ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΣΥΡΙΖΑ- Μ. Καπνισάκης: Ο κ. Μητσοτάκης γνώριζε - Καιρός να μάθουμε κι εμείς την αλήθεια

Με άρθρο τοποθετήθηκε ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ

 03/08/2024 13:36

ΣΥΡΙΖΑ- Μ. Καπνισάκης: Ο κ. Μητσοτάκης γνώριζε - Καιρός να μάθουμε κι εμείς την αλήθεια

Άρθρο του διευθυντή του πολιτικού γραφείου του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, Μανώλη Καπνισάκη δημοσιεύεται στην εφημερίδα των Συντακτών.

Αναφερόμενος στην υπόθεση των υποκολπών και με τίτλο: «Ο κ. Μητσοτάκης γνώριζε – Καιρός να μάθουμε κι εμείς την αλήθεια», γράφει:

«Πέρα από τις ελλείψεις, παραλείψεις και πλημμέλειες του πορίσματος αρχειοθέτησης του σκανδάλου των υποκλοπών, οι οποίες έπρεπε να τεθούν υπόψιν της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής (αίτημα που αρνήθηκε η κυβέρνηση, διαπράττοντας έτσι τη «συγκάλυψη της συγκάλυψης» του σκανδάλου), εν προκειμένω υπάρχουν και πολιτικές διαστάσεις και διαπιστώσεις που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης:

Α. Σύμφωνα με τις παραδοχές των Εισαγγελέων του Αρείου Πάγου, οι παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ του μισού υπουργικού συμβουλίου, πολιτικών αρχηγών, στελεχών των ενόπλων δυνάμεων, κρατικών λειτουργών, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών, ήταν καθ’ όλα νόμιμες.

Σύμφωνα με τον νόμο, αυτό σημαίνει ότι για τα συγκεκριμένα πρόσωπα υφίσταντο (τουλάχιστον) ενδείξεις που αφορούσαν σε λόγους εθνικής ασφαλείας, ιδίως μάλιστα για όσους/ες εξ αυτών η παρακολούθηση διήρκησε για μεγάλο χρονικό διάστημα (σε κάποιες περιπτώσεις άνω του έτους) με συνεχείς ανανεώσεις μέσω διαδοχικών εισαγγελικών διατάξεων.

Με δεδομένο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως ο πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ από την πρώτη ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του, παραλάμβανε καθημερινώς μέσω του κ. Δημητριάδη τα σχετικά ενημερωτικά δελτία από την ΕΥΠ, δυο εκδοχές υπάρχουν:

είτε συνέτρεχαν πράγματι «λόγοι εθνικής ασφαλείας» για κάποιους εκ των στενότερων συνεργατών του πρωθυπουργού, χωρίς όμως ο ίδιος να τους απομακρύνει από τα καθήκοντά τους κατά τη διάρκεια της παρακολούθησής τους από την ΕΥΠ, κάτι που ισχύει και για την περίπτωση του πρώην Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, κου. Χρήστου Μπαρδάκη, ο οποίος κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο προΐστατο των ερευνών σε σοβαρότατες οικονομικές υποθέσεις (μεταξύ αυτών και το σκάνδαλο Novartis), είτε δεν υπήρχαν λόγοι εθνικής ασφαλείας και ο πρωθυπουργός, παραβιάζοντας το Σύνταγμα και το νόμο, εργαλειοποίησε για ιδιοτελείς λόγους την ΕΥΠ, επιδιώκοντας - μέσω νομότυπων μεν, πλην όμως παράνομων κατ’ ουσίαν παρακολουθήσεων - να ελέγχει κορυφαίους πολιτειακούς, επιχειρηματικούς και δημοσιογραφικούς παράγοντες της χώρας.

Β. Οι εισαγγελικοί λειτουργοί του Αρείου Πάγου αποφάνθηκαν ότι είναι συμπτωματικό γεγονός πως από τα 87 άτομα που παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ (σύμφωνα με την ΑΔΑΕ), τα 27 είχαν τεθεί στο στόχαστρο παρακολούθησης και μέσω του παράνομου λογισμικού Predator.

Κατέληξαν, δηλαδή, σε δικανική κρίση, ότι αυτό ήταν… μία απλή σύμπτωση, η οποία δεν συνιστά ένδειξη ύπαρξης ενιαίου κέντρου παρακολουθήσεων μεταξύ ΕΥΠ και Predator. Ωστόσο, η παραδοχή αυτή καταρρίπτεται αναντίλεκτα μόνο από τα εξής στοιχεία:

(α) Δύο τουλάχιστον πρόσωπα (η κα. Άρτεμις Σίφορντ και η κα. Πηνελόπη Μηνιάτη, διευθύντρια εγκληματολογικών εργαστηρίων της ΕΛΑΣ, η οποία κατά τον κρίσιμο χρόνο ερευνούσε τη δολοφονία Καραϊβάζ) έλαβαν το μήνυμα παγίδευσης από το Predator με παραποιημένο σύνδεσμο εμβολιασμού για Covid19 λίγο μετά από την αίτησή τους για αναμνηστική δόση κι ενώ βρίσκονταν ήδη υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ.

Αυτό σημαίνει, άνευ ετέρου, ότι τα προσωπικά τους στοιχεία και ο αριθμός του τηλεφώνου τους δόθηκαν στους χειριστές του Predator είτε από το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης που διεξήγαγε την καμπάνια για τον εμβολιασμό, είτε από την ΕΥΠ που ήδη τις παρακολουθούσε.

(β) Το ίδιο χρονικό διάστημα - που σύμφωνα με την κυβέρνηση και τον Εισαγγελέα του Α.Π δεν προκύπτει οιαδήποτε σχέση, συνεργασία ή εμπλοκή μεταξύ της ΕΥΠ ή άλλων κρατικών υπηρεσιών με τις εταιρείες που εγκατέστησαν και χρησιμοποιούσαν το Predator στην Ελλάδα, αφ’ ενός το Υπουργείο Εξωτερικών, δια του Γενικού Γραμματέα κου. Γιάννη Σμυρλή (ο οποίος στη συνέχεια ‘αναβαθμίστηκε’ σε Γενικό Διευθυντή της ΝΔ), χορήγησε άδειες εξαγωγής του κακόβουλου λογισμικού σε χώρες με απολυταρχικά καθεστώτα κι αφ’ ετέρου είχε συνταχθεί και ανταλλαγεί ηλεκτρονικά μεταξύ της ΕΥΠ και της αρμόδιας υπηρεσίας της Β. Μακεδονίας προσχέδιο διακρατικού μνημονίου συνεργασίας για την κυβερνοασφάλεια, στο οποίο (ηλεκτρονικό έγγραφο) είχε κάνει παρεμβάσεις και διορθώσεις υψηλόβαθμο στέλεχος της Intellexa.

(γ) Με το κατασκοπευτικό λογισμικό στοχοποιήθηκαν μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, μεταξύ αυτών και ο τότε Υπουργός Εξωτερικών κ. Ν. Δένδιας.

Αυτό σημαίνει ότι εν προκειμένω στοιχειοθετήθηκαν - είτε εν αποπείρα είτε ως τετελεσμένα - τα κακουργήματα των άρθρων 146 (παραβίαση μυστικών της Πολιτείας) και 148 (κατασκοπεία) του Ποινικού Κώδικα.

Η μη άσκηση ποινικής δίωξης για τα προαναφερόμενα κακουργήματα θέτει εν αμφιβόλω όχι μόνο την αξιοπιστία των παραδοχών του πορίσματος του κου. Αχιλλέα Ζήση, αλλά και την ίδια την διεξαχθείσα προκαταρκτική εξέταση. Κι αυτό διότι μόνο η «παράλειψη» κλήτευσης και κατάθεσης εκείνων που αποδεδειγμένα στοχοποιήθηκαν με το κακόβουλο λογισμικό, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυτό το αποτέλεσμα (δηλαδή, τη μη άσκηση δίωξης για κατασκοπεία κ.λπ.). «Παράλειψη» που θα ήταν αδιανόητη για Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και η οποία αν επιβεβαιωθεί, θα αποδεικνύει όχι μόνο την ύπαρξη του «ενιαίου κέντρου», αλλά και την κυβερνητική βούληση (αλλά και απόφαση, όπως αποδείχθηκε από την στάση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής) για παροχή δικαστικής ασυλίας στους μετέχοντες αυτού…

Καταληκτικώς, το αδιάσειστο γεγονός είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης γνώριζε επακριβώς τι συνέβαινε, δεδομένου ότι ήταν ο «προϊστάμενος» των υποκλοπών. Αδιαμφισβήτητο είναι, επίσης, το γεγονός ότι η χώρα μας έχει εισέλθει προ καιρού σ’ ένα πολύ σκοτεινό δρόμο κατάλυσης του δικαίου και περιστολής συνταγματικών δικαιωμάτων, που οδηγεί σε πολύ επικίνδυνες ατραπούς. Είναι χρέος των δημοκρατικών δυνάμεων και κάθε δημοκρατικού πολίτη, να μην επιτρέψουμε αυτό το μέγα σκάνδαλο, που ακουμπά τον πυρήνα της Δημοκρατίας, να θαφτεί στο σκοτάδι».

Άρθρο του διευθυντή του πολιτικού γραφείου του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, Μανώλη Καπνισάκη δημοσιεύεται στην εφημερίδα των Συντακτών.

Αναφερόμενος στην υπόθεση των υποκολπών και με τίτλο: «Ο κ. Μητσοτάκης γνώριζε – Καιρός να μάθουμε κι εμείς την αλήθεια», γράφει:

«Πέρα από τις ελλείψεις, παραλείψεις και πλημμέλειες του πορίσματος αρχειοθέτησης του σκανδάλου των υποκλοπών, οι οποίες έπρεπε να τεθούν υπόψιν της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής (αίτημα που αρνήθηκε η κυβέρνηση, διαπράττοντας έτσι τη «συγκάλυψη της συγκάλυψης» του σκανδάλου), εν προκειμένω υπάρχουν και πολιτικές διαστάσεις και διαπιστώσεις που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης:

Α. Σύμφωνα με τις παραδοχές των Εισαγγελέων του Αρείου Πάγου, οι παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ του μισού υπουργικού συμβουλίου, πολιτικών αρχηγών, στελεχών των ενόπλων δυνάμεων, κρατικών λειτουργών, δημοσιογράφων και επιχειρηματιών, ήταν καθ’ όλα νόμιμες.

Σύμφωνα με τον νόμο, αυτό σημαίνει ότι για τα συγκεκριμένα πρόσωπα υφίσταντο (τουλάχιστον) ενδείξεις που αφορούσαν σε λόγους εθνικής ασφαλείας, ιδίως μάλιστα για όσους/ες εξ αυτών η παρακολούθηση διήρκησε για μεγάλο χρονικό διάστημα (σε κάποιες περιπτώσεις άνω του έτους) με συνεχείς ανανεώσεις μέσω διαδοχικών εισαγγελικών διατάξεων.

Με δεδομένο ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως ο πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ από την πρώτη ημέρα ανάληψης των καθηκόντων του, παραλάμβανε καθημερινώς μέσω του κ. Δημητριάδη τα σχετικά ενημερωτικά δελτία από την ΕΥΠ, δυο εκδοχές υπάρχουν:

είτε συνέτρεχαν πράγματι «λόγοι εθνικής ασφαλείας» για κάποιους εκ των στενότερων συνεργατών του πρωθυπουργού, χωρίς όμως ο ίδιος να τους απομακρύνει από τα καθήκοντά τους κατά τη διάρκεια της παρακολούθησής τους από την ΕΥΠ, κάτι που ισχύει και για την περίπτωση του πρώην Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, κου. Χρήστου Μπαρδάκη, ο οποίος κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο προΐστατο των ερευνών σε σοβαρότατες οικονομικές υποθέσεις (μεταξύ αυτών και το σκάνδαλο Novartis), είτε δεν υπήρχαν λόγοι εθνικής ασφαλείας και ο πρωθυπουργός, παραβιάζοντας το Σύνταγμα και το νόμο, εργαλειοποίησε για ιδιοτελείς λόγους την ΕΥΠ, επιδιώκοντας - μέσω νομότυπων μεν, πλην όμως παράνομων κατ’ ουσίαν παρακολουθήσεων - να ελέγχει κορυφαίους πολιτειακούς, επιχειρηματικούς και δημοσιογραφικούς παράγοντες της χώρας.

Β. Οι εισαγγελικοί λειτουργοί του Αρείου Πάγου αποφάνθηκαν ότι είναι συμπτωματικό γεγονός πως από τα 87 άτομα που παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ (σύμφωνα με την ΑΔΑΕ), τα 27 είχαν τεθεί στο στόχαστρο παρακολούθησης και μέσω του παράνομου λογισμικού Predator.

Κατέληξαν, δηλαδή, σε δικανική κρίση, ότι αυτό ήταν… μία απλή σύμπτωση, η οποία δεν συνιστά ένδειξη ύπαρξης ενιαίου κέντρου παρακολουθήσεων μεταξύ ΕΥΠ και Predator. Ωστόσο, η παραδοχή αυτή καταρρίπτεται αναντίλεκτα μόνο από τα εξής στοιχεία:

(α) Δύο τουλάχιστον πρόσωπα (η κα. Άρτεμις Σίφορντ και η κα. Πηνελόπη Μηνιάτη, διευθύντρια εγκληματολογικών εργαστηρίων της ΕΛΑΣ, η οποία κατά τον κρίσιμο χρόνο ερευνούσε τη δολοφονία Καραϊβάζ) έλαβαν το μήνυμα παγίδευσης από το Predator με παραποιημένο σύνδεσμο εμβολιασμού για Covid19 λίγο μετά από την αίτησή τους για αναμνηστική δόση κι ενώ βρίσκονταν ήδη υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ.

Αυτό σημαίνει, άνευ ετέρου, ότι τα προσωπικά τους στοιχεία και ο αριθμός του τηλεφώνου τους δόθηκαν στους χειριστές του Predator είτε από το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης που διεξήγαγε την καμπάνια για τον εμβολιασμό, είτε από την ΕΥΠ που ήδη τις παρακολουθούσε.

(β) Το ίδιο χρονικό διάστημα - που σύμφωνα με την κυβέρνηση και τον Εισαγγελέα του Α.Π δεν προκύπτει οιαδήποτε σχέση, συνεργασία ή εμπλοκή μεταξύ της ΕΥΠ ή άλλων κρατικών υπηρεσιών με τις εταιρείες που εγκατέστησαν και χρησιμοποιούσαν το Predator στην Ελλάδα, αφ’ ενός το Υπουργείο Εξωτερικών, δια του Γενικού Γραμματέα κου. Γιάννη Σμυρλή (ο οποίος στη συνέχεια ‘αναβαθμίστηκε’ σε Γενικό Διευθυντή της ΝΔ), χορήγησε άδειες εξαγωγής του κακόβουλου λογισμικού σε χώρες με απολυταρχικά καθεστώτα κι αφ’ ετέρου είχε συνταχθεί και ανταλλαγεί ηλεκτρονικά μεταξύ της ΕΥΠ και της αρμόδιας υπηρεσίας της Β. Μακεδονίας προσχέδιο διακρατικού μνημονίου συνεργασίας για την κυβερνοασφάλεια, στο οποίο (ηλεκτρονικό έγγραφο) είχε κάνει παρεμβάσεις και διορθώσεις υψηλόβαθμο στέλεχος της Intellexa.

(γ) Με το κατασκοπευτικό λογισμικό στοχοποιήθηκαν μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, μεταξύ αυτών και ο τότε Υπουργός Εξωτερικών κ. Ν. Δένδιας.

Αυτό σημαίνει ότι εν προκειμένω στοιχειοθετήθηκαν - είτε εν αποπείρα είτε ως τετελεσμένα - τα κακουργήματα των άρθρων 146 (παραβίαση μυστικών της Πολιτείας) και 148 (κατασκοπεία) του Ποινικού Κώδικα.

Η μη άσκηση ποινικής δίωξης για τα προαναφερόμενα κακουργήματα θέτει εν αμφιβόλω όχι μόνο την αξιοπιστία των παραδοχών του πορίσματος του κου. Αχιλλέα Ζήση, αλλά και την ίδια την διεξαχθείσα προκαταρκτική εξέταση. Κι αυτό διότι μόνο η «παράλειψη» κλήτευσης και κατάθεσης εκείνων που αποδεδειγμένα στοχοποιήθηκαν με το κακόβουλο λογισμικό, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυτό το αποτέλεσμα (δηλαδή, τη μη άσκηση δίωξης για κατασκοπεία κ.λπ.). «Παράλειψη» που θα ήταν αδιανόητη για Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και η οποία αν επιβεβαιωθεί, θα αποδεικνύει όχι μόνο την ύπαρξη του «ενιαίου κέντρου», αλλά και την κυβερνητική βούληση (αλλά και απόφαση, όπως αποδείχθηκε από την στάση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής) για παροχή δικαστικής ασυλίας στους μετέχοντες αυτού…

Καταληκτικώς, το αδιάσειστο γεγονός είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης γνώριζε επακριβώς τι συνέβαινε, δεδομένου ότι ήταν ο «προϊστάμενος» των υποκλοπών. Αδιαμφισβήτητο είναι, επίσης, το γεγονός ότι η χώρα μας έχει εισέλθει προ καιρού σ’ ένα πολύ σκοτεινό δρόμο κατάλυσης του δικαίου και περιστολής συνταγματικών δικαιωμάτων, που οδηγεί σε πολύ επικίνδυνες ατραπούς. Είναι χρέος των δημοκρατικών δυνάμεων και κάθε δημοκρατικού πολίτη, να μην επιτρέψουμε αυτό το μέγα σκάνδαλο, που ακουμπά τον πυρήνα της Δημοκρατίας, να θαφτεί στο σκοτάδι».

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία