ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Αέρια ρύπανση: Τα μικροσωματίδια συνεχίζουν το... πάρτι στη Θεσσαλονίκη

Χωρίς καμία αντιμετώπιση παραμένει το πρόβλημα στην πόλη, παρά το γεγονός ότι το πρόβλημα υφίσταται τουλάχιστον από το 2005 και παρά την ισχυρή «καμπάνα» του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

 05/06/2024 07:00

Αέρια ρύπανση: Τα μικροσωματίδια συνεχίζουν το... πάρτι  στη Θεσσαλονίκη

Σοφία Χριστοφορίδου

Ένα χρόνο μετά την καταδίκη της Ελλάδας για την υπόθεση της αέριας ρύπανσης στη Θεσσαλονίκη δεν ελήφθη κανένα μέτρο, ενώ το πρόβλημα με τις υπερβάσεις στα αιωρούμενα σωματίδια με διάμετρο 10 μικρόμετρα (ΡΜ10) συνεχίζεται. Το όριο που έθεσε η ΕΕ είναι να μην ξεπερνιέται η οριακή τιμή των 50 μg/m3 περισσότερες από 35 φορές το έτος. Από το 2005 το όριο των 50μg ξεπεράστηκε για περισσότερες ημέρες το χρόνο από το επιτρεπόμενο, για σειρά ετών (από το 2005 έως και το 2012, από το 2017 έως το 2019) και εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη και σήμερα, παρά την πρόσφατη καταδικαστική απόφαση από το ευρωπαϊκό δικαστήριο. 

Το 2023 εξετάζοντας μόνο τους κρύους μήνες του χειμώνα (Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Οκτώβριο Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2023) καταγράφηκαν υπερβάσεις του ορίου επί 57 ημέρες, ενώ από την 1η Ιανουαρίου έως τις 30 Μαΐου 2024 το όριο αυτό ξεπεράστηκε ήδη 39 μέρες (14 ημέρες τον Ιανουάριο, 10 τον Φεβρουάριο, 5 τον Μάρτιο, 9 τον Απρίλιο και 1 τον Μάιο). Δηλαδή και το 2023 αλλά και το 2024 -χρονιές με ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα και την άνοιξη, και ως εκ τούτου περιορισμένη χρήση θέρμανσης- τα μικροσωματίδια συνέχισαν να κάνουν... πάρτι.

Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στον σταθμό μέτρησης Αγίας Σοφίας, αλλά πολύ συχνά και στον σταθμό που είναι εγκατεστημένος στο νέο κτίριο της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, στο Κορδελιό και τη Σταυρούπολη.

Ακόμα αναμένεται το «Εξοικονομώ»

Τον Ιανουάριο του 2024 ο αρμόδιος υπουργός Περιβάλλοντος Θόδωρος Σκυλακάκης στην ημερίδα που διοργάνωσε η «ΜτΚ» και το makthes.gr τόνισε ότι το «κλειδί» για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι να υποκατασταθεί η βιομάζα και το πετρέλαιο, που είναι οι δύο βασικοί ρυπαντές, με αντλίες θερμότητας. Πράγματι, αυτό υποδεικνύουν στις μελέτες τους και οι επιστήμονες, «ενοχοποιώντας» την καύση πέλετ και ξύλου για τις αυξημένες συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων. 

Πριν από τέσσερις μήνες, λοιπόν, ο αρμόδιος υπουργός, έκανε γνωστό ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει στο επόμενο πρόγραμμα «Εξοικονομώ» ένα ειδικό υποπρόγραμμα για τις περιοχές με υψηλή αέρια ρύπανση όπου θα επιδοτείται υψηλότερα η εγκατάσταση αντλίας θερμότητας, εφόσον υπάρχει ταυτόχρονη απόσυρση λέβητα βιομάζας». Ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει προκηρυχθεί το νέο πρόγραμμα «Εξοικονομώ 2024». Η «ΜτΚ» ρώτησε τον γ.γ. Περιβάλλοντος Π. Βαρελίδη για το τι έκανε το υπουργείο στον έναν χρόνο που μεσολάβησε, σχετικά με το ειδικό πρόγραμμα για τη Θεσσαλονίκη, για την υποκατάσταση των καυστήρων βιομάζας με αντλίες θερμότητας, ένα. 

Για να πούμε ότι κάνουμε κάτι. «Αυτό είναι που σχεδιάζεται. Δηλαδή θα γίνει ένα "Εξοικονομώ' το οποίο θα έχει έμφαση στη Θεσσαλονίκη, στις αντλίες θερμότητας. Το ειδικό ‘Εξοικονομώ’ που σχεδιάζουμε για τη Θεσσαλονίκη είναι το κύριο εργαλείο για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ατμοσφαιρικής ρύπανσης». Με δεδομένο ότι μόλις στα τέλη Μαρτίου 2024 ολοκληρώθηκε η υποβολή αιτήσεων του β’ κύκλου του 2023, ενώ ακόμα δίνονται παρατάσεις για την ολοκλήρωση των έργων του αντίστοιχου προγράμματος, μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι το βάθος χρόνου, από την προκήρυξη του ειδικού «Εξοικονομώ» μέχρι την ολοκλήρωση των έργων, είναι μεγάλο. Επιπλέον, ένα ερώτημα είναι πόσο αποτελεσματικό θα είναι το μέτρο, καθώς μπορεί να δοθούν οικονομικά κίνητρα αλλά δεν μπορούν να υποχρεωθούν οι πολίτες να αλλάξουν καυστήρα και να μπουν στο έξοδο της τοποθέτησης μίας αντλίας θερμότητας. 

Όπως παραδέχεται και ο κ. Βαρελίδης οι αντλίες «είναι ακριβές, άρα είναι πιο εύκολο για νοικοκυριά που έχουν αυξημένη οικονομική δύναμη να τις βάλουν -γιατί πάντα υπάρχει ένα κομμάτι συμμετοχής του νοικοκυριού, δεν είναι 100% επιδότηση- όμως αυτά τα νοικοκυριά κατά κύριο λόγο δεν καίνε βιομάζα, έτσι κι αλλιώς. Επομένως είναι μια άσκηση που είναι αρκετά δύσκολη για να είναι αποτελεσματική και επίσης έχει πολύ σημαντικό κόστος, πάνω από μισό δισεκατομμύριο. Αυτό σημαίνει ότι είναι δράσεις οι οποίες πρέπει να ανοιχθούν μέσα στον χρόνο, έτσι ώστε να μπορεί να αντιμετωπιστεί και το οικονομικό τους κόστος».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 02.06.2024

Ένα χρόνο μετά την καταδίκη της Ελλάδας για την υπόθεση της αέριας ρύπανσης στη Θεσσαλονίκη δεν ελήφθη κανένα μέτρο, ενώ το πρόβλημα με τις υπερβάσεις στα αιωρούμενα σωματίδια με διάμετρο 10 μικρόμετρα (ΡΜ10) συνεχίζεται. Το όριο που έθεσε η ΕΕ είναι να μην ξεπερνιέται η οριακή τιμή των 50 μg/m3 περισσότερες από 35 φορές το έτος. Από το 2005 το όριο των 50μg ξεπεράστηκε για περισσότερες ημέρες το χρόνο από το επιτρεπόμενο, για σειρά ετών (από το 2005 έως και το 2012, από το 2017 έως το 2019) και εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη και σήμερα, παρά την πρόσφατη καταδικαστική απόφαση από το ευρωπαϊκό δικαστήριο. 

Το 2023 εξετάζοντας μόνο τους κρύους μήνες του χειμώνα (Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Οκτώβριο Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2023) καταγράφηκαν υπερβάσεις του ορίου επί 57 ημέρες, ενώ από την 1η Ιανουαρίου έως τις 30 Μαΐου 2024 το όριο αυτό ξεπεράστηκε ήδη 39 μέρες (14 ημέρες τον Ιανουάριο, 10 τον Φεβρουάριο, 5 τον Μάρτιο, 9 τον Απρίλιο και 1 τον Μάιο). Δηλαδή και το 2023 αλλά και το 2024 -χρονιές με ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες τον χειμώνα και την άνοιξη, και ως εκ τούτου περιορισμένη χρήση θέρμανσης- τα μικροσωματίδια συνέχισαν να κάνουν... πάρτι.

Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στον σταθμό μέτρησης Αγίας Σοφίας, αλλά πολύ συχνά και στον σταθμό που είναι εγκατεστημένος στο νέο κτίριο της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, στο Κορδελιό και τη Σταυρούπολη.

Ακόμα αναμένεται το «Εξοικονομώ»

Τον Ιανουάριο του 2024 ο αρμόδιος υπουργός Περιβάλλοντος Θόδωρος Σκυλακάκης στην ημερίδα που διοργάνωσε η «ΜτΚ» και το makthes.gr τόνισε ότι το «κλειδί» για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι να υποκατασταθεί η βιομάζα και το πετρέλαιο, που είναι οι δύο βασικοί ρυπαντές, με αντλίες θερμότητας. Πράγματι, αυτό υποδεικνύουν στις μελέτες τους και οι επιστήμονες, «ενοχοποιώντας» την καύση πέλετ και ξύλου για τις αυξημένες συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων. 

Πριν από τέσσερις μήνες, λοιπόν, ο αρμόδιος υπουργός, έκανε γνωστό ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει στο επόμενο πρόγραμμα «Εξοικονομώ» ένα ειδικό υποπρόγραμμα για τις περιοχές με υψηλή αέρια ρύπανση όπου θα επιδοτείται υψηλότερα η εγκατάσταση αντλίας θερμότητας, εφόσον υπάρχει ταυτόχρονη απόσυρση λέβητα βιομάζας». Ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει προκηρυχθεί το νέο πρόγραμμα «Εξοικονομώ 2024». Η «ΜτΚ» ρώτησε τον γ.γ. Περιβάλλοντος Π. Βαρελίδη για το τι έκανε το υπουργείο στον έναν χρόνο που μεσολάβησε, σχετικά με το ειδικό πρόγραμμα για τη Θεσσαλονίκη, για την υποκατάσταση των καυστήρων βιομάζας με αντλίες θερμότητας, ένα. 

Για να πούμε ότι κάνουμε κάτι. «Αυτό είναι που σχεδιάζεται. Δηλαδή θα γίνει ένα "Εξοικονομώ' το οποίο θα έχει έμφαση στη Θεσσαλονίκη, στις αντλίες θερμότητας. Το ειδικό ‘Εξοικονομώ’ που σχεδιάζουμε για τη Θεσσαλονίκη είναι το κύριο εργαλείο για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ατμοσφαιρικής ρύπανσης». Με δεδομένο ότι μόλις στα τέλη Μαρτίου 2024 ολοκληρώθηκε η υποβολή αιτήσεων του β’ κύκλου του 2023, ενώ ακόμα δίνονται παρατάσεις για την ολοκλήρωση των έργων του αντίστοιχου προγράμματος, μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι το βάθος χρόνου, από την προκήρυξη του ειδικού «Εξοικονομώ» μέχρι την ολοκλήρωση των έργων, είναι μεγάλο. Επιπλέον, ένα ερώτημα είναι πόσο αποτελεσματικό θα είναι το μέτρο, καθώς μπορεί να δοθούν οικονομικά κίνητρα αλλά δεν μπορούν να υποχρεωθούν οι πολίτες να αλλάξουν καυστήρα και να μπουν στο έξοδο της τοποθέτησης μίας αντλίας θερμότητας. 

Όπως παραδέχεται και ο κ. Βαρελίδης οι αντλίες «είναι ακριβές, άρα είναι πιο εύκολο για νοικοκυριά που έχουν αυξημένη οικονομική δύναμη να τις βάλουν -γιατί πάντα υπάρχει ένα κομμάτι συμμετοχής του νοικοκυριού, δεν είναι 100% επιδότηση- όμως αυτά τα νοικοκυριά κατά κύριο λόγο δεν καίνε βιομάζα, έτσι κι αλλιώς. Επομένως είναι μια άσκηση που είναι αρκετά δύσκολη για να είναι αποτελεσματική και επίσης έχει πολύ σημαντικό κόστος, πάνω από μισό δισεκατομμύριο. Αυτό σημαίνει ότι είναι δράσεις οι οποίες πρέπει να ανοιχθούν μέσα στον χρόνο, έτσι ώστε να μπορεί να αντιμετωπιστεί και το οικονομικό τους κόστος».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 02.06.2024

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία