Το νέο πεδίο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη
18/11/2024 07:00
18/11/2024 07:00
Οι χαλαρές και με φιλοσοφική διάθεση συζητήσεις αποτελούν συχνά μία καλή ευκαιρία για τους πολιτικούς να αναπτύξουν τις στρατηγικές τους και να αποκαλύψουν σχέδια και κατευθύνσεις που δεν αποτυπώνονται ακόμη και στις προγραμματικές δηλώσεις μίας κυβέρνησης στην αρχή της θητείας της.
Μία τέτοια συζήτηση είχε την Πέμπτη το βράδυ ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Γάλλο συγγραφέα και διανοούμενο Πασκάλ Μπρυκνέρ, ένα debate που εξελίχθηκε σε μία πολύ ενδιαφέρουσα ανταλλαγή απόψεων για όλα τα καυτά ζητήματα της εποχής μας.
Παράλληλα το γεγονός ότι η συζήτηση έγινε λίγες ημέρες μετά το ξεκαθάρισμα του τοπίου των αμερικανικών εκλογών και τη νίκη του Ντόναλτ Τραμπ αποτέλεσε μία ευκαιρία για τον πρωθυπουργό να σκιαγραφήσει τις προτεραιότητες που διαμορφώνονται για την κυβέρνησή του και την ιδεολογική του πορεία.
Είχε προηγηθεί στην αρχή της εβδομάδας το πρώτο τηλεφώνημα του πρωθυπουργού με τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ, που αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα για μία σχέση που τα προηγούμενα χρόνια είχει αποκτήσει ένα στρατηγικό βάθος. Και αυτό, γιατί, όπως συχνά τονίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις δεν έχουν χαρακτήρα παραταξιακό αλλά εθνικό.
Υπό το πρίσμα της νέας πολιτικής κυριαρχίας Τραμπ στην άλλη μεριά του Ατλαντικού και προαναγγελίας που έκανε ότι όλα αυτή τη φορά στον Λευκό Οίκο θα είναι διαφορετικά και απολύτως ελεγχόμενα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήθελε να έχει την ευκαιρία να συνομιλήσει με τον νέο πρόεδρο, όσο το δυνατόν συντομότερα μετά την εκλογή του.
Όπως τόνισαν κυβερνητικές πηγές με γνώση της συνομιλίας, που διήρκεσε κάτι παραπάνω από 10 λεπτά, και της ατμόσφαιρας που κυριάρχησε, το κλίμα ήταν εξαιρετικά φιλικό, η συζήτηση ανοιχτή, με τον πρόεδρο Τραμπ να γνωρίζει καλά με ποιον μιλούσε και ποιος είναι ο ρόλος των ΗΠΑ για την Ελλάδα. Οι δυο τους γνωρίζονται: αρκεί να θυμηθούμε ότι ο Ντόναλτ Τραμπ ήταν ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που κάλεσε τον Κυριάκο Μητσοτάκη στον Λευκό Οίκο στις αρχές του 2020. Να σημειωθεί εδώ ότι επί ημερών Τραμπ η ελληνοαμερικανική αμυντική συνεργασία αναβαθμίστηκε σε στρατηγική και απέκτησε παραμετρικά χαρακτηριστικά με τις υπογραφές να πέφτουν στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 2019. Παράλληλα επί θητείας Ντόναλτ Τραμπ άνοιξε για την Ελλάδα η πόρτα του προγράμματος των F-35, την ώρα που η Τουρκία απομακρυνόταν από αυτό.
Φυσικά Μητσοτάκης και Τραμπ είναι δύο πολιτικοί που δεν μοιάζουν. Όπως δείχνει όμως συχνά το παρελθόν ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος είθισται να διαμορφώνει προσωπικές σχέσεις με τους ηγέτες που συνδιαλέγεται, υπερβαίνοντας τις πρακτικές της διπλωματίας. Από την άλλη μεριά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι διατεθειμένος να παίξει σε αυτό το πεδίο, γνωρίζοντας ότι η χώρα μας είναι σημαντικό μέρος των αμερικανικών σχεδιασμών στην ευρύτερη περιοχή. Και χωρίς να αίρονται αυτομάτως τα εμπόδια του πρόσφατου παρελθόντος, ο Έλληνας πρωθυπουργός ενδιαφέρεται για μία λειτουργική ελληνοαμερικανική σχέση.
Κάτι που φάνηκε και από την αναφορά που έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σημειώνοντας ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις «είναι σχέσεις οι οποίες δεν στηρίζονται απλά σε ένα αξιακό πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ δύο ιστορικών Δημοκρατιών, που πάντα βρέθηκαν από τη σωστή πλευρά της ιστορίας, είναι και σχέσεις που στηρίζονται στο αμοιβαίο συμφέρον, το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν στη χρησιμότητα της στήριξης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων».
Βεβαίως, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις δεν είναι απολύτως ανεξάρτητες από τις ευρωαμερικανικές σχέσεις. Και εδώ ο κ. Μητσοτάκης εμφανίστηκε επιφυλακτικός, αν και εκτίμησε ότι δεν θα επικρατήσουν οι ακραίες τάσεις για αμερικανικούς δασμούς σε ευρωπαϊκά προϊόντα. Σε κάθε περίπτωση επανέλαβε ότι «η Ευρώπη πρέπει να ξυπνήσει από αυτόν τον λήθαργο γεωπολιτικής αφέλειας στον οποίο, δυστυχώς, έχει εισέλθει εδώ και πολλά χρόνια».
Εδώ μπαίνει και το ερωτηματικό που λέγεται Γερμανία. Η θεωρούμενη ως η οικονομία που αποτελεί την ατμομηχανή της Ευρώπης έχει μπει σε μία περίοδο ασυνήθιστης για τη χώρα πολιτικής αστάθειας, από την οποία αναμένεται να εξέλθει από τον Μάρτιο του 2025 και μετά, και αφού πρώτα διεξαχθούν οι γερμανικές εκλογές και προκύψει η νέα κυβέρνηση, που όπως όλα δείχνουν θα είναι μία συμμαχία των Χριστιανοδημοκρατών με τους Φιλελεύθερους.
Πέραν του τηλεφωνήματος Μητσοτάκη-Τραμπ, όπου συζητήθηκαν σχεδόν όλα τα ανοιχτά διεθνή και περιφερειακά ζητήματα, η Αθήνα χαρτογραφεί το νέο τοπίο που διαμορφώνεται στην Ουάσιγκτον με δεδομένες τις σαρωτικές αλλαγές που θα επέλθουν στον Λευκό Οίκο και στα υπουργεία.
Ο στενός κύκλος του Ντόναλτ Τραμπ θα είναι -όπως όλα δείχνουν- διαφορετικός από αυτόν της προηγούμενης θητείας του και θα απαρτίζεται εν πολλοίς από άγνωστους, στο διεθνές κοινό, αξιωματούχους. Ακόμα -όπως εκτιμάται από την Αθήνα- ιδιαίτερα κρίσιμος θα είναι ο ρόλος που παίζει το Καπιτώλιο, όπου και εκεί διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο με την επικράτηση των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία και τη διαφαινόμενη διατήρηση του ελέγχου στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Σε αυτό το -απολύτως νέο- τοπίο η Αθήνα αναζητεί επαφές με τα νέα πρόσωπα που θα πρωταγωνιστήσουν στην αμερικανική κυβέρνηση και αξιοποιούν όλους τους διαύλους που υπάρχουν, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια των ελληνοαμερικανικών επαφών υψηλού επιπέδου.
Από τη συζήτηση με τον Πασκάλ Μπρυκνέρ φάνηκε η άποψη του πρωθυπουργού για τη σημασία της οικονομίας στην πολιτική. «Πολλοί πολίτες αισθάνθηκαν ότι η κρίση του κόστους ζωής ήταν πολύ σημαντική, πολύ μεγάλη για να την αγνοήσει κανείς», σημείωσε, για να χαρακτηρίσει ως ένα «πολύ καλό μάθημα για όλους μας», το γεγονός πως οι Δημοκρατικοί πρόταξαν τα στοιχεία της αύξησης του ΑΕΠ και την καλή πορεία των δεικτών της οικονομίας, αγνοώντας όμως τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι πολίτες για να καλύψουν τα έξοδα τους. Σημασία έχει -σύμφωνα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη- «το κατά πόσον αυτή η αύξηση του ΑΕΠ μεταφράζεται σε καλύτερους μισθούς, χαμηλότερους φόρους, μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα», κάτι που μαρτυρά την προσπάθεια που θα γίνει το επόμενο διάστημα από την κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει τη δυσαρέσκεια που υπάρχει και στη χώρα μας για το κόστος ζωής.
Σε απλά ελληνικά αυτό σημαίνει ότι οι θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας δεν έχουν θετικό αντίκτυπο τη στιγμή που η ακρίβεια παραμένει το μεγαλύτερο πρόβλημα των νοικοκυριών ή οι τιμές των ακινήτων παραμένουν στα ύψη. Γι’ αυτό και εστιάζουν στην ουσιαστική αντιμετώπιση των θεμάτων αυτών, όπως αναμένεται να γίνει με τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας τις επόμενες ημέρες, με τη δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού ενίσχυσης για νοικοκυριά αλλά και επιχειρήσεις.
Τέλος, για τη μετανάστευση η αναφορά του πρωθυπουργού ότι η υποχρέωσή του είναι να προστατεύει τα ελληνικά σύνορα και ότι δεν απολογείται γι’ αυτό, είναι ενδεικτική, όπως και το σχόλιό του ότι «δεν μπορούμε να διαχειριστούμε το μεταναστευτικό πρόβλημα, αν δεν περιορίσουμε τουλάχιστον τον αριθμό των ανθρώπων που έρχονται».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17.11.2024
Οι χαλαρές και με φιλοσοφική διάθεση συζητήσεις αποτελούν συχνά μία καλή ευκαιρία για τους πολιτικούς να αναπτύξουν τις στρατηγικές τους και να αποκαλύψουν σχέδια και κατευθύνσεις που δεν αποτυπώνονται ακόμη και στις προγραμματικές δηλώσεις μίας κυβέρνησης στην αρχή της θητείας της.
Μία τέτοια συζήτηση είχε την Πέμπτη το βράδυ ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Γάλλο συγγραφέα και διανοούμενο Πασκάλ Μπρυκνέρ, ένα debate που εξελίχθηκε σε μία πολύ ενδιαφέρουσα ανταλλαγή απόψεων για όλα τα καυτά ζητήματα της εποχής μας.
Παράλληλα το γεγονός ότι η συζήτηση έγινε λίγες ημέρες μετά το ξεκαθάρισμα του τοπίου των αμερικανικών εκλογών και τη νίκη του Ντόναλτ Τραμπ αποτέλεσε μία ευκαιρία για τον πρωθυπουργό να σκιαγραφήσει τις προτεραιότητες που διαμορφώνονται για την κυβέρνησή του και την ιδεολογική του πορεία.
Είχε προηγηθεί στην αρχή της εβδομάδας το πρώτο τηλεφώνημα του πρωθυπουργού με τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ, που αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα για μία σχέση που τα προηγούμενα χρόνια είχει αποκτήσει ένα στρατηγικό βάθος. Και αυτό, γιατί, όπως συχνά τονίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις δεν έχουν χαρακτήρα παραταξιακό αλλά εθνικό.
Υπό το πρίσμα της νέας πολιτικής κυριαρχίας Τραμπ στην άλλη μεριά του Ατλαντικού και προαναγγελίας που έκανε ότι όλα αυτή τη φορά στον Λευκό Οίκο θα είναι διαφορετικά και απολύτως ελεγχόμενα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήθελε να έχει την ευκαιρία να συνομιλήσει με τον νέο πρόεδρο, όσο το δυνατόν συντομότερα μετά την εκλογή του.
Όπως τόνισαν κυβερνητικές πηγές με γνώση της συνομιλίας, που διήρκεσε κάτι παραπάνω από 10 λεπτά, και της ατμόσφαιρας που κυριάρχησε, το κλίμα ήταν εξαιρετικά φιλικό, η συζήτηση ανοιχτή, με τον πρόεδρο Τραμπ να γνωρίζει καλά με ποιον μιλούσε και ποιος είναι ο ρόλος των ΗΠΑ για την Ελλάδα. Οι δυο τους γνωρίζονται: αρκεί να θυμηθούμε ότι ο Ντόναλτ Τραμπ ήταν ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που κάλεσε τον Κυριάκο Μητσοτάκη στον Λευκό Οίκο στις αρχές του 2020. Να σημειωθεί εδώ ότι επί ημερών Τραμπ η ελληνοαμερικανική αμυντική συνεργασία αναβαθμίστηκε σε στρατηγική και απέκτησε παραμετρικά χαρακτηριστικά με τις υπογραφές να πέφτουν στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 2019. Παράλληλα επί θητείας Ντόναλτ Τραμπ άνοιξε για την Ελλάδα η πόρτα του προγράμματος των F-35, την ώρα που η Τουρκία απομακρυνόταν από αυτό.
Φυσικά Μητσοτάκης και Τραμπ είναι δύο πολιτικοί που δεν μοιάζουν. Όπως δείχνει όμως συχνά το παρελθόν ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος είθισται να διαμορφώνει προσωπικές σχέσεις με τους ηγέτες που συνδιαλέγεται, υπερβαίνοντας τις πρακτικές της διπλωματίας. Από την άλλη μεριά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι διατεθειμένος να παίξει σε αυτό το πεδίο, γνωρίζοντας ότι η χώρα μας είναι σημαντικό μέρος των αμερικανικών σχεδιασμών στην ευρύτερη περιοχή. Και χωρίς να αίρονται αυτομάτως τα εμπόδια του πρόσφατου παρελθόντος, ο Έλληνας πρωθυπουργός ενδιαφέρεται για μία λειτουργική ελληνοαμερικανική σχέση.
Κάτι που φάνηκε και από την αναφορά που έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σημειώνοντας ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις «είναι σχέσεις οι οποίες δεν στηρίζονται απλά σε ένα αξιακό πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ δύο ιστορικών Δημοκρατιών, που πάντα βρέθηκαν από τη σωστή πλευρά της ιστορίας, είναι και σχέσεις που στηρίζονται στο αμοιβαίο συμφέρον, το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν στη χρησιμότητα της στήριξης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων».
Βεβαίως, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις δεν είναι απολύτως ανεξάρτητες από τις ευρωαμερικανικές σχέσεις. Και εδώ ο κ. Μητσοτάκης εμφανίστηκε επιφυλακτικός, αν και εκτίμησε ότι δεν θα επικρατήσουν οι ακραίες τάσεις για αμερικανικούς δασμούς σε ευρωπαϊκά προϊόντα. Σε κάθε περίπτωση επανέλαβε ότι «η Ευρώπη πρέπει να ξυπνήσει από αυτόν τον λήθαργο γεωπολιτικής αφέλειας στον οποίο, δυστυχώς, έχει εισέλθει εδώ και πολλά χρόνια».
Εδώ μπαίνει και το ερωτηματικό που λέγεται Γερμανία. Η θεωρούμενη ως η οικονομία που αποτελεί την ατμομηχανή της Ευρώπης έχει μπει σε μία περίοδο ασυνήθιστης για τη χώρα πολιτικής αστάθειας, από την οποία αναμένεται να εξέλθει από τον Μάρτιο του 2025 και μετά, και αφού πρώτα διεξαχθούν οι γερμανικές εκλογές και προκύψει η νέα κυβέρνηση, που όπως όλα δείχνουν θα είναι μία συμμαχία των Χριστιανοδημοκρατών με τους Φιλελεύθερους.
Πέραν του τηλεφωνήματος Μητσοτάκη-Τραμπ, όπου συζητήθηκαν σχεδόν όλα τα ανοιχτά διεθνή και περιφερειακά ζητήματα, η Αθήνα χαρτογραφεί το νέο τοπίο που διαμορφώνεται στην Ουάσιγκτον με δεδομένες τις σαρωτικές αλλαγές που θα επέλθουν στον Λευκό Οίκο και στα υπουργεία.
Ο στενός κύκλος του Ντόναλτ Τραμπ θα είναι -όπως όλα δείχνουν- διαφορετικός από αυτόν της προηγούμενης θητείας του και θα απαρτίζεται εν πολλοίς από άγνωστους, στο διεθνές κοινό, αξιωματούχους. Ακόμα -όπως εκτιμάται από την Αθήνα- ιδιαίτερα κρίσιμος θα είναι ο ρόλος που παίζει το Καπιτώλιο, όπου και εκεί διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο με την επικράτηση των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία και τη διαφαινόμενη διατήρηση του ελέγχου στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Σε αυτό το -απολύτως νέο- τοπίο η Αθήνα αναζητεί επαφές με τα νέα πρόσωπα που θα πρωταγωνιστήσουν στην αμερικανική κυβέρνηση και αξιοποιούν όλους τους διαύλους που υπάρχουν, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια των ελληνοαμερικανικών επαφών υψηλού επιπέδου.
Από τη συζήτηση με τον Πασκάλ Μπρυκνέρ φάνηκε η άποψη του πρωθυπουργού για τη σημασία της οικονομίας στην πολιτική. «Πολλοί πολίτες αισθάνθηκαν ότι η κρίση του κόστους ζωής ήταν πολύ σημαντική, πολύ μεγάλη για να την αγνοήσει κανείς», σημείωσε, για να χαρακτηρίσει ως ένα «πολύ καλό μάθημα για όλους μας», το γεγονός πως οι Δημοκρατικοί πρόταξαν τα στοιχεία της αύξησης του ΑΕΠ και την καλή πορεία των δεικτών της οικονομίας, αγνοώντας όμως τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι πολίτες για να καλύψουν τα έξοδα τους. Σημασία έχει -σύμφωνα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη- «το κατά πόσον αυτή η αύξηση του ΑΕΠ μεταφράζεται σε καλύτερους μισθούς, χαμηλότερους φόρους, μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα», κάτι που μαρτυρά την προσπάθεια που θα γίνει το επόμενο διάστημα από την κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει τη δυσαρέσκεια που υπάρχει και στη χώρα μας για το κόστος ζωής.
Σε απλά ελληνικά αυτό σημαίνει ότι οι θετικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας δεν έχουν θετικό αντίκτυπο τη στιγμή που η ακρίβεια παραμένει το μεγαλύτερο πρόβλημα των νοικοκυριών ή οι τιμές των ακινήτων παραμένουν στα ύψη. Γι’ αυτό και εστιάζουν στην ουσιαστική αντιμετώπιση των θεμάτων αυτών, όπως αναμένεται να γίνει με τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας τις επόμενες ημέρες, με τη δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού ενίσχυσης για νοικοκυριά αλλά και επιχειρήσεις.
Τέλος, για τη μετανάστευση η αναφορά του πρωθυπουργού ότι η υποχρέωσή του είναι να προστατεύει τα ελληνικά σύνορα και ότι δεν απολογείται γι’ αυτό, είναι ενδεικτική, όπως και το σχόλιό του ότι «δεν μπορούμε να διαχειριστούμε το μεταναστευτικό πρόβλημα, αν δεν περιορίσουμε τουλάχιστον τον αριθμό των ανθρώπων που έρχονται».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17.11.2024
ΣΧΟΛΙΑ