έχει πoλλoύς βέρoυς Θεσσαλονικείς υπάρχει πρώτα από όλα ζηλοφθονία. Να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα. Επίσης υπάρχει αρρώστια με το χρήμα. Έχει ανθρώπους που έχουν λεφτά και ταυτόχρονα η πόλη έχει και πολύ κουτσομπολιό. Δεν είναι το χωριάτικο κουτσομπολιό, είναι αυτό που σέρνεται κάτω από τα τραπέζια και τα κρεβάτια.
Σπάνια φωτογραφία: Ο Ηρακλής Δούκας με γραβάτα
Σε κουλτουριάρικο mood
Εσύ γιατί δεν πήγες στην Αθήνα;
Τι είμαι τυχοδιώκτης; Εξάλλου έχω πολλούς φίλους στην Αθήνα και όλη η Αθήνα ερχόταν στο Banal. Έχεις δει τον κατάλογο των ανθρώπων που έχουν περάσει από το μαγαζί.
Από αυτούς τους ανθρώπους ποιον θα διάλεγες; Ποιος ήταν ο πιο ξεχωριστός;
Ο καθένας ήταν μια προσωπικότητα που είτε σου κολλάει είτε όχι. Είτε είσαι με ανθρώπους της τέχνης και του θεάτρου, είτε της τεχνολογίας - η Θεσσαλονίκη έχει προσωπικότητες. Βέβαια τα χρόνια περνούν και όλα διαβρώνονται και φθίνουν. Θα σου πω μια ιστορία που δεν την έχω πει πουθενά. Εκείνα τα χρόνια ήθελα να μπω στο Πολυτεχνείο. Τα είχα με τη Σούλα και είχα ένα ψυχικό τραύμα.
Τι ψυχικό τραύμα;
Ένας περιπτεράς που ήταν συμμαθητής μου στο Ε’ γυμνάσιο με μαγνητοφώνησε όταν τον πήρα τηλέφωνο και του είπα: «Έλα μωρέ οι γυναίκες» και κάτι τέτοια. Τότε ήμασταν έφηβοι ακόμα. Και με κάλεσαν σε ένα σπίτι μια μέρα και μου έκαναν ανάκριση. Για αυτά που είχα πει. Φίλοι δήθεν με οκτώ εισαγωγικά. Έπαθα ένα σοκ και δεν έδωσα το μάθημα για να μπω την αρχιτεκτονική του Πολυτεχνείου. Και πήγα με ένα φίλο μου στο Άγιο Όρος για 15 μέρες. Εξαγνίστηκα (γελάει). Μετά είχα έναν άλλο μεγάλο έρωτα με τη Ναταλία. Εκείνα τα χρόνια έμεινα για τρία χρόνια σε ένα σπίτι επάνω στο Ωραιόκαστρο Και στη συνέχεια νοίκιασα ένα σπίτι στο κέντρο της πόλης κοντά στο Banal. Εκεί όπως σου είπα είχαμε ομάδες όπου γίνονταν ένας καλός διαγωνισμός μεταξύ μας. Επάνω ή στο υπόγειο είχαμε τα καμαρίνια, τα ρούχα, τα μπιζού και τα μακιγιάζ και βαφόμασταν με τις ώρες. Για να γίνω Μέριλιν.
Ο κόσμος πάντως ανταποκρίνονταν
Πάρα πολύ. Τότε είχαμε ενοίκιο 18.000 δραχμές για 80 τετραγωνικά. Το κλαμπ 54 του Ραπτάκη είχε ενοίκιο 50.000 δραχμές. Αν είχα πάρει αυτό το μαγαζί θα είχα ασχοληθεί μόνο με τη νύχτα, όμως δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Να φανταστείς ότι διώχναμε κόσμο στο Banal, χτυπούσε το κουδούνι και δεν πήγαινε κανείς για να ανοίξει. Βέβαια να πούμε ότι επάνω που ήταν οι τουαλέτες γινόταν ο χαμός. Eίχαν έρθει πλοία με ναύτες Aμερικανούς, με ναύτες Iσπανούς, είχε καεί το πελεκούδι. Εγώ βέβαια δεν μπορούσα να συμμετέχω γιατί ήμουν η τσατσά εκεί και έπρεπε να τις βάλω όλες σε μια σειρά.
Πάμε στο σήμερα. Το EuroPride εν έτει 2024. Πώς το βλέπεις;
Στην υγειά σου (γελάει). Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Εμένα με φώναξε κάποια στιγμή ο Μπουτάρης για να αναλάβω τη διοργάνωση του αρχικού Pride. Εγώ βέβαια αυτό το έχω κάνει ζωή. Είμαι περήφανος. Περήφανος όμως γιατί; Γιατί όλα αυτά τα έχω κάνει. Δεν είμαι περήφανος γιατί είμαι λουλού. Λέω λοιπόν στον Μπουτάρη ότι ο κόσμος θέλει να διασκεδάσει, να βγει από το καθιερωμένο, να κάνει μια επανάσταση από το οικογενειακό κελί, το οικογενειακό υπόγειο αν θες. Έχω πάει σε πολύ πρόστυχα μαγαζιά στη Νέα Υόρκη (γελάει). Έχουν δει τα ματάκια μου (χαμογελάει).
Δεν μου απάντησες για το ΕuroPride.
Eγώ εκεί είδα ένα τρελό καρναβάλι και δεν πήγα ποτέ.
Το βλέπεις λίγο υπερβολικό;
Δεν το βλέπω υπερβολικό, το βλέπω λίγο λάθος.
Γιατί;
Για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχήν, τι θα πει pride, τι θα πει περηφάνια. Να πιάσεις ένα από αυτά τα μικρά από το αυτί και να το ρωτήσεις: «Εσύ, παιδί μου, γιατί είσαι περήφανος; Τι έχεις κάνει στη ζωή σου;» Και μιλώ μεταφορικά. Άρα, η λέξη pride διαγράφεται και φεύγει. Άλλο η διαφορετικότητα και άλλο η περηφάνια. Δηλαδή, είμαι περήφανος επειδή έχω αυτό τον ερωτικό ή σεξουαλικό προσανατολισμό; Eίμαι περήφανος γιατί είμαι ωραίος; Σεβαστό. Από εκεί και ύστερα όμως είναι σκοτάδι. Ευτυχώς στα δέκα άτομα που βοηθήσαμε το κίνημα αυτό να πάει μπροστά τα μισά είναι από το πανεπιστήμιο. Τρεις ή τέσσερις από αυτά είναι καθηγήτριες και ξέρουν τι λένε. Είμαι περήφανος γιατί έχω γνωρίσει τον εαυτό μου. Έχεις δηλαδή, το «γνώθι σαυτόν», έχω δηλαδή, αναλύσει τον εαυτό μου, τον έχω δοκιμάσει. Πως μπορείς να πεις ότι είμαι το τάδε όταν αυτό δεν έχει περάσει στο αίμα σου και στο μυαλό σου; Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό για όλους. Για αυτό λέω παιδιά easy, φρόνιμα. Κάντε ένα καλαίσθητο πράγμα.
Να μην έχει και υπερβολές.
Να έχει υπερβολές; Να γίνουμε Άρης, ΠΑΟΚ Ηρακλής, μια μάζα απολύτως κατευθυνόμενη;
Το Σαββατοκύριακο θα είσαι εδώ;
Δεν πηγαίνω σε παρελάσεις, εκτός αν έχει καλούς τσολιάδες (γελάει). Η καλύτερη ατάκα, έτσι;
Είσαι ικανοποιημένος από τη ζωή σου;
Είμαι ο άνθρωπος από το παρελθόν στο μέλλον. Στο σπίτι η καθημερινότητα ήταν σκληρή. Κάθε βράδυ όταν η μητέρα μου επέστρεφε από τη δουλειά τής έλεγα τα μαθήματα, αλλά με άφηνε όλη την ημέρα ελεύθερο και έπαιζα.
Το μότο ζωής ποιο είναι;
Γαμώτο είναι το μότο.
Υπάρχει κάτι με το οποίο χαλαρώνεις;
Με τον καφέ χαλαρώνω. Και με ορισμένα άλλα πράγματα (χαμογελάει).
Συνάντηση ζωής;
Με τον Τσαρούχη. Συνεργαστήκαμε. Φυσικά ερχόταν στο Banal. Ο Τσαρούχης ήταν μεγάλος δάσκαλος, όπως και ο Μάνος Χατζιδάκις.
Με κανονική ενδυμασία σε γλέντι του Antenna
Στα καμαρίνια: Με Τάκη Ζαχαράτο, Σοφία Βόσσου, Γιώργο Μαζωνάκη
Με τον Τάκη Ζαχαράτο: «Με αποκαλούσε δάσκαλό του», λέει ο Ηρακλής Δούκας
Τον είχες συναντήσει, έτσι;
Τον έφερε η Γαλάνη και ο Παγιατάκης στο Banal. Εκείνη την ημέρα ήταν Απόκριες και εγώ είχα κάνει προέκταση του παταριού έως την είσοδο του μαγαζιού. Τότε όλη αυτή η παρέα του Antenna, όπου Χατζιδάκις εκείνη την περίοδο έκανε μια εκπομπή, κάθισε σε ένα τραπέζι. Εμείς εκείνη την ημέρα στο σόου είχαμε μαύρες τραγουδίστριες και εγώ έβγαινα στο τέλος ως Τίνα Τάρνερ. Την είδε τη σκηνή ο Χατζιδάκις και τρελάθηκε. Μέχρι σήμερα η Γαλάνη θυμάται πως ο Χατζιδάκις έκανε σαν μωρό γιατί θυμήθηκε τα νιάτα του που ήταν στο Σαν Φρανσίσκο. Και έκανε την άλλη μέρα εκπομπή και είπε ότι ήμασταν στο Banal σε ένα μαγαζί του δαιμόνιου Ηγακλή Δούκα (γελάει). Ο Τσαρούχης από την άλλη ήταν δάσκαλος και φιλοσοφημένος. Αυτά είναι modus vivendi. Όταν ξεκινάς με τον Kουν, κορυφή κορόνα, συνεχίζεις με τον Mάνο και με ανθρώπους σαν τη Δώρα Στράτου, που είναι όλοι δημιουργημένοι άνθρωποι και κορυφές, τότε είναι το τέλειο. Ή τουλάχιστον είναι πολλές κλάσεις πιο τέλειος από μένα ή από κάποιον άλλο. Και αυτός βέβαια όπως και εγώ ταλαιπωρήθηκε και από μπούλινγκ. Τους πιο παλιούς τους σέβομαι και με σέβονται, γιατί η σχέση μας ήταν καλή. Αλλά φαντάσου ότι το μαγαζί μας το έχουν σπάσει τρεις φορές, ενώ άλλες τρεις φορές το λήστεψαν. Είχαμε επιχείρηση «Αρετή» και κλούβες έξω από το μαγαζί. Έτσι λοιπόν έχει σημασία να ξέρεις ότι για να φτάσουμε στο σημερινό Pride προηγήθηκαν όλα αυτά.
«Kάναμε το κέφι μας και γουστάραμε», δηλώνει για τις παραστάσεις της εποχής
Μια πολιτική ερώτηση. Ο Στέφανος Κασσελάκης έχει παίξει ένα θετικό ρόλο στο να αναγνωρίσει ο κόσμος τη διαφορετικότητα;
Ένα θα σου πω. Μόνο που βγαίνουν αυτές που παριστάνουν τις εκφωνήτριες με μαλλί από το κομμωτήριο και λένε ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πήγε να πάρει τον άντρα του (γελάει), αρκεί. Αυτό μόνο βάλτο σε μια οικογένεια συντηρητική που βρωμάει από τη σαπίλα που μάς έχεις λιώσει τη ζωή ολόκληρη, αρκεί. Τι άλλο να πω. Όλα αυτά που κάνει ο Κασσελάκης τα έχω κάνει επί 1000.
Η ερώτηση με το μαγικό ραβδί για το τέλος: αν το είχες θα άνοιγες ξανά το Banal;
Θα το ξαναάνοιγα με κλειστά τα μάτια και μού το έχουν προτείνει πολλοί, αλλά χρήμα δεν βλέπω να πέφτει. Οπότε εγώ δεν έχω λεφτά να ξανακάνω το Banal. Μπορώ όμως να τους κάνω τη ζωή ρόδινη, αν με ακούσουν. Αυτό είναι η μια απάντηση. Η δεύτερη απάντηση είναι η εξής. Το μαγικό ραβδί πόσους πόντους είναι;
Όσο θέλεις. 10 πόντοι;
10 πόντους; Μπάμια; Όχι, θα το μεταμόρφωνα σε ένα τεράστιο προσκυνηματικό φαλλό να περνούν οι αρχαίες νύμφες και να προσκυνούν.
ΣΧΟΛΙΑ