Σκέρτσος: Προσαρμογή και ανθεκτικότητα σε ένα κλίμα που αλλάζει
25/08/2024 16:00
25/08/2024 16:00
Περί κλιματικής αλλαγής, πολιτικής προστασίας, πυρκαγιών αλλά και των ακολουθούμενων πολιτικών ο λόγος, στο άρθρο του υπουργού Επικρατείας, 'Ακη Σκέρτσου, στην «Καθημερινή».
«Ως άπιστοι Θωμάδες παρακολουθήσαμε, δυστυχώς, τις προηγούμενες δεκαετίες μια άγονη πολιτική διαμάχη για το αν η κλιματική αλλαγή υφίσταται καν. Με τους αρνητές της να επιτίθενται στην επιστήμη, να σπέρνουν το σπόρο της αμφιβολίας και να αποπροσανατολίζουν τις κοινωνίες από τα βήματα προσαρμογής και αλλαγής πορείας που έπρεπε να έχουν γίνει νωρίτερα. Και που δυστυχώς ακόμη δεν έχουν γίνει από τις μεγάλες παγκόσμιες οικονομίες με τρόπο αποφασιστικό που θα πατήσει φρένο στην αύξηση της θερμοκρασίας», σημειώνει, μεταξύ άλλων, με την ταυτόχρονη επισήμανση, «η απειλή είναι υπαρξιακού χαρακτήρα για εμάς και τα παιδιά μας. Αν δεν αλλάξουμε συλλογικά ως κοινωνίες και ατομικά ο καθένας τον τρόπο ζωής μας ώστε να αφήνουμε μικρότερο ανθρακικό αποτύπωμα στο περιβάλλον, οι προβλέψεις όλων των σοβαρών διεθνών επιστημονικών φορέων είναι ότι ο θερμοστάτης της γης θα αυξηθεί κατά 2,5 έως 4,5 επιπλέον βαθμούς έως το 2100. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται και ήδη βιώνουμε...».
Και, πιο συγκεκριμένα, «ξηρασία, ανομβρία, λειψυδρία, αφόρητη ζέστη τα καλοκαίρια, συχνότερες και πολύ μεγαλύτερης έντασης -έως και 10 φορές- πυρκαγιές και πλημμύρες που πλέον βλέπουμε να μπαίνουν απειλητικά στα σπίτια μας, μετακινήσεις πληθυσμών λόγω της αλλαγής του κλίματος από ακόμη πιο θερμές περιοχές, ελλείψεις σε βασικά αγαθά διατροφής. Κανείς μας δεν μπορεί από μόνος του να αντιμετωπίσει αυτό που ήδη ζούμε ως νέα πραγματικότητα. Απαιτείται μια πλατιά κοινωνική, οικονομική και πολιτική συμμαχία συνειδητοποίησης και ευθύνης στη βάση μιας νέας κουλτούρας πρόληψης και ασφάλειας», γράφει ο 'Α. Σκέρτσος και εξειδικεύει για τη χώρα μας αμέσως μετά:
«Τα τελευταία 5 χρόνια έχουμε κάνει για πρώτη φορά σημαντικά βήματα ως χώρα για να καλύψουμε αυτό το χαμένο έδαφος και να βελτιώσουμε την ανθεκτικότητα των υποδομών μας απέναντι στην κλιματική κρίση. Μένουν ακόμη να γίνουν πολλά. Όμως επιτέλους η Ελλάδα κινείται και αλλάζει. Η χώρα μας είναι σήμερα πρωταθλήτρια στην Ευρώπη και τον κόσμο στην εγκατάσταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Είναι πλέον παραπάνω από εφικτό ότι έως το 2030 θα έχουμε καλύψει τις ενεργειακές μας ανάγκες κατά 80% τουλάχιστον από τον ήλιο, τον αέρα και το νερό. Η ηλεκτροκίνηση μπαίνει όλο και ταχύτερα στις ζωές μας από τα αυτοκίνητα έως τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ενώ στη διαχείριση των απορριμμάτων μας μπήκαν επιτέλους οι βάσεις για να ανατραπεί η αδικαιολόγητη καθυστέρηση που είχαμε ως χώρα στην ανακύκλωση αλλά και στην ολοκληρωμένη και βιώσιμη διαχείριση των σκουπιδιών μας».
Ταυτόχρονα, «για πρώτη φορά στην ιστορία της μεταπολίτευσης διεκδικήσαμε και κατοχυρώσαμε πολύ σημαντικούς ευρωπαϊκούς πόρους σε δύο επίπεδα, της πολιτικής προστασίας και της προστασίας των δασών. Συνολικά διαθέτουμε 3 δισεκ. ευρώ δημοσίων επενδύσεων, 1 δισεκ. για καθαρισμούς δασών και αναδασώσεις μέσω του προγράμματος Anti-Nero και 2,1 δισεκ. μέσω του προγράμματος ΑΙΓΙΣ για την αναβάθμιση της πολιτικής προστασίας. Αν αναλογιστούμε ότι κάθε χρόνο οι πιστώσεις που διαχειριζόταν κάθε δασική υπηρεσία για το έργο της πρόληψης δεν ξεπερνούσαν τις 20.000 ευρώ, γίνεται αντιληπτή η χαώδης διαφορά του χθες με το σήμερα».
Σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, «δυστυχώς καμία κυβέρνηση έως το 2019 δεν είχε ως προτεραιότητα έναν σύγχρονο και αποτελεσματικό μηχανισμό πολιτικής προστασίας. Μέσα σε 5 χρόνια χτίστηκε πρακτικά από το μηδέν ένα νέο καθετοποιημένο Υπουργείο κλιματικής κρίσης και πολιτικής προστασίας που καλείται να υλοποιήσει μια μεγάλη μεταρρύθμιση ενώ ταυτόχρονα κάνει διαρκή διαχείριση της κλιματικής κρίσης με τις μέγα πυρκαγιές και τις πλημμύρες που αντιμετωπίζει».
Ειδικότερα, «οι επενδύσεις που υλοποιούνται οδηγούν σε νέο στόλο εναέριων και επίγειων μέσων για την πυροσβεστική μας έχουν προκηρυχθεί κατά 82%, 1,7 δισεκ. ευρώ, έως σήμερα και το 23% έχει ήδη συμβασιοποιηθεί. 3.000 επιπλέον πυροσβέστες συνδράμουν το έργο της πυροσβεστικής μαζί με 50% αύξηση στα εναέρια μέσα και 4 φορές υψηλότερο τακτικό προϋπολογισμό συγκριτικά με το 2019. Υστερούσαμε επίσης στο ζήτημα του καθαρισμού οικοπέδων και δασών. Και σ' αυτό το πεδίο υπήρξε σημαντική πρόοδος και η πολιτική αυτή απέδωσε. Από διασταυρωμένα στοιχεία προκύπτει ότι 8 στα 10 κτίρια που κάηκαν στη ΒΑ Αττική δεν ήταν σε καθαρισμένα οικόπεδα. Αντιθέτως όπου έγιναν πολλοί και συστηματικοί καθαρισμοί (πάνω από 82.000 στους 8 δήμους της περιοχής) η φωτιά σταμάτησε στα όρια των οικισμών και σε όποιον οικισμό μπήκε δεν έπληξε κτίρια με καθαρισμένο τον περιβάλλοντα χώρο».
Και στο δια ταύτα, «το ερώτημα είναι λοιπόν ένα: Είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε, να προσαρμοστούμε και να αντέξουμε στα νέα κλιματικά δεδομένα; Η απάντηση είναι εμφατικά ναι. Τίποτα από όλα αυτά που ζούμε δεν αποτελεί μια νομοτέλεια που απλά πρέπει να υποστούμε μοιρολατρικά. Η προσαρμογή και η ανθεκτικότητα είναι στο χέρι μας. Με μια προϋπόθεση όμως: να συνειδητοποιήσουμε και να συμφωνήσουμε όλοι και όλες ότι το μέγεθος της απειλής -αλλά και της αλλαγής που καλούμαστε να κάνουμε- είναι τέτοιο που απαιτεί καθολική συστράτευση και συνεργασία κράτους, δήμων και πολιτών».
Περί κλιματικής αλλαγής, πολιτικής προστασίας, πυρκαγιών αλλά και των ακολουθούμενων πολιτικών ο λόγος, στο άρθρο του υπουργού Επικρατείας, 'Ακη Σκέρτσου, στην «Καθημερινή».
«Ως άπιστοι Θωμάδες παρακολουθήσαμε, δυστυχώς, τις προηγούμενες δεκαετίες μια άγονη πολιτική διαμάχη για το αν η κλιματική αλλαγή υφίσταται καν. Με τους αρνητές της να επιτίθενται στην επιστήμη, να σπέρνουν το σπόρο της αμφιβολίας και να αποπροσανατολίζουν τις κοινωνίες από τα βήματα προσαρμογής και αλλαγής πορείας που έπρεπε να έχουν γίνει νωρίτερα. Και που δυστυχώς ακόμη δεν έχουν γίνει από τις μεγάλες παγκόσμιες οικονομίες με τρόπο αποφασιστικό που θα πατήσει φρένο στην αύξηση της θερμοκρασίας», σημειώνει, μεταξύ άλλων, με την ταυτόχρονη επισήμανση, «η απειλή είναι υπαρξιακού χαρακτήρα για εμάς και τα παιδιά μας. Αν δεν αλλάξουμε συλλογικά ως κοινωνίες και ατομικά ο καθένας τον τρόπο ζωής μας ώστε να αφήνουμε μικρότερο ανθρακικό αποτύπωμα στο περιβάλλον, οι προβλέψεις όλων των σοβαρών διεθνών επιστημονικών φορέων είναι ότι ο θερμοστάτης της γης θα αυξηθεί κατά 2,5 έως 4,5 επιπλέον βαθμούς έως το 2100. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται και ήδη βιώνουμε...».
Και, πιο συγκεκριμένα, «ξηρασία, ανομβρία, λειψυδρία, αφόρητη ζέστη τα καλοκαίρια, συχνότερες και πολύ μεγαλύτερης έντασης -έως και 10 φορές- πυρκαγιές και πλημμύρες που πλέον βλέπουμε να μπαίνουν απειλητικά στα σπίτια μας, μετακινήσεις πληθυσμών λόγω της αλλαγής του κλίματος από ακόμη πιο θερμές περιοχές, ελλείψεις σε βασικά αγαθά διατροφής. Κανείς μας δεν μπορεί από μόνος του να αντιμετωπίσει αυτό που ήδη ζούμε ως νέα πραγματικότητα. Απαιτείται μια πλατιά κοινωνική, οικονομική και πολιτική συμμαχία συνειδητοποίησης και ευθύνης στη βάση μιας νέας κουλτούρας πρόληψης και ασφάλειας», γράφει ο 'Α. Σκέρτσος και εξειδικεύει για τη χώρα μας αμέσως μετά:
«Τα τελευταία 5 χρόνια έχουμε κάνει για πρώτη φορά σημαντικά βήματα ως χώρα για να καλύψουμε αυτό το χαμένο έδαφος και να βελτιώσουμε την ανθεκτικότητα των υποδομών μας απέναντι στην κλιματική κρίση. Μένουν ακόμη να γίνουν πολλά. Όμως επιτέλους η Ελλάδα κινείται και αλλάζει. Η χώρα μας είναι σήμερα πρωταθλήτρια στην Ευρώπη και τον κόσμο στην εγκατάσταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Είναι πλέον παραπάνω από εφικτό ότι έως το 2030 θα έχουμε καλύψει τις ενεργειακές μας ανάγκες κατά 80% τουλάχιστον από τον ήλιο, τον αέρα και το νερό. Η ηλεκτροκίνηση μπαίνει όλο και ταχύτερα στις ζωές μας από τα αυτοκίνητα έως τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ενώ στη διαχείριση των απορριμμάτων μας μπήκαν επιτέλους οι βάσεις για να ανατραπεί η αδικαιολόγητη καθυστέρηση που είχαμε ως χώρα στην ανακύκλωση αλλά και στην ολοκληρωμένη και βιώσιμη διαχείριση των σκουπιδιών μας».
Ταυτόχρονα, «για πρώτη φορά στην ιστορία της μεταπολίτευσης διεκδικήσαμε και κατοχυρώσαμε πολύ σημαντικούς ευρωπαϊκούς πόρους σε δύο επίπεδα, της πολιτικής προστασίας και της προστασίας των δασών. Συνολικά διαθέτουμε 3 δισεκ. ευρώ δημοσίων επενδύσεων, 1 δισεκ. για καθαρισμούς δασών και αναδασώσεις μέσω του προγράμματος Anti-Nero και 2,1 δισεκ. μέσω του προγράμματος ΑΙΓΙΣ για την αναβάθμιση της πολιτικής προστασίας. Αν αναλογιστούμε ότι κάθε χρόνο οι πιστώσεις που διαχειριζόταν κάθε δασική υπηρεσία για το έργο της πρόληψης δεν ξεπερνούσαν τις 20.000 ευρώ, γίνεται αντιληπτή η χαώδης διαφορά του χθες με το σήμερα».
Σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, «δυστυχώς καμία κυβέρνηση έως το 2019 δεν είχε ως προτεραιότητα έναν σύγχρονο και αποτελεσματικό μηχανισμό πολιτικής προστασίας. Μέσα σε 5 χρόνια χτίστηκε πρακτικά από το μηδέν ένα νέο καθετοποιημένο Υπουργείο κλιματικής κρίσης και πολιτικής προστασίας που καλείται να υλοποιήσει μια μεγάλη μεταρρύθμιση ενώ ταυτόχρονα κάνει διαρκή διαχείριση της κλιματικής κρίσης με τις μέγα πυρκαγιές και τις πλημμύρες που αντιμετωπίζει».
Ειδικότερα, «οι επενδύσεις που υλοποιούνται οδηγούν σε νέο στόλο εναέριων και επίγειων μέσων για την πυροσβεστική μας έχουν προκηρυχθεί κατά 82%, 1,7 δισεκ. ευρώ, έως σήμερα και το 23% έχει ήδη συμβασιοποιηθεί. 3.000 επιπλέον πυροσβέστες συνδράμουν το έργο της πυροσβεστικής μαζί με 50% αύξηση στα εναέρια μέσα και 4 φορές υψηλότερο τακτικό προϋπολογισμό συγκριτικά με το 2019. Υστερούσαμε επίσης στο ζήτημα του καθαρισμού οικοπέδων και δασών. Και σ' αυτό το πεδίο υπήρξε σημαντική πρόοδος και η πολιτική αυτή απέδωσε. Από διασταυρωμένα στοιχεία προκύπτει ότι 8 στα 10 κτίρια που κάηκαν στη ΒΑ Αττική δεν ήταν σε καθαρισμένα οικόπεδα. Αντιθέτως όπου έγιναν πολλοί και συστηματικοί καθαρισμοί (πάνω από 82.000 στους 8 δήμους της περιοχής) η φωτιά σταμάτησε στα όρια των οικισμών και σε όποιον οικισμό μπήκε δεν έπληξε κτίρια με καθαρισμένο τον περιβάλλοντα χώρο».
Και στο δια ταύτα, «το ερώτημα είναι λοιπόν ένα: Είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε, να προσαρμοστούμε και να αντέξουμε στα νέα κλιματικά δεδομένα; Η απάντηση είναι εμφατικά ναι. Τίποτα από όλα αυτά που ζούμε δεν αποτελεί μια νομοτέλεια που απλά πρέπει να υποστούμε μοιρολατρικά. Η προσαρμογή και η ανθεκτικότητα είναι στο χέρι μας. Με μια προϋπόθεση όμως: να συνειδητοποιήσουμε και να συμφωνήσουμε όλοι και όλες ότι το μέγεθος της απειλής -αλλά και της αλλαγής που καλούμαστε να κάνουμε- είναι τέτοιο που απαιτεί καθολική συστράτευση και συνεργασία κράτους, δήμων και πολιτών».
ΣΧΟΛΙΑ