ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Διονύσης Σαββόπουλος: Ένα παιδί που μεγάλωσε με τα ελάφια

Ιστορίες που μοιράστηκε από τη ζωή του ο σπουδαίος δημιουργός στη διάρκεια της απονομής του αργυρού μεταλλίου της πόλης

 13/10/2024 08:00

Διονύσης Σαββόπουλος: Ένα παιδί που μεγάλωσε με τα ελάφια

Κυριακή Τσολάκη

Τον έντυσε καλά για την εκδήλωση η «Ασπούλα», όπως είπε τη σύντροφό του στη διάρκεια της απονομής του αργυρού μεταλλίου ο Διονύσης Σαββόπουλος. Και εκείνος με sneakers (τι άλλο θα μπορούσε εξάλλου να φοράει;) και χαρά εφήβου ανέβηκε στη σκηνή, όπου παρέμεινε πάνω από μισή ώρα αφηγούμενος, άλλοτε με συγκίνηση, άλλοτε με το πηγαίο χιούμορ του, ιστορίες από τη γενέθλια πόλη, από τις οποίες άλλες ξέραμε και άλλες όχι. Κάποιες από αυτές:

«Κομμουνιστή θα το κάνουμε το παιδί!»

«Είμαι Σαλονικιός. Γεννήθηκα εδώ στις 2 Δεκεμβρίου του ’44. Δηλαδή την ημέρα που παραιτήθηκαν οι υπουργοί του ΕΑΜ, μια μέρα πριν αρχίσει στην Αθήνα η αλληλοσφαγή και ο εμφύλιος. Στη Θεσσαλονίκη είχε ήδη μπει ο στρατός του ΕΛΑΣ με τον Μάρκο Βαφειάδη και την πολιτική διοίκηση της πόλεως είχε αναλάβει το ΕΑΜ. Στη γειτονιά μας, την οδό Ζάννα, μια μικρή παράλληλο της Μπότσαρη, εκεί όπου ο δρόμος μας έκανε γωνία με τη λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας υπήρχε ένα μεγάλο κτήριο, όπου είχε εγκατασταθεί κανονικά μονάδα του ΕΛΑΣ με φρουρό. Βλέπει εκείνος που έπιασαν τη μάνα μου οι πόνοι, καθώς βγήκε η οικογένεια στον δρόμο να πάει στο μαιευτήριο, αλλά ήτανε μέρες χαοτικές στη Θεσσαλονίκη. Δεν υπήρχαν λεωφορεία, μόνο κάτι γκαζοζέν κατάφορτα που περνούσαν και δεν σταματούσαν. Η γιαγιά μου απευθύνθηκε στον ΕΛΑΣιτη που έδειξε μεγάλη προθυμία. Έφερε μια μοτοσυκλέτα και από δίπλα μια καλαθούνα όπου επιβιβαστήκαμε εγώ και η μητέρα μου πριν γίνω εγώ. Στο τιμόνι κάθισε καταχαρούμενος ΕΛΑΣίτης original με φυσεκλίκια κ.α. και έλεγε με ενθουσιασμό «Γεια σου συντρόφισσα» και «Γεια σου συντρόφισσα» και γκρρρν τη μοτοσυκλέτα και «Τι θα το κάνουμε το παιδί συντρόφισσα; Κομμουνιστή θα το κάνουμε το παιδί!» και σβββρννν και σββρννν και έτσι φτάσαμε στο μαιευτήριο όπου γεννήθηκα άμα τη αφίξει».

«Στον Παράδεισο, σε έναν κόσμο θαυμάτων»

Μεγάλωσα σε μια γειτονιά όπου υπήρχαν πολλά αρχοντικά σε παρακμή. Οι κήποι εγκαταλελειμμένοι. Έβλεπες ένα σπασμένο σιντριβάνι και ένα παγώνι. Όμως πάνω σε αυτή τη φθαρμένη όψη υπήρχε η αντανάκλαση του μεγαλείου μιας προηγούμενης Θεσσαλονίκης, πολυεθνικής, ανεκτικής και προπαντός κοσμοπολίτικης. Εμείς μέναμε σε ένα τέτοιο διώροφο με το ενοικιοστάσιο που το λέγαμε τότε. Στον επάνω όροφο έμενε η νοικοκυρά μας, η κυρία Ούλα. Είχε περιφράξει το μεγαλύτερο μέρος της αυλής, που ήταν χορτάρι αφημένο, μια ακακία τεράστια με ωραία δροσιά το καλοκαίρι, δυο βερικοκιές, μια δαμασκηνιά και περικοκλάδες που είχαν κάνει άτακτες αψίδες. Είχε βάλει μέσα να τρέχουν δύο ζωντανά ελαφάκια. Το ένα αρσενικό, το άλλο θηλυκό. Ο Αλής και η Βασίλω. Απίστευτο! Μεγαλώναμε μαζί με τα ελάφια ενώ τριγύρω μας μαίνονταν οι εμφύλιοι. Εμείς ήμασταν, νομίζω, στον Παράδεισο, σε έναν κόσμο θαυμάτων. Διότι έβλεπες να τρέχει ο κόσμος και με έπιανε η γιαγιά μου και με έσφιγγε και εμένα από το χέρι και έλεγαν: ‘Να τη! Να τη! Να τη!’. Ότι βλέπανε την Παναγία στις τζαμαρίες. Εγώ δεν την έβλεπα, αλλά άλλο που δεν ήθελα, ‘Να τη! Να τη!’, έλεγα και εγώ».

Το λυκόπουλο και η Μεγάλη Παρασκευή

«Πήγα στο 12ο Δημοτικό Σχολείο, μετά στο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων όπως ανέβαινες στην εκκλησία της Αναλήψεως. Όταν ήμουνα λυκόπουλο κρατούσα και εγώ το κοντάρι τη Μεγάλη Παρασκευή για να βάζω σε τάξη τη σειρά του Επιταφίου. Κρατάω φιλίες με τους συμμαθητές μου από τότε».

Στην παλιά παραλία

«Ξαφνικά σταματούσε η κίνηση, σταματούσαν τα λεωφορεία όλα και οι άνθρωποι που μάλωναν στέκονταν σαν τον μάρμαρο διότι ήταν Κυριακή απόγευμα και στον Λευκό Πύργο γινόταν η υποστολή της σημαίας. Η Φιλαρμονική παιάνιζε τον Εθνικό Ύμνο. Μετά ως δια μαγείας ξανάρχιζε πάλι η κίνηση και συνεχιζόταν ο κυριακάτικος περίπατος».

Στην πλατεία Αριστοτέλους

«Εκεί είχε τέσσερις κινηματογράφους και άκουγες τους διαλόγους και τις μουσικές από κάθε σινεμά. Οι μεγάλοι και οι γονείς έπιαναν τραπεζάκια έξω και έβλεπες γκαρσόνια να πηγαινοέρχονται με τους δίσκους κατάφορτους. Γύρω όλο μπαλόνια φουσκωμένα, φουρφούρια, αλλά και ένα ροζ σύννεφο που μπορούσες και να το τρως- μαλλί της γριάς το λέγανε. Εμείς τα μικρά περνούσαμε καταπληκτικά σε αυτή την εκτεταμένη φαντασμαγορία της πλατείας Αριστοτέλους που ήταν όλη καμάρες και έφτανε μέχρι τη θάλασσα δίνοντας την αίσθηση ότι μπαίνει μέσα της σαν βυζαντινό αεροπλανοφόρο, γεμάτη από περιστέρια που απογειώνονταν ξαφνικά».

Η κραυγή των παγωνιών

«Η Μονή Βλατάδων όπως πηγαίναμε στην παλιά πόλη έβγαινε σε έναν πολύ ωραίο κήπο, όλο παγώνια. Προσπαθούσαν να μιμηθώ την κραυγή τους για να ακούσω τη φωνή τους και να ανοίξουν τα φτερά τους, που είχαν μπλε ρουά και ένα βαθύ πράσινο».

Η Θεσσαλονίκη είναι η αγαπημένη πόλη όλων των Ρωμιών

«Είναι αλήθεια ότι έφυγα νέος από τη Θεσσαλονίκη. Μπορεί να έχω και εγώ μέσα μου αυτό το τυχοδιωκτικό στοιχείο που λένε πως έχουν όλοι οι τροβαδούροι. Η Θεσσαλονίκη όπως ξέρετε είναι κομμάτι Τσιφτετελού. Ένα ρεπερτόριο σαν το δικό μου θα δυσκολευόταν εκείνη την εποχή. Πού θα στεγαζόταν; Η Θεσσαλονίκη είναι η αγαπημένη πόλη όλων των Ρωμιών. Για τους Έλληνες έχει τη σημασία που έχει μια αγαπημένη θεία, όταν χάσουμε τη μητέρα μας, διότι η μητέρα μας είναι η Κωνσταντινούπολη και μας έμεινε η αγαπημένη της αδελφή. Μόνο στο σπίτι της αγαπημένης θείας θα βρεις πάλι το σεμέν επάνω στην τηλεόραση, τις ίδιες γεύσεις, τα ίδια σουτζουκάκια, ντολμαδάκια αυγολέμονο και μόνο στο σπίτι της θείας σε καλωσορίζουν με τα γνωστά επιφωνήματα: «Έλα τζιέρι μου, έλα πασά μου». Τα ακούς αυτά και ευχαριστιέσαι. Είναι ωραία αυτή η θαλπωρή, αλλά πρέπει κιόλας να προχωρήσουμε. Εκείνο το ρεπερτόριο που είχα δεν βόλευε εκείνη την εποχή, δεν είχαν έρθει ακόμα εδώ αντιπροσωπείες, ούτε υπήρχαν μαγαζιά κατάλληλα ή στούντιο. Μετά που έγιναν τα στούντιο ερχόμασταν. Εδώ φτιάξαμε την ‘Εκδίκηση της γυφτιάς’ με τον Νίκο (Παπάζογλου), τον ‘Χρονοποιό’, που είναι και ο τελευταίος μας δίσκος, το τραγούδι ‘Και τι ζητάω’ με τον αξέχαστο Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Όταν επιχειρήσαμε να εγκατασταθούμε ξανά με την Άσπα, μείναμε για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα στη Μητροπολίτου Ιωσήφ. Δεν φύγαμε γιατί μας έφταιγε το κλίμα. Μέναμε στο ενοίκιο και πουλήθηκε το σπίτι. Έκανα το λάθος να πω εγώ να πάμε στην Αθήνα και να βρούμε σιγά – σιγά ένα άλλο. Μετά μπλέξαμε με τις δουλειές και το αφήσαμε. Δε λέω, αγαπώ την Αθήνα γιατί εκεί έκανα την οικογένειά μου, εκεί έκανα δίσκους, σταδιοδρομία αλλά σας βεβαιώ όπου και να βρέθηκα ή στην Αθήνα ή στην Ευρώπη ή στην Αμερική, γιατί και εκεί έχω μείνει, μέσα μου κουβαλάω πάντα το 12ο Δημοτικό Σχολείο, το 5ο Αρρένων, την εκκλησία της Αναλήψεως, τους παλιούς μου φίλους μερικοί εκ των οποίων με τιμούν εδώ με την παρουσία τους!’».

Δημοσιεύτηκε στη Μακεδονία της Κυριακής 6 Οκτωβρίου 

Τον έντυσε καλά για την εκδήλωση η «Ασπούλα», όπως είπε τη σύντροφό του στη διάρκεια της απονομής του αργυρού μεταλλίου ο Διονύσης Σαββόπουλος. Και εκείνος με sneakers (τι άλλο θα μπορούσε εξάλλου να φοράει;) και χαρά εφήβου ανέβηκε στη σκηνή, όπου παρέμεινε πάνω από μισή ώρα αφηγούμενος, άλλοτε με συγκίνηση, άλλοτε με το πηγαίο χιούμορ του, ιστορίες από τη γενέθλια πόλη, από τις οποίες άλλες ξέραμε και άλλες όχι. Κάποιες από αυτές:

«Κομμουνιστή θα το κάνουμε το παιδί!»

«Είμαι Σαλονικιός. Γεννήθηκα εδώ στις 2 Δεκεμβρίου του ’44. Δηλαδή την ημέρα που παραιτήθηκαν οι υπουργοί του ΕΑΜ, μια μέρα πριν αρχίσει στην Αθήνα η αλληλοσφαγή και ο εμφύλιος. Στη Θεσσαλονίκη είχε ήδη μπει ο στρατός του ΕΛΑΣ με τον Μάρκο Βαφειάδη και την πολιτική διοίκηση της πόλεως είχε αναλάβει το ΕΑΜ. Στη γειτονιά μας, την οδό Ζάννα, μια μικρή παράλληλο της Μπότσαρη, εκεί όπου ο δρόμος μας έκανε γωνία με τη λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας υπήρχε ένα μεγάλο κτήριο, όπου είχε εγκατασταθεί κανονικά μονάδα του ΕΛΑΣ με φρουρό. Βλέπει εκείνος που έπιασαν τη μάνα μου οι πόνοι, καθώς βγήκε η οικογένεια στον δρόμο να πάει στο μαιευτήριο, αλλά ήτανε μέρες χαοτικές στη Θεσσαλονίκη. Δεν υπήρχαν λεωφορεία, μόνο κάτι γκαζοζέν κατάφορτα που περνούσαν και δεν σταματούσαν. Η γιαγιά μου απευθύνθηκε στον ΕΛΑΣιτη που έδειξε μεγάλη προθυμία. Έφερε μια μοτοσυκλέτα και από δίπλα μια καλαθούνα όπου επιβιβαστήκαμε εγώ και η μητέρα μου πριν γίνω εγώ. Στο τιμόνι κάθισε καταχαρούμενος ΕΛΑΣίτης original με φυσεκλίκια κ.α. και έλεγε με ενθουσιασμό «Γεια σου συντρόφισσα» και «Γεια σου συντρόφισσα» και γκρρρν τη μοτοσυκλέτα και «Τι θα το κάνουμε το παιδί συντρόφισσα; Κομμουνιστή θα το κάνουμε το παιδί!» και σβββρννν και σββρννν και έτσι φτάσαμε στο μαιευτήριο όπου γεννήθηκα άμα τη αφίξει».

«Στον Παράδεισο, σε έναν κόσμο θαυμάτων»

Μεγάλωσα σε μια γειτονιά όπου υπήρχαν πολλά αρχοντικά σε παρακμή. Οι κήποι εγκαταλελειμμένοι. Έβλεπες ένα σπασμένο σιντριβάνι και ένα παγώνι. Όμως πάνω σε αυτή τη φθαρμένη όψη υπήρχε η αντανάκλαση του μεγαλείου μιας προηγούμενης Θεσσαλονίκης, πολυεθνικής, ανεκτικής και προπαντός κοσμοπολίτικης. Εμείς μέναμε σε ένα τέτοιο διώροφο με το ενοικιοστάσιο που το λέγαμε τότε. Στον επάνω όροφο έμενε η νοικοκυρά μας, η κυρία Ούλα. Είχε περιφράξει το μεγαλύτερο μέρος της αυλής, που ήταν χορτάρι αφημένο, μια ακακία τεράστια με ωραία δροσιά το καλοκαίρι, δυο βερικοκιές, μια δαμασκηνιά και περικοκλάδες που είχαν κάνει άτακτες αψίδες. Είχε βάλει μέσα να τρέχουν δύο ζωντανά ελαφάκια. Το ένα αρσενικό, το άλλο θηλυκό. Ο Αλής και η Βασίλω. Απίστευτο! Μεγαλώναμε μαζί με τα ελάφια ενώ τριγύρω μας μαίνονταν οι εμφύλιοι. Εμείς ήμασταν, νομίζω, στον Παράδεισο, σε έναν κόσμο θαυμάτων. Διότι έβλεπες να τρέχει ο κόσμος και με έπιανε η γιαγιά μου και με έσφιγγε και εμένα από το χέρι και έλεγαν: ‘Να τη! Να τη! Να τη!’. Ότι βλέπανε την Παναγία στις τζαμαρίες. Εγώ δεν την έβλεπα, αλλά άλλο που δεν ήθελα, ‘Να τη! Να τη!’, έλεγα και εγώ».

Το λυκόπουλο και η Μεγάλη Παρασκευή

«Πήγα στο 12ο Δημοτικό Σχολείο, μετά στο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων όπως ανέβαινες στην εκκλησία της Αναλήψεως. Όταν ήμουνα λυκόπουλο κρατούσα και εγώ το κοντάρι τη Μεγάλη Παρασκευή για να βάζω σε τάξη τη σειρά του Επιταφίου. Κρατάω φιλίες με τους συμμαθητές μου από τότε».

Στην παλιά παραλία

«Ξαφνικά σταματούσε η κίνηση, σταματούσαν τα λεωφορεία όλα και οι άνθρωποι που μάλωναν στέκονταν σαν τον μάρμαρο διότι ήταν Κυριακή απόγευμα και στον Λευκό Πύργο γινόταν η υποστολή της σημαίας. Η Φιλαρμονική παιάνιζε τον Εθνικό Ύμνο. Μετά ως δια μαγείας ξανάρχιζε πάλι η κίνηση και συνεχιζόταν ο κυριακάτικος περίπατος».

Στην πλατεία Αριστοτέλους

«Εκεί είχε τέσσερις κινηματογράφους και άκουγες τους διαλόγους και τις μουσικές από κάθε σινεμά. Οι μεγάλοι και οι γονείς έπιαναν τραπεζάκια έξω και έβλεπες γκαρσόνια να πηγαινοέρχονται με τους δίσκους κατάφορτους. Γύρω όλο μπαλόνια φουσκωμένα, φουρφούρια, αλλά και ένα ροζ σύννεφο που μπορούσες και να το τρως- μαλλί της γριάς το λέγανε. Εμείς τα μικρά περνούσαμε καταπληκτικά σε αυτή την εκτεταμένη φαντασμαγορία της πλατείας Αριστοτέλους που ήταν όλη καμάρες και έφτανε μέχρι τη θάλασσα δίνοντας την αίσθηση ότι μπαίνει μέσα της σαν βυζαντινό αεροπλανοφόρο, γεμάτη από περιστέρια που απογειώνονταν ξαφνικά».

Η κραυγή των παγωνιών

«Η Μονή Βλατάδων όπως πηγαίναμε στην παλιά πόλη έβγαινε σε έναν πολύ ωραίο κήπο, όλο παγώνια. Προσπαθούσαν να μιμηθώ την κραυγή τους για να ακούσω τη φωνή τους και να ανοίξουν τα φτερά τους, που είχαν μπλε ρουά και ένα βαθύ πράσινο».

Η Θεσσαλονίκη είναι η αγαπημένη πόλη όλων των Ρωμιών

«Είναι αλήθεια ότι έφυγα νέος από τη Θεσσαλονίκη. Μπορεί να έχω και εγώ μέσα μου αυτό το τυχοδιωκτικό στοιχείο που λένε πως έχουν όλοι οι τροβαδούροι. Η Θεσσαλονίκη όπως ξέρετε είναι κομμάτι Τσιφτετελού. Ένα ρεπερτόριο σαν το δικό μου θα δυσκολευόταν εκείνη την εποχή. Πού θα στεγαζόταν; Η Θεσσαλονίκη είναι η αγαπημένη πόλη όλων των Ρωμιών. Για τους Έλληνες έχει τη σημασία που έχει μια αγαπημένη θεία, όταν χάσουμε τη μητέρα μας, διότι η μητέρα μας είναι η Κωνσταντινούπολη και μας έμεινε η αγαπημένη της αδελφή. Μόνο στο σπίτι της αγαπημένης θείας θα βρεις πάλι το σεμέν επάνω στην τηλεόραση, τις ίδιες γεύσεις, τα ίδια σουτζουκάκια, ντολμαδάκια αυγολέμονο και μόνο στο σπίτι της θείας σε καλωσορίζουν με τα γνωστά επιφωνήματα: «Έλα τζιέρι μου, έλα πασά μου». Τα ακούς αυτά και ευχαριστιέσαι. Είναι ωραία αυτή η θαλπωρή, αλλά πρέπει κιόλας να προχωρήσουμε. Εκείνο το ρεπερτόριο που είχα δεν βόλευε εκείνη την εποχή, δεν είχαν έρθει ακόμα εδώ αντιπροσωπείες, ούτε υπήρχαν μαγαζιά κατάλληλα ή στούντιο. Μετά που έγιναν τα στούντιο ερχόμασταν. Εδώ φτιάξαμε την ‘Εκδίκηση της γυφτιάς’ με τον Νίκο (Παπάζογλου), τον ‘Χρονοποιό’, που είναι και ο τελευταίος μας δίσκος, το τραγούδι ‘Και τι ζητάω’ με τον αξέχαστο Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Όταν επιχειρήσαμε να εγκατασταθούμε ξανά με την Άσπα, μείναμε για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα στη Μητροπολίτου Ιωσήφ. Δεν φύγαμε γιατί μας έφταιγε το κλίμα. Μέναμε στο ενοίκιο και πουλήθηκε το σπίτι. Έκανα το λάθος να πω εγώ να πάμε στην Αθήνα και να βρούμε σιγά – σιγά ένα άλλο. Μετά μπλέξαμε με τις δουλειές και το αφήσαμε. Δε λέω, αγαπώ την Αθήνα γιατί εκεί έκανα την οικογένειά μου, εκεί έκανα δίσκους, σταδιοδρομία αλλά σας βεβαιώ όπου και να βρέθηκα ή στην Αθήνα ή στην Ευρώπη ή στην Αμερική, γιατί και εκεί έχω μείνει, μέσα μου κουβαλάω πάντα το 12ο Δημοτικό Σχολείο, το 5ο Αρρένων, την εκκλησία της Αναλήψεως, τους παλιούς μου φίλους μερικοί εκ των οποίων με τιμούν εδώ με την παρουσία τους!’».

Δημοσιεύτηκε στη Μακεδονία της Κυριακής 6 Οκτωβρίου 

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία