ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Αλά καρτ ευαισθησίες και στο βάθος... ρατσισμός. Του Φάνη Ουγγρίνη

Οι αντιδράσεις για τον Αντετοκούνμπο και η ανεκτίμητη ευκαιρία προβολής της Ελλάδας - Η σημαία στους Ολυμπιακούς Αγώνες και η απόφαση για τον «Greek Freak» έφερε και πάλι στην επιφάνεια μία χρόνια παθογένεια

 17/07/2024 07:20

Αλά καρτ ευαισθησίες και στο βάθος... ρατσισμός. Του Φάνη Ουγγρίνη

Φάνης Ουγγρίνης

Δυστυχώς πολυάριθμες υπήρξαν οι αντιρρήσεις για την ανάθεση καθηκόντων σημαιοφόρου στο Γιάννη Αντετοκούνμπο. Πριν τοποθετηθώ θα ήθελα να θυμίσω πως η εθνικότητα των σημαιοφόρων αποτελεί πεδίο εσωτερικής αντιπαράθεσης από το μακρινό 2000, όταν έγινε άνω κάτω η Μηχανιώνα και στη συνέχεια όλη η χώρα για τον αριστούχο μαθητή γυμνασίου Οδυσσέα Τσενάι. 

Αν και οι Ρέππας-Παπαθανασίου πρώτοι διακωμώδησαν το γενικότερο ζήτημα της ξενοφοβίας το επίσης μακρινό 2008 (όταν ανέβασαν το «Συμπέθεροι απ’ τα Τίρανα»), η κοινή γνώμη εμφανίζεται μάλλον στάσιμη ως προς την αντιμετώπιση τούτων των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Οι δεδηλωμένες αντιρρήσεις εδράζονται κυρίως σε δύο διαφορετικά σκεπτικά.

Αρχικά λέχθηκε πως η σημαία δίνει αξία στον αθλητή, κι όχι ο αθλητής στη σημαία, άρα δεν χρειαζόμαστε σελέμπριτις. Όσον αφορά το ντόπιο ακροατήριο φυσικά ισχύει το πρώτο. 

Το εν λόγω προνόμιο περιποιεί τεράστια τιμή, καθώς κάθε ανάθεση μεταφοράς του εθνικού συμβόλου ισοδυναμεί με δήλωση εκτίμησης εκ μέρους ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας. Όμως όσον αφορά το διεθνές ακροατήριο τα πράγματα είναι διαφορετικά • το να εισέρχεται στο ολυμπιακό στάδιο πρώτος όλων ένας τόσο ονομαστός αθλητής αποτελεί ανεκτίμητη διαφήμιση της χώρας σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, επειδή εμφανιζόμαστε ικανοί να στηρίζουμε και να αναδεικνύουμε την αριστεία δίχως φυλετικές παρωπίδες. Πώς να το κάνουμε; Η διαφήμιση της χώρας δεν είναι δουλειά μόνο του ΕΟΤ και του Enterprise Greece.

Σύμφωνα με έτερο μπλοκ συμπολιτών μας ο Αντετοκούνμπο δεν δικαιούται να είναι σημαιοφόρος επειδή κατά την άποψή τους δεν είναι Έλληνας. Υποψιάζομαι πως δεν θα εξέφραζαν τις ίδιες αντιρρήσεις εάν το περί ού ο λόγος άτομο ήταν ένας ξανθός γαλανομάτης ονόματι Λάρσεν ή κάτι παρόμοιο, φρονώντας ότι μια τέτοια μορφή θα εξέφραζε καλύτερα το τέλειο κάλλος. Συμπτωματικά, τα παραπάνω αποτελούν πεποιθήσεις όσων επίσης πιστεύουν ότι είμαστε ο καλύτερος λαός του κόσμου, μα μας μισούν σκοτεινές δυνάμεις και έχουμε τους χειρότερους πολιτικούς. Και προς αυτούς η απάντηση είναι εύκολη, μα θα χρειαστεί λίγη ιστορική αναδρομή.

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ήταν ομολογουμένως ρατσιστές (σύμφωνα με την τωρινή απόδοση του όρου), αλλά ο ρατσισμός τους ήταν

πολιτιστικός και όχι εθνοτικός: υποτιμούσαν τους ξένους εκείνους που θεωρούσαν πνευματικά κατώτερους, με γνώμονα την τεχνολογική και καλλιτεχνική τους δημιουργικότητα κι όχι το χρώμα ή τα πιστεύω τους. Δηλαδή αλλιώς έβλεπαν τους σκουρόχρωμους Αιγύπτιους κι αλλιώς τους ανοιχτόχρωμους Σκύθες. Οι σύγχρονοι Έλληνες είμαστε απόγονοι των αλλοτινών υπηκόων της Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. 

Στους πρώτους Ελλαδίτες σταδιακά προστέθηκαν εξελληνισμένοι Ιλλυριοί, Θράκες, Φρύγες, Λυδοί, Λύκιοι και Παφλαγόνες. Μετά τις εκστρατείες του Αλεξάνδρου, τους ελληνικούς τρόπους υιοθέτησαν Ίβηρες του Καυκάσου, Αιγύπτιοι, Εβραίοι, ακόμη και Κέλτες στη Γαλάτεια. Μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση στο συλλογικό μας DNA προσέθεσαν υλικό Λατίνοι, Άραβες, Ιρανοί, ενώ κατά τα βυζαντινά χρόνια εγκαταστάθηκαν στα μέρη μας μπόλικοι Σλάβοι, Βούλγαροι, τουρκικά φύλα και οικογένειες σταυροφόρων. 

Επί Τουρκοκρατίας κατέφθασαν ινδικοί πληθυσμοί Νταλίτ (οι γνωστοί μας Ρομά) όπως και Αρβανίτες, και φυσικά δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε τους κατοπινούς απογόνους ερωτικών μεταναστών (μετά το ‘60, όταν πολλοί άνδρες μας κέρδισαν τις καρδιές βορειοευρωπαίων κορασίδων), Φιλιπινέζων υπηρετριών και ναυτικών, μέχρι και Βιετναμέζων εποχικών εργατών πλέον. Όσοι… ρομαντικοί επιμένουν στο όμαιμον, ομόθρησκον και ομόγλωσσον εξοργίζονται όταν ρωτώνται τι απέγιναν τα εκατομμύρια εκχριστιανισμένων απελεύθερων σκλάβων των αρχαίων Ελλήνων. Ώρες ώρες μάλιστα αναρωτιέμαι πού αποδίδεται και η παγκόσμια ιδιαιτερότητά μας να υβρίζουμε τα Θεία. Μήπως είναι απόρροια του βίαιου εκχριστιανισμού των προγόνων μας κατά τον 5ο και 6ο αιώνα;

Επανερχόμενος, με απλά λόγια αποτελούμε γενετικό αχταρμά, και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι δεν υπάρχει χαρακτηριστική «ελληνική φάτσα». Δεν είμαστε περιούσιος λαός, άλλωστε τέτοιοι δεν υπάρχουν. Είμαστε οι τελευταίοι απόγονοι των εξελληνισμένων και εκχριστιανισμένων κατοίκων της Ανατολικής Μεσογείου, είμαστε αυτοί που διατήρησαν τη γλώσσα και τη θρησκεία μας, εν τέλει είμαστε Έλληνες διότι επιλέξαμε να παραμείνουμε έτσι κόντρα σε κάθε εμπόδιο. 

«Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας...» δήλωνε ο Ισοκράτης το 380 πΧ, άποψη που έμμεσα συμμεριζόταν ο Κοραής (όταν μιλούσε για μετάδοση της ελληνικότητας) και απερίφραστα ο Παπαρρηγόπουλος: είχαν από νωρίς αποδεχτεί πως η ελληνικότητα είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτιστικό και όχι γενετικό. Αντίθετα, για τους διαφωνούντες συμπολίτες μας Έλληνας είναι πχ ο εγγονός όποιου απαρνήθηκε την πίστη και την ιστορική κληρονομιά του για να παραμείνει στη Μικρά Ασία το 1923, μα όχι κάποιος που γεννήθηκε στην Ελλάδα, μεγάλωσε μιλώντας τη γλώσσα μας, έχτισε αδελφικές φιλίες, έθεσε εδώ τις βάσεις για τη μετέπειτα επιτυχία του, και πλέον δείχνει την αγάπη του για τη δεύτερη πατρίδα του με πολλαπλούς τρόπους. Κάποιος που ολάκερος ο πλανήτης γνωρίζει ως Greek Freak, κάποιος τόσο επιδραστικός ώστε αν γκουγκλάρεις σκέτο “Giannis” θα σου βγάλει στην κορυφή τον Αντετοκούνμπο.

Παίδες, αν δεν μας κάνει για σημαιοφόρος τότε να μην παίζουν με τα χρώματα της εθνικής μπάσκετ ούτε αυτός, ούτε τα αδέρφια του. Τα παιδιά αυτά έχουν αποδείξει πολλάκις την αγάπη τους για την Ελλάδα. Είναι εξαιρετική περίπτωση ενσωμάτωσης, και μακάρι να αποτελέσουν παράδειγμα για άλλους μετανάστες. Έχουν μεγαλώσει και γαλουχηθεί εδώ, έχουν αποκτήσει δικές μας συνήθειες, δικά μας έθιμα, δικά μας χούγια, ακόμα κι αν αρχικά δεν τους φερθήκαμε με ιδανικό τρόπο.

Εν κατακλείδι, η πλήρης ενσωμάτωση των κάποτε περιφρονημένων Αλβανών καταδεικνύει το εξής: πρόβλημα δεν είναι γενικά η μετανάστευση μα μόνο η ανεξέλεγκτη, όταν οδηγεί στην περιθωριοποίηση. Οι δουλευταράδες που δεν επιθυμούν να μας επιβάλλουν τα πατρογονικά τους ήθη θα τα καταφέρουν, παρά τις αναμφισβήτητες δυσκολίες που θα συναντήσουν. Η τιμή στον Αντετοκούνμπο ενισχύει τελικά την εσωτερική συνοχή αφού η Ελλάδα έχει πάψει να αποτελεί μια λευκή ελληνορθόδοξη κοινωνία, είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει. Και όχι, η περίπτωση του ουδεμία σχέση έχει με τον συνήθη ορισμό σημαιοφόρου στις σχολικές παρελάσεις, που συχνά απηχεί τις ιδεολογικές πεποιθήσεις του οικείου συλλόγου διδασκόντων.

Πάντως πάλι βρήκαμε έναν ανόητο λόγο για να διχαστούμε οι… γνήσιοι Έλληνες (τουλάχιστον ομονοούμε για τη Ντρισμπιώτη). Με ανάλογες αφορμές συχνά συνειδητοποιώ πόσο επικίνδυνα μπορούν να είναι τα ΜΚΔ, προσφέροντας δυνατή -ενίοτε καταλυτική- φωνή σε περιορισμένης νοημοσύνης συνανθρώπους μας • πόσο επιτρέπουν σε μισαλλόδοξους να παράγουν θόρυβο και τοξικότητα δυσανάλογα της -στην πραγματικότητα- μικρής μειοψηφίας όπου ανήκουν. Κανονικά θα έπρεπε να νιώθουμε υγιή αυτοπεποίθηση λόγω της συμβολή μας στη διαμόρφωση του δυτικού πολιτισμού, μα δυστυχώς σε σημαντικό ποσοστό παραμένουμε φοβικοί. Τόσο φοβικοί που να πιστεύουμε μέχρι κι ότι οι Σκοπιανοί θα μας αρπάξουν τη Μακεδονία, υποτιμώντας έτσι την εθνική συνείδηση των βορειοελλαδιτών.

Ο σύγχρονος Έλληνας υπήρξε θύμα ρατσισμού (από Οθωμανούς, Αμερικανούς, Δυτικογερμανούς και Αυστραλούς), εξ’ ού και ο κομπλεξισμός του έναντι ορισμένων εθνών. Είναι λοιπόν επιεικώς γελοίο το να είναι ρατσιστής ο ίδιος. Η -για μερικούς πολυπόθητη- καθαρότητα του αίματος γεννά γιγάντια παραμορφωμένα πηγούνια Αψβούργων και τίποτα παραπάνω. Βέβαια όσα ισχύουν για τον νιγηριανής καταγωγής συμπατριώτη μας θα έπρεπε να ισχύουν και για τον εκλιπόντα Κωνσταντίνο και την υπόλοιπη πρώην βασιλική οικογένεια: και αυτοί είναι απολύτως Έλληνες, ασχέτως αν έχει δημοκρατικά απορριφθεί η μοναρχία ως πολιτειακός θεσμός.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14.07.2024

Δυστυχώς πολυάριθμες υπήρξαν οι αντιρρήσεις για την ανάθεση καθηκόντων σημαιοφόρου στο Γιάννη Αντετοκούνμπο. Πριν τοποθετηθώ θα ήθελα να θυμίσω πως η εθνικότητα των σημαιοφόρων αποτελεί πεδίο εσωτερικής αντιπαράθεσης από το μακρινό 2000, όταν έγινε άνω κάτω η Μηχανιώνα και στη συνέχεια όλη η χώρα για τον αριστούχο μαθητή γυμνασίου Οδυσσέα Τσενάι. 

Αν και οι Ρέππας-Παπαθανασίου πρώτοι διακωμώδησαν το γενικότερο ζήτημα της ξενοφοβίας το επίσης μακρινό 2008 (όταν ανέβασαν το «Συμπέθεροι απ’ τα Τίρανα»), η κοινή γνώμη εμφανίζεται μάλλον στάσιμη ως προς την αντιμετώπιση τούτων των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Οι δεδηλωμένες αντιρρήσεις εδράζονται κυρίως σε δύο διαφορετικά σκεπτικά.

Αρχικά λέχθηκε πως η σημαία δίνει αξία στον αθλητή, κι όχι ο αθλητής στη σημαία, άρα δεν χρειαζόμαστε σελέμπριτις. Όσον αφορά το ντόπιο ακροατήριο φυσικά ισχύει το πρώτο. 

Το εν λόγω προνόμιο περιποιεί τεράστια τιμή, καθώς κάθε ανάθεση μεταφοράς του εθνικού συμβόλου ισοδυναμεί με δήλωση εκτίμησης εκ μέρους ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας. Όμως όσον αφορά το διεθνές ακροατήριο τα πράγματα είναι διαφορετικά • το να εισέρχεται στο ολυμπιακό στάδιο πρώτος όλων ένας τόσο ονομαστός αθλητής αποτελεί ανεκτίμητη διαφήμιση της χώρας σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, επειδή εμφανιζόμαστε ικανοί να στηρίζουμε και να αναδεικνύουμε την αριστεία δίχως φυλετικές παρωπίδες. Πώς να το κάνουμε; Η διαφήμιση της χώρας δεν είναι δουλειά μόνο του ΕΟΤ και του Enterprise Greece.

Σύμφωνα με έτερο μπλοκ συμπολιτών μας ο Αντετοκούνμπο δεν δικαιούται να είναι σημαιοφόρος επειδή κατά την άποψή τους δεν είναι Έλληνας. Υποψιάζομαι πως δεν θα εξέφραζαν τις ίδιες αντιρρήσεις εάν το περί ού ο λόγος άτομο ήταν ένας ξανθός γαλανομάτης ονόματι Λάρσεν ή κάτι παρόμοιο, φρονώντας ότι μια τέτοια μορφή θα εξέφραζε καλύτερα το τέλειο κάλλος. Συμπτωματικά, τα παραπάνω αποτελούν πεποιθήσεις όσων επίσης πιστεύουν ότι είμαστε ο καλύτερος λαός του κόσμου, μα μας μισούν σκοτεινές δυνάμεις και έχουμε τους χειρότερους πολιτικούς. Και προς αυτούς η απάντηση είναι εύκολη, μα θα χρειαστεί λίγη ιστορική αναδρομή.

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ήταν ομολογουμένως ρατσιστές (σύμφωνα με την τωρινή απόδοση του όρου), αλλά ο ρατσισμός τους ήταν

πολιτιστικός και όχι εθνοτικός: υποτιμούσαν τους ξένους εκείνους που θεωρούσαν πνευματικά κατώτερους, με γνώμονα την τεχνολογική και καλλιτεχνική τους δημιουργικότητα κι όχι το χρώμα ή τα πιστεύω τους. Δηλαδή αλλιώς έβλεπαν τους σκουρόχρωμους Αιγύπτιους κι αλλιώς τους ανοιχτόχρωμους Σκύθες. Οι σύγχρονοι Έλληνες είμαστε απόγονοι των αλλοτινών υπηκόων της Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. 

Στους πρώτους Ελλαδίτες σταδιακά προστέθηκαν εξελληνισμένοι Ιλλυριοί, Θράκες, Φρύγες, Λυδοί, Λύκιοι και Παφλαγόνες. Μετά τις εκστρατείες του Αλεξάνδρου, τους ελληνικούς τρόπους υιοθέτησαν Ίβηρες του Καυκάσου, Αιγύπτιοι, Εβραίοι, ακόμη και Κέλτες στη Γαλάτεια. Μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση στο συλλογικό μας DNA προσέθεσαν υλικό Λατίνοι, Άραβες, Ιρανοί, ενώ κατά τα βυζαντινά χρόνια εγκαταστάθηκαν στα μέρη μας μπόλικοι Σλάβοι, Βούλγαροι, τουρκικά φύλα και οικογένειες σταυροφόρων. 

Επί Τουρκοκρατίας κατέφθασαν ινδικοί πληθυσμοί Νταλίτ (οι γνωστοί μας Ρομά) όπως και Αρβανίτες, και φυσικά δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε τους κατοπινούς απογόνους ερωτικών μεταναστών (μετά το ‘60, όταν πολλοί άνδρες μας κέρδισαν τις καρδιές βορειοευρωπαίων κορασίδων), Φιλιπινέζων υπηρετριών και ναυτικών, μέχρι και Βιετναμέζων εποχικών εργατών πλέον. Όσοι… ρομαντικοί επιμένουν στο όμαιμον, ομόθρησκον και ομόγλωσσον εξοργίζονται όταν ρωτώνται τι απέγιναν τα εκατομμύρια εκχριστιανισμένων απελεύθερων σκλάβων των αρχαίων Ελλήνων. Ώρες ώρες μάλιστα αναρωτιέμαι πού αποδίδεται και η παγκόσμια ιδιαιτερότητά μας να υβρίζουμε τα Θεία. Μήπως είναι απόρροια του βίαιου εκχριστιανισμού των προγόνων μας κατά τον 5ο και 6ο αιώνα;

Επανερχόμενος, με απλά λόγια αποτελούμε γενετικό αχταρμά, και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι δεν υπάρχει χαρακτηριστική «ελληνική φάτσα». Δεν είμαστε περιούσιος λαός, άλλωστε τέτοιοι δεν υπάρχουν. Είμαστε οι τελευταίοι απόγονοι των εξελληνισμένων και εκχριστιανισμένων κατοίκων της Ανατολικής Μεσογείου, είμαστε αυτοί που διατήρησαν τη γλώσσα και τη θρησκεία μας, εν τέλει είμαστε Έλληνες διότι επιλέξαμε να παραμείνουμε έτσι κόντρα σε κάθε εμπόδιο. 

«Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας...» δήλωνε ο Ισοκράτης το 380 πΧ, άποψη που έμμεσα συμμεριζόταν ο Κοραής (όταν μιλούσε για μετάδοση της ελληνικότητας) και απερίφραστα ο Παπαρρηγόπουλος: είχαν από νωρίς αποδεχτεί πως η ελληνικότητα είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτιστικό και όχι γενετικό. Αντίθετα, για τους διαφωνούντες συμπολίτες μας Έλληνας είναι πχ ο εγγονός όποιου απαρνήθηκε την πίστη και την ιστορική κληρονομιά του για να παραμείνει στη Μικρά Ασία το 1923, μα όχι κάποιος που γεννήθηκε στην Ελλάδα, μεγάλωσε μιλώντας τη γλώσσα μας, έχτισε αδελφικές φιλίες, έθεσε εδώ τις βάσεις για τη μετέπειτα επιτυχία του, και πλέον δείχνει την αγάπη του για τη δεύτερη πατρίδα του με πολλαπλούς τρόπους. Κάποιος που ολάκερος ο πλανήτης γνωρίζει ως Greek Freak, κάποιος τόσο επιδραστικός ώστε αν γκουγκλάρεις σκέτο “Giannis” θα σου βγάλει στην κορυφή τον Αντετοκούνμπο.

Παίδες, αν δεν μας κάνει για σημαιοφόρος τότε να μην παίζουν με τα χρώματα της εθνικής μπάσκετ ούτε αυτός, ούτε τα αδέρφια του. Τα παιδιά αυτά έχουν αποδείξει πολλάκις την αγάπη τους για την Ελλάδα. Είναι εξαιρετική περίπτωση ενσωμάτωσης, και μακάρι να αποτελέσουν παράδειγμα για άλλους μετανάστες. Έχουν μεγαλώσει και γαλουχηθεί εδώ, έχουν αποκτήσει δικές μας συνήθειες, δικά μας έθιμα, δικά μας χούγια, ακόμα κι αν αρχικά δεν τους φερθήκαμε με ιδανικό τρόπο.

Εν κατακλείδι, η πλήρης ενσωμάτωση των κάποτε περιφρονημένων Αλβανών καταδεικνύει το εξής: πρόβλημα δεν είναι γενικά η μετανάστευση μα μόνο η ανεξέλεγκτη, όταν οδηγεί στην περιθωριοποίηση. Οι δουλευταράδες που δεν επιθυμούν να μας επιβάλλουν τα πατρογονικά τους ήθη θα τα καταφέρουν, παρά τις αναμφισβήτητες δυσκολίες που θα συναντήσουν. Η τιμή στον Αντετοκούνμπο ενισχύει τελικά την εσωτερική συνοχή αφού η Ελλάδα έχει πάψει να αποτελεί μια λευκή ελληνορθόδοξη κοινωνία, είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει. Και όχι, η περίπτωση του ουδεμία σχέση έχει με τον συνήθη ορισμό σημαιοφόρου στις σχολικές παρελάσεις, που συχνά απηχεί τις ιδεολογικές πεποιθήσεις του οικείου συλλόγου διδασκόντων.

Πάντως πάλι βρήκαμε έναν ανόητο λόγο για να διχαστούμε οι… γνήσιοι Έλληνες (τουλάχιστον ομονοούμε για τη Ντρισμπιώτη). Με ανάλογες αφορμές συχνά συνειδητοποιώ πόσο επικίνδυνα μπορούν να είναι τα ΜΚΔ, προσφέροντας δυνατή -ενίοτε καταλυτική- φωνή σε περιορισμένης νοημοσύνης συνανθρώπους μας • πόσο επιτρέπουν σε μισαλλόδοξους να παράγουν θόρυβο και τοξικότητα δυσανάλογα της -στην πραγματικότητα- μικρής μειοψηφίας όπου ανήκουν. Κανονικά θα έπρεπε να νιώθουμε υγιή αυτοπεποίθηση λόγω της συμβολή μας στη διαμόρφωση του δυτικού πολιτισμού, μα δυστυχώς σε σημαντικό ποσοστό παραμένουμε φοβικοί. Τόσο φοβικοί που να πιστεύουμε μέχρι κι ότι οι Σκοπιανοί θα μας αρπάξουν τη Μακεδονία, υποτιμώντας έτσι την εθνική συνείδηση των βορειοελλαδιτών.

Ο σύγχρονος Έλληνας υπήρξε θύμα ρατσισμού (από Οθωμανούς, Αμερικανούς, Δυτικογερμανούς και Αυστραλούς), εξ’ ού και ο κομπλεξισμός του έναντι ορισμένων εθνών. Είναι λοιπόν επιεικώς γελοίο το να είναι ρατσιστής ο ίδιος. Η -για μερικούς πολυπόθητη- καθαρότητα του αίματος γεννά γιγάντια παραμορφωμένα πηγούνια Αψβούργων και τίποτα παραπάνω. Βέβαια όσα ισχύουν για τον νιγηριανής καταγωγής συμπατριώτη μας θα έπρεπε να ισχύουν και για τον εκλιπόντα Κωνσταντίνο και την υπόλοιπη πρώην βασιλική οικογένεια: και αυτοί είναι απολύτως Έλληνες, ασχέτως αν έχει δημοκρατικά απορριφθεί η μοναρχία ως πολιτειακός θεσμός.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14.07.2024

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία