Πρωινός καφές με τον Βασίλη Νικόλτσιο (βίντεο)
26/10/2024 08:00
26/10/2024 08:00
Μια ιταλική ξιφολόγχη Mannlicher Carcano, μοντέλο του 1891, ήταν το πρώτο αντικείμενο της συλλογής του Βασίλη Νικόλτσιου. «Τότε ήταν που για πρώτη φορά έπιασα μια ξιφολόγχη στα χέρια και ένιωσα την ‘’κόψη του σπαθιού την τρομερή’’. Ήταν για μένα πολύ σημαντική αυτή η επαφή, γιατί κυρίως ενίσχυσε αυτή την αγάπη μου για την ιστορία και τη συλλογή», θυμάται σήμερα στον «πρωινό καφέ», τον οποίο απολαύσαμε λίγες ώρες πριν την διπλή επέτειο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης και του Όχι του ‘40 στο μπαλκόνι της Λέσχης Αξιωματικών με θέα τον Λευκό Πύργο.
Της ξιφολόγχης είχε προηγηθεί ένας σπουδαίος δάσκαλος στο δημοτικό, ο Ηλίας Αραμπατζίδη, «που μάς έδωσε τις αρχές που έδιναν εκείνη την εποχή οι δάσκαλοι». Κάπως έτσι ξεκίνησε η συλλογή του Βασίλη Νικόλτσιου που έφτασε να μετρά σήμερα τα 20.000 κειμήλια, πολλά από τα οποία εκτίθενται στο Πολεμικό μουσείο της Θεσσαλονίκης, αλλά και η διοργάνωση περίπου 300 εκθέσεων σε διάφορα μουσεία της Ελλάδας και της Κύπρου. Στη συνάντησή μας μιλήσαμε για την Ηράκλεια Σερρών, όπου γεννήθηκε, τα χρόνια του 1ου Αρρένων στη Θεσσαλονίκη και της ΣΣΑΣ (με συμφοιτητή τον σημερινό δήμαρχο Θεσσαλονίκης), αλλά και τις μοναδικές ιστορίες που αναδύονται σε μια πορεία ζωής, όπου η ιστορία είναι πρωταγωνιστής.
Πίνετε πρωινό καφέ;
Πίνω και επιδιώκω να έχω πάντα κάποιον φίλο για να γίνει ο καφές ακόμη πιο ευχάριστος. Να συζητήσουμε, να οργανωθούμε, να έχουμε χρόνο για να πούμε τα νέα ο ένας στον άλλον.
Τι καφέ προτιμάτε;
Συνήθως πίνω καπουτσίνο, μονό σκέτο, εκτός αν υπολογίζω ότι έχω δύσκολη μέρα όποτε τον πίνω διπλό (γελάει).
Στην Ηράκλεια Σερρών, σε ηλικία δύο χρονώνΓεννηθήκατε στην Ηράκλεια Σερρών το 1958.
Σωστά.
Εκεί πήγατε Δημοτικό;
Εκεί Δημοτικό και πρώτη Γυμνασίου. Μετά οι γονείς αποφάσισαν να έρθουν οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη μαζί με την αδερφή μου για να έχουμε καλύτερα σχολεία και καλύτερα φροντιστήρια. Και νομίζω ότι ορθά έπραξαν.
Σε ηλικία 6 ετών σε κάποιο φωτογραφείο στην Ηράκλεια
Ως πρόσκοπος. «Με είδαν οι θείοι μου απο τη Γερμανία να κρατάω ένα καλάμι και μου έφεραν ένα 16άρι αεροβόλο Diana», λέει
Αναμνήσεις από τα χρόνια; Από τη ζωή στο χωριό;
Η Ηράκλεια ήταν μια πολύ ευχάριστη κωμόπολη, είχαμε σπίτι με μεγάλο κήπο και πολλούς φίλους από τη γειτονιά. Ο πατέρας μου ήταν δήμαρχος στην Ηράκλεια για δύο τετραετίες και απολάμβανε μιας εκτίμησης από τον κόσμο της Ηράκλειας και αυτό έφτανε και σε εμάς.
Πώς ήταν το όνομά του;
Νικόλαος Νικόλτσιος. Η μητέρα ήταν δημοτική υπάλληλος και αυτή ήταν οπαδός της υπερ-εξυπηρέτησης στον δήμο. Θα έλεγα ότι ήταν υπόδειγμα υπαλλήλου και αυτό με βοηθούσε. Γιατί όλοι είχαν πάει κάποια στιγμή στο δήμο και είχαν εξυπηρετηθεί από την μητέρα μου. Ας μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά εισπράττουν ότι καλά ή κακά κάνουν οι γονείς.
Σε μικρή ηλικία, στον Προμαχώνα. Όπως ακόμη θυμάται και σήμερα ο εύζωνας λεγόταν Πέτρος Γιόντης και είχε καταγωγή από την Έδεσσα
Αδέλφια είχατε;
Δύο αδελφές, η μία μένει στην Ηράκλεια Σερρών και η άλλη στη Θεσσαλονίκη.
Και μετά γυμνάσιο στο 1ο της Θεσσαλονίκης;
1ο Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης, ένα πολύ καλό για την εποχή γυμνάσιο.
Τι χρονιά βρισκόμαστε;
1970. Ήταν ένα πολύ καλό σχολείο επί της Βασιλέως Γεωργίου. Με πολύ καλούς καθηγητές. Και για μένα όλο αυτό σήμαινε καινούργιοι φίλοι και καινούργιοι συμμαθητές.
Πώς ήταν η Θεσσαλονίκη τότε;
Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν μία φτωχομάνα. Δεν υπήρχαν πολλά χρήματα στον κόσμο, λίγοι είχαν τη δυνατότητα να κινηθούν καλά. Εμείς με την αδελφή μου, γιατί η μεγάλη μου αδερφή ήταν παντρεμένη στην Ηράκλεια, μεγαλώσαμε χωρίς πολλά πράγματα. Κάποιες στιγμές τα οικονομικά στην οικογένεια στριμώχτηκαν.
Οπότε ήταν δύσκολα;
Σίγουρα. Μάλιστα ο πατέρας μου μάς υποχρέωσε να διακόψουμε ακόμη και τα Αγγλικά που κάναμε για να είμαστε σίγουροι ότι θα κινηθούμε αξιοπρεπώς με τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Εσείς τι χόμπι είχατε μικρός; Υπήρχε από τότε η αγάπη για την ιστορία;
Υπήρχε. Μου την εμφύτευσε ο δάσκαλός μου από το δημοτικό, ο οποίος ήταν ένας πάρα πολύ καλός δάσκαλος και ένας πάρα πολύ καλός αφηγητής της ιστορίας, με αποτέλεσμα η ιστορία να είναι το αγαπημένο μου μάθημα.
Παρόλα αυτά επιλέξατε το Φαρμακευτικό Τμήμα της Στρατιωτικής Σχολής Αξιωματικών Σωμάτων για σπουδές. Γιατί;
Το επέλεξα γιατί είχα ένα πρότυπο που ήταν ο αδερφός του γαμπρού μου, ο οποίος ήταν στρατιωτικός φαρμακοποιός. Ήταν ένας ψηλός, ένας ωραίος άντρας και πολύ έξυπνος και θεώρησα ότι κάπου προς τα εκεί πρέπει να κινηθώ.
Ο μπαμπάς συμφωνούσε;
Ο μπαμπάς συμφωνούσε να πάω στη ΣΣΑΣ, δεν συμφωνούσα να πάω στην Ευελπίδων. Γιατί και οι δύο γονείς μου έλεγαν ότι είμαι υπερβολικά ευαίσθητος και ότι η δουλειά του στρατιωτικού είναι δύσκολη και ότι εγώ δεν θα έπρεπε να μπω σε αυτούς τους χώρους. Και είχαν δίκιο, γιατί είμαι πραγματικά ευαίσθητος και πληγώναμε εύκολα. Βεβαίως επειδή ο στρατός ήταν η αγάπη μου έδωσα εξετάσεις, πέρασα στο Μαθηματικό Πατρών και στη Στρατιωτική Σχολή, πήγα ένα εξάμηνο στο Μαθηματικό, μετά με κάλεσαν στη Σχολή γιατί είχε γίνει μια αλλαγή νόμου. Έτσι μπήκα στην ΣΣΑΣ και σε 20 μέρες έγιναν δευτεροετής. Και είχα τα μαθήματα του πρώτου και του δεύτερου έτους να τα περάσω μέσα σε μια χρονιά. Ευτυχώς πήγα καλά, τα κατάφερα, τα πέρασα και πήρα πτυχίο σε τρία χρόνια. Μετά έγινα ανθυπολοχαγός από τη Σχολή, ανθυποφαρμακοποιός, δηλαδή και έφυγα στην Αθήνα για εκπαίδευση 15 μηνών. Εκεί ανακάλυψα το Μοναστηράκι.
Και αναπτύξατε την τάση σας για τις συλλογές…
Κάθε Κυριακή και κάθε Σάββατο ήμουν εκεί και άρχιζα να αγοράζω. Στο τέλος του μήνα έβλεπα πόσα χρήματα περίσσεψαν και αν περίσσευαν κάποια έπαιρνα κάποιο παράσημο, αν περίσσευαν λίγα χρήματα έπαιρνα κάποιο ή κάποια μετάλλια. Τότε έκανα την πρώτη συστηματική συλλογή μεταλλίων, γιατί μέχρι τότε είχα 40 έως 50 αντικείμενα, τα οποία όμως ήταν πράγματα τα οποία είχα αγοράσει από παλαιοπώλες. Δεν είχαν, δηλαδή μια ιστορική σειρά ούτε μια μουσειολογική συνέχεια, αλλά ήταν ό,τι έβρισκα.
Θυμάστε το πρώτο αντικείμενο;
Το πρώτο αντικείμενο είναι μια ιταλική ξιφολόγχη του Mannlicher Carcano, μοντέλο του 1891, την οποία μού δώρισε μια συμφοιτήτριά μου από το φροντιστήριο, η οποία πιθανόν να της άρεζα κιόλας (γελάει). Πηγαίναμε μαζί στα φροντιστήρια Βασιλειάδη και τότε ήταν που για πρώτη φορά έπιασα μια ξιφολόγχη στα χέρια, έπιασα ένα στρατιωτικό όπλο και ένιωσα την «κόψη του σπαθιού την τρομερή». Ήταν για μένα πολύ σημαντική αυτή η επαφή με το συγκεκριμένο αντικείμενο, γιατί κυρίως ενίσχυσε αυτή την αγάπη μου για την ιστορία και τη συλλογή.
Γιατί δεν επιλέξατε να συλλέγετε δίσκους ή άλλα μικρά αντικείμενα και πήγατε προς τα στρατιωτικά κειμήλια;
Αυτό οφειλόταν στην αγάπη μου για την ιστορία, τη οποία την χρωστούσα στον δάσκαλό μου, τον Ηλία Αραμπατζίδη, ο οποίος ήταν ένας καλός πατριώτης, ένας καλός Έλληνας, ένας καλός Χριστιανός. Μάς έδωσε τις αρχές που έδιναν εκείνη την εποχή οι δάσκαλοι, όπου τότε οι γονείς δεν έκαναν τόσες παρεμβάσεις στους δασκάλους, αλλά τούς άφηναν να περάσουν αυτά που πρέπει στα παιδιά, ενώ τώρα είναι ακριβώς το αντίθετο. Τώρα αν ο πατέρας δε δώσει τις αρχές από το σπίτι, ο δάσκαλος δεν μπορεί.
Ως αξιωματικός σε πεδίο βολής σημαδεύοντας με ένα 45άρι περίστροφο
Ως εκπαιδευόμενος στη Στρατιωτική Σχολή με το κλασικό Μ1
Στην ΣΣΑΣ είχατε φίλους; Αναπτύχθηκαν φιλίες εκείνα τα χρόνια;
Η ΣΣΑΣ μάς ενώνει και μάς συνδέει όλους. Όλα τα παιδιά, με τα οποία μείναμε μαζί στον ίδιο θάλαμο των 5 ή 10 ατόμων, είναι και θα είναι φίλοι για όλη την επόμενη ζωή. Είχα την τύχη να έχω ακριβώς στο απέναντι κρεβάτι σε ένα θάλαμο των 10 ατόμων τον νυν δήμαρχο Θεσσαλονίκης, τον Στέλιο τον Αγγελούδη.
Πώς ήταν ως φοιτητής;
Ήταν ιδιαίτερα επιμελής στα μαθήματά του. Μπορεί να μην ήταν ο μαθητής εκείνος που διάβαζε από το πρωί μέχρι το βράδυ, φρόντισε όμως να έχει τον εξάωρο ύπνο του, δηλαδή μετά το νυχτερινό προσκλητήριο κοιμόταν, αλλά μέχρι τότε διάβαζε. Και όταν έρχονταν οι ώρες των εξετάσεων, έβλεπα ότι πραγματικά απέδιδε, δηλαδή όταν πήγαινε να διαβάσει διάβαζε και είχε απόλυτη συγκέντρωση.
Πειθαρχημένος, δηλαδή.
Ναι, πειθαρχημένος και νυσταγμένος (γελάει). Κάθε βράδυ ετοιμαζόταν από την κόπωση της ημέρας να ξεκουραστεί. Αυτό που θυμάμαι όμως ιδιαίτερα ήταν πως όταν βγαίναμε το Σάββατο περνούσε πάντα από το περίπτερο και έπαιρνε όλες τις εφημερίδες. Είχε ειδοποιήσει το σπίτι του να μη χρησιμοποιήσουν το μπάνιο, έμπαινε στην μπανιέρα με τις 5 με 6 αθλητικές εφημερίδες της εποχής, τις οποίες και διάβαζε όλες. Ήταν απόλυτα ενημερωμένος για όλα τα αθλητικά δρώμενα και για όλα τα σπορ. Ήξερε ανθρώπους και πρόσωπα και δεν είναι καθόλου τυχαία το ότι βρέθηκε στο Μουσείο του Ολυμπισμού. Ήταν ο πλέον ειδικός μαθητής στην ΣΣΑΣ πάνω στην αθλητική καθημερινότητα της περιόδου 1977 με 1981.
Μαθήματα ιππασίας στο Γ' Κτηνιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης
Αποστρατευτήκατε το 2002, με δική σας αίτηση, με το βαθμό του Συνταγματάρχη Φαρμακοποιού ε.α. Γιατί;
Γιατί ήμουν δεύτερος στην ιεραρχία και έπρεπε να κατέβω στην Αθήνα για να γίνω διευθυντής της φαρμακαποθήκης. Όλοι θέλουμε να γίνουμε στρατηγοί, εγώ δεν ήμουν αξιωματικός δεύτερης σειράς, ήμουν πάντοτε και παντού μπροστά στις ασκήσεις. Όταν περάσαμε στη Σχολή Διοικητών Μονάδος βγήκα πρώτος και είχα περάσει όλους τους γιατρούς συμμαθητές μου με ένα βαθμό διαφορά. Προσπαθούσα, λοιπόν να μην είμαι δεύτερος στη σειρά. Έπρεπε να κατέβω στην Αθήνα, αλλά είχα δύο παιδιά στο λύκειο και θα έπρεπε να μείνω στην Αθήνα για τουλάχιστον πέντε χρόνια, έτσι ώστε να γίνω ταξίαρχος και να αποστρατευθώ ως στρατηγός. Όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να είμαι εντάξει με τις υποχρεώσεις μου, αλλά εκεί πια έπρεπε να διαλέξω. Ή θα έχανα τις σπουδές των παιδιών μου, γιατί θα έμπαιναν στο πανεπιστήμιο και εγώ θα έχανα τις σπουδές τους ή θα ζούσα τη ζωή του ανώτατου αξιωματικού στην Αθήνα. Και εδώ να πούμε ότι ο φαρμακοποιός απολάμβανε ειδικών προνομίων, γιατί είναι μέσα στο χώρο του Γενικού Επιτελείου Στρατού, μέσα στον χώρο των εταιρειών των φαρμάκων, μέσα στον χώρο της επιστήμης και στο πανεπιστήμιο. Τα έχασα όλα αυτά που αγαπούσα, αλλά κέρδισα την οικογένεια, έζησα από κοντά τον αγώνα των δύο μεγαλύτερων παιδιών μου να μπουν στο πανεπιστήμιο. Βέβαια, ο Θεός με ευνόησε, γιατί μόλις παραιτήθηκα, το έμαθαν από το Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα και ο πρόεδρός του τότε, ο Δημήτρης ο Ζάννας, μού έκανε πρόταση να γίνω διευθυντής στο ίδρυμα του Μουσείου.
Ο γνωστός Δημήτρης Ζάννας;
Που ήταν υποψήφιος δήμαρχος. Συγχρόνως είχα κινήσει τη διαδικασία να ανοίξω φαρμακείο, οπότε τον ίδιο μήνα που άνοιξε το φαρμακείο ανέλαβα και τη διεύθυνση του ιδρύματος, όπου έμεινα 15 χρόνια.
Για περισσότερα από 40 χρόνια ασχολείστε με την ιστορική έρευνα, απόκτηση, καταγραφή, φύλαξη, τεκμηρίωση, έρευνα, ερμηνεία, έκθεση και προβολή ιστορικού υλικού. Τι σας πρόσφερε αυτή η ενασχόληση;
Πολλές χαρές, πολύ κόπο…
…Πολλά λεφτά;
Πολλά λεφτά ξόδεψα. Η περιουσία μου όλη είναι η οικογένειά μου, η γυναίκα μου και τα τρία μου παιδιά. Όμως έχω μερικές εκατοντάδες σπαθιά, μερικές χιλιάδες παράσημα, αρκετά τυφέκια. Προσπάθησα και νομίζω ότι τα κατάφερα να μαζέψω όλη την ελληνική ιστορία. Γιατί δεν μαζεύω ό,τι νάναι, με ενδιαφέρει η ελληνική ιστορία. Ποια όπλα χρησιμοποιήθηκαν πρώτα από τον Ελληνικό Στρατό, αλλά και από τους κατά καιρούς συμμάχους και αντιπάλους στρατούς. Γιατί μπορώ να καλύψω και την οθωμανική πλευρά και τη γερμανική και τη βουλγαρική και τη γαλλική. Όλη η ενασχόληση ξεκινάει σε επίπεδο ιστορίας από το 1821.
Ασημένα πιστόλια του 1821. Από πίσω φαίνονται λιθογραφίες του Βαυαρού ζωγράφου Πίτερ φον Ες, τον οποίο έστειλε στην Ελλάδα ο πατέρας του Όθωνα για να ζωγραφίσει τους αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης
Η δική σας συλλεκτική ενασχόληση από πότε ξεκινάει;
Η συλλεκτική ξεκίνησε από όταν ήμουν 16 χρονών. Στα 22 μου άρχισα πια να αγοράζω συστηματικά. Γύρω στα 26 ανακάλυψα τα βιβλία και τα μουσεία. Εκεί είδα ότι από τα αντίστοιχα βιβλία, που αναφέρονται σε ιστορίες και σε όπλα, μπορείς να μάθεις πάρα πολλά πράγματα, όπως και από τα μουσεία. Τότε άρχισα να πηγαίνω στα μουσεία. Και επειδή ήθελα να γίνω αρχιτέκτονας, επειδή είμαι ερασιτέχνης μαραγκός, είμαι ζωγράφος και γλύπτης ερασιτέχνης, άρχισα πλέον στα μουσεία να βλέπω πώς τα φωτίζουν, πως τα ασφαλίζουν, πως θα αναρτούν τα κειμήλια, ποιο φόντο χρησιμοποιούν, πόσο δυνατό φωτισμό χρειάζεται για μέσα και για έξω. Έτσι άρχισα να έχω μια πολύ καλή γνώση γύρω από την υπόθεση που λέγεται μουσείο.
Σε όλη αυτήν την πορεία αποκτήσατε περισσότερα από 20.000 ιστορικά κειμήλια της νεότερης ελληνικής ιστορίας, με τα οποία έχει οργανώσει περισσότερες από 300 ιστορικές περιοδικές εκθέσεις στην Ελλάδα στο εξωτερικό. Από αυτά περίπου 7.500 αντικείμενα εκτίθενται στο Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης…
…και άλλα 1.000 έχω μοιράσει σε άλλα 14 μουσεία στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Αγαπημένο αντικείμενο έχετε;
Είναι η πρωτότυπη προκήρυξη της επανάστασης του 1821 στην Μολδοβλαχία. Με ημερομηνία 21 Φεβρουαρίου του 1821, υπογεγραμμένη από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Είναι η διπλή προκήρυξη, έχει δύο υπογραφές του Υψηλάντη και τη σφραγίδα στο κέντρο. Η μία καλεί τους Φιλικούς να εντείνουν τις προσπάθειές τους και η άλλη καλεί τους Έλληνες της Μολδοβλαχίας να καταταγούν για να πολεμήσουν. Και τα δύο υπάρχουν στο Πολεμικό Μουσείο. Όλα τα αντικείμενα φροντίζω να τα εκθέτω, δεν είμαι από τους συλλέκτες που μαζεύουν αντικείμενα για τους εαυτούς τους και για τους φίλους τους.
Φιλελληνικά ρολόγια και κειμήλια από την έκθεση στο Πολεμικό Μουσείο, που ξεκίνησε από το 2000
Στο σπίτι δεν έχετε κάτι;
Έχω τρεις αποθήκες γεμάτες, αλλά στο σπίτι δεν έχω κάτι.
Από την πιο σύγχρονη ελληνική ιστορία ποιο είναι το πιο σημαντικό αντικείμενο;
Έχω τέσσερεις προσωπικές κάρτες του Ελευθερίου Βενιζέλου, σαν card visit. Έχω αντικείμενα του στρατηγού Καλλάρη, έχω τη διαταγή παρασημοφόρησής του από τον Κωνσταντίνο, που είναι πρωτότυπη και έχει από κάτω την υπογραφή του, έχω τα παράσημά του, το ξίφος του στρατηγού Καλλάρη, που ήταν ο διοικητής της Β’ Μεραρχίας στους βαλκανικούς πολέμους και ο πρώτος στρατιωτικός διοικητής της Θεσσαλονίκης. Επίσης έχω μερικά αντικείμενα του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν λοχαγός, έχω το ξίφος του Χασάν Ταχσίν Πασά και δύο από τα παράσημά του, όπως επίσης και το παράσημο της γυναίκας του, το οποίο το έδωσε ο Σουλτάνος στη γυναίκα του Χασάν Ταχσίν Πάσα το 1912. Επίσης έχω έναν πίνακα που ζωγράφισε ο γιος του Πασά, ο Κενάν Μεσαρέ που δείχνει τον πατέρα του με λασπωμένη τη χλαίνη να οπισθοχωρεί προς στη Θεσσαλονίκη. Είναι πίνακας ζωγραφισμένος το 1912.
Ο χώρος των κειμηλίων του 1821, με κανόνια και καριοφίλια στο Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Από τις μέρες του ’40 ποια είναι τα πιο σημαντικά κειμήλια που έχετε;
Έχω ένα γράμμα που βρήκα μέσα σε ένα όπλο, το οποίο το έγραψε κάποιος στρατιώτης την 25η Μαρτίου του 1941. Το όπλο βρέθηκε στο Ρούπελ, σε μια σπηλιά μέσα και μέσα στο κοντάκι είχε ένα γράμμα. Ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, είχε μείνει σε ένα στάβλο τριάντα χρόνια και είχε επάνω ένα δάχτυλο σκόνη. Όταν το διέλυσα για να το καθαρίσω, γιατί ήταν πολύ χάλια, είδα ότι στην εσοχή που είχε κάτω στο κοντάκι για το λάδι ένα γράμμα. Το έβγαλα με το κατσαβίδι. Το γράμμα ήταν προς εμένα. Έλεγε: «Αγαπητέ συνάδελφε, γεια σου. Όταν θα βρεις το όπλο μου, θα σε παρακαλέσω να επικοινωνήσεις μαζί μου. Η διεύθυνσή μου είναι αυτή και αν είμαι εν τη ζωή θα σου απαντήσω». Στη συνέχεια βρήκα την κόρη του, γιατί αυτός είχε πεθάνει και αυτή μου είπε την ιστορία του. Ο άνθρωπος αυτός συμμετείχε μέχρι το ‘43 στην αντίσταση και τότε όταν είδε ότι οι Έλληνες σκοτώνουν Έλληνες βρήκε έναν τρόπο και ξέφυγε. Ποτέ δεν μίλησε για αυτό το γράμμα, αλλά η κόρη του αναγνώρισε το γραφικό του χαρακτήρα. Λεγόταν Ιωάννης Ασπριάδης και ήταν από τις Σέρρες. Εγώ τότε υπηρετούσα στις Σέρρες και ήταν εύκολο να βρω άκρη. Για να καταλάβετε το ίδιο απόγευμα είχα βρει την κόρη του.
Πώς αισθάνεται κανείς όταν βρίσκεται μπροστά σε τέτοια γεγονότα;
Έμεινα άφωνος. Για πέντε λεπτά δεν τολμούσα να πιστέψω τι είχα βρει, γιατί ήταν κάτι το οποίο δεν το κυνήγησα σε κάποια δημοπρασία και δεν το αγόρασα, αλλά κάτι εξαιρετικά πολύτιμο, το οποίο μου το έστειλε ο Θεός, μου το έστειλε ο ίδιος αυτός ο μαχητής. Και η κόρη του βέβαια δεν μου ζήτησε να τής παραδώσω το γράμμα, γιατί μου είπε ότι απευθύνεται σε μένα.
Εκπληκτική ιστορία.
Ένα άλλο αντικείμενο το οποίο ακόμα δεν το έχω εκθέσει γιατί μερικές φορές η ταχύτητα που αποκτά η ανακάλυψη ενός αντικειμένου είναι τόσο μεγάλη που δεν προλαβαίνεις. Είναι όμως πολύ σημαντικό. Πρόκειται για μια σημαία αλβανική, η οποία είχε επάνω της τα ιταλικά φασιστικά σύμβολα. Τη σημαία την κατέβασε κάποιος από ένα κτίριο στην Αλβανία κατά τη διάρκεια των μαχών. Ένας λοχίας το έκανε και ο γιος του τώρα μού την έδωσε και θα την εκθέσω. Είναι οι γνωστές κόκκινες αλβανικές σημαίες με τις μαύρες στάμπες επάνω, μόνο που αυτή έχει και τα φασιστικά σύμβολα της Ιταλίας.
Με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο σε παρουσίαση έκθεσης κειμηλίων στο ΥΜΑΘ
Με τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο στη Λέσχη Αξιωματικών Θεσσαλονίκης
Γενικά ασχολούμαστε στην Ελλάδα με της ιστορία όσο θα έπρεπε;
Όχι, δυστυχώς όχι. Η παιδεία είναι προσανατολισμένη στο να βγάζει καλά ανταλλακτικά για τη βιομηχανία, το Πολυτεχνείο και την αγορά και όχι μαθητές που έχουν παιδεία. Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής γιατί τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μου έδωσαν οκτώ μαθήματα για να μπουν στο πανεπιστήμιο και μέσα σε αυτά ήταν τότε και η Ιστορία. Ήξεραν ιστορία, αλλά αναγκάστηκαν να διαβάσουν ιστορία για να μπουν στο πανεπιστήμιο. Έτσι, λοιπόν ο ένας έγραψε 20 και ο άλλος 19,9. Η Ιστορία ήταν ένα μάθημα που εύκολα μπορούσες να μάθεις και αυτό ήταν το σημαντικό και το ευφυές του τότε υπουργού Παιδείας. Το να διαβάζεις μόνο Φυσική, Χημεία, Έκθεση και Ανθρωπολογία και στο τέλος μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο και λόγω φόρτου μαθημάτων να μην έχει δυστυχώς χρόνο να ασχοληθείς με το θέατρο, εκτός αν είστε στις θεωρητικές επιστήμες, είναι ένα πρόβλημα για τη σημερινή εποχή. Εδώ υπάρχει έλλειμμα, υπάρχει έλλειμμα παιδείας και έτσι βλέπουμε σήμερα αυτά που βλέπουμε. Το να νομίζει κάποιος ότι ο φυσικός του χώρος είναι το γήπεδο. Δε λέω να μην πας εκεί, αλλά υπάρχουνε και τα θέατρα, υπάρχουν και τα μουσεία, υπάρχουν και άλλοι χώροι που μπορείς να εκπαιδευτείς. Όχι οκτώ ώρες στην καφετέρια, αυτό δεν είναι παιδεία. Και από ένα σημείο και μετά, όταν τα παιδιά γίνουν 15 και 16 χρονών, οι γονείς δεν μπορούν να παρέμβουν, γιατί τα παιδιά δε δέχονται τις συμβουλές τους. Εκεί πρέπει να μπουν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές. Εγώ είχα την τύχη να έχω τέτοιους καθηγητές. Μάς έπαιρναν μαζί το Σαββατόβραδο: Μάς έλεγαν: «Πού θα πάτε;» Μας έπαιρναν τους τρεις μαθητές της Σχολής και πηγαίναμε σε μια ταβέρνα και μας έλεγαν: «Αυτό το μάθημα έχει σημασία, παιδιά. Δεν πρέπει να είστε δεύτεροι, πρέπει να ξέρετε την επιστήμη σας, να την μάθετε. Να αισθάνεστε καλά, αυτή είναι μόνο η αρχή, θα έχετε συνέχεια. Γιατί η επιστήμη δε σταματά και θα πρέπει να διαβάζετε». Σήμερα νομίζω ότι δεν γίνονται τέτοια πράγματα ούτε στα πανεπιστήμια ούτε πουθενά. Ρωτούσε ο γιος μου κάποτε: «Ποιος είναι αυτός εκεί κάτω;». Ε, αυτός είναι ο καθηγητής σου. Δεν πήγε ούτε σε ένα μάθημά του. Για μένα απαράδεκτο.
Με τον πρώην πρόεδρο της Βουλής Απόστολο Κακλαμάνη
Με τον αείμνηστο πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια σε έκθεση στο Διοικητήριο
Ταυτόχρονα είστε και συγγραφέας 19 ιστορικών έργων: Ποιο θεωρείτε το πιο σημαντικό;
Δεν υπάρχει απάντηση σε αυτό, γιατί όλα είναι αγαπημένα. Είναι παιδιά μου που τα αγαπάω ιδιαίτερα. Είναι όλα τα βιβλία για την ιστορία, κανένα δεν είναι για τη φαρμακευτική (γελάει). Αυτό σημαίνει ότι «στου δρόμου τα μισά» που λέει και ο ποιητής κατάλαβα ότι άλλα είναι εκείνα που αγαπώ. Ενώ ήμουν καλός φοιτητής, ήμουν αρχηγός της στη Σχολή και έπαιρνα υποτροφία στο πανεπιστήμιο, πολύ σύντομα είδα ότι μάλλον η ιστορία και το μουσείο μού αρέσει πολύ περισσότερο από τη φαρμακευτική.
Να κάνετε ένα μουσείο για τη φαρμακευτική ιστορία.
Είμαι διευθυντής στο Φαρμακευτικό Μουσείο (γελάει). Είναι το μόνο Φαρμακευτικό Μουσείο που υπάρχει στην Ελλάδα, το έκανα εγώ με μια παρέα φίλων όταν ήμουν αντιπρόεδρος στο Φαρμακευτικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης. Με τη βοήθεια της οικογένειας, βέβαια. Η γυναίκα μου έπλενε, ο γιος ο ένας σκούπιζε, ο άλλος μετέφερε και έτσι έγινε το Μουσείο.
Στο φαρμακείο του στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε από το 2002 έως το 2013
Από το 2002 έως το 2013 εργαζόσασταν στο φαρμακείο σας στη Θεσσαλονίκη. Η εμπειρία πως ήταν;
Ήταν μια εμπειρία. Μου αρέσει η επαφή με τον κόσμο, μου αρέσει πολύ η προσφορά, δεν κυνηγούσα το κέρδος, κυνηγούσα τη βοήθεια του ανθρώπου, ήθελα να εξυπηρετήσω καταστάσεις. Πολλές φορές χρειαζόταν να φέρω ένα φάρμακο των 2 € από τις Σέρρες ή από την Κοζάνη ή από κάποιον φίλο για να εξυπηρετήσω κάποιο παιδάκι και ήξερα ότι από αυτή την πράξη έχανα, αλλά δεν ήταν ο σκοπός μου να κερδίσω. Αυτό πέρασε ως φιλοσοφία και στο δεύτερο τον γιο μου, ο οποίος πήρε από μένα το φαρμακείο μικρό και το έχει κάνει μεγάλο, ακριβώς λειτουργώντας με αυτόν τον τρόπο. Εξυπηρετώντας τον κόσμο.
Παράλληλα μέχρι το Νοέμβριο του 2017 και για 15 χρόνια ήσασταν διευθυντής του Ιδρύματος του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα. Το ξέρουν οι Θεσσαλονικείς;
Το ξέρουν. Έχει γίνει μια στατιστική έρευνα και στο ερώτημα «πέστε μας ποια μουσεία γνωρίζετε» το Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα βγήκε τρίτο Μουσείο. Μετά το Βυζαντινό και το Αρχαιολογικό.
Υπάρχει ενδιαφέρον; Έρχεται κόσμος;
Υπάρχει ενδιαφέρον, δεν έρχεται όμως τόσος κόσμος όσο θα έπρεπε ακριβώς για αυτόν το λόγο που σας λέω. Το παιδί πρέπει να καταλάβει το τι σημαίνει «πας στο Μουσείο». Πρέπει να του το εξηγήσεις και να του λες: «Αχ, θα πάμε στο Μουσείο, θα δούμε πράγματα και θαύματα». Όχι να πηγαίνει εκεί και να λέει: «Θα πάμε και στο Cosmos για να παίξουμε, να πιούμε καφέ και όλα τα σχετικά». Θα πρέπει να γίνει και η ανάλογη «προπαγάνδα» για να καταλάβει το παιδί πού πάει.
Είμαστε κοντά στη διπλή επέτειο της 26ης και της 28ης Οκτωβρίου. Μια ιστορία εποχής που σάς έρχεται άμεσα στο μυαλό ποια είναι;
Καταρχήν από την επέτειο της απελευθέρωσης: Είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά τους δύο εγγονούς του Χασάν Ταχσίν Πασά και να πάρω πληροφορίες ιδιαίτερα σημαντικές. Να έχω τα απομνημονεύματα του Πασά.
Που τους γνωρίσατε;
Εδώ στη Λέσχη Αξιωματικών σε μια έκθεση που έκανα για τον Χασάν Ταχσίν Πασά και την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Τους εντόπισα, τους κάλεσα, ήρθαν, γνωριστήκαμε, γίναμε οικογενειακοί φίλοι, συναντιόμασταν πολλές φορές τον χρόνο και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη.
Που ζούσαν;
Ο ένας στην Αθήνα και ο άλλος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δυστυχώς και οι δύο έχουν φύγει από τη ζωή. Επικοινωνούσαμε όλα αυτά τα χρόνια, μού δώρισαν κάποια αντικείμενα από τον παππού ή από τον πατέρα τους, είχαμε μια εξαιρετικά καλή σχέση, μού έλεγαν ιστορίες που έλεγε ο πατέρας τους για τον παππού τους, τον οποίο δεν είχαν προλάβει και ιστορίες που έλεγε ο πατέρας τους για εκείνα τα χρόνια. Έτσι μπήκα πολύ βαθιά στην ιστορία, μου έλεγαν για ό,τι έγραφε ο παππούς τους στα Απομνημονεύματα στο Διοικητήριο, ότι το πρωτόκολλο της παράδοσης το έγραψε ο πατέρας τους. Τελικά αποδείχθηκε ότι υπήρχαν δύο πρωτόκολλα, το ένα το έγγραφε ο Μεταξάς, το άλλο το έγραφε ο πατέρας τους. Αυτό που έγραψε ο Κενάν το κράτησε η οθωμανική πλευρά και εμείς έχουμε αυτό εδώ του Μεταξά. Είναι λεπτομέρειες που έχουν σημασία.
Για το έπος του 40;
Σε ότι αφορά το έπος του 40 είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη Θεσσαλονίκη, καθώς ο εορτασμός είναι διπλός και εδώ γίνεται η μεγάλη παρέλαση. Εγώ δεν πηγαίνω στις παρελάσεις, γιατί συγκινούμαι και κλαίω. Είχαν δίκαιο οι γονείς μου ότι είμαι ευαίσθητος και έτσι δεν βλέπω τις παρελάσεις ούτε από την τηλεόραση. Τιμώ την παρέλαση. Θυμάμαι την εποχή που έκανα και εγώ παρέλαση όταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν ο αείμνηστος Τσάτσος. Τότε έβρεχε καταρρακτωδώς στη Θεσσαλονίκη. Μας έφεραν με λεωφορεία μέχρι την αρχή της παρελάσεως, εγώ ήμουν μαθητής έτοιμος να παρελάσω. Ανεβαίνει, λοιπόν ο λοχαγός στο λεωφορείο και λέει: «Λοιπόν, παιδιά σήμερα θα κάνουμε την καλύτερη παρέλασή μας. Τέτοιες ώρες κάποιοι στην Ήπειρο πολεμούσαν με 30°C κάτω από το μηδέν και χιόνι. Εμείς θα βγούμε σήμερα μέσα στην καταρρακτώδη βροχή να κάνουμε την καλύτερη παρέλασή μας. Πεταχτείτε έξω».
Και πεταχτήκαμε όλοι έξω και κάναμε όντως την καλύτερη παρέλαση. Οι ενδρομίδες που είχαμε είχαν γεμίσει με νερό, γιατί έγλυφε το νερό το παντελόνι και έμπαινε μέσα. Πατούσαμε παφ πουφ παφ πουφ, βραχήκαμε κυριολεκτικά μέχρι το κόκαλο, αλλά δεν μας ένοιαζε καθόλου.
Το θυμάστε και το διηγείστε τόσο παραστατικά μέχρι σήμερα.
Το θυμάμαι. Αυτό είναι το πόσο μπορεί να σε εμψυχώσει κάποιος. Δεν μας είπε: «Παιδιά, τι να κάνουμε. Υπομονή τώρα, είναι 5 χιλιόμετρα η παρέλαση και θα περάσει, αλλά μας είπε: Πάμε, ορμάμε έξω, ορμείστε έξω». Πεταχτήκαμε έξω και δεν βλέπαμε τη βροχή, δεν αισθανόμασταν τη βροχή.
Σε έναν νέο που βλέπει τη σημαία και λέει: «εντάξει, δεν είναι και τίποτα σημαντικό» τι θα του αντιτείνατε;
Ότι πρέπει να τραβήξουμε το αυτί του πατέρα και της μητέρας του. Αυτό πρέπει να κάνουμε. Τα παιδιά πρέπει να δουν και τις δύο πλευρές. Αυτή η πατρίδα μάς σπούδασε δωρεάν, μάς προφύλαξε δωρεάν, μάς νοιάζεται δωρεάν όλα τα χρόνια να μας δώσει έστω μια κάποια σύνταξη. Έχουμε υποχρέωση όλοι σε αυτή την πατρίδα και δεν πρέπει να την εγκαταλείψουμε. Κάποιοι έδωσαν το αίμα τους και εξακολουθούν κάποιοι και δίνουν το αίμα τους για αυτή την πατρίδα. Έχουμε υποχρέωση. Δεν είναι λύση το να φύγουμε έξω για να παίρνουμε 6 και 8 και 10.000 € στο εξωτερικό και να τα παρατήσουμε όλα εδώ. Δεν γίνεται έτσι. Τη σύνταξη του πατέρα αυτών των παιδιών που παίρνουν έξω τα χοντρά λεφτά ποιος θα την πληρώσει; Τα δικά μου τα παιδιά; Δεν πρέπει να παρατήσεις την πατρίδα σου.
Τι είναι τελικά ο Βασίλης Νικόλτσιος;
Είμαι ένας ρομαντικός Έλληνας, ένας καλός πατριώτης, που αγαπάει την πατρίδα του, αγαπάει όλους τους ανθρώπους. Με «κατηγορούν» γιατί εξυπηρετώ όλους όσους μπορώ να εξυπηρετήσω. Μού λένε: «Δεν έχεις χορτάσει απορρίψεις; Δεν έχεις χορτάσει πίκρες;» Εγώ είμαι αυτός που είμαι και αυτές τις αρχές πήρα. Ο πατέρας μου έλεγε: «Αν μπορείς να κάνεις καλό κάντο, αν μπορείς να κάνεις κακό, ξέχνα το». Εκεί βαδίζω, προσπαθώ να ξεπεράσω τις άσχημες συμπεριφορές που με πληγώνουν και να κινηθώ σε αυτούς τους άξονες του καλού καγαθού. Να διάγω -που λέει ο όρκος- εν γένει ως πιστός και φιλότιμος -θα το παραφράσω- Έλληνας, όχι στρατιώτης.
Η οικογένειά του: η σύζυγος Αναστασία και οι 3 γιοί τους, Νίκος, Άγης και Παύλος
Πάμε στον ιδιώτη Βασίλη Νικόλτσιο. Παντρεμένος με τη φαρμακοποιό Αναστασία Χαδιά. Πόσα χρόνια;
41 με 42 (γελάει).
Πώς κρατιέται ζωντανός ένας γάμος τόσα χρόνια;
Θέλει σίγουρα υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές. Η γυναίκα μου είναι ένα πνευματικό άτομο, την γνώρισα στο πανεπιστήμιο, ήταν πίσω μου στο εργαστήριο και ήταν η ωραία του εργαστηρίου.
Εσείς φαντάζομαι τότε είχατε και μαλλιά.
(Γελάει). Είχα και μαλλιά, αυτό το λέω. Είχα φράντζα. Τότε τη γνώρισα και από τότε είμαστε και μαζί.
Ως έφεδρος αξιωματικός με τη σύζυγό του Αναστασία Χαδιά
Χρειάζονται σίγουρα και ισορροπίες και συμβιβασμοί, έτσι δεν είναι;
Σίγουρα. Ειδικά όταν έχεις να κάνεις με μια γυναίκα που δεν είναι «κότα», αλλά μια γυναίκα που έχει προσωπικότητα. Η γυναίκα μου έχει τελειώσει τη Φαρμακευτική, έχει τελειώσει την Παιδαγωγική Ακαδημία, είναι συγγραφέας, είναι ζωγράφος πολύ καλύτερη από μένα. Είναι ένα άτομο που με έχει βοηθήσει παντού και στα πάντα. Αυτή με προέτρεψε σε πολλά πράγματα, τα τέσσερα από τα βιβλία που έγραψα, κυρίως το πρώτο, το γράψαμε μαζί με τη δική της προτροπή και επιμονή. Μεγάλος βοηθός, η καλύτερη φίλη μου.
Έχετε και τρεις γιους, το Νίκο, τον Άγη και τον Παύλο. Έχετε την αίσθηση ότι δώσατε αυτά που έπρεπε στα παιδιά σας;
Όχι. Γιατί εξαντλήθηκα και εξαντλούμαι σε ένα βαθμό στα πράγματα που κάνω. Από την άλλη μεριά αφήνω περιθώριο στα παιδιά μου να αναπνεύσουν και να δουν τη δική τους ζωή. Ξέρουν όμως ότι δεν υπάρχει τίποτα πολυτιμότερο σε κάποιους να δώσω από τα παιδιά μου και από τη γυναίκα μου.
Πόσο χρονών είναι;
Ο μεγάλος είναι 40, ο δεύτερος 38 και ο τρίτος είναι 30. Ο μεγάλος έχει σπουδάσει Εφαρμοσμένη Πληροφορική και έχει κάνει μεταπτυχιακό στη Μουσειολογία και είναι το δεξί μου και το αριστερό μου χέρι, ο δεύτερος έχει σπουδάσει Φαρμακευτική και ο τρίτος έχει σπουδάσει Χημικός Μηχανικός. Και επειδή βγήκε στην Ελλάδα μια εργασιακή ζούγκλα και παρότι είχε πρόταση για 6.000 δολάρια στη Νέα Υόρκη είπε: «Όχι, θα μείνω εδώ». Έμεινε εδώ, σπούδασε φαρμακευτική ξανά και τώρα δουλεύει μαζί με τον δεύτερο και τη γυναίκα μου στο φαρμακείο.
Αγαπημένη ομάδα υπάρχει;
Όχι, ποτέ δεν υπήρχε.
Ελλάδα;
Ελλάδα, αλλά όχι στα σπορ. Μπορεί να δω ολυμπιακούς αγώνες, αλλά δεν θα καθίσω να δω ποδόσφαιρο ούτε καν μπάσκετ, επειδή με έχουν πληγώσει όλα αυτά που γίνονται στους χώρους των ομάδων και ο φανατισμός.
Για το τέλος η ερώτηση με το μαγικό ραβδί. Τι θα κάνατε αν το είχατε σε ότι αφορά στην ιστορική παράδοση της πόλης, που δεν αλλάζει εύκολα και θα την βοηθούσε να ξαναδεί την ιστορία της;
Θα χτυπούσα με το μαγικό ραβδί τον εκάστοτε υπουργό Παιδείας και θα τον παρακαλούσα να βάλει απαραίτητο μάθημα σε όλες τις πανεπιστημιακές σχολές την Ιστορία. Διότι τελικά η παιδεία, έτσι όπως είναι προσαρμοσμένη, βγάζει ανταλλακτικά για τη βιομηχανία και δεν βγάζει παιδιά γεμάτα παιδεία, τα οποία θα μπορούσαν να ζήσουν πολύ καλύτερα τη ζωή τους και να χαρούν την Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη. Αντίστοιχα θα παρακαλούσα και τους δασκάλους της Θεσσαλονίκης να διδάσκουν στα παιδιά και τη λαμπρή ιστορία αυτής της πόλης, η οποία είναι γεμάτη με γεγονότα, τα οποία θα τα συναντούν μπροστά τους. Αλλά είναι κρίμα να περάσουν από δίπλα και τελικά να μην μπουν μέσα σε μια βυζαντινή εκκλησία, να μην μπουν μέσα στο Διοικητήριο και να μη μάθουν την ιστορία αυτής της πόλης.
Μια ιταλική ξιφολόγχη Mannlicher Carcano, μοντέλο του 1891, ήταν το πρώτο αντικείμενο της συλλογής του Βασίλη Νικόλτσιου. «Τότε ήταν που για πρώτη φορά έπιασα μια ξιφολόγχη στα χέρια και ένιωσα την ‘’κόψη του σπαθιού την τρομερή’’. Ήταν για μένα πολύ σημαντική αυτή η επαφή, γιατί κυρίως ενίσχυσε αυτή την αγάπη μου για την ιστορία και τη συλλογή», θυμάται σήμερα στον «πρωινό καφέ», τον οποίο απολαύσαμε λίγες ώρες πριν την διπλή επέτειο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης και του Όχι του ‘40 στο μπαλκόνι της Λέσχης Αξιωματικών με θέα τον Λευκό Πύργο.
Της ξιφολόγχης είχε προηγηθεί ένας σπουδαίος δάσκαλος στο δημοτικό, ο Ηλίας Αραμπατζίδη, «που μάς έδωσε τις αρχές που έδιναν εκείνη την εποχή οι δάσκαλοι». Κάπως έτσι ξεκίνησε η συλλογή του Βασίλη Νικόλτσιου που έφτασε να μετρά σήμερα τα 20.000 κειμήλια, πολλά από τα οποία εκτίθενται στο Πολεμικό μουσείο της Θεσσαλονίκης, αλλά και η διοργάνωση περίπου 300 εκθέσεων σε διάφορα μουσεία της Ελλάδας και της Κύπρου. Στη συνάντησή μας μιλήσαμε για την Ηράκλεια Σερρών, όπου γεννήθηκε, τα χρόνια του 1ου Αρρένων στη Θεσσαλονίκη και της ΣΣΑΣ (με συμφοιτητή τον σημερινό δήμαρχο Θεσσαλονίκης), αλλά και τις μοναδικές ιστορίες που αναδύονται σε μια πορεία ζωής, όπου η ιστορία είναι πρωταγωνιστής.
Πίνετε πρωινό καφέ;
Πίνω και επιδιώκω να έχω πάντα κάποιον φίλο για να γίνει ο καφές ακόμη πιο ευχάριστος. Να συζητήσουμε, να οργανωθούμε, να έχουμε χρόνο για να πούμε τα νέα ο ένας στον άλλον.
Τι καφέ προτιμάτε;
Συνήθως πίνω καπουτσίνο, μονό σκέτο, εκτός αν υπολογίζω ότι έχω δύσκολη μέρα όποτε τον πίνω διπλό (γελάει).
Στην Ηράκλεια Σερρών, σε ηλικία δύο χρονώνΓεννηθήκατε στην Ηράκλεια Σερρών το 1958.
Σωστά.
Εκεί πήγατε Δημοτικό;
Εκεί Δημοτικό και πρώτη Γυμνασίου. Μετά οι γονείς αποφάσισαν να έρθουν οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη μαζί με την αδερφή μου για να έχουμε καλύτερα σχολεία και καλύτερα φροντιστήρια. Και νομίζω ότι ορθά έπραξαν.
Σε ηλικία 6 ετών σε κάποιο φωτογραφείο στην Ηράκλεια
Ως πρόσκοπος. «Με είδαν οι θείοι μου απο τη Γερμανία να κρατάω ένα καλάμι και μου έφεραν ένα 16άρι αεροβόλο Diana», λέει
Αναμνήσεις από τα χρόνια; Από τη ζωή στο χωριό;
Η Ηράκλεια ήταν μια πολύ ευχάριστη κωμόπολη, είχαμε σπίτι με μεγάλο κήπο και πολλούς φίλους από τη γειτονιά. Ο πατέρας μου ήταν δήμαρχος στην Ηράκλεια για δύο τετραετίες και απολάμβανε μιας εκτίμησης από τον κόσμο της Ηράκλειας και αυτό έφτανε και σε εμάς.
Πώς ήταν το όνομά του;
Νικόλαος Νικόλτσιος. Η μητέρα ήταν δημοτική υπάλληλος και αυτή ήταν οπαδός της υπερ-εξυπηρέτησης στον δήμο. Θα έλεγα ότι ήταν υπόδειγμα υπαλλήλου και αυτό με βοηθούσε. Γιατί όλοι είχαν πάει κάποια στιγμή στο δήμο και είχαν εξυπηρετηθεί από την μητέρα μου. Ας μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά εισπράττουν ότι καλά ή κακά κάνουν οι γονείς.
Σε μικρή ηλικία, στον Προμαχώνα. Όπως ακόμη θυμάται και σήμερα ο εύζωνας λεγόταν Πέτρος Γιόντης και είχε καταγωγή από την Έδεσσα
Αδέλφια είχατε;
Δύο αδελφές, η μία μένει στην Ηράκλεια Σερρών και η άλλη στη Θεσσαλονίκη.
Και μετά γυμνάσιο στο 1ο της Θεσσαλονίκης;
1ο Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης, ένα πολύ καλό για την εποχή γυμνάσιο.
Τι χρονιά βρισκόμαστε;
1970. Ήταν ένα πολύ καλό σχολείο επί της Βασιλέως Γεωργίου. Με πολύ καλούς καθηγητές. Και για μένα όλο αυτό σήμαινε καινούργιοι φίλοι και καινούργιοι συμμαθητές.
Πώς ήταν η Θεσσαλονίκη τότε;
Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν μία φτωχομάνα. Δεν υπήρχαν πολλά χρήματα στον κόσμο, λίγοι είχαν τη δυνατότητα να κινηθούν καλά. Εμείς με την αδελφή μου, γιατί η μεγάλη μου αδερφή ήταν παντρεμένη στην Ηράκλεια, μεγαλώσαμε χωρίς πολλά πράγματα. Κάποιες στιγμές τα οικονομικά στην οικογένεια στριμώχτηκαν.
Οπότε ήταν δύσκολα;
Σίγουρα. Μάλιστα ο πατέρας μου μάς υποχρέωσε να διακόψουμε ακόμη και τα Αγγλικά που κάναμε για να είμαστε σίγουροι ότι θα κινηθούμε αξιοπρεπώς με τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Εσείς τι χόμπι είχατε μικρός; Υπήρχε από τότε η αγάπη για την ιστορία;
Υπήρχε. Μου την εμφύτευσε ο δάσκαλός μου από το δημοτικό, ο οποίος ήταν ένας πάρα πολύ καλός δάσκαλος και ένας πάρα πολύ καλός αφηγητής της ιστορίας, με αποτέλεσμα η ιστορία να είναι το αγαπημένο μου μάθημα.
Παρόλα αυτά επιλέξατε το Φαρμακευτικό Τμήμα της Στρατιωτικής Σχολής Αξιωματικών Σωμάτων για σπουδές. Γιατί;
Το επέλεξα γιατί είχα ένα πρότυπο που ήταν ο αδερφός του γαμπρού μου, ο οποίος ήταν στρατιωτικός φαρμακοποιός. Ήταν ένας ψηλός, ένας ωραίος άντρας και πολύ έξυπνος και θεώρησα ότι κάπου προς τα εκεί πρέπει να κινηθώ.
Ο μπαμπάς συμφωνούσε;
Ο μπαμπάς συμφωνούσε να πάω στη ΣΣΑΣ, δεν συμφωνούσα να πάω στην Ευελπίδων. Γιατί και οι δύο γονείς μου έλεγαν ότι είμαι υπερβολικά ευαίσθητος και ότι η δουλειά του στρατιωτικού είναι δύσκολη και ότι εγώ δεν θα έπρεπε να μπω σε αυτούς τους χώρους. Και είχαν δίκιο, γιατί είμαι πραγματικά ευαίσθητος και πληγώναμε εύκολα. Βεβαίως επειδή ο στρατός ήταν η αγάπη μου έδωσα εξετάσεις, πέρασα στο Μαθηματικό Πατρών και στη Στρατιωτική Σχολή, πήγα ένα εξάμηνο στο Μαθηματικό, μετά με κάλεσαν στη Σχολή γιατί είχε γίνει μια αλλαγή νόμου. Έτσι μπήκα στην ΣΣΑΣ και σε 20 μέρες έγιναν δευτεροετής. Και είχα τα μαθήματα του πρώτου και του δεύτερου έτους να τα περάσω μέσα σε μια χρονιά. Ευτυχώς πήγα καλά, τα κατάφερα, τα πέρασα και πήρα πτυχίο σε τρία χρόνια. Μετά έγινα ανθυπολοχαγός από τη Σχολή, ανθυποφαρμακοποιός, δηλαδή και έφυγα στην Αθήνα για εκπαίδευση 15 μηνών. Εκεί ανακάλυψα το Μοναστηράκι.
Και αναπτύξατε την τάση σας για τις συλλογές…
Κάθε Κυριακή και κάθε Σάββατο ήμουν εκεί και άρχιζα να αγοράζω. Στο τέλος του μήνα έβλεπα πόσα χρήματα περίσσεψαν και αν περίσσευαν κάποια έπαιρνα κάποιο παράσημο, αν περίσσευαν λίγα χρήματα έπαιρνα κάποιο ή κάποια μετάλλια. Τότε έκανα την πρώτη συστηματική συλλογή μεταλλίων, γιατί μέχρι τότε είχα 40 έως 50 αντικείμενα, τα οποία όμως ήταν πράγματα τα οποία είχα αγοράσει από παλαιοπώλες. Δεν είχαν, δηλαδή μια ιστορική σειρά ούτε μια μουσειολογική συνέχεια, αλλά ήταν ό,τι έβρισκα.
Θυμάστε το πρώτο αντικείμενο;
Το πρώτο αντικείμενο είναι μια ιταλική ξιφολόγχη του Mannlicher Carcano, μοντέλο του 1891, την οποία μού δώρισε μια συμφοιτήτριά μου από το φροντιστήριο, η οποία πιθανόν να της άρεζα κιόλας (γελάει). Πηγαίναμε μαζί στα φροντιστήρια Βασιλειάδη και τότε ήταν που για πρώτη φορά έπιασα μια ξιφολόγχη στα χέρια, έπιασα ένα στρατιωτικό όπλο και ένιωσα την «κόψη του σπαθιού την τρομερή». Ήταν για μένα πολύ σημαντική αυτή η επαφή με το συγκεκριμένο αντικείμενο, γιατί κυρίως ενίσχυσε αυτή την αγάπη μου για την ιστορία και τη συλλογή.
Γιατί δεν επιλέξατε να συλλέγετε δίσκους ή άλλα μικρά αντικείμενα και πήγατε προς τα στρατιωτικά κειμήλια;
Αυτό οφειλόταν στην αγάπη μου για την ιστορία, τη οποία την χρωστούσα στον δάσκαλό μου, τον Ηλία Αραμπατζίδη, ο οποίος ήταν ένας καλός πατριώτης, ένας καλός Έλληνας, ένας καλός Χριστιανός. Μάς έδωσε τις αρχές που έδιναν εκείνη την εποχή οι δάσκαλοι, όπου τότε οι γονείς δεν έκαναν τόσες παρεμβάσεις στους δασκάλους, αλλά τούς άφηναν να περάσουν αυτά που πρέπει στα παιδιά, ενώ τώρα είναι ακριβώς το αντίθετο. Τώρα αν ο πατέρας δε δώσει τις αρχές από το σπίτι, ο δάσκαλος δεν μπορεί.
Ως αξιωματικός σε πεδίο βολής σημαδεύοντας με ένα 45άρι περίστροφο
Ως εκπαιδευόμενος στη Στρατιωτική Σχολή με το κλασικό Μ1
Στην ΣΣΑΣ είχατε φίλους; Αναπτύχθηκαν φιλίες εκείνα τα χρόνια;
Η ΣΣΑΣ μάς ενώνει και μάς συνδέει όλους. Όλα τα παιδιά, με τα οποία μείναμε μαζί στον ίδιο θάλαμο των 5 ή 10 ατόμων, είναι και θα είναι φίλοι για όλη την επόμενη ζωή. Είχα την τύχη να έχω ακριβώς στο απέναντι κρεβάτι σε ένα θάλαμο των 10 ατόμων τον νυν δήμαρχο Θεσσαλονίκης, τον Στέλιο τον Αγγελούδη.
Πώς ήταν ως φοιτητής;
Ήταν ιδιαίτερα επιμελής στα μαθήματά του. Μπορεί να μην ήταν ο μαθητής εκείνος που διάβαζε από το πρωί μέχρι το βράδυ, φρόντισε όμως να έχει τον εξάωρο ύπνο του, δηλαδή μετά το νυχτερινό προσκλητήριο κοιμόταν, αλλά μέχρι τότε διάβαζε. Και όταν έρχονταν οι ώρες των εξετάσεων, έβλεπα ότι πραγματικά απέδιδε, δηλαδή όταν πήγαινε να διαβάσει διάβαζε και είχε απόλυτη συγκέντρωση.
Πειθαρχημένος, δηλαδή.
Ναι, πειθαρχημένος και νυσταγμένος (γελάει). Κάθε βράδυ ετοιμαζόταν από την κόπωση της ημέρας να ξεκουραστεί. Αυτό που θυμάμαι όμως ιδιαίτερα ήταν πως όταν βγαίναμε το Σάββατο περνούσε πάντα από το περίπτερο και έπαιρνε όλες τις εφημερίδες. Είχε ειδοποιήσει το σπίτι του να μη χρησιμοποιήσουν το μπάνιο, έμπαινε στην μπανιέρα με τις 5 με 6 αθλητικές εφημερίδες της εποχής, τις οποίες και διάβαζε όλες. Ήταν απόλυτα ενημερωμένος για όλα τα αθλητικά δρώμενα και για όλα τα σπορ. Ήξερε ανθρώπους και πρόσωπα και δεν είναι καθόλου τυχαία το ότι βρέθηκε στο Μουσείο του Ολυμπισμού. Ήταν ο πλέον ειδικός μαθητής στην ΣΣΑΣ πάνω στην αθλητική καθημερινότητα της περιόδου 1977 με 1981.
Μαθήματα ιππασίας στο Γ' Κτηνιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης
Αποστρατευτήκατε το 2002, με δική σας αίτηση, με το βαθμό του Συνταγματάρχη Φαρμακοποιού ε.α. Γιατί;
Γιατί ήμουν δεύτερος στην ιεραρχία και έπρεπε να κατέβω στην Αθήνα για να γίνω διευθυντής της φαρμακαποθήκης. Όλοι θέλουμε να γίνουμε στρατηγοί, εγώ δεν ήμουν αξιωματικός δεύτερης σειράς, ήμουν πάντοτε και παντού μπροστά στις ασκήσεις. Όταν περάσαμε στη Σχολή Διοικητών Μονάδος βγήκα πρώτος και είχα περάσει όλους τους γιατρούς συμμαθητές μου με ένα βαθμό διαφορά. Προσπαθούσα, λοιπόν να μην είμαι δεύτερος στη σειρά. Έπρεπε να κατέβω στην Αθήνα, αλλά είχα δύο παιδιά στο λύκειο και θα έπρεπε να μείνω στην Αθήνα για τουλάχιστον πέντε χρόνια, έτσι ώστε να γίνω ταξίαρχος και να αποστρατευθώ ως στρατηγός. Όλη μου τη ζωή προσπαθούσα να είμαι εντάξει με τις υποχρεώσεις μου, αλλά εκεί πια έπρεπε να διαλέξω. Ή θα έχανα τις σπουδές των παιδιών μου, γιατί θα έμπαιναν στο πανεπιστήμιο και εγώ θα έχανα τις σπουδές τους ή θα ζούσα τη ζωή του ανώτατου αξιωματικού στην Αθήνα. Και εδώ να πούμε ότι ο φαρμακοποιός απολάμβανε ειδικών προνομίων, γιατί είναι μέσα στο χώρο του Γενικού Επιτελείου Στρατού, μέσα στον χώρο των εταιρειών των φαρμάκων, μέσα στον χώρο της επιστήμης και στο πανεπιστήμιο. Τα έχασα όλα αυτά που αγαπούσα, αλλά κέρδισα την οικογένεια, έζησα από κοντά τον αγώνα των δύο μεγαλύτερων παιδιών μου να μπουν στο πανεπιστήμιο. Βέβαια, ο Θεός με ευνόησε, γιατί μόλις παραιτήθηκα, το έμαθαν από το Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα και ο πρόεδρός του τότε, ο Δημήτρης ο Ζάννας, μού έκανε πρόταση να γίνω διευθυντής στο ίδρυμα του Μουσείου.
Ο γνωστός Δημήτρης Ζάννας;
Που ήταν υποψήφιος δήμαρχος. Συγχρόνως είχα κινήσει τη διαδικασία να ανοίξω φαρμακείο, οπότε τον ίδιο μήνα που άνοιξε το φαρμακείο ανέλαβα και τη διεύθυνση του ιδρύματος, όπου έμεινα 15 χρόνια.
Για περισσότερα από 40 χρόνια ασχολείστε με την ιστορική έρευνα, απόκτηση, καταγραφή, φύλαξη, τεκμηρίωση, έρευνα, ερμηνεία, έκθεση και προβολή ιστορικού υλικού. Τι σας πρόσφερε αυτή η ενασχόληση;
Πολλές χαρές, πολύ κόπο…
…Πολλά λεφτά;
Πολλά λεφτά ξόδεψα. Η περιουσία μου όλη είναι η οικογένειά μου, η γυναίκα μου και τα τρία μου παιδιά. Όμως έχω μερικές εκατοντάδες σπαθιά, μερικές χιλιάδες παράσημα, αρκετά τυφέκια. Προσπάθησα και νομίζω ότι τα κατάφερα να μαζέψω όλη την ελληνική ιστορία. Γιατί δεν μαζεύω ό,τι νάναι, με ενδιαφέρει η ελληνική ιστορία. Ποια όπλα χρησιμοποιήθηκαν πρώτα από τον Ελληνικό Στρατό, αλλά και από τους κατά καιρούς συμμάχους και αντιπάλους στρατούς. Γιατί μπορώ να καλύψω και την οθωμανική πλευρά και τη γερμανική και τη βουλγαρική και τη γαλλική. Όλη η ενασχόληση ξεκινάει σε επίπεδο ιστορίας από το 1821.
Ασημένα πιστόλια του 1821. Από πίσω φαίνονται λιθογραφίες του Βαυαρού ζωγράφου Πίτερ φον Ες, τον οποίο έστειλε στην Ελλάδα ο πατέρας του Όθωνα για να ζωγραφίσει τους αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης
Η δική σας συλλεκτική ενασχόληση από πότε ξεκινάει;
Η συλλεκτική ξεκίνησε από όταν ήμουν 16 χρονών. Στα 22 μου άρχισα πια να αγοράζω συστηματικά. Γύρω στα 26 ανακάλυψα τα βιβλία και τα μουσεία. Εκεί είδα ότι από τα αντίστοιχα βιβλία, που αναφέρονται σε ιστορίες και σε όπλα, μπορείς να μάθεις πάρα πολλά πράγματα, όπως και από τα μουσεία. Τότε άρχισα να πηγαίνω στα μουσεία. Και επειδή ήθελα να γίνω αρχιτέκτονας, επειδή είμαι ερασιτέχνης μαραγκός, είμαι ζωγράφος και γλύπτης ερασιτέχνης, άρχισα πλέον στα μουσεία να βλέπω πώς τα φωτίζουν, πως τα ασφαλίζουν, πως θα αναρτούν τα κειμήλια, ποιο φόντο χρησιμοποιούν, πόσο δυνατό φωτισμό χρειάζεται για μέσα και για έξω. Έτσι άρχισα να έχω μια πολύ καλή γνώση γύρω από την υπόθεση που λέγεται μουσείο.
Σε όλη αυτήν την πορεία αποκτήσατε περισσότερα από 20.000 ιστορικά κειμήλια της νεότερης ελληνικής ιστορίας, με τα οποία έχει οργανώσει περισσότερες από 300 ιστορικές περιοδικές εκθέσεις στην Ελλάδα στο εξωτερικό. Από αυτά περίπου 7.500 αντικείμενα εκτίθενται στο Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης…
…και άλλα 1.000 έχω μοιράσει σε άλλα 14 μουσεία στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Αγαπημένο αντικείμενο έχετε;
Είναι η πρωτότυπη προκήρυξη της επανάστασης του 1821 στην Μολδοβλαχία. Με ημερομηνία 21 Φεβρουαρίου του 1821, υπογεγραμμένη από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Είναι η διπλή προκήρυξη, έχει δύο υπογραφές του Υψηλάντη και τη σφραγίδα στο κέντρο. Η μία καλεί τους Φιλικούς να εντείνουν τις προσπάθειές τους και η άλλη καλεί τους Έλληνες της Μολδοβλαχίας να καταταγούν για να πολεμήσουν. Και τα δύο υπάρχουν στο Πολεμικό Μουσείο. Όλα τα αντικείμενα φροντίζω να τα εκθέτω, δεν είμαι από τους συλλέκτες που μαζεύουν αντικείμενα για τους εαυτούς τους και για τους φίλους τους.
Φιλελληνικά ρολόγια και κειμήλια από την έκθεση στο Πολεμικό Μουσείο, που ξεκίνησε από το 2000
Στο σπίτι δεν έχετε κάτι;
Έχω τρεις αποθήκες γεμάτες, αλλά στο σπίτι δεν έχω κάτι.
Από την πιο σύγχρονη ελληνική ιστορία ποιο είναι το πιο σημαντικό αντικείμενο;
Έχω τέσσερεις προσωπικές κάρτες του Ελευθερίου Βενιζέλου, σαν card visit. Έχω αντικείμενα του στρατηγού Καλλάρη, έχω τη διαταγή παρασημοφόρησής του από τον Κωνσταντίνο, που είναι πρωτότυπη και έχει από κάτω την υπογραφή του, έχω τα παράσημά του, το ξίφος του στρατηγού Καλλάρη, που ήταν ο διοικητής της Β’ Μεραρχίας στους βαλκανικούς πολέμους και ο πρώτος στρατιωτικός διοικητής της Θεσσαλονίκης. Επίσης έχω μερικά αντικείμενα του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν λοχαγός, έχω το ξίφος του Χασάν Ταχσίν Πασά και δύο από τα παράσημά του, όπως επίσης και το παράσημο της γυναίκας του, το οποίο το έδωσε ο Σουλτάνος στη γυναίκα του Χασάν Ταχσίν Πάσα το 1912. Επίσης έχω έναν πίνακα που ζωγράφισε ο γιος του Πασά, ο Κενάν Μεσαρέ που δείχνει τον πατέρα του με λασπωμένη τη χλαίνη να οπισθοχωρεί προς στη Θεσσαλονίκη. Είναι πίνακας ζωγραφισμένος το 1912.
Ο χώρος των κειμηλίων του 1821, με κανόνια και καριοφίλια στο Πολεμικό Μουσείο Θεσσαλονίκης
Από τις μέρες του ’40 ποια είναι τα πιο σημαντικά κειμήλια που έχετε;
Έχω ένα γράμμα που βρήκα μέσα σε ένα όπλο, το οποίο το έγραψε κάποιος στρατιώτης την 25η Μαρτίου του 1941. Το όπλο βρέθηκε στο Ρούπελ, σε μια σπηλιά μέσα και μέσα στο κοντάκι είχε ένα γράμμα. Ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, είχε μείνει σε ένα στάβλο τριάντα χρόνια και είχε επάνω ένα δάχτυλο σκόνη. Όταν το διέλυσα για να το καθαρίσω, γιατί ήταν πολύ χάλια, είδα ότι στην εσοχή που είχε κάτω στο κοντάκι για το λάδι ένα γράμμα. Το έβγαλα με το κατσαβίδι. Το γράμμα ήταν προς εμένα. Έλεγε: «Αγαπητέ συνάδελφε, γεια σου. Όταν θα βρεις το όπλο μου, θα σε παρακαλέσω να επικοινωνήσεις μαζί μου. Η διεύθυνσή μου είναι αυτή και αν είμαι εν τη ζωή θα σου απαντήσω». Στη συνέχεια βρήκα την κόρη του, γιατί αυτός είχε πεθάνει και αυτή μου είπε την ιστορία του. Ο άνθρωπος αυτός συμμετείχε μέχρι το ‘43 στην αντίσταση και τότε όταν είδε ότι οι Έλληνες σκοτώνουν Έλληνες βρήκε έναν τρόπο και ξέφυγε. Ποτέ δεν μίλησε για αυτό το γράμμα, αλλά η κόρη του αναγνώρισε το γραφικό του χαρακτήρα. Λεγόταν Ιωάννης Ασπριάδης και ήταν από τις Σέρρες. Εγώ τότε υπηρετούσα στις Σέρρες και ήταν εύκολο να βρω άκρη. Για να καταλάβετε το ίδιο απόγευμα είχα βρει την κόρη του.
Πώς αισθάνεται κανείς όταν βρίσκεται μπροστά σε τέτοια γεγονότα;
Έμεινα άφωνος. Για πέντε λεπτά δεν τολμούσα να πιστέψω τι είχα βρει, γιατί ήταν κάτι το οποίο δεν το κυνήγησα σε κάποια δημοπρασία και δεν το αγόρασα, αλλά κάτι εξαιρετικά πολύτιμο, το οποίο μου το έστειλε ο Θεός, μου το έστειλε ο ίδιος αυτός ο μαχητής. Και η κόρη του βέβαια δεν μου ζήτησε να τής παραδώσω το γράμμα, γιατί μου είπε ότι απευθύνεται σε μένα.
Εκπληκτική ιστορία.
Ένα άλλο αντικείμενο το οποίο ακόμα δεν το έχω εκθέσει γιατί μερικές φορές η ταχύτητα που αποκτά η ανακάλυψη ενός αντικειμένου είναι τόσο μεγάλη που δεν προλαβαίνεις. Είναι όμως πολύ σημαντικό. Πρόκειται για μια σημαία αλβανική, η οποία είχε επάνω της τα ιταλικά φασιστικά σύμβολα. Τη σημαία την κατέβασε κάποιος από ένα κτίριο στην Αλβανία κατά τη διάρκεια των μαχών. Ένας λοχίας το έκανε και ο γιος του τώρα μού την έδωσε και θα την εκθέσω. Είναι οι γνωστές κόκκινες αλβανικές σημαίες με τις μαύρες στάμπες επάνω, μόνο που αυτή έχει και τα φασιστικά σύμβολα της Ιταλίας.
Με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο σε παρουσίαση έκθεσης κειμηλίων στο ΥΜΑΘ
Με τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο στη Λέσχη Αξιωματικών Θεσσαλονίκης
Γενικά ασχολούμαστε στην Ελλάδα με της ιστορία όσο θα έπρεπε;
Όχι, δυστυχώς όχι. Η παιδεία είναι προσανατολισμένη στο να βγάζει καλά ανταλλακτικά για τη βιομηχανία, το Πολυτεχνείο και την αγορά και όχι μαθητές που έχουν παιδεία. Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής γιατί τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μου έδωσαν οκτώ μαθήματα για να μπουν στο πανεπιστήμιο και μέσα σε αυτά ήταν τότε και η Ιστορία. Ήξεραν ιστορία, αλλά αναγκάστηκαν να διαβάσουν ιστορία για να μπουν στο πανεπιστήμιο. Έτσι, λοιπόν ο ένας έγραψε 20 και ο άλλος 19,9. Η Ιστορία ήταν ένα μάθημα που εύκολα μπορούσες να μάθεις και αυτό ήταν το σημαντικό και το ευφυές του τότε υπουργού Παιδείας. Το να διαβάζεις μόνο Φυσική, Χημεία, Έκθεση και Ανθρωπολογία και στο τέλος μπαίνοντας στο πανεπιστήμιο και λόγω φόρτου μαθημάτων να μην έχει δυστυχώς χρόνο να ασχοληθείς με το θέατρο, εκτός αν είστε στις θεωρητικές επιστήμες, είναι ένα πρόβλημα για τη σημερινή εποχή. Εδώ υπάρχει έλλειμμα, υπάρχει έλλειμμα παιδείας και έτσι βλέπουμε σήμερα αυτά που βλέπουμε. Το να νομίζει κάποιος ότι ο φυσικός του χώρος είναι το γήπεδο. Δε λέω να μην πας εκεί, αλλά υπάρχουνε και τα θέατρα, υπάρχουν και τα μουσεία, υπάρχουν και άλλοι χώροι που μπορείς να εκπαιδευτείς. Όχι οκτώ ώρες στην καφετέρια, αυτό δεν είναι παιδεία. Και από ένα σημείο και μετά, όταν τα παιδιά γίνουν 15 και 16 χρονών, οι γονείς δεν μπορούν να παρέμβουν, γιατί τα παιδιά δε δέχονται τις συμβουλές τους. Εκεί πρέπει να μπουν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές. Εγώ είχα την τύχη να έχω τέτοιους καθηγητές. Μάς έπαιρναν μαζί το Σαββατόβραδο: Μάς έλεγαν: «Πού θα πάτε;» Μας έπαιρναν τους τρεις μαθητές της Σχολής και πηγαίναμε σε μια ταβέρνα και μας έλεγαν: «Αυτό το μάθημα έχει σημασία, παιδιά. Δεν πρέπει να είστε δεύτεροι, πρέπει να ξέρετε την επιστήμη σας, να την μάθετε. Να αισθάνεστε καλά, αυτή είναι μόνο η αρχή, θα έχετε συνέχεια. Γιατί η επιστήμη δε σταματά και θα πρέπει να διαβάζετε». Σήμερα νομίζω ότι δεν γίνονται τέτοια πράγματα ούτε στα πανεπιστήμια ούτε πουθενά. Ρωτούσε ο γιος μου κάποτε: «Ποιος είναι αυτός εκεί κάτω;». Ε, αυτός είναι ο καθηγητής σου. Δεν πήγε ούτε σε ένα μάθημά του. Για μένα απαράδεκτο.
Με τον πρώην πρόεδρο της Βουλής Απόστολο Κακλαμάνη
Με τον αείμνηστο πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια σε έκθεση στο Διοικητήριο
Ταυτόχρονα είστε και συγγραφέας 19 ιστορικών έργων: Ποιο θεωρείτε το πιο σημαντικό;
Δεν υπάρχει απάντηση σε αυτό, γιατί όλα είναι αγαπημένα. Είναι παιδιά μου που τα αγαπάω ιδιαίτερα. Είναι όλα τα βιβλία για την ιστορία, κανένα δεν είναι για τη φαρμακευτική (γελάει). Αυτό σημαίνει ότι «στου δρόμου τα μισά» που λέει και ο ποιητής κατάλαβα ότι άλλα είναι εκείνα που αγαπώ. Ενώ ήμουν καλός φοιτητής, ήμουν αρχηγός της στη Σχολή και έπαιρνα υποτροφία στο πανεπιστήμιο, πολύ σύντομα είδα ότι μάλλον η ιστορία και το μουσείο μού αρέσει πολύ περισσότερο από τη φαρμακευτική.
Να κάνετε ένα μουσείο για τη φαρμακευτική ιστορία.
Είμαι διευθυντής στο Φαρμακευτικό Μουσείο (γελάει). Είναι το μόνο Φαρμακευτικό Μουσείο που υπάρχει στην Ελλάδα, το έκανα εγώ με μια παρέα φίλων όταν ήμουν αντιπρόεδρος στο Φαρμακευτικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης. Με τη βοήθεια της οικογένειας, βέβαια. Η γυναίκα μου έπλενε, ο γιος ο ένας σκούπιζε, ο άλλος μετέφερε και έτσι έγινε το Μουσείο.
Στο φαρμακείο του στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε από το 2002 έως το 2013
Από το 2002 έως το 2013 εργαζόσασταν στο φαρμακείο σας στη Θεσσαλονίκη. Η εμπειρία πως ήταν;
Ήταν μια εμπειρία. Μου αρέσει η επαφή με τον κόσμο, μου αρέσει πολύ η προσφορά, δεν κυνηγούσα το κέρδος, κυνηγούσα τη βοήθεια του ανθρώπου, ήθελα να εξυπηρετήσω καταστάσεις. Πολλές φορές χρειαζόταν να φέρω ένα φάρμακο των 2 € από τις Σέρρες ή από την Κοζάνη ή από κάποιον φίλο για να εξυπηρετήσω κάποιο παιδάκι και ήξερα ότι από αυτή την πράξη έχανα, αλλά δεν ήταν ο σκοπός μου να κερδίσω. Αυτό πέρασε ως φιλοσοφία και στο δεύτερο τον γιο μου, ο οποίος πήρε από μένα το φαρμακείο μικρό και το έχει κάνει μεγάλο, ακριβώς λειτουργώντας με αυτόν τον τρόπο. Εξυπηρετώντας τον κόσμο.
Παράλληλα μέχρι το Νοέμβριο του 2017 και για 15 χρόνια ήσασταν διευθυντής του Ιδρύματος του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα. Το ξέρουν οι Θεσσαλονικείς;
Το ξέρουν. Έχει γίνει μια στατιστική έρευνα και στο ερώτημα «πέστε μας ποια μουσεία γνωρίζετε» το Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα βγήκε τρίτο Μουσείο. Μετά το Βυζαντινό και το Αρχαιολογικό.
Υπάρχει ενδιαφέρον; Έρχεται κόσμος;
Υπάρχει ενδιαφέρον, δεν έρχεται όμως τόσος κόσμος όσο θα έπρεπε ακριβώς για αυτόν το λόγο που σας λέω. Το παιδί πρέπει να καταλάβει το τι σημαίνει «πας στο Μουσείο». Πρέπει να του το εξηγήσεις και να του λες: «Αχ, θα πάμε στο Μουσείο, θα δούμε πράγματα και θαύματα». Όχι να πηγαίνει εκεί και να λέει: «Θα πάμε και στο Cosmos για να παίξουμε, να πιούμε καφέ και όλα τα σχετικά». Θα πρέπει να γίνει και η ανάλογη «προπαγάνδα» για να καταλάβει το παιδί πού πάει.
Είμαστε κοντά στη διπλή επέτειο της 26ης και της 28ης Οκτωβρίου. Μια ιστορία εποχής που σάς έρχεται άμεσα στο μυαλό ποια είναι;
Καταρχήν από την επέτειο της απελευθέρωσης: Είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά τους δύο εγγονούς του Χασάν Ταχσίν Πασά και να πάρω πληροφορίες ιδιαίτερα σημαντικές. Να έχω τα απομνημονεύματα του Πασά.
Που τους γνωρίσατε;
Εδώ στη Λέσχη Αξιωματικών σε μια έκθεση που έκανα για τον Χασάν Ταχσίν Πασά και την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Τους εντόπισα, τους κάλεσα, ήρθαν, γνωριστήκαμε, γίναμε οικογενειακοί φίλοι, συναντιόμασταν πολλές φορές τον χρόνο και στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη.
Που ζούσαν;
Ο ένας στην Αθήνα και ο άλλος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δυστυχώς και οι δύο έχουν φύγει από τη ζωή. Επικοινωνούσαμε όλα αυτά τα χρόνια, μού δώρισαν κάποια αντικείμενα από τον παππού ή από τον πατέρα τους, είχαμε μια εξαιρετικά καλή σχέση, μού έλεγαν ιστορίες που έλεγε ο πατέρας τους για τον παππού τους, τον οποίο δεν είχαν προλάβει και ιστορίες που έλεγε ο πατέρας τους για εκείνα τα χρόνια. Έτσι μπήκα πολύ βαθιά στην ιστορία, μου έλεγαν για ό,τι έγραφε ο παππούς τους στα Απομνημονεύματα στο Διοικητήριο, ότι το πρωτόκολλο της παράδοσης το έγραψε ο πατέρας τους. Τελικά αποδείχθηκε ότι υπήρχαν δύο πρωτόκολλα, το ένα το έγγραφε ο Μεταξάς, το άλλο το έγραφε ο πατέρας τους. Αυτό που έγραψε ο Κενάν το κράτησε η οθωμανική πλευρά και εμείς έχουμε αυτό εδώ του Μεταξά. Είναι λεπτομέρειες που έχουν σημασία.
Για το έπος του 40;
Σε ότι αφορά το έπος του 40 είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη Θεσσαλονίκη, καθώς ο εορτασμός είναι διπλός και εδώ γίνεται η μεγάλη παρέλαση. Εγώ δεν πηγαίνω στις παρελάσεις, γιατί συγκινούμαι και κλαίω. Είχαν δίκαιο οι γονείς μου ότι είμαι ευαίσθητος και έτσι δεν βλέπω τις παρελάσεις ούτε από την τηλεόραση. Τιμώ την παρέλαση. Θυμάμαι την εποχή που έκανα και εγώ παρέλαση όταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν ο αείμνηστος Τσάτσος. Τότε έβρεχε καταρρακτωδώς στη Θεσσαλονίκη. Μας έφεραν με λεωφορεία μέχρι την αρχή της παρελάσεως, εγώ ήμουν μαθητής έτοιμος να παρελάσω. Ανεβαίνει, λοιπόν ο λοχαγός στο λεωφορείο και λέει: «Λοιπόν, παιδιά σήμερα θα κάνουμε την καλύτερη παρέλασή μας. Τέτοιες ώρες κάποιοι στην Ήπειρο πολεμούσαν με 30°C κάτω από το μηδέν και χιόνι. Εμείς θα βγούμε σήμερα μέσα στην καταρρακτώδη βροχή να κάνουμε την καλύτερη παρέλασή μας. Πεταχτείτε έξω».
Και πεταχτήκαμε όλοι έξω και κάναμε όντως την καλύτερη παρέλαση. Οι ενδρομίδες που είχαμε είχαν γεμίσει με νερό, γιατί έγλυφε το νερό το παντελόνι και έμπαινε μέσα. Πατούσαμε παφ πουφ παφ πουφ, βραχήκαμε κυριολεκτικά μέχρι το κόκαλο, αλλά δεν μας ένοιαζε καθόλου.
Το θυμάστε και το διηγείστε τόσο παραστατικά μέχρι σήμερα.
Το θυμάμαι. Αυτό είναι το πόσο μπορεί να σε εμψυχώσει κάποιος. Δεν μας είπε: «Παιδιά, τι να κάνουμε. Υπομονή τώρα, είναι 5 χιλιόμετρα η παρέλαση και θα περάσει, αλλά μας είπε: Πάμε, ορμάμε έξω, ορμείστε έξω». Πεταχτήκαμε έξω και δεν βλέπαμε τη βροχή, δεν αισθανόμασταν τη βροχή.
Σε έναν νέο που βλέπει τη σημαία και λέει: «εντάξει, δεν είναι και τίποτα σημαντικό» τι θα του αντιτείνατε;
Ότι πρέπει να τραβήξουμε το αυτί του πατέρα και της μητέρας του. Αυτό πρέπει να κάνουμε. Τα παιδιά πρέπει να δουν και τις δύο πλευρές. Αυτή η πατρίδα μάς σπούδασε δωρεάν, μάς προφύλαξε δωρεάν, μάς νοιάζεται δωρεάν όλα τα χρόνια να μας δώσει έστω μια κάποια σύνταξη. Έχουμε υποχρέωση όλοι σε αυτή την πατρίδα και δεν πρέπει να την εγκαταλείψουμε. Κάποιοι έδωσαν το αίμα τους και εξακολουθούν κάποιοι και δίνουν το αίμα τους για αυτή την πατρίδα. Έχουμε υποχρέωση. Δεν είναι λύση το να φύγουμε έξω για να παίρνουμε 6 και 8 και 10.000 € στο εξωτερικό και να τα παρατήσουμε όλα εδώ. Δεν γίνεται έτσι. Τη σύνταξη του πατέρα αυτών των παιδιών που παίρνουν έξω τα χοντρά λεφτά ποιος θα την πληρώσει; Τα δικά μου τα παιδιά; Δεν πρέπει να παρατήσεις την πατρίδα σου.
Τι είναι τελικά ο Βασίλης Νικόλτσιος;
Είμαι ένας ρομαντικός Έλληνας, ένας καλός πατριώτης, που αγαπάει την πατρίδα του, αγαπάει όλους τους ανθρώπους. Με «κατηγορούν» γιατί εξυπηρετώ όλους όσους μπορώ να εξυπηρετήσω. Μού λένε: «Δεν έχεις χορτάσει απορρίψεις; Δεν έχεις χορτάσει πίκρες;» Εγώ είμαι αυτός που είμαι και αυτές τις αρχές πήρα. Ο πατέρας μου έλεγε: «Αν μπορείς να κάνεις καλό κάντο, αν μπορείς να κάνεις κακό, ξέχνα το». Εκεί βαδίζω, προσπαθώ να ξεπεράσω τις άσχημες συμπεριφορές που με πληγώνουν και να κινηθώ σε αυτούς τους άξονες του καλού καγαθού. Να διάγω -που λέει ο όρκος- εν γένει ως πιστός και φιλότιμος -θα το παραφράσω- Έλληνας, όχι στρατιώτης.
Η οικογένειά του: η σύζυγος Αναστασία και οι 3 γιοί τους, Νίκος, Άγης και Παύλος
Πάμε στον ιδιώτη Βασίλη Νικόλτσιο. Παντρεμένος με τη φαρμακοποιό Αναστασία Χαδιά. Πόσα χρόνια;
41 με 42 (γελάει).
Πώς κρατιέται ζωντανός ένας γάμος τόσα χρόνια;
Θέλει σίγουρα υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές. Η γυναίκα μου είναι ένα πνευματικό άτομο, την γνώρισα στο πανεπιστήμιο, ήταν πίσω μου στο εργαστήριο και ήταν η ωραία του εργαστηρίου.
Εσείς φαντάζομαι τότε είχατε και μαλλιά.
(Γελάει). Είχα και μαλλιά, αυτό το λέω. Είχα φράντζα. Τότε τη γνώρισα και από τότε είμαστε και μαζί.
Ως έφεδρος αξιωματικός με τη σύζυγό του Αναστασία Χαδιά
Χρειάζονται σίγουρα και ισορροπίες και συμβιβασμοί, έτσι δεν είναι;
Σίγουρα. Ειδικά όταν έχεις να κάνεις με μια γυναίκα που δεν είναι «κότα», αλλά μια γυναίκα που έχει προσωπικότητα. Η γυναίκα μου έχει τελειώσει τη Φαρμακευτική, έχει τελειώσει την Παιδαγωγική Ακαδημία, είναι συγγραφέας, είναι ζωγράφος πολύ καλύτερη από μένα. Είναι ένα άτομο που με έχει βοηθήσει παντού και στα πάντα. Αυτή με προέτρεψε σε πολλά πράγματα, τα τέσσερα από τα βιβλία που έγραψα, κυρίως το πρώτο, το γράψαμε μαζί με τη δική της προτροπή και επιμονή. Μεγάλος βοηθός, η καλύτερη φίλη μου.
Έχετε και τρεις γιους, το Νίκο, τον Άγη και τον Παύλο. Έχετε την αίσθηση ότι δώσατε αυτά που έπρεπε στα παιδιά σας;
Όχι. Γιατί εξαντλήθηκα και εξαντλούμαι σε ένα βαθμό στα πράγματα που κάνω. Από την άλλη μεριά αφήνω περιθώριο στα παιδιά μου να αναπνεύσουν και να δουν τη δική τους ζωή. Ξέρουν όμως ότι δεν υπάρχει τίποτα πολυτιμότερο σε κάποιους να δώσω από τα παιδιά μου και από τη γυναίκα μου.
Πόσο χρονών είναι;
Ο μεγάλος είναι 40, ο δεύτερος 38 και ο τρίτος είναι 30. Ο μεγάλος έχει σπουδάσει Εφαρμοσμένη Πληροφορική και έχει κάνει μεταπτυχιακό στη Μουσειολογία και είναι το δεξί μου και το αριστερό μου χέρι, ο δεύτερος έχει σπουδάσει Φαρμακευτική και ο τρίτος έχει σπουδάσει Χημικός Μηχανικός. Και επειδή βγήκε στην Ελλάδα μια εργασιακή ζούγκλα και παρότι είχε πρόταση για 6.000 δολάρια στη Νέα Υόρκη είπε: «Όχι, θα μείνω εδώ». Έμεινε εδώ, σπούδασε φαρμακευτική ξανά και τώρα δουλεύει μαζί με τον δεύτερο και τη γυναίκα μου στο φαρμακείο.
Αγαπημένη ομάδα υπάρχει;
Όχι, ποτέ δεν υπήρχε.
Ελλάδα;
Ελλάδα, αλλά όχι στα σπορ. Μπορεί να δω ολυμπιακούς αγώνες, αλλά δεν θα καθίσω να δω ποδόσφαιρο ούτε καν μπάσκετ, επειδή με έχουν πληγώσει όλα αυτά που γίνονται στους χώρους των ομάδων και ο φανατισμός.
Για το τέλος η ερώτηση με το μαγικό ραβδί. Τι θα κάνατε αν το είχατε σε ότι αφορά στην ιστορική παράδοση της πόλης, που δεν αλλάζει εύκολα και θα την βοηθούσε να ξαναδεί την ιστορία της;
Θα χτυπούσα με το μαγικό ραβδί τον εκάστοτε υπουργό Παιδείας και θα τον παρακαλούσα να βάλει απαραίτητο μάθημα σε όλες τις πανεπιστημιακές σχολές την Ιστορία. Διότι τελικά η παιδεία, έτσι όπως είναι προσαρμοσμένη, βγάζει ανταλλακτικά για τη βιομηχανία και δεν βγάζει παιδιά γεμάτα παιδεία, τα οποία θα μπορούσαν να ζήσουν πολύ καλύτερα τη ζωή τους και να χαρούν την Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη. Αντίστοιχα θα παρακαλούσα και τους δασκάλους της Θεσσαλονίκης να διδάσκουν στα παιδιά και τη λαμπρή ιστορία αυτής της πόλης, η οποία είναι γεμάτη με γεγονότα, τα οποία θα τα συναντούν μπροστά τους. Αλλά είναι κρίμα να περάσουν από δίπλα και τελικά να μην μπουν μέσα σε μια βυζαντινή εκκλησία, να μην μπουν μέσα στο Διοικητήριο και να μη μάθουν την ιστορία αυτής της πόλης.
ΣΧΟΛΙΑ