Η πολυκατοικία της αντιπαροχής και το στεγαστικό πρόβλημα
Τόσες και τόσες γενιές μεγάλωσαν υπό την απειλητική σκιά του σλόγκαν «Αν δεν έχεις ‘ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι σου’, τότε έχεις αποτύχει στη ζωή σου».
Η πολυκατοικία της αντιπαροχής και το στεγαστικό πρόβλημα στην Ελλάδα, θέμα «ταμπού» με κοινωνιολογικές προεκτάσεις, που λειτουργεί ως αφορμή για λογοτεχνία και σινεμά, και σίγουρα μεγάλων οικονομικών διαστάσεων, διαχρονικά απασχολεί την ελληνική οικογένεια και μάλιστα έντονα.
Το στεγαστικό, άλλωστε, μπορεί να είναι πανευρωπαϊκών διαστάσεων, αλλά βιώνεται εντονότερα στη χώρα μας.
Ένα βιβλίο που έχουν γράψει δύο συγγραφείς που διαφέρουν σε ηλικία, επιστημονική ειδικότητα, τρόπο έκφρασης, εμπειρία και βιώματα, προσφέρει μία πληρέστατη ανάλυση του στεγαστικού προβλήματος που συνοδεύεται από μία ενδιαφέρουσα ιστορική αναδρομή αλλά και μία παράθεση σύγχρονων, λειτουργικών και βιώσιμων λύσεων.
Είναι ο Μιχάλης Παπαδόπουλος, ομ. καθηγητής, πρ. πρύτανης ΑΠΘ και ο Άγις Παπαδόπουλος, καθηγητής ενεργειακών συστημάτων ΑΠΘ, πρόεδρος του ΔΣ της ΕΥΑΘ ΑΕ, διακεκριμένα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της συνεργασίας είναι ότι πρόκειται για πατέρα και υιό, που συναποφάσισαν να εργαστούν συμπληρωματικά ο ένας προς τον άλλο και με διακριτά τα πεδία του βιβλίου που μελέτησαν και παρουσιάζουν.
Ο πρώτος συγγραφέας έζησε και μετείχε στην εποχή της πλημμυρίδας ανέγερσης πολυκατοικιών της αντιπαροχής. Δράστης και ο ίδιος με σχετικές μελέτες και κατασκευές. Με σημαντικά σχετικά βιώματα και εμπειρίες που μειώνονται όσο πλησιάζουμε στο σήμερα.
Ο νεότερος γνωρίζει τα σύγχρονα δεδομένα και τις μελλοντικές προοπτικές που διαφαίνονται. Γνωρίζει τις νεότερες παραμέτρους που διασφαλίζουν τις αυξημένες απαιτήσεις ποιότητας της κατοικίας και τις σύγχρονες απαιτήσεις στην ποιότητα διαβίωσης των ενοίκων. Γνωρίζει ακόμη τις προϋποθέσεις σχεδίασης και κατασκευής των κτιρίων, ώστε το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα να είναι μικρό και να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της κλιματικής αλλαγής.
Στο βιβλίο οι συγγραφείς εξηγούν γιατί η αντιπαροχή δεν αποτελεί πλέον λύση, όπως συνέβη το διάστημα 1950-1980.
Η αντιπαροχή, σύμφωνα με τους ίδιους, έκανε πλουσιότερους τους οικοπεδούχους και έδωσε δυνατότητα στέγασης με προσιτό κόστος. Έδωσε παράλληλα δουλειά στους άνεργους και στους μηχανικούς. Μεγάλος κερδισμένος ήταν το κράτος, που έλυσε το στεγαστικό πρόβλημα αδαπάνως. Μεγάλοι χαμένοι η διατήρηση της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και η ποιότητα ζωής στο κέντρο των πόλεων.
Ο Μιχάλης Παπαδοπουλος επισημαίνει πως τα τελευταία 3-4 χρόνια η πολιτεία προσπαθεί με κάποια προγράμματα να αντιμετωπίσει το οξύ στεγαστικό πρόβλημα.
«Κατοικίες για ενοικίαση είναι δυσεύρετες και με πανάκριβα ενοίκια. Είναι απλησίαστη η αγορά ακινήτου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα οι δαπάνες στέγασης ως ποσοστό του εισοδήματος ανέρχονται στο, απαράδεκτο, 35%, όταν ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρώπη είναι μόλις 10%.
Στο μεταξύ, 30.000 κατοικίες αξίας 3 δισ. Ευρώ είναι στα χέρια εταιρειών διαχείρισης κόκκινων δανείων και προβλέπονται 3.000 πλειστηριασμοί στο τρέχον έτος.
Στεγαστική κρίση υπάρχει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πιθανότατα μικρότερης έκτασης. Οι προσπάθειές τους, όμως, όπως αναλυτικά αναφέρονται στο βιβλίο, συνοδεύονται με μεγαλύτερες επενδύσεις, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και, κυρίως, με συντονισμένες ενέργειες».
Ανισορροπία ανάμεσα σε προσφορά και ζήτηση
«Το στεγαστικό πρόβλημα σήμερα προκύπτει, καταρχάς, από την ανισορροπία ανάμεσα στην προσφορά κατοικίας και τη ζήτηση. Οφείλεται στη μείωση της οικοδομήσιμης γης και στη συνεχιζόμενη μετακίνηση πληθυσμού στα αστικά κέντρα. Επομένως, θα συνεχίσει και στο μέλλον να υπάρχει ανάγκη για νέες κατοικίες», τονίζει ο δεύτερος των συγγραφέων Άγις Παπαδόπουλος. «Η προφανής λύση, προσθέτει, είναι η επέκταση σε περιαστικές περιοχές, όπως, άλλωστε, συμβαίνει τα τελευταία 20 χρόνια -αρκεί να δει κανείς τι γίνεται στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Αυτή η επέκταση, όμως, συνοδεύεται από την ανάγκη νέων υποδομών στις μεταφορές, την ύδρευση, την αποχέτευση αλλά και την εκπαίδευση. Υποδομές που δυσκολεύονται, ήδη, σήμερα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ευελιξίας και ανθεκτικότητας της κλιματικής αλλαγής».
Ο ίδιος μας υπενθυμίζει ότι ελληνική αγορά ακινήτων δεν είναι πια μία κλειστή αγορά, όπως ήταν εν πολλοίς στο παρελθόν. «Επενδυτές από χώρες εντός και εκτός της ΕΕ αγοράζουν ακίνητα, που μετά είτε παραμένουν κλειστά και δεν διατίθενται προς χρήση είτε διατίθενται για βραχυχρόνιες μισθώσεις».
Στην παρουσίαση του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Επίκεντρο», έκανε μία εντυπωσιακή αναφορά για το πώς η Βιέννη αντιμετωπίζει το πρόβλημα. Στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου η Βιέννη ήταν μία «θνήσκουσα» πόλη. Τότε το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε και έχτισε 25.000 μονάδες επιδοτούμενων κατοικιών για τους οικονομικά ασθενέστερους. Σήμερα, ο δήμος της Βιέννης είναι ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ακινήτων στην Ευρώπη και το 60% του πληθυσμού της πόλης ζει σε επιδοτούμενες κατοικίες υψηλής ποιότητας. Κάθε χρόνο κατασκευάζονται 600-700 τέτοιες κατοικίες.
Μία Βιεννέζα ξεναγός αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η ιδέα ήταν να χτίσουμε κατοικίες προσιτές, υγιεινές και όμορφες, επειδή το δικαίωμα στην ομορφιά δεν πρέπει να ανήκει μόνο στους πλουσίους».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 08.12.2024