Πρόκληση το δημογραφικό για το μέλλον της χώρας
22/10/2024 07:00
22/10/2024 07:00
Δεδομένη θεωρούν τη μείωση και γήρανση του πληθυσμού στη χώρα οι επιστήμονες δημογράφοι, παρά τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, το οποίο άρχισε δεκαετίες πριν και τα αποτελέσματα θα εμφανιστούν τα επόμενα 20-30 χρόνια. Η συρρίκνωση του πληθυσμού θεωρείται ασυγκράτητη και σε συνδυασμό με την άνοδο του βιοτικού επίπεδου αναμένεται να οδηγήσει σε μία γερασμένη χώρα, με περισσότερους ηλικιωμένους πολίτες έως το 2050.
Το υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας εκπόνησε το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το δημογραφικό πρόβλημα (ΕΣΔΔ). Οι ειδικοί αναφέρουν πως αν υπάρχει συνέχεια και συνέπεια, τα μέτρα αυτά μπορεί να συγκρατήσουν στα ίδια επίπεδα το δημογραφικό, αλλά δεν θα οδηγήσουν σε αύξηση του πληθυσμού. Το πρόβλημα είναι κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό, με βαθιές ρίζες στο παρελθόν και δεν μπορεί να επιλυθεί σε μία δεκαετία, δηλαδή μέχρι την επόμενη απογραφή του ελληνικού πληθυσμού.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2023 γεννήθηκαν στη χώρα μας 71.455 παιδιά, 6,1% λιγότερα σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ οι θάνατοι ανήλθαν σε 128.101. Σταθερά, τουλάχιστον τα τελευταία 10 χρόνια, οι γεννήσεις είναι λιγότερες από τους θανάτους, ενώ την ίδια ώρα το προσδόκιμο ζωής ανεβαίνει, με αποτέλεσμα το ποσοστό ηλικιωμένων να μεγαλώνει.
Προδιαγεγραμμένο να γίνουμε 1,5 εκατ. λιγότεροι
Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, η Εurostat προβλέπει ότι ο πληθυσμός της χώρας από 10.413.982 άτομα το 2021 θα φτάσει στους 8.950.000 το 2050. Για την Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης οι προβλέψεις είναι ότι ο πληθυσμός θα μειωθεί κατά 13%, δηλαδή από 1.092.919 θα φτάσει στα 960.000 άτομα.
Οι δημογράφοι πιστεύουν ότι η πορεία συρρίκνωσης του πληθυσμού είναι προδιαγεγραμμένη και δεν μπορεί να αλλάξει αισθητά. «Αυτοί που θα γεράσουν τότε το 2050 έχουν ήδη γεννηθεί, ενώ οι νέες γεννήσεις συνεχώς μειώνονται. Οπότε το πρόβλημα της γήρανσης, αυτό που έχει προβλέψει η Eurostart, είναι ότι το 1/3 των ατόμων στη χώρα μας θα είναι άνω των 65 ετών» αναφέρει στη «ΜτΚ» ο Παύλος Μπαλτάς, Δρ. Δημογραφίας, Ερευνητής Β’ στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).
Από την δεκαετία του ’80 οι γεννήσεις έχουν προδιαγράψει το μέλλον της χώρας, συμπαρασύροντας σαν «ντόμινο» την εξέλιξη του δημογραφικού τα επόμενα έτη, καθώς όταν γεννιούνται λιγότερα παιδιά το αποτέλεσμα είναι ότι λιγότεροι ενήλικες θα αποκτήσουν παιδιά στο μέλλον. «Από τη δεκαετία του ’80 και μετά άρχισαν να μειώνονται οι γεννήσεις στη χώρα μας. Έκτοτε κάθε χρόνο είχαμε ολοένα και λιγότερες γεννήσεις παιδιών. Έρχονται ήδη γενιές που θα κάνουν λιγότερα παιδιά, ενώ πολλοί από τις προηγούμενες γενιές έχουν φύγει στο εξωτερικό, οπότε οι λίγοι έγιναν λιγότεροι» εξηγεί στη «ΜτΚ» ο διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), Βύρων Κοτζαμάνης.«Το 2023 γεννήθηκαν 72.000 παιδιά. Αυτή η πληθυσμιακή ομάδα, που σε ηλικία 20-45 ετών που θα θέλει να κάνει παιδιά είναι ήδη μικρότερη σε σχέση με το παρελθόν. Στην επόμενη γενιά θα είναι ακόμα λιγότεροι όσοι κάνουν παιδιά» τονίζει ο κ. Κοτζαμάνης.
Ενδεικτικά, οι γυναίκες που γεννήθηκαν το 1980 έκαναν 1,5 παιδιά κατά μέσο όρο, ενώ οι μητέρες αυτών των γυναικών έκαναν 2,1 παιδιά. Σε απόλυτους αριθμούς αυτό σημαίνει ότι το 1980 γεννήθηκαν 150.000 παιδιά, ενώ το 2022 γεννήθηκαν 80.000 παιδιά. «Αναφερόμαστε για παράδειγμα στο πόσες κοινωνικές κατοικίες πρέπει να γίνουν, ωστόσο δεν φτάνουν οι τίτλοι μονάχα. Πρέπει να μπουν πιο ουσιαστικοί στόχοι, όπως το πόσα παιδιά θα κάνει κάθε ζευγάρι. Αυτή την στιγμή στην Ελλάδα, κατά μέσο όρο τα ζευγάρια αποκτούν 1,5 παιδιά σήμερα, το πολύ! Πρέπει να μπει στόχος να αυξηθεί αυτός ο μέσος όρος. Έτσι μπορούμε να δούμε αποτελέσματα για το δημογραφικό» σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης.
Ο καθηγητής Δημογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Κωνσταντίνος Ζαφείρης, σημειώνει ότι για τα ιστορικά χαμηλά γεννήσεων τα τελευταία δύο χρόνια πρέπει να ληφθεί υπόψη η περίοδος του κορονοϊού. «Είμαστε ακόμη στα απόνερα της πανδημίας και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Κάθε ζευγάρι που παντρεύτηκε το 2021, το 2022 έκανε 1,32 παιδιά. Αν υπολογίσεις τον κορονοϊό, δεν είναι τόσο άσχημο το νούμερο, παραμένει όμως προβληματικό. Τα ζευγάρια θέλουν να αποκτήσουν παιδί αλλά το αναβάλουν για το μέλλον, όταν θα είναι σε μεγαλύτερες ηλικίες. Το πρόβλημα έχει εν μέρει αντιμετωπιστεί με την εξωσωματική γονιμοποίηση, αλλά δεν μπορεί να λυθεί. Θα πρέπει να βρούμε πώς θα πείσουμε τα ζευγάρια που θέλουν παιδιά να τα κάνουν σε μικρότερη ηλικία, ώστε να αυξηθεί η γονιμότητα» αναφέρει ο κ. Ζαφείρης.
Ακόμα και αν τα μέτρα ληφθούν και αποδώσουν, ο Παύλος Μπαλτάς, εκτιμά πως δεν θα αλλάξει συνταρακτικά η τροχιά κατάρρευσης του δημογραφικού. «Αν πάρουμε κάποια μέτρα ή αυξήσουμε την γονιμότητά μας -που δεν περιμένουμε να αυξηθεί συνταρακτικά γιατί πρόκειται για μία παγκόσμια τάση, όχι μόνο ευρωπαϊκή- δεν περιμένουμε να φτάσουμε πάνω από δύο παιδιά ανά γυναίκα. Πάνω-κάτω είναι προδιαγεγραμμένο ότι το 2050 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί κατά περίπου 1,5 εκατομμύριο» δηλώνει ο Δρ. Δημογραφίας και Ερευνητής Β’ στο ΕΚΚΕ.
Γιατί δεν γεννιούνται παιδιά
Όπως λέει ο κ. Κοτζαμάνης, παρότι η επιθυμία των Ελλήνων είναι να αποκτήσουν κατά μέσον όρο 2,2 παιδιά, τελικά γεννούν έως 1,5 παιδιά σήμερα. Οι λόγοι που τα ζευγάρια δεν αποφασίσουν να δημιουργήσουν μεγαλύτερες οικογένειες είναι πολλοί, κυρίως κοινωνικοοικονομικοί, όπως αναλύουν οι ειδικοί.
«Τα ζευγάρια το σκέφτονται πολύ, λόγω του κόστους ανατροφής τους (παιδεία, υγεία κ.ά.), που σήμερα είναι συνταρακτικά υψηλό σε σχέση με το εισόδημά τους. Υπάρχουν ασυμβατότητες μεταξύ εργασιακού και οικογενειακού βίου που πρέπει να λυθούν. Όπως επίσης, υπάρχουν ακόμη έμφυλες διακρίσεις που πρέπει να εξαλειφθούν. Πολλά ζευγάρια σκέφτονται πώς θα βρουν σπίτι και πώς θα το συντηρήσουν. Χρειάζεται να δοθεί στους νεότερους αίσθημα οικονομικής ασφάλειας για να κάνουν παιδιά» τονίζει ο διευθυντής Ερευνών του ΙΔΕΜ.
Ο χρόνος που δίνεται στα ζευγάρια για τεκνοποίηση, εκ των πραγμάτων, έχει μειωθεί καθώς λόγω των οικονομικών συνθηκών πλέον οι νέοι αργούν να φύγουν από τα σπίτια των γονέων τους και να χτίσουν μία δικιά τους ζωή. «Αν πάει καλύτερα η οικονομία θα πάει καλύτερα και το δημογραφικό. Τα περισσότερα νέα παιδιά φεύγουν πλέον από τα σπίτια τους στα 31 έτη. Έτσι, μέχρι να χτίσουν τη δικιά τους ζωή δεν προλαβαίνουν να κάνουν πάνω από δύο παιδιά. Ο στόχος θα ήταν να βρίσκουν οι νέοι ασφαλή εργασία με καλούς μισθούς, να μπορούν να φεύγουν νωρίτερα και να έχουν χρόνο περισσότερο μπροστά τους» δηλώνει ο κ. Μπαλτάς.
Όλοι θυμούνται ότι προπαπούδες τους είχαν 4-5 αδέλφια και απορούν πως μειώθηκε αυτό σταδιακά. Πρόκειται για ένα κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο που έχει να κάνει με την αλλαγή τρόπου ζωής, όπως εξηγεί ο κ. Ζαφείρης. «Όταν η τοπική οικονομία σχετιζόταν με τη λειτουργία της οικογένειας, οι γονείς ήθελαν παιδιά για να τους βοηθούν. Η οικονομική ανάπτυξη έπειτα, έθεσε τα παιδιά εκτός παραγωγικής διαδικασίας. Για παράδειγμα, κατά τον εμφύλιο πόλεμο στα χωριά έβλεπες πολλά παιδιά σε φωτογραφίες που φορούσαν είτε γυναικεία είτε αντρικά ρούχα, λόγω φτώχειας. Δεν είχαν χρήματα αλλά έκαναν παιδιά που τους βοηθούσαν. Αντίθετα, στις αστικές περιοχές η γονιμότητα ήταν χαμηλότερη, καθώς δεν χρειαζόταν παιδιά για την παραγωγική διαδικασία. Ενώ σήμερα βλέπεις ότι στα χωριά είναι μειωμένος ο πληθυσμός, γιατί τα παιδιά έφυγαν και πήγαν να ζήσουν στις πόλεις» αναλύει ο καθηγητής Δημογραφίας.
Ο ρόλος της μετανάστευσης
Οι μετανάστες που ήρθαν στη χώρα τη δεκαετία του 2000-2010 επηρέασαν τον πληθυσμό μας, το ίδιο και όταν την εγκατέλειψαν από το 2010 και έφυγαν στο εξωτερικό. Την ώρα που σταμάτησε η εσωτερική μετανάστευση και γιγαντώθηκε μόνο η μετανάστευση, Ελλήνων και οικονομικών μεταναστών, ήταν αναμενόμενο να επηρεαστεί ο πληθυσμός της χώρας με αρνητικό πρόσημο.
«Το ισοζύγιο μεταξύ θανάτων και γεννήσεων ήταν σχεδόν μηδενικό τη δεκαετία του ’90. Μέχρι την κρίση δεν είχαμε έλλειμμα στον πληθυσμό της χώρας μας, γιατί το ισοζύγιο σε θανάτους και γεννήσεις το κάλυπταν οι εισερχόμενοι μετανάστες. Μετά την κρίση όμως, δεν ήταν ελκυστική στους μετανάστες και ταυτόχρονα έφυγαν περίπου 600.000 Έλληνες στο εξωτερικό, οι οποίοι ήταν σχεδόν όλοι νεαροί, σε παραγωγική ηλικία. Αυτοί οι άνθρωποι τα παιδιά που θα έκαναν στην Ελλάδα, τα έκαναν στο εξωτερικό και έγιναν πολίτες άλλων χωρών» εξηγεί στη «ΜτΚ» ο Παύλος Μπαλτάς.
Τα τελευταία έτη, σύμφωνα με τον κ. Μπαλτά, ο κάθε χρόνος ξεκινά σταθερά με μία μείωση 50.000 στον πληθυσμό που προκύπτει από τη διαφορά των γεννήσεων και των θανάτων. «Αυτή την στιγμή στην Ελλάδα, κάθε έτος οι θάνατοι είναι περίπου 50.000 περισσότεροι από τις γεννήσεις. Αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο ξεκινάμε με μία σίγουρη μείωση 50.000 ατόμων στον πληθυσμό μας. Η μείωση επιδεινώθηκε μετά την κρίση, που έφυγε μεγάλο μέρος του νεανικού πληθυσμού στο εξωτερικό. Από το 2005 έως το 2010 είδαμε αύξηση στη γονιμότητα αλλά από το 2012 και μετά άρχισε να ανοίγει κατά πολύ ψαλίδα» σημειώνει.
Η τελευταία φορά που οι γεννήσεις ήταν περισσότερες από τους θανάτους στην Ελλάδα ήταν το 2010. Εκείνη τη χρονιά το 20% των παιδιών που γεννήθηκαν είχαν μητέρες αλλοδαπής υπηκοότητας.
Τι μπορεί να βοηθήσει στην ανατροπή
Οι ειδικοί και επιστήμονες είναι ξεκάθαροι, ότι το δημογραφικό είναι πολύπλευρο πρόβλημα που απασχολεί όλο τον δυτικό κόσμο. Η διαφορά είναι ότι κάποιες χώρες έχουν ευνοϊκότερο περιβάλλον για γέννηση παιδιών, δηλαδή για την αύξηση του πληθυσμού, και κάποιες άλλες όχι. Όσο για τα μέτρα που ανακοινώθηκαν για το Εθνικό Σχέδιο Δράσης, είναι επιφυλακτικοί.
«Καταρχάς είμαι εξαιρετικά επιφυλακτικός με όσα έχουν ανακοινωθεί. Τα μέτρα που έχουν προσανατολιστεί σε επιδόματα δεν έχουν αποτελέσματα σε καμία χώρα. Επομένως δεν πρέπει να προσανατολιζόμαστε σε λύσεις με επιδόματα. Για παράδειγμα, για το επίδομα γέννησης θα δοθούν μέσα σε 8 χρόνια 1,3 δισ. ευρώ και δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα. Τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να δοθούν για τη δημιουργία και επέκταση της προσχολικής αγωγής και εκπαίδευσης, ώστε να λύσουμε το πρόβλημα των εργαζόμενων γονέων» αναφέρει ο διευθυντής Ερευνών του ΙΔΕΜ Βύρων Κοτζαμάνης.
Χρειάζεται συνέχεια και συνέπεια στην εφαρμογή των μέτρων, τονίζει ο καθηγητής Δημογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Κωνσταντίνος Ζαφείρης, ώστε να αποδώσουν στην επόμενη εικοσαετία. «Το δημογραφικό είναι πολυπαραγοντικό ζήτημα που εξαρτάται από δεκάδες παραμέτρους που αφορούν την κοινωνία, την οικονομία και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη ζωή. Είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί. Χρειαζόμαστε μία εθνική πολιτική με συνέχεια και συνέπεια, που θα βελτιώνεται και δεν θα καταστρέφεται. Για τη λύση του προβλήματος είναι αναγκαία η συνεννόηση όλων των πολιτικών φορέων, της κοινωνίας των πολιτών και των επιστημόνων. Με τα μέτρα που ανακοινώθηκαν, αν εφαρμοστούν, θα δούμε αλλαγή σε 20 χρόνια από τώρα. Είναι σαν το ζήτημα της Παιδείας, αν αποφασίσουμε σήμερα να κλείσουμε τα σχολεία, θα δούμε τα αποτελέσματα σε παιδιά μετά από 20 χρόνια. Δεν γίνονται όλα με ένα μαγικό ραβδάκι, αλλά μακροπρόθεσμα» επισημαίνει ο κ. Ζαφείρης.
«Δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα», τονίζει ο Παύλος Μπαλτάς, «είναι ένα φαινόμενο παγκόσμιο, καθώς όσο ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής, αλλά ταυτόχρονα μειώνονται οι γεννήσεις. Οπότε ο πληθυσμός μεγαλώνει και αποκτάμε περισσότερους ηλικιωμένους. Η πρόκληση για το μέλλον είναι ο γερασμένος πληθυσμός, δηλαδή αν μειωθούμε στα 9 εκατομμύρια και το 1/3 είναι άνω των 65 ετών, θα είναι πολύ διαφορετικό από το να ήταν το 1/4, όπως είναι σήμερα».
Πού εντοπίζονται τα μεγάλα ελλείμματα
Τα μέτρα για το δημογραφικό δεν πρέπει να είναι μόνο οριζόντια, αλλά να διαφοροποιούνται ανά περιοχή, τονίζει ο κ. Μπαλτάς, καθώς όπως λέει η μείωση είναι άνιση στον χάρτη της Ελλάδος. «Ανάμεσα στις δύο τελευταίες απογραφές ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 433.000 άτομα, αλλά η μείωση έγινε ανομοιόμορφα στον χώρο. Δεν υποφέρουν τόσο τα μεγάλα αστικά κέντρα, όσο υποφέρουν οι αγροτικές και ορεινές περιοχές. Το 22% του πληθυσμού είναι άτομα άνω των 65 ετών, αν δούμε όμως μεμονωμένα τον πληθυσμό στην Ευρυτανία παρατηρούμε ότι το 40% είναι άνω των 65 ετών. Μεγάλο πρόβλημα υπάρχει και στη Δυτική Μακεδονία, όπου ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 10,3%, ενώ για παράδειγμα στα Γρεβενά μειώθηκε κατά 16% και στον δήμο Πρεσπών κατά 22%» αναλύει ο Δρ. Δημογραφίας, για να υπογραμμίσει την ανάγκη της εξειδίκευσης των μέτρων σε συγκεκριμένες περιοχές.
«Οι επαρχιακές περιοχές αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα πλέον. Η Ροδόπη έχει από τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητες στην Ελλάδα. Φεύγουν όλοι νέοι από αυτές τις περιοχές, δεν υπάρχουν δουλειές και χρήματα για να μείνουν. Τη γονιμότητα την καθορίζουν οι ηλικίες 27-31, σε αυτές τις ηλικίες λοιπόν πρέπει να δώσουμε περισσότερη προσοχή και να κάνουμε τα πάντα ώστε να υπάρχει ένα υγιές και ασφαλές περιβάλλον για να φέρουν παιδιά στον κόσμο» αναφέρει ο Κωνσταντίνος Ζαφείρης.
Θεσσαλονίκη: Οι δήμοι που «γερνούν», «γεννούν» και μένουν... σταθεροί
Μεταξύ των απογραφών του 2011 και του 2021 ο πληθυσμός της περιφερειακής ενότητας Θεσσαλονίκης μειώθηκε κατά 1,7%, φτάνοντας στους 1.091.424 πολίτες. Τα στοιχεία δείχνουν μία ανακοπή του κύματος μετεγκατάστασης στα προάστια τα τελευταία χρόνια, αλλά μεγαλύτερη κινητικότητα σε δήμους όπου υπήρχαν μεγάλες εκτάσεις για ανοικοδόμηση και η απόσταση από το κέντρο της πόλης ήταν περίπου στα 20 λεπτά, είτε δυτικά είτε ανατολικά. Ωστόσο δήμοι εκτός πολεοδομικού συγκροτήματος όπου υπάρχουν περισσότερα χωριά είχαν μείωση πληθυσμού.
«Μέσα στην περιφερειακή ενότητα Θεσσαλονίκης αυτοί που έχουν μεγαλύτερη μείωση είναι ο δήμος Βόλβης κατά 15,9%, και ο δήμος Χαλκηδόνος κατά 10%. Αύξηση κατά 13,5% παρατηρείται στον δήμο Κορδελιού-Ευόσμου. Στον δήμο Θέρμης από 53.000 οι κάτοικοι αυξήθηκαν στους 55.000, ενώ στον δήμο Ωραιοκάστρου από 38.000 στους 40.000. Στον δήμο Καλαμαριάς η διαφορά είναι στο 1%, οπότε θεωρείται σχεδόν σταθερός» αναφέρει ο Παύλος Μπαλτάς, Δρ. Δημογραφίας, Ερευνητής Β’ στο ΕΚΚΕ. Πάντως, ο κ. Μπαλτάς σημειώνει ότι συνολικά η περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας δείχνει να είναι σε καλύτερη μοίρα από άλλες περιφέρειες, παρότι το προηγούμενο έτος είχε 11.474 γεννήσεις και 24.000 θανάτους.
«Οι μειώσεις των πληθυσμών της Θεσσαλονίκης αλλά και γενικότερα της χώρας ξεκινούν από το 2006. Τότε άρχισαν να φεύγουν οι παλιοί οικονομικοί μετανάστες και λίγο αργότερα εισήλθαμε στην εποχή της κρίσης. Βλέπουμε μεταβολή στις περιοχές της πόλης που οφείλεται στη φυσική αύξηση του πληθυσμού και τη μετανάστευση» δηλώνει στη «ΜτΚ» η ομότιμη καθηγήτρια του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης του ΑΠΘ, Αθηνά Γιαννακού.
Σύμφωνα τα στοιχεία που προκύπτουν από την απογραφή, οι δήμοι που φαίνεται να γερνούν είναι ο κεντρικός δήμος και ο δήμος Καλαμαριάς. «Οι πληθυσμοί στους δήμους Καλαμαριάς και Θεσσαλονίκης μειώθηκαν 1%- 2% -αυτό κυρίως σημαίνει στασιμότητα. Ωστόσο, στον δήμο Καλαμαριάς ο πληθυσμός αρχίζει και τείνει περισσότερο προς τους 65 ετών και άνω, ενώ παρουσιάζει μείωση και στους 0-14 ετών, δηλαδή φαίνεται ότι δεν υπάρχουν πολλές γεννήσεις στον δήμο. Οι περισσότεροι στην Καλαμαριά είναι στην ηλιακή ομάδα 40-54 ετών. Ομοίως και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης παρατηρείται γήρανση του πληθυσμού» αναφέρει η κ. Γιαννακού.
Οι δυο περιοχές που εντυπωσιάζουν με την πληθυσμιακή αύξηση και την πολεοδομική επέκταση είναι η Θέρμη και ο Εύοσμος, όπου ζουν οι περισσότεροι νέοι στην Κεντρική Μακεδονία. «Στη Θέρμη υπάρχει τεράστια προσφορά γης, για αυτό βλέπουμε τα μεσαία στρώματα να μετακινούνται συνεχώς προς τα εκεί. Ταυτόχρονα, η περιοχή γίνεται αυτόνομη και είναι σχετικά κοντά με το κέντρο, όποτε είναι ιδανική για πολλές οικογένειες. Θεαματική είναι η πυραμίδα ηλικιών στον Εύοσμο, όπου είδαμε τα τελευταία χρόνια να μετακινούνται πολλοί νέοι. Επίσης, ο δήμος Ωραιοκάστρου συγκέντρωσε νέο πληθυσμό, καθώς αυξήθηκε κατά 9%. Εντυπωσιακή επίσης είναι η μείωση στον δήμο Θερμαϊκού, που οφείλεται στην έξοδο μεταναστών που είχαν έρθει στην πόλη και έφυγαν ξανά» σημειώνει η κ. Γιαννακού.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 20.10.2024
30/10/2024 07:00
Δεδομένη θεωρούν τη μείωση και γήρανση του πληθυσμού στη χώρα οι επιστήμονες δημογράφοι, παρά τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, το οποίο άρχισε δεκαετίες πριν και τα αποτελέσματα θα εμφανιστούν τα επόμενα 20-30 χρόνια. Η συρρίκνωση του πληθυσμού θεωρείται ασυγκράτητη και σε συνδυασμό με την άνοδο του βιοτικού επίπεδου αναμένεται να οδηγήσει σε μία γερασμένη χώρα, με περισσότερους ηλικιωμένους πολίτες έως το 2050.
Το υπουργείο Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας εκπόνησε το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το δημογραφικό πρόβλημα (ΕΣΔΔ). Οι ειδικοί αναφέρουν πως αν υπάρχει συνέχεια και συνέπεια, τα μέτρα αυτά μπορεί να συγκρατήσουν στα ίδια επίπεδα το δημογραφικό, αλλά δεν θα οδηγήσουν σε αύξηση του πληθυσμού. Το πρόβλημα είναι κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό, με βαθιές ρίζες στο παρελθόν και δεν μπορεί να επιλυθεί σε μία δεκαετία, δηλαδή μέχρι την επόμενη απογραφή του ελληνικού πληθυσμού.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2023 γεννήθηκαν στη χώρα μας 71.455 παιδιά, 6,1% λιγότερα σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ οι θάνατοι ανήλθαν σε 128.101. Σταθερά, τουλάχιστον τα τελευταία 10 χρόνια, οι γεννήσεις είναι λιγότερες από τους θανάτους, ενώ την ίδια ώρα το προσδόκιμο ζωής ανεβαίνει, με αποτέλεσμα το ποσοστό ηλικιωμένων να μεγαλώνει.
Προδιαγεγραμμένο να γίνουμε 1,5 εκατ. λιγότεροι
Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, η Εurostat προβλέπει ότι ο πληθυσμός της χώρας από 10.413.982 άτομα το 2021 θα φτάσει στους 8.950.000 το 2050. Για την Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης οι προβλέψεις είναι ότι ο πληθυσμός θα μειωθεί κατά 13%, δηλαδή από 1.092.919 θα φτάσει στα 960.000 άτομα.
Οι δημογράφοι πιστεύουν ότι η πορεία συρρίκνωσης του πληθυσμού είναι προδιαγεγραμμένη και δεν μπορεί να αλλάξει αισθητά. «Αυτοί που θα γεράσουν τότε το 2050 έχουν ήδη γεννηθεί, ενώ οι νέες γεννήσεις συνεχώς μειώνονται. Οπότε το πρόβλημα της γήρανσης, αυτό που έχει προβλέψει η Eurostart, είναι ότι το 1/3 των ατόμων στη χώρα μας θα είναι άνω των 65 ετών» αναφέρει στη «ΜτΚ» ο Παύλος Μπαλτάς, Δρ. Δημογραφίας, Ερευνητής Β’ στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).
Από την δεκαετία του ’80 οι γεννήσεις έχουν προδιαγράψει το μέλλον της χώρας, συμπαρασύροντας σαν «ντόμινο» την εξέλιξη του δημογραφικού τα επόμενα έτη, καθώς όταν γεννιούνται λιγότερα παιδιά το αποτέλεσμα είναι ότι λιγότεροι ενήλικες θα αποκτήσουν παιδιά στο μέλλον. «Από τη δεκαετία του ’80 και μετά άρχισαν να μειώνονται οι γεννήσεις στη χώρα μας. Έκτοτε κάθε χρόνο είχαμε ολοένα και λιγότερες γεννήσεις παιδιών. Έρχονται ήδη γενιές που θα κάνουν λιγότερα παιδιά, ενώ πολλοί από τις προηγούμενες γενιές έχουν φύγει στο εξωτερικό, οπότε οι λίγοι έγιναν λιγότεροι» εξηγεί στη «ΜτΚ» ο διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), Βύρων Κοτζαμάνης.«Το 2023 γεννήθηκαν 72.000 παιδιά. Αυτή η πληθυσμιακή ομάδα, που σε ηλικία 20-45 ετών που θα θέλει να κάνει παιδιά είναι ήδη μικρότερη σε σχέση με το παρελθόν. Στην επόμενη γενιά θα είναι ακόμα λιγότεροι όσοι κάνουν παιδιά» τονίζει ο κ. Κοτζαμάνης.
Ενδεικτικά, οι γυναίκες που γεννήθηκαν το 1980 έκαναν 1,5 παιδιά κατά μέσο όρο, ενώ οι μητέρες αυτών των γυναικών έκαναν 2,1 παιδιά. Σε απόλυτους αριθμούς αυτό σημαίνει ότι το 1980 γεννήθηκαν 150.000 παιδιά, ενώ το 2022 γεννήθηκαν 80.000 παιδιά. «Αναφερόμαστε για παράδειγμα στο πόσες κοινωνικές κατοικίες πρέπει να γίνουν, ωστόσο δεν φτάνουν οι τίτλοι μονάχα. Πρέπει να μπουν πιο ουσιαστικοί στόχοι, όπως το πόσα παιδιά θα κάνει κάθε ζευγάρι. Αυτή την στιγμή στην Ελλάδα, κατά μέσο όρο τα ζευγάρια αποκτούν 1,5 παιδιά σήμερα, το πολύ! Πρέπει να μπει στόχος να αυξηθεί αυτός ο μέσος όρος. Έτσι μπορούμε να δούμε αποτελέσματα για το δημογραφικό» σημειώνει ο κ. Κοτζαμάνης.
Ο καθηγητής Δημογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Κωνσταντίνος Ζαφείρης, σημειώνει ότι για τα ιστορικά χαμηλά γεννήσεων τα τελευταία δύο χρόνια πρέπει να ληφθεί υπόψη η περίοδος του κορονοϊού. «Είμαστε ακόμη στα απόνερα της πανδημίας και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Κάθε ζευγάρι που παντρεύτηκε το 2021, το 2022 έκανε 1,32 παιδιά. Αν υπολογίσεις τον κορονοϊό, δεν είναι τόσο άσχημο το νούμερο, παραμένει όμως προβληματικό. Τα ζευγάρια θέλουν να αποκτήσουν παιδί αλλά το αναβάλουν για το μέλλον, όταν θα είναι σε μεγαλύτερες ηλικίες. Το πρόβλημα έχει εν μέρει αντιμετωπιστεί με την εξωσωματική γονιμοποίηση, αλλά δεν μπορεί να λυθεί. Θα πρέπει να βρούμε πώς θα πείσουμε τα ζευγάρια που θέλουν παιδιά να τα κάνουν σε μικρότερη ηλικία, ώστε να αυξηθεί η γονιμότητα» αναφέρει ο κ. Ζαφείρης.
Ακόμα και αν τα μέτρα ληφθούν και αποδώσουν, ο Παύλος Μπαλτάς, εκτιμά πως δεν θα αλλάξει συνταρακτικά η τροχιά κατάρρευσης του δημογραφικού. «Αν πάρουμε κάποια μέτρα ή αυξήσουμε την γονιμότητά μας -που δεν περιμένουμε να αυξηθεί συνταρακτικά γιατί πρόκειται για μία παγκόσμια τάση, όχι μόνο ευρωπαϊκή- δεν περιμένουμε να φτάσουμε πάνω από δύο παιδιά ανά γυναίκα. Πάνω-κάτω είναι προδιαγεγραμμένο ότι το 2050 ο πληθυσμός της Ελλάδας θα μειωθεί κατά περίπου 1,5 εκατομμύριο» δηλώνει ο Δρ. Δημογραφίας και Ερευνητής Β’ στο ΕΚΚΕ.
Γιατί δεν γεννιούνται παιδιά
Όπως λέει ο κ. Κοτζαμάνης, παρότι η επιθυμία των Ελλήνων είναι να αποκτήσουν κατά μέσον όρο 2,2 παιδιά, τελικά γεννούν έως 1,5 παιδιά σήμερα. Οι λόγοι που τα ζευγάρια δεν αποφασίσουν να δημιουργήσουν μεγαλύτερες οικογένειες είναι πολλοί, κυρίως κοινωνικοοικονομικοί, όπως αναλύουν οι ειδικοί.
«Τα ζευγάρια το σκέφτονται πολύ, λόγω του κόστους ανατροφής τους (παιδεία, υγεία κ.ά.), που σήμερα είναι συνταρακτικά υψηλό σε σχέση με το εισόδημά τους. Υπάρχουν ασυμβατότητες μεταξύ εργασιακού και οικογενειακού βίου που πρέπει να λυθούν. Όπως επίσης, υπάρχουν ακόμη έμφυλες διακρίσεις που πρέπει να εξαλειφθούν. Πολλά ζευγάρια σκέφτονται πώς θα βρουν σπίτι και πώς θα το συντηρήσουν. Χρειάζεται να δοθεί στους νεότερους αίσθημα οικονομικής ασφάλειας για να κάνουν παιδιά» τονίζει ο διευθυντής Ερευνών του ΙΔΕΜ.
Ο χρόνος που δίνεται στα ζευγάρια για τεκνοποίηση, εκ των πραγμάτων, έχει μειωθεί καθώς λόγω των οικονομικών συνθηκών πλέον οι νέοι αργούν να φύγουν από τα σπίτια των γονέων τους και να χτίσουν μία δικιά τους ζωή. «Αν πάει καλύτερα η οικονομία θα πάει καλύτερα και το δημογραφικό. Τα περισσότερα νέα παιδιά φεύγουν πλέον από τα σπίτια τους στα 31 έτη. Έτσι, μέχρι να χτίσουν τη δικιά τους ζωή δεν προλαβαίνουν να κάνουν πάνω από δύο παιδιά. Ο στόχος θα ήταν να βρίσκουν οι νέοι ασφαλή εργασία με καλούς μισθούς, να μπορούν να φεύγουν νωρίτερα και να έχουν χρόνο περισσότερο μπροστά τους» δηλώνει ο κ. Μπαλτάς.
Όλοι θυμούνται ότι προπαπούδες τους είχαν 4-5 αδέλφια και απορούν πως μειώθηκε αυτό σταδιακά. Πρόκειται για ένα κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο που έχει να κάνει με την αλλαγή τρόπου ζωής, όπως εξηγεί ο κ. Ζαφείρης. «Όταν η τοπική οικονομία σχετιζόταν με τη λειτουργία της οικογένειας, οι γονείς ήθελαν παιδιά για να τους βοηθούν. Η οικονομική ανάπτυξη έπειτα, έθεσε τα παιδιά εκτός παραγωγικής διαδικασίας. Για παράδειγμα, κατά τον εμφύλιο πόλεμο στα χωριά έβλεπες πολλά παιδιά σε φωτογραφίες που φορούσαν είτε γυναικεία είτε αντρικά ρούχα, λόγω φτώχειας. Δεν είχαν χρήματα αλλά έκαναν παιδιά που τους βοηθούσαν. Αντίθετα, στις αστικές περιοχές η γονιμότητα ήταν χαμηλότερη, καθώς δεν χρειαζόταν παιδιά για την παραγωγική διαδικασία. Ενώ σήμερα βλέπεις ότι στα χωριά είναι μειωμένος ο πληθυσμός, γιατί τα παιδιά έφυγαν και πήγαν να ζήσουν στις πόλεις» αναλύει ο καθηγητής Δημογραφίας.
Ο ρόλος της μετανάστευσης
Οι μετανάστες που ήρθαν στη χώρα τη δεκαετία του 2000-2010 επηρέασαν τον πληθυσμό μας, το ίδιο και όταν την εγκατέλειψαν από το 2010 και έφυγαν στο εξωτερικό. Την ώρα που σταμάτησε η εσωτερική μετανάστευση και γιγαντώθηκε μόνο η μετανάστευση, Ελλήνων και οικονομικών μεταναστών, ήταν αναμενόμενο να επηρεαστεί ο πληθυσμός της χώρας με αρνητικό πρόσημο.
«Το ισοζύγιο μεταξύ θανάτων και γεννήσεων ήταν σχεδόν μηδενικό τη δεκαετία του ’90. Μέχρι την κρίση δεν είχαμε έλλειμμα στον πληθυσμό της χώρας μας, γιατί το ισοζύγιο σε θανάτους και γεννήσεις το κάλυπταν οι εισερχόμενοι μετανάστες. Μετά την κρίση όμως, δεν ήταν ελκυστική στους μετανάστες και ταυτόχρονα έφυγαν περίπου 600.000 Έλληνες στο εξωτερικό, οι οποίοι ήταν σχεδόν όλοι νεαροί, σε παραγωγική ηλικία. Αυτοί οι άνθρωποι τα παιδιά που θα έκαναν στην Ελλάδα, τα έκαναν στο εξωτερικό και έγιναν πολίτες άλλων χωρών» εξηγεί στη «ΜτΚ» ο Παύλος Μπαλτάς.
Τα τελευταία έτη, σύμφωνα με τον κ. Μπαλτά, ο κάθε χρόνος ξεκινά σταθερά με μία μείωση 50.000 στον πληθυσμό που προκύπτει από τη διαφορά των γεννήσεων και των θανάτων. «Αυτή την στιγμή στην Ελλάδα, κάθε έτος οι θάνατοι είναι περίπου 50.000 περισσότεροι από τις γεννήσεις. Αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο ξεκινάμε με μία σίγουρη μείωση 50.000 ατόμων στον πληθυσμό μας. Η μείωση επιδεινώθηκε μετά την κρίση, που έφυγε μεγάλο μέρος του νεανικού πληθυσμού στο εξωτερικό. Από το 2005 έως το 2010 είδαμε αύξηση στη γονιμότητα αλλά από το 2012 και μετά άρχισε να ανοίγει κατά πολύ ψαλίδα» σημειώνει.
Η τελευταία φορά που οι γεννήσεις ήταν περισσότερες από τους θανάτους στην Ελλάδα ήταν το 2010. Εκείνη τη χρονιά το 20% των παιδιών που γεννήθηκαν είχαν μητέρες αλλοδαπής υπηκοότητας.
Τι μπορεί να βοηθήσει στην ανατροπή
Οι ειδικοί και επιστήμονες είναι ξεκάθαροι, ότι το δημογραφικό είναι πολύπλευρο πρόβλημα που απασχολεί όλο τον δυτικό κόσμο. Η διαφορά είναι ότι κάποιες χώρες έχουν ευνοϊκότερο περιβάλλον για γέννηση παιδιών, δηλαδή για την αύξηση του πληθυσμού, και κάποιες άλλες όχι. Όσο για τα μέτρα που ανακοινώθηκαν για το Εθνικό Σχέδιο Δράσης, είναι επιφυλακτικοί.
«Καταρχάς είμαι εξαιρετικά επιφυλακτικός με όσα έχουν ανακοινωθεί. Τα μέτρα που έχουν προσανατολιστεί σε επιδόματα δεν έχουν αποτελέσματα σε καμία χώρα. Επομένως δεν πρέπει να προσανατολιζόμαστε σε λύσεις με επιδόματα. Για παράδειγμα, για το επίδομα γέννησης θα δοθούν μέσα σε 8 χρόνια 1,3 δισ. ευρώ και δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα. Τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να δοθούν για τη δημιουργία και επέκταση της προσχολικής αγωγής και εκπαίδευσης, ώστε να λύσουμε το πρόβλημα των εργαζόμενων γονέων» αναφέρει ο διευθυντής Ερευνών του ΙΔΕΜ Βύρων Κοτζαμάνης.
Χρειάζεται συνέχεια και συνέπεια στην εφαρμογή των μέτρων, τονίζει ο καθηγητής Δημογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, Κωνσταντίνος Ζαφείρης, ώστε να αποδώσουν στην επόμενη εικοσαετία. «Το δημογραφικό είναι πολυπαραγοντικό ζήτημα που εξαρτάται από δεκάδες παραμέτρους που αφορούν την κοινωνία, την οικονομία και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη ζωή. Είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί. Χρειαζόμαστε μία εθνική πολιτική με συνέχεια και συνέπεια, που θα βελτιώνεται και δεν θα καταστρέφεται. Για τη λύση του προβλήματος είναι αναγκαία η συνεννόηση όλων των πολιτικών φορέων, της κοινωνίας των πολιτών και των επιστημόνων. Με τα μέτρα που ανακοινώθηκαν, αν εφαρμοστούν, θα δούμε αλλαγή σε 20 χρόνια από τώρα. Είναι σαν το ζήτημα της Παιδείας, αν αποφασίσουμε σήμερα να κλείσουμε τα σχολεία, θα δούμε τα αποτελέσματα σε παιδιά μετά από 20 χρόνια. Δεν γίνονται όλα με ένα μαγικό ραβδάκι, αλλά μακροπρόθεσμα» επισημαίνει ο κ. Ζαφείρης.
«Δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα», τονίζει ο Παύλος Μπαλτάς, «είναι ένα φαινόμενο παγκόσμιο, καθώς όσο ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής, αλλά ταυτόχρονα μειώνονται οι γεννήσεις. Οπότε ο πληθυσμός μεγαλώνει και αποκτάμε περισσότερους ηλικιωμένους. Η πρόκληση για το μέλλον είναι ο γερασμένος πληθυσμός, δηλαδή αν μειωθούμε στα 9 εκατομμύρια και το 1/3 είναι άνω των 65 ετών, θα είναι πολύ διαφορετικό από το να ήταν το 1/4, όπως είναι σήμερα».
Πού εντοπίζονται τα μεγάλα ελλείμματα
Τα μέτρα για το δημογραφικό δεν πρέπει να είναι μόνο οριζόντια, αλλά να διαφοροποιούνται ανά περιοχή, τονίζει ο κ. Μπαλτάς, καθώς όπως λέει η μείωση είναι άνιση στον χάρτη της Ελλάδος. «Ανάμεσα στις δύο τελευταίες απογραφές ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 433.000 άτομα, αλλά η μείωση έγινε ανομοιόμορφα στον χώρο. Δεν υποφέρουν τόσο τα μεγάλα αστικά κέντρα, όσο υποφέρουν οι αγροτικές και ορεινές περιοχές. Το 22% του πληθυσμού είναι άτομα άνω των 65 ετών, αν δούμε όμως μεμονωμένα τον πληθυσμό στην Ευρυτανία παρατηρούμε ότι το 40% είναι άνω των 65 ετών. Μεγάλο πρόβλημα υπάρχει και στη Δυτική Μακεδονία, όπου ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 10,3%, ενώ για παράδειγμα στα Γρεβενά μειώθηκε κατά 16% και στον δήμο Πρεσπών κατά 22%» αναλύει ο Δρ. Δημογραφίας, για να υπογραμμίσει την ανάγκη της εξειδίκευσης των μέτρων σε συγκεκριμένες περιοχές.
«Οι επαρχιακές περιοχές αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα πλέον. Η Ροδόπη έχει από τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητες στην Ελλάδα. Φεύγουν όλοι νέοι από αυτές τις περιοχές, δεν υπάρχουν δουλειές και χρήματα για να μείνουν. Τη γονιμότητα την καθορίζουν οι ηλικίες 27-31, σε αυτές τις ηλικίες λοιπόν πρέπει να δώσουμε περισσότερη προσοχή και να κάνουμε τα πάντα ώστε να υπάρχει ένα υγιές και ασφαλές περιβάλλον για να φέρουν παιδιά στον κόσμο» αναφέρει ο Κωνσταντίνος Ζαφείρης.
Θεσσαλονίκη: Οι δήμοι που «γερνούν», «γεννούν» και μένουν... σταθεροί
Μεταξύ των απογραφών του 2011 και του 2021 ο πληθυσμός της περιφερειακής ενότητας Θεσσαλονίκης μειώθηκε κατά 1,7%, φτάνοντας στους 1.091.424 πολίτες. Τα στοιχεία δείχνουν μία ανακοπή του κύματος μετεγκατάστασης στα προάστια τα τελευταία χρόνια, αλλά μεγαλύτερη κινητικότητα σε δήμους όπου υπήρχαν μεγάλες εκτάσεις για ανοικοδόμηση και η απόσταση από το κέντρο της πόλης ήταν περίπου στα 20 λεπτά, είτε δυτικά είτε ανατολικά. Ωστόσο δήμοι εκτός πολεοδομικού συγκροτήματος όπου υπάρχουν περισσότερα χωριά είχαν μείωση πληθυσμού.
«Μέσα στην περιφερειακή ενότητα Θεσσαλονίκης αυτοί που έχουν μεγαλύτερη μείωση είναι ο δήμος Βόλβης κατά 15,9%, και ο δήμος Χαλκηδόνος κατά 10%. Αύξηση κατά 13,5% παρατηρείται στον δήμο Κορδελιού-Ευόσμου. Στον δήμο Θέρμης από 53.000 οι κάτοικοι αυξήθηκαν στους 55.000, ενώ στον δήμο Ωραιοκάστρου από 38.000 στους 40.000. Στον δήμο Καλαμαριάς η διαφορά είναι στο 1%, οπότε θεωρείται σχεδόν σταθερός» αναφέρει ο Παύλος Μπαλτάς, Δρ. Δημογραφίας, Ερευνητής Β’ στο ΕΚΚΕ. Πάντως, ο κ. Μπαλτάς σημειώνει ότι συνολικά η περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας δείχνει να είναι σε καλύτερη μοίρα από άλλες περιφέρειες, παρότι το προηγούμενο έτος είχε 11.474 γεννήσεις και 24.000 θανάτους.
«Οι μειώσεις των πληθυσμών της Θεσσαλονίκης αλλά και γενικότερα της χώρας ξεκινούν από το 2006. Τότε άρχισαν να φεύγουν οι παλιοί οικονομικοί μετανάστες και λίγο αργότερα εισήλθαμε στην εποχή της κρίσης. Βλέπουμε μεταβολή στις περιοχές της πόλης που οφείλεται στη φυσική αύξηση του πληθυσμού και τη μετανάστευση» δηλώνει στη «ΜτΚ» η ομότιμη καθηγήτρια του Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης του ΑΠΘ, Αθηνά Γιαννακού.
Σύμφωνα τα στοιχεία που προκύπτουν από την απογραφή, οι δήμοι που φαίνεται να γερνούν είναι ο κεντρικός δήμος και ο δήμος Καλαμαριάς. «Οι πληθυσμοί στους δήμους Καλαμαριάς και Θεσσαλονίκης μειώθηκαν 1%- 2% -αυτό κυρίως σημαίνει στασιμότητα. Ωστόσο, στον δήμο Καλαμαριάς ο πληθυσμός αρχίζει και τείνει περισσότερο προς τους 65 ετών και άνω, ενώ παρουσιάζει μείωση και στους 0-14 ετών, δηλαδή φαίνεται ότι δεν υπάρχουν πολλές γεννήσεις στον δήμο. Οι περισσότεροι στην Καλαμαριά είναι στην ηλιακή ομάδα 40-54 ετών. Ομοίως και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης παρατηρείται γήρανση του πληθυσμού» αναφέρει η κ. Γιαννακού.
Οι δυο περιοχές που εντυπωσιάζουν με την πληθυσμιακή αύξηση και την πολεοδομική επέκταση είναι η Θέρμη και ο Εύοσμος, όπου ζουν οι περισσότεροι νέοι στην Κεντρική Μακεδονία. «Στη Θέρμη υπάρχει τεράστια προσφορά γης, για αυτό βλέπουμε τα μεσαία στρώματα να μετακινούνται συνεχώς προς τα εκεί. Ταυτόχρονα, η περιοχή γίνεται αυτόνομη και είναι σχετικά κοντά με το κέντρο, όποτε είναι ιδανική για πολλές οικογένειες. Θεαματική είναι η πυραμίδα ηλικιών στον Εύοσμο, όπου είδαμε τα τελευταία χρόνια να μετακινούνται πολλοί νέοι. Επίσης, ο δήμος Ωραιοκάστρου συγκέντρωσε νέο πληθυσμό, καθώς αυξήθηκε κατά 9%. Εντυπωσιακή επίσης είναι η μείωση στον δήμο Θερμαϊκού, που οφείλεται στην έξοδο μεταναστών που είχαν έρθει στην πόλη και έφυγαν ξανά» σημειώνει η κ. Γιαννακού.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 20.10.2024
ΣΧΟΛΙΑ