Τζόσουα Οπενχάιμερ: Ο υποψήφιος για δύο Όσκαρ σκηνοθέτης μιλά στη «ΜτΚ» για… «Το Τέλος»
18/12/2024 07:00
18/12/2024 07:00
«Στροφή» στη μυθοπλασία έκανε με την τελευταία του ταινία ο Αμερικανός σκηνοθέτης Τζόσουα Οπενχάιμερ. Το «The End» είναι μία εσχατολογική ταινία που αφορά στην κοινωνική απομόνωση, την ενοχή και την εξιλέωση μέσα από την ιστορία μίας οικογένειας που βρίσκεται κλεισμένη σε ένα υπόγειο καταφύγιο για να ξεφύγει από την καταστροφή αλλά και το παρελθόν της. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης είναι γνωστός παγκοσμίως για τα ντοκιμαντέρ του, ενώ οι ταινίες «Η Πράξη της Σφαγής» (2012) και «Το Βλέμμα της Σιωπής» (2014) που αφορούν στις μαζικές σφαγές στην Ινδονησία έλαβαν υποψηφιότητα στα Όσκαρ.
Το «The End» έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα ως ταινία λήξης του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ενώ από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται στους κινηματογράφους.
Με αφορμή την παρουσία του στη Θεσσαλονίκη, ο σκηνοθέτης, μίλησε στη «ΜτΚ» για την ταινία του, τη μυθοπλασία αλλά και τον πόλεμο στη Γάζα.
«Προσωπικά δεν αυτοπροσδιορίστηκα ποτέ ως ντοκιμαντερίστας. Βρέθηκα στην Ινδονησία και νομίζω ότι βρήκα τη φόρμα που ένιωσα ότι ήταν απαραίτητη για να ερευνήσω βαθύτερα τα ερωτήματα και τα μυστήρια που με γοήτευαν. Ήταν ένα είδος τέλειας αντήχησης της φόρμας και του περιεχομένου. Μέντοράς μου ήταν ο Dušan Makavejev ο οποίος έκανε ταινίες ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας ενώ πολλές φορές τα συνδύαζε κιόλας» σημείωσε.
Σε ό,τι αφορά στη μυθοπλασία, ο κ. Οπενχάιμερ τόνισε πως δεν είχε κανέναν σκοπό να την ακολουθήσει εξ αρχής αλλά «υπήρξε μία στιγμή που συνειδητοποίησα ότι αυτή η φόρμα έπρεπε να πάρει η ταινία». Όπως εξήγησε, το «Τhe End» αρχικά θα γινόταν ντοκιμαντέρ για έναν ολιγάρχη στην Ινδονησία, που αγόρασε ένα καταφύγιο για την οικογένειά του. «Εγώ ήμουν μαζί τους και είδα αυτό το καταφύγιο στην πραγματικότητα» τόνισε. «Μου γεννήθηκαν πολλά ερωτήματα και δεν ήξερα πως να τα διαχειριστώ. Στον δρόμο για το σπίτι, παρακολούθησα μία από τις αγαπημένες μου ταινίες, τις ‘Ομπρέλες του Χερβούργου’. Τότε συνειδητοποίησα ότι ξέρω τι έπρεπε να κάνω. Η ταινία θα λεγόταν ‘Το Τέλος’, έπρεπε να είναι μιούζικαλ, γιατί αυτό θα έδειχνε την ψευδή ελπίδα, δηλαδή την άρνηση των χαρακτήρων, θα γυριζόταν σε ένα καταφύγιο σαν και αυτό, το οποίο περιγράφει ως ‘φυλακή ντροπής’ και η οικογένεια θα ήταν Αμερικανική και όχι Ασιατική όπως ήταν στην πραγματικότητα» εξηγεί ο σκηνοθέτης ο οποίος χαρακτηρίζει τους πρωταγωνιστές σαν «μέλη μίας αίρεσης που περιμένουν την αποκάλυψη, γεμάτοι ελπίδα, χαμένοι και τρομακτικά θνητοί». «Και νομίζω ότι αυτό δίνει στην ταινία την ποίηση και την ομορφιά της» σημείωσε χαρακτηριστικά. «Εντέλει η ταινία αφορά στην αφήγηση ιστοριών. Γνωρίζουμε και δημιουργούμε τον εαυτό μας, τον κόσμο, τις φυλακές ντροπής μας μέσα από τις ιστορίες που λέμε. Και αποδεχόμαστε αυτές τις φυλακές ντροπής και τις σβήνουμε, τις κάνουμε αόρατες, φυσικές και μετά αναπόφευκτες» σημείωσε.
Την εμπειρία της δημιουργίας μίας ταινίας μυθοπλασίας, ο ίδιος την χαρακτηρίζει τόσο διαφορετική, σα να αλλάζεις καριέρα. Μία διαδικασία που του άρεσε τόσο πολύ, που, όπως εξομολογήθηκε, και η επόμενη ταινία του θα είναι μυθοπλασίας.
«Υπήρξαν πολλά πράγματα που αγάπησα σε αυτό. Και ένιωσα ότι ήταν σαν να ενηλικιώθηκα προσωπικά στον τρόπο που σχετίζομαι με τους ανθρώπους και τα πράγματα που προσπαθώ να ανακαλύψω και να εκφράσω. Οπότε θα το ξανακάνω, αλλά όχι εξαιτίας της φιλοδοξίας ή της αγάπης μου για τον κινηματογράφο ή τη φόρμα, αλλά επειδή υπήρξε κάτι στη διαδικασία που αγάπησα βαθιά. Αυτή την αίσθηση της κοινότητας και της αλληλεγγύης και η ειλικρίνεια με όλους τους συντελεστές. Δεν είμαι ο τύπος του σκηνοθέτη που χειραγωγεί στα γυρίσματα. Είμαι ανοιχτό βιβλίο. Είμαι όσο πιο ειλικρινής μπορώ να είμαι σχετικά με αυτό που προσπαθώ να εκφράσω και να εξερευνήσω ενώ είχα και καλλιτέχνες, 100% αφοσιωμένους στο να σκάψουν στις ψυχές τους όσο πιο βαθιά μπορούσαν. Προσωπικά μεγάλωσα σε μία οικογένεια που πέρασε διαζύγιο. Ένιωθα ότι η δουλειά μου ήταν να διαβεβαιώσω τη μητέρα μου ότι η δική της εκδοχή για το διαζύγιο ήταν σωστή και τον πατέρα μου ότι η δική του εκδοχή για το διαζύγιο ήταν επίσης σωστή. Και ότι δεν μπορούσαν και οι δύο εκδοχές να είναι ακριβείς, γιατί αλληλοσυγκρούονταν. Νομίζω ότι προσπαθώντας να ικανοποιήσω τους άλλους, κάπως έχασα τον εαυτό μου. Και το να μπορώ να είμαι τόσο άμεσος, κάτι που ανακάλυψα ως ανάγκη κατά τη διάρκεια της δημιουργίας αυτής της ταινίας, και ένιωσα ότι βρήκα τη δική μου φωνή».
Εξάλλου, για τον ίδιο, το σινεμά μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Τα δύο του ντοκιμαντέρ για την Ινδονησία τα χαρακτήρισε ως «μία σπίθα στη σιωπή», ιδιαίτερα για τους Ινδονήσιους. «Οι ταινίες άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο μιλούν για το παρελθόν τους και προκάλεσαν μία διαδικασία εθνικής συμφιλίωσης. Ειλικρινά. Συνεπώς δεν μπορώ να πω ότι η Τέχνη δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά. Αν και δε πιστεύω ότι το ‘Τhe End’ θα έχει τόσο άμεσο και γρήγορο αντίκτυπο. Αλλά νομίζω ότι εμείς είμαστε η ιστορία. Εμείς δίνουμε νόημα στο παρελθόν μας μέσα από τις ιστορίες που λέμε για εμάς τους ίδιους. Οι σχέσεις μας διαμορφώνονται από τις ιστορίες που λέμε. Δημιουργούμε νόημα μέσω των ιστοριών που λέμε για εμάς» υπογράμμισε.
Η συνέντευξη έγινε στις 10 Νοεμβρίου 2024 το πρωί στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, την στιγμή που πραγματοποιούνταν οι επιδείξεις των αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας για τη γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Ο θόρυβος των αεροπλάνων είναι παρών σε όλη την συνέντευξη. Ο σκηνοθέτης αναρωτιέται αν πρόκειται για πυραύλους και μήπως έχουμε πόλεμο, του εξηγώ ότι είναι γιορτή. Σε αυτή τη στιγμή της συζήτησης όμως ο ήχος γίνεται εκκωφαντικός και ο σκηνοθέτης σταματάει να μιλάει για να ακούσει. «Είναι τρομακτικό» είπε.
«Σα να είμαστε στη Γάζα» συνέχισε. «Ξέρεις κάτι, ως Εβραίος, είμαι εξαγριωμένος με όσα κάνουν στη Γάζα στο όνομά μου. Αυτός ο ήχος στη Γάζα σημαίνει μαζικοί θάνατοι. Και μετά η κυβέρνηση που διαπράττει αυτή τη γενοκτονία ισχυρίζεται ότι το κάνει για μένα. Νιώθω τόση ντροπή». Για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή ο κ. Οπενχάιμερ σημειώνει πως δεν βλέπει λύση στον ορίζοντα αλλά βλέπει το Ισραήλ να κλείνεται όλο και πιο βαθιά στη δική του «φυλακή ντροπής», όπως ακριβώς οι πρωταγωνιστές της ταινίας του. «Δεν είναι προς το συμφέρον του η συνέχιση του πολέμου, δεν είναι προς το συμφέρον κανενός. Διαπράττουν συνεχώς εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Δεν ξέρω πως θα τελειώσει αλλά το ότι ισχυρίζονται ότι το κάνουν στο όνομά μου, με θυμώνει και με στεναχωρεί αφάνταστα» κατέληξε.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15.12.2024
«Στροφή» στη μυθοπλασία έκανε με την τελευταία του ταινία ο Αμερικανός σκηνοθέτης Τζόσουα Οπενχάιμερ. Το «The End» είναι μία εσχατολογική ταινία που αφορά στην κοινωνική απομόνωση, την ενοχή και την εξιλέωση μέσα από την ιστορία μίας οικογένειας που βρίσκεται κλεισμένη σε ένα υπόγειο καταφύγιο για να ξεφύγει από την καταστροφή αλλά και το παρελθόν της. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης είναι γνωστός παγκοσμίως για τα ντοκιμαντέρ του, ενώ οι ταινίες «Η Πράξη της Σφαγής» (2012) και «Το Βλέμμα της Σιωπής» (2014) που αφορούν στις μαζικές σφαγές στην Ινδονησία έλαβαν υποψηφιότητα στα Όσκαρ.
Το «The End» έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα ως ταινία λήξης του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ενώ από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται στους κινηματογράφους.
Με αφορμή την παρουσία του στη Θεσσαλονίκη, ο σκηνοθέτης, μίλησε στη «ΜτΚ» για την ταινία του, τη μυθοπλασία αλλά και τον πόλεμο στη Γάζα.
«Προσωπικά δεν αυτοπροσδιορίστηκα ποτέ ως ντοκιμαντερίστας. Βρέθηκα στην Ινδονησία και νομίζω ότι βρήκα τη φόρμα που ένιωσα ότι ήταν απαραίτητη για να ερευνήσω βαθύτερα τα ερωτήματα και τα μυστήρια που με γοήτευαν. Ήταν ένα είδος τέλειας αντήχησης της φόρμας και του περιεχομένου. Μέντοράς μου ήταν ο Dušan Makavejev ο οποίος έκανε ταινίες ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας ενώ πολλές φορές τα συνδύαζε κιόλας» σημείωσε.
Σε ό,τι αφορά στη μυθοπλασία, ο κ. Οπενχάιμερ τόνισε πως δεν είχε κανέναν σκοπό να την ακολουθήσει εξ αρχής αλλά «υπήρξε μία στιγμή που συνειδητοποίησα ότι αυτή η φόρμα έπρεπε να πάρει η ταινία». Όπως εξήγησε, το «Τhe End» αρχικά θα γινόταν ντοκιμαντέρ για έναν ολιγάρχη στην Ινδονησία, που αγόρασε ένα καταφύγιο για την οικογένειά του. «Εγώ ήμουν μαζί τους και είδα αυτό το καταφύγιο στην πραγματικότητα» τόνισε. «Μου γεννήθηκαν πολλά ερωτήματα και δεν ήξερα πως να τα διαχειριστώ. Στον δρόμο για το σπίτι, παρακολούθησα μία από τις αγαπημένες μου ταινίες, τις ‘Ομπρέλες του Χερβούργου’. Τότε συνειδητοποίησα ότι ξέρω τι έπρεπε να κάνω. Η ταινία θα λεγόταν ‘Το Τέλος’, έπρεπε να είναι μιούζικαλ, γιατί αυτό θα έδειχνε την ψευδή ελπίδα, δηλαδή την άρνηση των χαρακτήρων, θα γυριζόταν σε ένα καταφύγιο σαν και αυτό, το οποίο περιγράφει ως ‘φυλακή ντροπής’ και η οικογένεια θα ήταν Αμερικανική και όχι Ασιατική όπως ήταν στην πραγματικότητα» εξηγεί ο σκηνοθέτης ο οποίος χαρακτηρίζει τους πρωταγωνιστές σαν «μέλη μίας αίρεσης που περιμένουν την αποκάλυψη, γεμάτοι ελπίδα, χαμένοι και τρομακτικά θνητοί». «Και νομίζω ότι αυτό δίνει στην ταινία την ποίηση και την ομορφιά της» σημείωσε χαρακτηριστικά. «Εντέλει η ταινία αφορά στην αφήγηση ιστοριών. Γνωρίζουμε και δημιουργούμε τον εαυτό μας, τον κόσμο, τις φυλακές ντροπής μας μέσα από τις ιστορίες που λέμε. Και αποδεχόμαστε αυτές τις φυλακές ντροπής και τις σβήνουμε, τις κάνουμε αόρατες, φυσικές και μετά αναπόφευκτες» σημείωσε.
Την εμπειρία της δημιουργίας μίας ταινίας μυθοπλασίας, ο ίδιος την χαρακτηρίζει τόσο διαφορετική, σα να αλλάζεις καριέρα. Μία διαδικασία που του άρεσε τόσο πολύ, που, όπως εξομολογήθηκε, και η επόμενη ταινία του θα είναι μυθοπλασίας.
«Υπήρξαν πολλά πράγματα που αγάπησα σε αυτό. Και ένιωσα ότι ήταν σαν να ενηλικιώθηκα προσωπικά στον τρόπο που σχετίζομαι με τους ανθρώπους και τα πράγματα που προσπαθώ να ανακαλύψω και να εκφράσω. Οπότε θα το ξανακάνω, αλλά όχι εξαιτίας της φιλοδοξίας ή της αγάπης μου για τον κινηματογράφο ή τη φόρμα, αλλά επειδή υπήρξε κάτι στη διαδικασία που αγάπησα βαθιά. Αυτή την αίσθηση της κοινότητας και της αλληλεγγύης και η ειλικρίνεια με όλους τους συντελεστές. Δεν είμαι ο τύπος του σκηνοθέτη που χειραγωγεί στα γυρίσματα. Είμαι ανοιχτό βιβλίο. Είμαι όσο πιο ειλικρινής μπορώ να είμαι σχετικά με αυτό που προσπαθώ να εκφράσω και να εξερευνήσω ενώ είχα και καλλιτέχνες, 100% αφοσιωμένους στο να σκάψουν στις ψυχές τους όσο πιο βαθιά μπορούσαν. Προσωπικά μεγάλωσα σε μία οικογένεια που πέρασε διαζύγιο. Ένιωθα ότι η δουλειά μου ήταν να διαβεβαιώσω τη μητέρα μου ότι η δική της εκδοχή για το διαζύγιο ήταν σωστή και τον πατέρα μου ότι η δική του εκδοχή για το διαζύγιο ήταν επίσης σωστή. Και ότι δεν μπορούσαν και οι δύο εκδοχές να είναι ακριβείς, γιατί αλληλοσυγκρούονταν. Νομίζω ότι προσπαθώντας να ικανοποιήσω τους άλλους, κάπως έχασα τον εαυτό μου. Και το να μπορώ να είμαι τόσο άμεσος, κάτι που ανακάλυψα ως ανάγκη κατά τη διάρκεια της δημιουργίας αυτής της ταινίας, και ένιωσα ότι βρήκα τη δική μου φωνή».
Εξάλλου, για τον ίδιο, το σινεμά μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Τα δύο του ντοκιμαντέρ για την Ινδονησία τα χαρακτήρισε ως «μία σπίθα στη σιωπή», ιδιαίτερα για τους Ινδονήσιους. «Οι ταινίες άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο μιλούν για το παρελθόν τους και προκάλεσαν μία διαδικασία εθνικής συμφιλίωσης. Ειλικρινά. Συνεπώς δεν μπορώ να πω ότι η Τέχνη δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά. Αν και δε πιστεύω ότι το ‘Τhe End’ θα έχει τόσο άμεσο και γρήγορο αντίκτυπο. Αλλά νομίζω ότι εμείς είμαστε η ιστορία. Εμείς δίνουμε νόημα στο παρελθόν μας μέσα από τις ιστορίες που λέμε για εμάς τους ίδιους. Οι σχέσεις μας διαμορφώνονται από τις ιστορίες που λέμε. Δημιουργούμε νόημα μέσω των ιστοριών που λέμε για εμάς» υπογράμμισε.
Η συνέντευξη έγινε στις 10 Νοεμβρίου 2024 το πρωί στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, την στιγμή που πραγματοποιούνταν οι επιδείξεις των αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας για τη γιορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Ο θόρυβος των αεροπλάνων είναι παρών σε όλη την συνέντευξη. Ο σκηνοθέτης αναρωτιέται αν πρόκειται για πυραύλους και μήπως έχουμε πόλεμο, του εξηγώ ότι είναι γιορτή. Σε αυτή τη στιγμή της συζήτησης όμως ο ήχος γίνεται εκκωφαντικός και ο σκηνοθέτης σταματάει να μιλάει για να ακούσει. «Είναι τρομακτικό» είπε.
«Σα να είμαστε στη Γάζα» συνέχισε. «Ξέρεις κάτι, ως Εβραίος, είμαι εξαγριωμένος με όσα κάνουν στη Γάζα στο όνομά μου. Αυτός ο ήχος στη Γάζα σημαίνει μαζικοί θάνατοι. Και μετά η κυβέρνηση που διαπράττει αυτή τη γενοκτονία ισχυρίζεται ότι το κάνει για μένα. Νιώθω τόση ντροπή». Για την κατάσταση στη Μέση Ανατολή ο κ. Οπενχάιμερ σημειώνει πως δεν βλέπει λύση στον ορίζοντα αλλά βλέπει το Ισραήλ να κλείνεται όλο και πιο βαθιά στη δική του «φυλακή ντροπής», όπως ακριβώς οι πρωταγωνιστές της ταινίας του. «Δεν είναι προς το συμφέρον του η συνέχιση του πολέμου, δεν είναι προς το συμφέρον κανενός. Διαπράττουν συνεχώς εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Δεν ξέρω πως θα τελειώσει αλλά το ότι ισχυρίζονται ότι το κάνουν στο όνομά μου, με θυμώνει και με στεναχωρεί αφάνταστα» κατέληξε.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15.12.2024
ΣΧΟΛΙΑ