Άγγελος Φραντζής: Τα διδάγματα είναι για τους γυμνασιάρχες, όχι για την Τέχνη
09/11/2024 08:00
09/11/2024 08:00
Avant premiere έκανε στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης η νέα ταινία του Άγγελου Φραντζή με τίτλο «Ο Νόμος του Μέρφυ» η οποία θα κυκλοφορήσει στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 21 Νοεμβρίου.
Πέντε χρόνια μετά την επιτυχία του «Ευτυχία» ο σκηνοθέτης συνεργάζεται ξανά με την Κάτια Γκουλιώνη η οποία έχει στο πλάι της ένα εντυπωσιακό cast που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τους Ανδρέα Κωνσταντίνου, Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, Νίκο Κουρή, Τόνια Σωτηροπούλου και τον Θάνο Τοκάκη. Το σενάριο συνυπογράφει ο σκηνοθέτης με την Κατερίνα Μπέη και τον Κωστή Σαμαρά και την μουσική ο Σταμάτης Κραουνάκης.
Με αφορμή την παρουσία του στο 65ο ΦΚΘ ο Άγγελος Φραντζής μίλησε στη «ΜτΚ» για τη νέα του ταινία αλλά και τα διακυβεύματα που θέτει.
Όπως περιγράφει, πρόκειται για μία μαύρη κωμωδία που θέτει υπαρξιακά ερωτήματα. Η ταινία ακολουθεί τη ζωή μίας γυναίκας γύρω στα 40, της Μαρίας Αλίκης, μίας ηθοποιού που τίποτα δεν πάει καλά στη ζωή της είτε σε επίπεδο σχέσεων, είτε επαγγελματικά. Στο αποκορύφωμα των κακοτυχιών της έχει ένα ατύχημα μέσα από το οποίο συνειδητοποιεί σιγά-σιγά ότι βρίσκεται σε έναν κόσμο που καλείται να παίξει όλους τους πιθανούς ρόλους που θα μπορούσε να έχει πάρει στη ζωή της, αν είχε κάνει διαφορετικές επιλογές. Έτσι, ενώ βρίσκεται σε κώμα και μία κατάσταση μεταξύ θανάτου και ζωής προσπαθεί ουσιαστικά να απαντήσει στο ερώτημα του ποια είναι πραγματικά, μήπως και καταφέρει και ξυπνήσει.
«Η ταινία έχει ένα παράδοξο χιούμορ. Μιλάει για πολύ βαθιά θέματα με έναν καθόλου σοβαρό ή σοβαροφανή τρόπο» εξηγεί ο σκηνοθέτης προσθέτοντας πως ο λόγος που επέλεξε να το κάνει αυτό είναι γιατί ο ίδιος πιστεύει ότι η ζωή είναι γεμάτη αντιφάσεις και θεωρεί πολύ ενδιαφέρον όταν αυτές οι αντιφάσεις μπαίνουν μέσα στην τέχνη. «Άλλωστε οι πιο ενδιαφέρουσες κωμωδίες είναι συνήθως μεγάλα δράματα. Το χιούμορ, όπως και το κλάμα είναι συγκολλητική ουσία των ανθρώπων» λέει χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος δηλώνει σαφώς επηρεασμένος από τις screwball comedies της εποχής του ’30 και για εκείνον ήταν ένα στοίχημα να κάνει μία ταινία που κινείται και αντλεί έμπνευση από εκεί. Χαρακτηρίζει την ταινία ως ένα υπαρξιακό μπουλβάρ γιατί αφορά σε πολύ βασικά θέματα της ύπαρξής μας τα ζητήματα του θανάτου και της ζωής. Εκτός αυτών όμως η ταινία μιλάει και για τις ταυτότητες και τα στερεότυπα με τα οποία έχει να παλέψει μία γυναίκα σήμερα ενώ ταυτόχρονα όμως τοποθετεί τη γυναίκα στη θέση του ανθρώπου. «Όταν θέλουμε να μιλήσουμε υπαρξιακά για το τι είναι ο άνθρωπος, συνήθως, οι πατριαρχικές δομές αφήγησης μας το οδηγούν στο να έχουμε έναν άνδρα ήρωα. «Ο Οδυσσέας, ο Δον Κιχώτης και όλοι οι μεγάλοι ήρωες που αντανακλούν τα υπαρξιακά προβλήματα είναι άντρες. Εδώ θέλαμε να κάνουμε μία ταινία όπου η γυναίκα παίζει αυτό το ρόλο» σημειώνει.
Σε ό,τι αφορά τους στόχους της ταινίας, αυτοί δεν είναι τα διδάγματα όπως εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Δεν με ενδιαφέρει οι ταινίες μου να λένε κάτι, θέλω να νιώθουν κάτι οι θεατές βλέποντάς το. Όχι να πάρουν διδάγματα. Τα διδάγματα είναι για τους γυμνασιάρχες, όχι για την Τέχνη. Με ενδιαφέρει τι θα νιώσει ο θεατής και με ποιο τρόπο θα το νιώσει, τι συναισθήματα θα πάρει μέσω της δραματουργίας αλλά και μέσω κυρίως της φόρμας της ταινίας, της αισθητικής της, τον τρόπο με τον οποίο υπάρχει και γίνεται. Δεν είναι τα θέματα που κάνουν τις ταινίες, είναι οι ταινίες που φτιάχνουν τα θέματα. Τα θέματα, ο Γκαίτε έλεγε, στην τέχνη είναι 30, όχι παραπάνω. Όλοι μας με τα ίδια θέματα καταγινόμαστε. Αλλά μπορεί μία ερωτική ιστορία να γίνει ένα μεγάλο αριστούργημα ή μπορεί να γίνει ένα λαϊκό ανάγνωσμα ευτελές που δεν ενδιαφέρει κανένα. Ο τρόπος που γίνονται τα πράγματα έχει σημασία, παρά τα ίδια τα θέματα. Τις ταινίες τις κάνεις γιατί μεταβιβάζεις ένα συναίσθημα το οποίο έχεις νιώσει και θέλεις να μοιραστείς. Και όταν αυτό γίνεται με ειλικρίνεια, κάτι συμβαίνει γιατί ενώνεσαι με τον θεατή και πάλι, όχι με όλους. Όπως έλεγε ο Ταρκόφσκι, οι ταινίες δεν είναι ούτε για τους πολλούς, ούτε για τους λίγους. Είναι για τον καθένα ξεχωριστά. Ο καθένας ξεχωριστά έχει μία άλλη σχέση με το αντικείμενο της τέχνης» υπογραμμίζει.
Για τον ίδιο θα ήταν σπουδαίο αν η ταινία θα μπορούσε να μετακινήσει έστω και λίγο τον θεατή καθώς η μετακίνηση, ή και μόνο η απόφαση για αυτήν είναι μεγάλο άλμα για τον σκηνοθέτη.«Είναι κάτι για το οποίο νομίζω όλοι μας παλεύουμε και θα παλεύουμε πάντα, να μετακινήσουμε κάτι στη ζωή μας. Γι’ αυτό θεωρώ ότι και η ταινία έχει κάτι που αφορά όλους μας με αυτόν τον τρόπο. Όλοι μας μονίμως ερχόμαστε σε σύγκρουση με τα τραύματά μας, με τα πράγματα τα οποία μας έχουν σημαδέψει και αναζητούμε τις λύσεις πάνω σε αυτό. Αυτό βεβαίως δεν είναι κάτι το οποίο γίνεται αυτόματα, αλλά και μόνο το γεγονός ότι ξεκινάει κάποιος να κάνει μία δουλειά πάνω στον εαυτό του με όποιο τρόπο αποφασίσει ο καθένας, είναι κάτι που από μόνο του είναι ένα τεράστιο βήμα, ένα άλμα θα έλεγα. Πολλοί άνθρωποι δεν μπαίνουν καν σε αυτόν τον κόπο. Άλλωστε, μόνο μέσω των αποτυχιών μας οδηγούμαστε λίγο περισσότερο προς την αυτογνωσία. Και δεν υπάρχει και μία τελική λύση, ούτε υπάρχει ένας δρόμος ο οποίος είναι μονίμως εξελικτικός και πάει πάντα προς το καλύτερο. Νομίζω ότι ο στόχος είναι κάπως να έρθουμε σε επαφή και να καταλάβουμε ποια είναι τα πράγματα που μας έχουν καθορίσει, για ποιον λόγο, πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε κάποια μοτίβα μας με τα οποία συγκρουόμαστε συνέχεια, πώς μπορούμε να δούμε την πραγματικότητα με διαφορετικά» σημειώνει.
«Προφανώς με έναν τρόπο οδηγείς τον θεατή σε κάτι που θα ήθελες να νιώσει, αλλά ο θεατής ποτέ δεν μπορεί να εγκλωβιστεί σε αυτό που θες εσύ. Μία ταινία δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τον θεατή δημιουργείται ξανά και ξανά δια μέσου του βλέμματος του. Ο θεατής τη δημιουργεί, κανείς άλλος. Και κάθε θεατής δημιουργεί μία άλλη ταινία. Είτε το θέλουμε είτε όχι» καταλήγει.
«Ο Νόμος του Μέρφυ» κυκλοφορεί στους κινηματογράφους από 21 Νοεμβρίου από την Tanweer.
Avant premiere έκανε στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης η νέα ταινία του Άγγελου Φραντζή με τίτλο «Ο Νόμος του Μέρφυ» η οποία θα κυκλοφορήσει στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 21 Νοεμβρίου.
Πέντε χρόνια μετά την επιτυχία του «Ευτυχία» ο σκηνοθέτης συνεργάζεται ξανά με την Κάτια Γκουλιώνη η οποία έχει στο πλάι της ένα εντυπωσιακό cast που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τους Ανδρέα Κωνσταντίνου, Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, Νίκο Κουρή, Τόνια Σωτηροπούλου και τον Θάνο Τοκάκη. Το σενάριο συνυπογράφει ο σκηνοθέτης με την Κατερίνα Μπέη και τον Κωστή Σαμαρά και την μουσική ο Σταμάτης Κραουνάκης.
Με αφορμή την παρουσία του στο 65ο ΦΚΘ ο Άγγελος Φραντζής μίλησε στη «ΜτΚ» για τη νέα του ταινία αλλά και τα διακυβεύματα που θέτει.
Όπως περιγράφει, πρόκειται για μία μαύρη κωμωδία που θέτει υπαρξιακά ερωτήματα. Η ταινία ακολουθεί τη ζωή μίας γυναίκας γύρω στα 40, της Μαρίας Αλίκης, μίας ηθοποιού που τίποτα δεν πάει καλά στη ζωή της είτε σε επίπεδο σχέσεων, είτε επαγγελματικά. Στο αποκορύφωμα των κακοτυχιών της έχει ένα ατύχημα μέσα από το οποίο συνειδητοποιεί σιγά-σιγά ότι βρίσκεται σε έναν κόσμο που καλείται να παίξει όλους τους πιθανούς ρόλους που θα μπορούσε να έχει πάρει στη ζωή της, αν είχε κάνει διαφορετικές επιλογές. Έτσι, ενώ βρίσκεται σε κώμα και μία κατάσταση μεταξύ θανάτου και ζωής προσπαθεί ουσιαστικά να απαντήσει στο ερώτημα του ποια είναι πραγματικά, μήπως και καταφέρει και ξυπνήσει.
«Η ταινία έχει ένα παράδοξο χιούμορ. Μιλάει για πολύ βαθιά θέματα με έναν καθόλου σοβαρό ή σοβαροφανή τρόπο» εξηγεί ο σκηνοθέτης προσθέτοντας πως ο λόγος που επέλεξε να το κάνει αυτό είναι γιατί ο ίδιος πιστεύει ότι η ζωή είναι γεμάτη αντιφάσεις και θεωρεί πολύ ενδιαφέρον όταν αυτές οι αντιφάσεις μπαίνουν μέσα στην τέχνη. «Άλλωστε οι πιο ενδιαφέρουσες κωμωδίες είναι συνήθως μεγάλα δράματα. Το χιούμορ, όπως και το κλάμα είναι συγκολλητική ουσία των ανθρώπων» λέει χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος δηλώνει σαφώς επηρεασμένος από τις screwball comedies της εποχής του ’30 και για εκείνον ήταν ένα στοίχημα να κάνει μία ταινία που κινείται και αντλεί έμπνευση από εκεί. Χαρακτηρίζει την ταινία ως ένα υπαρξιακό μπουλβάρ γιατί αφορά σε πολύ βασικά θέματα της ύπαρξής μας τα ζητήματα του θανάτου και της ζωής. Εκτός αυτών όμως η ταινία μιλάει και για τις ταυτότητες και τα στερεότυπα με τα οποία έχει να παλέψει μία γυναίκα σήμερα ενώ ταυτόχρονα όμως τοποθετεί τη γυναίκα στη θέση του ανθρώπου. «Όταν θέλουμε να μιλήσουμε υπαρξιακά για το τι είναι ο άνθρωπος, συνήθως, οι πατριαρχικές δομές αφήγησης μας το οδηγούν στο να έχουμε έναν άνδρα ήρωα. «Ο Οδυσσέας, ο Δον Κιχώτης και όλοι οι μεγάλοι ήρωες που αντανακλούν τα υπαρξιακά προβλήματα είναι άντρες. Εδώ θέλαμε να κάνουμε μία ταινία όπου η γυναίκα παίζει αυτό το ρόλο» σημειώνει.
Σε ό,τι αφορά τους στόχους της ταινίας, αυτοί δεν είναι τα διδάγματα όπως εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Δεν με ενδιαφέρει οι ταινίες μου να λένε κάτι, θέλω να νιώθουν κάτι οι θεατές βλέποντάς το. Όχι να πάρουν διδάγματα. Τα διδάγματα είναι για τους γυμνασιάρχες, όχι για την Τέχνη. Με ενδιαφέρει τι θα νιώσει ο θεατής και με ποιο τρόπο θα το νιώσει, τι συναισθήματα θα πάρει μέσω της δραματουργίας αλλά και μέσω κυρίως της φόρμας της ταινίας, της αισθητικής της, τον τρόπο με τον οποίο υπάρχει και γίνεται. Δεν είναι τα θέματα που κάνουν τις ταινίες, είναι οι ταινίες που φτιάχνουν τα θέματα. Τα θέματα, ο Γκαίτε έλεγε, στην τέχνη είναι 30, όχι παραπάνω. Όλοι μας με τα ίδια θέματα καταγινόμαστε. Αλλά μπορεί μία ερωτική ιστορία να γίνει ένα μεγάλο αριστούργημα ή μπορεί να γίνει ένα λαϊκό ανάγνωσμα ευτελές που δεν ενδιαφέρει κανένα. Ο τρόπος που γίνονται τα πράγματα έχει σημασία, παρά τα ίδια τα θέματα. Τις ταινίες τις κάνεις γιατί μεταβιβάζεις ένα συναίσθημα το οποίο έχεις νιώσει και θέλεις να μοιραστείς. Και όταν αυτό γίνεται με ειλικρίνεια, κάτι συμβαίνει γιατί ενώνεσαι με τον θεατή και πάλι, όχι με όλους. Όπως έλεγε ο Ταρκόφσκι, οι ταινίες δεν είναι ούτε για τους πολλούς, ούτε για τους λίγους. Είναι για τον καθένα ξεχωριστά. Ο καθένας ξεχωριστά έχει μία άλλη σχέση με το αντικείμενο της τέχνης» υπογραμμίζει.
Για τον ίδιο θα ήταν σπουδαίο αν η ταινία θα μπορούσε να μετακινήσει έστω και λίγο τον θεατή καθώς η μετακίνηση, ή και μόνο η απόφαση για αυτήν είναι μεγάλο άλμα για τον σκηνοθέτη.«Είναι κάτι για το οποίο νομίζω όλοι μας παλεύουμε και θα παλεύουμε πάντα, να μετακινήσουμε κάτι στη ζωή μας. Γι’ αυτό θεωρώ ότι και η ταινία έχει κάτι που αφορά όλους μας με αυτόν τον τρόπο. Όλοι μας μονίμως ερχόμαστε σε σύγκρουση με τα τραύματά μας, με τα πράγματα τα οποία μας έχουν σημαδέψει και αναζητούμε τις λύσεις πάνω σε αυτό. Αυτό βεβαίως δεν είναι κάτι το οποίο γίνεται αυτόματα, αλλά και μόνο το γεγονός ότι ξεκινάει κάποιος να κάνει μία δουλειά πάνω στον εαυτό του με όποιο τρόπο αποφασίσει ο καθένας, είναι κάτι που από μόνο του είναι ένα τεράστιο βήμα, ένα άλμα θα έλεγα. Πολλοί άνθρωποι δεν μπαίνουν καν σε αυτόν τον κόπο. Άλλωστε, μόνο μέσω των αποτυχιών μας οδηγούμαστε λίγο περισσότερο προς την αυτογνωσία. Και δεν υπάρχει και μία τελική λύση, ούτε υπάρχει ένας δρόμος ο οποίος είναι μονίμως εξελικτικός και πάει πάντα προς το καλύτερο. Νομίζω ότι ο στόχος είναι κάπως να έρθουμε σε επαφή και να καταλάβουμε ποια είναι τα πράγματα που μας έχουν καθορίσει, για ποιον λόγο, πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε κάποια μοτίβα μας με τα οποία συγκρουόμαστε συνέχεια, πώς μπορούμε να δούμε την πραγματικότητα με διαφορετικά» σημειώνει.
«Προφανώς με έναν τρόπο οδηγείς τον θεατή σε κάτι που θα ήθελες να νιώσει, αλλά ο θεατής ποτέ δεν μπορεί να εγκλωβιστεί σε αυτό που θες εσύ. Μία ταινία δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τον θεατή δημιουργείται ξανά και ξανά δια μέσου του βλέμματος του. Ο θεατής τη δημιουργεί, κανείς άλλος. Και κάθε θεατής δημιουργεί μία άλλη ταινία. Είτε το θέλουμε είτε όχι» καταλήγει.
«Ο Νόμος του Μέρφυ» κυκλοφορεί στους κινηματογράφους από 21 Νοεμβρίου από την Tanweer.
ΣΧΟΛΙΑ