64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: «Φαντάσματα» τεσσάρων εικαστικών σε μια έκθεση (βίντεο)
03/11/2023 19:05
03/11/2023 19:05
Στο πλαίσιο του αφιερώματος του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης «Φαντάσματα» εκτός από τις ταινίες που έχει επιλέξει ο συνεργάτης της διοργάνωσης διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης και πολύ γνωστός κριτικός και θεωρητικός Ντένις Λιμ το ΦΚΘ οργάνωσε και μια μεγάλη εικαστική έκθεση η οποία δεν αποτελεί ανάθεση σε νέους καλλιτέχνες όπως συνέβη τις προηγούμενες χρονιές, αλλά συνιστά επιστροφή τεσσάρων καλλιτεχνών που δεν είναι πια στη ζωή και ως… «φαντάσματα» κι αυτοί ήρθαν στη Θεσσαλονίκη για να φέρουν κάποια μυστικά, κάποιους ψιθύρους, κάποιους φόβους από το παρελθόν που έχουν να κάνουν με την ίδια την τέχνη της ζωγραφικής και του κινηματογράφου, με τη θέση της γυναίκας σε μια πατριαρχική κοινωνία, με την πολιτική των μεταναστών και των ανθρώπων που δεν έχουν λόγο και δύναμη σε έναν σκληρό κόσμο.
Η έκθεση που περιλαμβάνει έργα τεσσάρων από τους σημαντικότερους Έλληνες εικαστικούς του δεύτερου μισού του 2οου αιώνα, τους Νίκου Κεσσανλή, Βλάση Κανιάρη, Σίλειας Δασκοπούλου και Ιάσονα Μολφέση και με φωτογραφικά σχόλια του Δημήτρη Τσουμπλέκα, εγκαινιάστηκε το απόγευμα της Πέμπτης στον Εκθεσικό Χώρο Glass House (προβλήτα 1, Λιμάνι Θεσσαλονίκης) και θα διαρκέσει έως τις 12 Νοεμβρίου.
Την επιμέλειά της έχει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΦΚΘ Ορέστης Ανδρεαδάκης και την παραγωγή – συντονισμό της ο Θάνος Σταυρόπουλος.
Όπως εξάλλου τόνισε στο makthes.gr ο Ορέστης Ανδρεαδάκης: «Η έκθεση έχει σχέση και με την τεχνολογία που κάποτε ήταν μια ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο και τώρα είναι ένας φόβος. Η μηχανή που ελπίσαμε ότι θα μας βοηθήσει, τώρα φοβόμαστε ότι θα μας κυριεύσει και θα μας καταδυναστεύσει»
Η συγκέντρωση των έργων της έκθεσης πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου και των γκαλερί Kalfayan, a.antonopoulou.art και CAN Christina Androulidaki, οι οποίες τα παραχώρησαν αφιλοκερδώς στο Φεστιβάλ. Η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό.
Για τους καλλιτέχνες
Ο Νίκος Κεσσανλής (1930-2004) παρουσίασε τη σειρά έργων Φαντασμαγορίες της ταυτότητας τον Μάιο και τον Ιούνιο 1965 στο Βερολίνο, στη Ρώμη και στο Παρίσι. Η σειρά εντάχθηκε στο κίνημα της Mec Art (μηχανικής τέχνης). Ο Κεσσανλής τοποθέτησε ανθρώπους πίσω από μια διάφανη οθόνη, τους ζήτησε να ποζάρουν και να κινούνται παίρνοντας διαφορετικές στάσεις και τους φώτισε με προβολείς. Οι σκιές που εμφανίζονταν στην οθόνη φωτογραφήθηκαν από τον Κεσσανλή, ο οποίος, διαφοροποιώντας την ένταση του φωτός, πέτυχε μια τεράστια γκάμα φωτοσκιάσεων, αποχρώσεων του μαύρου και του λευκού και αλλοιώσεων των περιγραμμάτων. Οι μεγάλες σκιές των ανθρώπων του Κεσσανλή βγαίνουν μέσα από το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» («να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους») διεκδικώντας την αιώνια επιστροφή τους στο άχρονο παρόν.
Ο Βλάσης Κανιάρης (1928-2011) κατασκεύασε το 1962 τις πρώτες ντυμένες με κουρέλια κούκλες. Στην πραγματικότητα, ήταν ρούχα από τα οποία απουσίαζε η ανθρώπινη σάρκα. Το εξωτερικό περίβλημα έμοιαζε με ένα σχήμα χωρίς νεύρα και ζωή, ένα φάντασμα που αναζητούσε να ξαναβρεί τη γήινη χαμένη του διάσταση. Το 1964 παρουσιάστηκαν στην παριζιάνικη γκαλερί J οι κούκλες του, οι οποίες άρχισαν να καταλαμβάνουν ολοένα σημαντικότερο χώρο στο έργο του. Πήραν διάφορες μορφές, τοποθετήθηκαν σε έργα επιδραστικά με πολιτικό πρόσημο, αφέθηκαν στους δρόμους της Αθήνας και σε Ουρητήρια, έπαιξαν Κουτσό και αναρωτήθηκαν για τη σχέση που έχει ο Ζωγράφος με το μοντέλο του. Πρόκειται για ακέφαλα ανδρείκελα, φαντάσματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας τα οποία, αποξενωμένα και αλλοτριωμένα, δεν μπορούν να κατοικήσουν ούτε στο παρελθόν ούτε στο παρόν, αλλά ούτε και στο μέλλον.
Η Σίλεια Δασκοπούλου (1936-2006) έκανε την πρώτη ατομική της έκθεση στην Αθήνα το 1962 (Νέες Μορφές), έζησε για λίγο στο Παρίσι και μέχρι το 1970 είχε κερδίσει σημαντική θέση στην αθηναϊκή εικαστική σκηνή. Το έργο της βρίθει αντι-νατουραλιστικών γυναικείων, κυρίως, πορτρέτων, τα οποία θυμίζουν μάσκες απόκοσμων όντων. Ολοκλήρωσε περισσότερα από 100 τέτοια πορτρέτα, συχνά με ειρωνικούς τίτλους, οι οποίοι θέτουν σε αμφισβήτηση τους συμβατικούς κοινωνικούς ρόλους των γυναικών της εποχής. Τα ακατέργαστα και σχεδόν παραμορφωμένα πρόσωπα των γυναικών της Δασκοπούλου έχουν το βλέμμα των φαντασμάτων – μπλέ τις περισσότερες φορές. Όλα τους είναι τοποθετημένα σε μονόχρωμα φόντα και μας κοιτούν πίσω από μια γυάλινη τρυφερή σκληρότητα.
Ο Ιάσων Μολφέσης (1925-2009) έζησε και εργάστηκε κυρίως στο Παρίσι και έγινε γνωστός για τα μεγάλων διαστάσεων γλυπτά του, τα οποία βρίσκονται σε ανοιχτούς εξωτερικούς χώρους. Το έργο του ακολουθεί μια επίπονη διαδικασία φιλοσοφικών ερωτημάτων γύρω από τον χρόνο και τον χώρο, το μέλλον και το παρελθόν. Γύρω στο 1966-1967 άρχισε να ενσωματώνει στα έργο του την κωδικοποιημένη γλώσσα των πρώτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, μεταφέροντας σε σφυρήλατο μολύβι το σύστημα των σκούρων στιγμών και των λευκών επιφανειών από τις ταινίες του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, και θέλοντας να σχολιάσει την επιδρομή του φαντάσματος της τεχνολογίας, ο Μολφέσης δημιουργεί τα πρώτα του ανάγλυφα, αξιοποιώντας υλικά όπως ο πολυεστέρας, ο γύψος, το μέταλλο, τα φύλλα αλουμινίου.
Στο πλαίσιο του αφιερώματος του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης «Φαντάσματα» εκτός από τις ταινίες που έχει επιλέξει ο συνεργάτης της διοργάνωσης διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης και πολύ γνωστός κριτικός και θεωρητικός Ντένις Λιμ το ΦΚΘ οργάνωσε και μια μεγάλη εικαστική έκθεση η οποία δεν αποτελεί ανάθεση σε νέους καλλιτέχνες όπως συνέβη τις προηγούμενες χρονιές, αλλά συνιστά επιστροφή τεσσάρων καλλιτεχνών που δεν είναι πια στη ζωή και ως… «φαντάσματα» κι αυτοί ήρθαν στη Θεσσαλονίκη για να φέρουν κάποια μυστικά, κάποιους ψιθύρους, κάποιους φόβους από το παρελθόν που έχουν να κάνουν με την ίδια την τέχνη της ζωγραφικής και του κινηματογράφου, με τη θέση της γυναίκας σε μια πατριαρχική κοινωνία, με την πολιτική των μεταναστών και των ανθρώπων που δεν έχουν λόγο και δύναμη σε έναν σκληρό κόσμο.
Η έκθεση που περιλαμβάνει έργα τεσσάρων από τους σημαντικότερους Έλληνες εικαστικούς του δεύτερου μισού του 2οου αιώνα, τους Νίκου Κεσσανλή, Βλάση Κανιάρη, Σίλειας Δασκοπούλου και Ιάσονα Μολφέση και με φωτογραφικά σχόλια του Δημήτρη Τσουμπλέκα, εγκαινιάστηκε το απόγευμα της Πέμπτης στον Εκθεσικό Χώρο Glass House (προβλήτα 1, Λιμάνι Θεσσαλονίκης) και θα διαρκέσει έως τις 12 Νοεμβρίου.
Την επιμέλειά της έχει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΦΚΘ Ορέστης Ανδρεαδάκης και την παραγωγή – συντονισμό της ο Θάνος Σταυρόπουλος.
Όπως εξάλλου τόνισε στο makthes.gr ο Ορέστης Ανδρεαδάκης: «Η έκθεση έχει σχέση και με την τεχνολογία που κάποτε ήταν μια ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο και τώρα είναι ένας φόβος. Η μηχανή που ελπίσαμε ότι θα μας βοηθήσει, τώρα φοβόμαστε ότι θα μας κυριεύσει και θα μας καταδυναστεύσει»
Η συγκέντρωση των έργων της έκθεσης πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου και των γκαλερί Kalfayan, a.antonopoulou.art και CAN Christina Androulidaki, οι οποίες τα παραχώρησαν αφιλοκερδώς στο Φεστιβάλ. Η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό.
Για τους καλλιτέχνες
Ο Νίκος Κεσσανλής (1930-2004) παρουσίασε τη σειρά έργων Φαντασμαγορίες της ταυτότητας τον Μάιο και τον Ιούνιο 1965 στο Βερολίνο, στη Ρώμη και στο Παρίσι. Η σειρά εντάχθηκε στο κίνημα της Mec Art (μηχανικής τέχνης). Ο Κεσσανλής τοποθέτησε ανθρώπους πίσω από μια διάφανη οθόνη, τους ζήτησε να ποζάρουν και να κινούνται παίρνοντας διαφορετικές στάσεις και τους φώτισε με προβολείς. Οι σκιές που εμφανίζονταν στην οθόνη φωτογραφήθηκαν από τον Κεσσανλή, ο οποίος, διαφοροποιώντας την ένταση του φωτός, πέτυχε μια τεράστια γκάμα φωτοσκιάσεων, αποχρώσεων του μαύρου και του λευκού και αλλοιώσεων των περιγραμμάτων. Οι μεγάλες σκιές των ανθρώπων του Κεσσανλή βγαίνουν μέσα από το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» («να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους») διεκδικώντας την αιώνια επιστροφή τους στο άχρονο παρόν.
Ο Βλάσης Κανιάρης (1928-2011) κατασκεύασε το 1962 τις πρώτες ντυμένες με κουρέλια κούκλες. Στην πραγματικότητα, ήταν ρούχα από τα οποία απουσίαζε η ανθρώπινη σάρκα. Το εξωτερικό περίβλημα έμοιαζε με ένα σχήμα χωρίς νεύρα και ζωή, ένα φάντασμα που αναζητούσε να ξαναβρεί τη γήινη χαμένη του διάσταση. Το 1964 παρουσιάστηκαν στην παριζιάνικη γκαλερί J οι κούκλες του, οι οποίες άρχισαν να καταλαμβάνουν ολοένα σημαντικότερο χώρο στο έργο του. Πήραν διάφορες μορφές, τοποθετήθηκαν σε έργα επιδραστικά με πολιτικό πρόσημο, αφέθηκαν στους δρόμους της Αθήνας και σε Ουρητήρια, έπαιξαν Κουτσό και αναρωτήθηκαν για τη σχέση που έχει ο Ζωγράφος με το μοντέλο του. Πρόκειται για ακέφαλα ανδρείκελα, φαντάσματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας τα οποία, αποξενωμένα και αλλοτριωμένα, δεν μπορούν να κατοικήσουν ούτε στο παρελθόν ούτε στο παρόν, αλλά ούτε και στο μέλλον.
Η Σίλεια Δασκοπούλου (1936-2006) έκανε την πρώτη ατομική της έκθεση στην Αθήνα το 1962 (Νέες Μορφές), έζησε για λίγο στο Παρίσι και μέχρι το 1970 είχε κερδίσει σημαντική θέση στην αθηναϊκή εικαστική σκηνή. Το έργο της βρίθει αντι-νατουραλιστικών γυναικείων, κυρίως, πορτρέτων, τα οποία θυμίζουν μάσκες απόκοσμων όντων. Ολοκλήρωσε περισσότερα από 100 τέτοια πορτρέτα, συχνά με ειρωνικούς τίτλους, οι οποίοι θέτουν σε αμφισβήτηση τους συμβατικούς κοινωνικούς ρόλους των γυναικών της εποχής. Τα ακατέργαστα και σχεδόν παραμορφωμένα πρόσωπα των γυναικών της Δασκοπούλου έχουν το βλέμμα των φαντασμάτων – μπλέ τις περισσότερες φορές. Όλα τους είναι τοποθετημένα σε μονόχρωμα φόντα και μας κοιτούν πίσω από μια γυάλινη τρυφερή σκληρότητα.
Ο Ιάσων Μολφέσης (1925-2009) έζησε και εργάστηκε κυρίως στο Παρίσι και έγινε γνωστός για τα μεγάλων διαστάσεων γλυπτά του, τα οποία βρίσκονται σε ανοιχτούς εξωτερικούς χώρους. Το έργο του ακολουθεί μια επίπονη διαδικασία φιλοσοφικών ερωτημάτων γύρω από τον χρόνο και τον χώρο, το μέλλον και το παρελθόν. Γύρω στο 1966-1967 άρχισε να ενσωματώνει στα έργο του την κωδικοποιημένη γλώσσα των πρώτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, μεταφέροντας σε σφυρήλατο μολύβι το σύστημα των σκούρων στιγμών και των λευκών επιφανειών από τις ταινίες του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, και θέλοντας να σχολιάσει την επιδρομή του φαντάσματος της τεχνολογίας, ο Μολφέσης δημιουργεί τα πρώτα του ανάγλυφα, αξιοποιώντας υλικά όπως ο πολυεστέρας, ο γύψος, το μέταλλο, τα φύλλα αλουμινίου.
ΣΧΟΛΙΑ