ΒΟΡΕΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Αλεξανδρούπολη: Η νύχτα απόγνωσης κι ελπίδας στο «πλωτό-νοσοκομείο» του «Αδαμάντιος Κοραής»

Συγκλονίζουν οι περιγραφές ασθενών και των συγγενών τους: «Χαμός, σαν σκηνή από πόλεμο. Δίπλα στοιβαγμένοι άλλοι ασθενείς. Τα ασθενοφόρα έρχονταν και άφηναν κόσμο. Είχε και μωρά. Έκλαιγαν, ήταν κι αυτά τρομαγμένα»

 23/08/2023 11:05

Αλεξανδρούπολη: Η νύχτα απόγνωσης κι ελπίδας στο «πλωτό-νοσοκομείο» του «Αδαμάντιος Κοραής»

Του Γιάννη Γκουμάκη

Αντιμέτωποι με μια δυστοπική πραγματικότητα ήρθαν τα τελευταία 24ωρα κάτοικοι της Αλεξανδρούπολης οι οποίοι τα ξημερώματα της Τρίτης, έγιναν μάρτυρες της εκκένωσης του Γενικού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης λόγω της μεγάλης πυρκαγιάς που κατακαίει την περιοχή τους. Το Νοσοκομείο ξεκίνησε να εκκενώνεται στις 4.00 το πρωί της Τρίτης προληπτικά, με τους ασθενείς να μεταφέρονται στο πλοίο «Αδαμνάντιος Κοραής» στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, το οποίο «επιτάχθηκε» και μετατράπηκε σε πλωτό νοσοκομείο. Την κατάσταση περιγράφουν στη makthes.gr πολίτες που βίωσαν από κοντά την κατάσταση.

Η διαδικασία εκκένωσης του νοσοκομείου προς το λιμάνι, θύμιζε πόλεμο

«Από το απόγευμα της Δευτέρας ακούγαμε πως θα εκκένωναν το νοσοκομείο. Αυτό που ακολούθησε τα ξημερώματα της Τρίτης δεν μπορώ μέχρι και σήμερα να το περιγράψω», τονίζει η Κωνσταντίνα Κ., κάτοικος Μάκρης και συγγενής νοσηλευόμενου στο Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης. «Με τη φωτιά να έρχεται προς Μάκρη, πήρα την πεθερά μου που ήταν στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται από το Δεκαπενταύγουστο ο πεθερός μου. Τους είπαν ότι θα εκκενώσουν το νοσοκομείο και ότι θα μεταφέρουν τους ασθενείς στο «Αδαμάντιος Κοραής» που κάνει καθημερινά δρομολόγια στη Σαμοθράκη και ήταν δεμένο στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Στο άκουσμα της είδησης και μόνο τρομάξαμε αλλά δε μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Εμπιστευτήκαμε τους γιατρούς. Μετά ξεκίνησαν τα προβλήματα. Αρχικά τους είχαν πει από νωρίς ότι θα πάρουν και τους συνοδούς μαζί στο ασθενοφόρο αλλά εν τέλει δεν μπόρεσαν να πάρουν την πεθερά μου. Έβαζαν στα ασθενοφόρα τρεις - τρεις τους ασθενείς. Η πεθερά μου μόλις πήραν τον πεθερό μου, έμεινε μόνη της στο νοσοκομείο. Στο τηλέφωνο έκλαιγε, ήταν σε πανικό. Μας έλεγε ότι φοβάται μόνη, σε κάποια φάση είχε κοπεί και το ρεύμα, οι γιατροί και οι νοσηλευτές είχαν φύγει και η φωτιά πλησίαζε. Φοβόταν και για τον πεθερό μου ο οποίος ήταν μόνος του. Φεύγω από το χωρίο και πάω εγώ στο λιμάνι, στον πεθερό μου», υποστηρίζει.

ploio-alexandroupoli.jpg

Το «Κοραής» μετατράπηκε σε ένα νοσοκομείο εκστρατείας

Αναφορικά με την εικόνα που αντίκρυσε στο πλοίο, η κ. Κωνσταντίνα δηλώνει πως ήταν μία πρωτόγνωρη κατάσταση. Στα καταστρώματα του πλοίου είχαν σχηματιστεί αυτοσχέδιοι θάλαμοι, ενώ υπήρχαν κρεβάτια με ασθενείς ακόμη και στα γκαράζ του πλοίου. «Τον πεθερό μου τον βάλανε εκεί μαζί με άλλους ασθενείς που είχανε το ίδιο πρόβλημα, είχαν κάποιους ορούς, κάποια οξυγόνα και μάσκες. Στο κατάστρωμα είχαν στρώματα στο πάτωμα, κάποια κρεβάτια, αλλά πολύ λίγα. Οι περισσότεροι ήταν χάμω. Τι να σου λέω τώρα, χαμός, σαν σκηνή από πόλεμο. Δίπλα στοιβαγμένοι άλλοι ασθενείς, συγγενείς να συζητάνε, να καθησυχάζουν, φασαρία. Τα ασθενοφόρα έρχονταν και άφηναν κόσμο, έφευγαν και ξανάρχονταν με νέους. Συνολικά 69 λένε αλλά νομίζω πως σε κάποια φάση ήταν περισσότεροι. Είχε και μωρά. Έκλαιγαν, ήταν κι αυτά τρομαγμένα», δηλώνει.

Όπως τονίζει ωστόσο, καθόλη τη διάρκεια της νύχτας και παρά την πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση, το πλοίο θύμιζε ένα πραγματικό νοσοκομείο. Υπήρχαν οροί, φάρμακα και τρόφιμα διαθέσιμα, νοσηλεύτριες και γιατροί σε εγρήγορση, οι οποίοι δεν έλειψαν στιγμή από το πλευρό των ασθενών. Παρά την αρχική τρομάρα του και ενόχληση, ο πεθερός μου μετά ηρέμησε. Το ίδιο και η πεθερά μου όταν ήρθε. Οι νοσηλεύτριες που τον φροντίζουν την τελευταία εβδομάδα ήταν μόνιμα εκεί. Μιλούσαν στους ασθενείς, ρωτούσαν αν χρειάζονται κάτι, παίρνανε πιέσεις και θερμοκρασίες από τους ηλικιωμένους κυρίως. Μέχρι και αστεία λέγανε για να μας κάνουν να αισθανθούμε άνετα. Είχε και πολλούς εθελοντές και μέσα στο καράβι αλλά και απ’ έξω σε αυτοσχέδιες σκηνές. Τουλάχιστον η αλληλεγγύη ήταν παρούσα αλλά μιλάμε για μια πρωτογσανή, τραγική κατάσταση», περιγράφει η κ. Κωνσταντίνα.

Προβλήματα και συμφόρηση στη διαδρομή από το νοσοκομείο μέχρι το λιμάνι

Όταν η κουνιάδα της, Χριστίνα έφτασε στο λιμάνι, συνεννοήθηκαν, όπως λέει, να πάει να φέρει την πεθερά της από το Νοσοκομείο. Εκεί τα προβλήματα δε μειώθηκαν καθώς από τη Χηλή όπου κατοικεί κι απ’ όπου η φωτιά πέρασε ξυστά κυριολεκτικά το βράδυ της Δευτέρας, μέχρι την Αλεξανδρούπολη, υπήρχε μεγάλο μποτιλιάρισμα και η τροχαία ήταν απούσα, όπως τονίζει η ίδια. «Ένας πανικός κυριολεκτικά. Σκηνές πολέμου. Για να κατέβω από το νοσοκομείο στο λιμάνι γινόταν ένας χαμός. Για να μπεις στην Αλεξανδρούπολη από το νοσοκομείο έχει ένα φανάρι και είχαν φρακάρει πάρα πολλά αυτοκίνητα. Μποτιλιάρισμα κανονικό. Δεν μπορούσαν να μπούνε και δεν υπήρχε κανένας να μας κατευθύνει. Πήγα, πήρα από το νοσοκομείο τη μητέρα μου και την κατέβασα στο λιμάνι 4:30 για να μπει μέσα στο «Κοραής». Ήταν σε άθλια κατάσταση αλλά δεν ήθελε να τον αφήσει μόνο τον πατέρα. Άλλοι φεύγανε με δικούς τους ανθρώπους, άλλοι είχαν δικά τους αυτοκίνητα, άλλοι δεν είχανε. Ότι μπορούσε έκανε ο καθένας», τονίζει η κ. Χριστίνα.

Όπως συμπληρώνει, στον πατέρα της δόθηκε εξιτήριο το πρωί, όμως ο ασθενής δε μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι του, λόγω της έντονης οσμής και του καπνού.

Τίποτα δεν προμήνυε από νωρίς αυτό που ακολούθησε τα ξημερώματα της Τρίτης

«Εγώ γύρω στις 10:30 περνούσα από το σημείο του νοσοκομείου. Δεν είχε τίποτα. Φαινόταν στο βάθος πίσω από κάτι λόφους μόνο κόκκινο, όχι φλόγες και λοιπά. Δεν πήγαινε σε κανενός το μυαλό τι θα γίνει», τονίζει ο Σάκης Σισμανίδης, δημόσιος υπάλληλος και κάτοικος Αλεξανδρούπολης. Η κατάσταση άλλαξε ξαφνικά και αναπάντεχα όπως τονίζει. «Στην αρχή ακουγόταν ότι εν τέλει δεν θα γίνει εκκένωση και ότι απλά θα φύγουν προληπτικά κάποιοι ασθενείς με αναπνευστικά προβλήματα για να ελευθερωθεί και χώρος αν χρειαστεί να νοσηλευτεί κάποιος. Εν τέλει όμως το άδειασαν το νοσοκομείο. Αυτό που ακολούθησε είναι πρωτόγνωρο για όλους. Δεν έχω εικόνα του τι γινόταν μέσα στο πλοίο αλλά κι εμείς που ήμασταν μέσα στην πόλη, ζούσαμε με πανικό και προσμονή να ξημερώσει. Από τη 1.00 έως τις 5.00 το πρωί ήρθαν τρία μηνύματα από το 112, να εκκενώσουμε προς κάποια κατεύθυνση, να παραμείνουμε με κλειστές πόρτες και παράθυρα κλπ.», υποστηρίζει ο Σάκης.

Αναφορικά με το αν η κατάσταση που έζησαν αυτός και οι συμπολίτες του το βράδι της Τρίτης ήταν κάτι που περίμεναν, ο κ. Σισμανίδης, υποστηρίζει πως τίποτα δεν προμήνυε το ότι η φωτιά θα φτάσει μέχρι την πόλη της Αλεξανδρούπολης. «Από το Σάββατο το βράδυ ήρθαν κάποιοι συγγενείς της γυναίκας μου από τα Λουτρά, ένα χωριό που είναι πιο μακριά, -κοντά στα σύνορα με την Τουρκία- και έμειναν σε εμάς γιατί στο χωριό γύρω-γύρω είχε φωτιά. Εδώ το μυρίζαμε, το ακούγαμε αλλά δεν το είχαμε τόσο πολύ στο μυαλό μας ότι θα φτάσει η φωτιά μέσα στην πόλη. Αν το ξέρανε νωρίτερα φαντάζομαι πως και το θέμα με το νοσοκομείο θα ήταν αλλιώς κι όχι έτσι όπως εξελίχθηκε», συμπληρώνει.

Του Γιάννη Γκουμάκη

Αντιμέτωποι με μια δυστοπική πραγματικότητα ήρθαν τα τελευταία 24ωρα κάτοικοι της Αλεξανδρούπολης οι οποίοι τα ξημερώματα της Τρίτης, έγιναν μάρτυρες της εκκένωσης του Γενικού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης λόγω της μεγάλης πυρκαγιάς που κατακαίει την περιοχή τους. Το Νοσοκομείο ξεκίνησε να εκκενώνεται στις 4.00 το πρωί της Τρίτης προληπτικά, με τους ασθενείς να μεταφέρονται στο πλοίο «Αδαμνάντιος Κοραής» στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, το οποίο «επιτάχθηκε» και μετατράπηκε σε πλωτό νοσοκομείο. Την κατάσταση περιγράφουν στη makthes.gr πολίτες που βίωσαν από κοντά την κατάσταση.

Η διαδικασία εκκένωσης του νοσοκομείου προς το λιμάνι, θύμιζε πόλεμο

«Από το απόγευμα της Δευτέρας ακούγαμε πως θα εκκένωναν το νοσοκομείο. Αυτό που ακολούθησε τα ξημερώματα της Τρίτης δεν μπορώ μέχρι και σήμερα να το περιγράψω», τονίζει η Κωνσταντίνα Κ., κάτοικος Μάκρης και συγγενής νοσηλευόμενου στο Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης. «Με τη φωτιά να έρχεται προς Μάκρη, πήρα την πεθερά μου που ήταν στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται από το Δεκαπενταύγουστο ο πεθερός μου. Τους είπαν ότι θα εκκενώσουν το νοσοκομείο και ότι θα μεταφέρουν τους ασθενείς στο «Αδαμάντιος Κοραής» που κάνει καθημερινά δρομολόγια στη Σαμοθράκη και ήταν δεμένο στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Στο άκουσμα της είδησης και μόνο τρομάξαμε αλλά δε μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Εμπιστευτήκαμε τους γιατρούς. Μετά ξεκίνησαν τα προβλήματα. Αρχικά τους είχαν πει από νωρίς ότι θα πάρουν και τους συνοδούς μαζί στο ασθενοφόρο αλλά εν τέλει δεν μπόρεσαν να πάρουν την πεθερά μου. Έβαζαν στα ασθενοφόρα τρεις - τρεις τους ασθενείς. Η πεθερά μου μόλις πήραν τον πεθερό μου, έμεινε μόνη της στο νοσοκομείο. Στο τηλέφωνο έκλαιγε, ήταν σε πανικό. Μας έλεγε ότι φοβάται μόνη, σε κάποια φάση είχε κοπεί και το ρεύμα, οι γιατροί και οι νοσηλευτές είχαν φύγει και η φωτιά πλησίαζε. Φοβόταν και για τον πεθερό μου ο οποίος ήταν μόνος του. Φεύγω από το χωρίο και πάω εγώ στο λιμάνι, στον πεθερό μου», υποστηρίζει.

ploio-alexandroupoli.jpg

Το «Κοραής» μετατράπηκε σε ένα νοσοκομείο εκστρατείας

Αναφορικά με την εικόνα που αντίκρυσε στο πλοίο, η κ. Κωνσταντίνα δηλώνει πως ήταν μία πρωτόγνωρη κατάσταση. Στα καταστρώματα του πλοίου είχαν σχηματιστεί αυτοσχέδιοι θάλαμοι, ενώ υπήρχαν κρεβάτια με ασθενείς ακόμη και στα γκαράζ του πλοίου. «Τον πεθερό μου τον βάλανε εκεί μαζί με άλλους ασθενείς που είχανε το ίδιο πρόβλημα, είχαν κάποιους ορούς, κάποια οξυγόνα και μάσκες. Στο κατάστρωμα είχαν στρώματα στο πάτωμα, κάποια κρεβάτια, αλλά πολύ λίγα. Οι περισσότεροι ήταν χάμω. Τι να σου λέω τώρα, χαμός, σαν σκηνή από πόλεμο. Δίπλα στοιβαγμένοι άλλοι ασθενείς, συγγενείς να συζητάνε, να καθησυχάζουν, φασαρία. Τα ασθενοφόρα έρχονταν και άφηναν κόσμο, έφευγαν και ξανάρχονταν με νέους. Συνολικά 69 λένε αλλά νομίζω πως σε κάποια φάση ήταν περισσότεροι. Είχε και μωρά. Έκλαιγαν, ήταν κι αυτά τρομαγμένα», δηλώνει.

Όπως τονίζει ωστόσο, καθόλη τη διάρκεια της νύχτας και παρά την πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση, το πλοίο θύμιζε ένα πραγματικό νοσοκομείο. Υπήρχαν οροί, φάρμακα και τρόφιμα διαθέσιμα, νοσηλεύτριες και γιατροί σε εγρήγορση, οι οποίοι δεν έλειψαν στιγμή από το πλευρό των ασθενών. Παρά την αρχική τρομάρα του και ενόχληση, ο πεθερός μου μετά ηρέμησε. Το ίδιο και η πεθερά μου όταν ήρθε. Οι νοσηλεύτριες που τον φροντίζουν την τελευταία εβδομάδα ήταν μόνιμα εκεί. Μιλούσαν στους ασθενείς, ρωτούσαν αν χρειάζονται κάτι, παίρνανε πιέσεις και θερμοκρασίες από τους ηλικιωμένους κυρίως. Μέχρι και αστεία λέγανε για να μας κάνουν να αισθανθούμε άνετα. Είχε και πολλούς εθελοντές και μέσα στο καράβι αλλά και απ’ έξω σε αυτοσχέδιες σκηνές. Τουλάχιστον η αλληλεγγύη ήταν παρούσα αλλά μιλάμε για μια πρωτογσανή, τραγική κατάσταση», περιγράφει η κ. Κωνσταντίνα.

Προβλήματα και συμφόρηση στη διαδρομή από το νοσοκομείο μέχρι το λιμάνι

Όταν η κουνιάδα της, Χριστίνα έφτασε στο λιμάνι, συνεννοήθηκαν, όπως λέει, να πάει να φέρει την πεθερά της από το Νοσοκομείο. Εκεί τα προβλήματα δε μειώθηκαν καθώς από τη Χηλή όπου κατοικεί κι απ’ όπου η φωτιά πέρασε ξυστά κυριολεκτικά το βράδυ της Δευτέρας, μέχρι την Αλεξανδρούπολη, υπήρχε μεγάλο μποτιλιάρισμα και η τροχαία ήταν απούσα, όπως τονίζει η ίδια. «Ένας πανικός κυριολεκτικά. Σκηνές πολέμου. Για να κατέβω από το νοσοκομείο στο λιμάνι γινόταν ένας χαμός. Για να μπεις στην Αλεξανδρούπολη από το νοσοκομείο έχει ένα φανάρι και είχαν φρακάρει πάρα πολλά αυτοκίνητα. Μποτιλιάρισμα κανονικό. Δεν μπορούσαν να μπούνε και δεν υπήρχε κανένας να μας κατευθύνει. Πήγα, πήρα από το νοσοκομείο τη μητέρα μου και την κατέβασα στο λιμάνι 4:30 για να μπει μέσα στο «Κοραής». Ήταν σε άθλια κατάσταση αλλά δεν ήθελε να τον αφήσει μόνο τον πατέρα. Άλλοι φεύγανε με δικούς τους ανθρώπους, άλλοι είχαν δικά τους αυτοκίνητα, άλλοι δεν είχανε. Ότι μπορούσε έκανε ο καθένας», τονίζει η κ. Χριστίνα.

Όπως συμπληρώνει, στον πατέρα της δόθηκε εξιτήριο το πρωί, όμως ο ασθενής δε μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι του, λόγω της έντονης οσμής και του καπνού.

Τίποτα δεν προμήνυε από νωρίς αυτό που ακολούθησε τα ξημερώματα της Τρίτης

«Εγώ γύρω στις 10:30 περνούσα από το σημείο του νοσοκομείου. Δεν είχε τίποτα. Φαινόταν στο βάθος πίσω από κάτι λόφους μόνο κόκκινο, όχι φλόγες και λοιπά. Δεν πήγαινε σε κανενός το μυαλό τι θα γίνει», τονίζει ο Σάκης Σισμανίδης, δημόσιος υπάλληλος και κάτοικος Αλεξανδρούπολης. Η κατάσταση άλλαξε ξαφνικά και αναπάντεχα όπως τονίζει. «Στην αρχή ακουγόταν ότι εν τέλει δεν θα γίνει εκκένωση και ότι απλά θα φύγουν προληπτικά κάποιοι ασθενείς με αναπνευστικά προβλήματα για να ελευθερωθεί και χώρος αν χρειαστεί να νοσηλευτεί κάποιος. Εν τέλει όμως το άδειασαν το νοσοκομείο. Αυτό που ακολούθησε είναι πρωτόγνωρο για όλους. Δεν έχω εικόνα του τι γινόταν μέσα στο πλοίο αλλά κι εμείς που ήμασταν μέσα στην πόλη, ζούσαμε με πανικό και προσμονή να ξημερώσει. Από τη 1.00 έως τις 5.00 το πρωί ήρθαν τρία μηνύματα από το 112, να εκκενώσουμε προς κάποια κατεύθυνση, να παραμείνουμε με κλειστές πόρτες και παράθυρα κλπ.», υποστηρίζει ο Σάκης.

Αναφορικά με το αν η κατάσταση που έζησαν αυτός και οι συμπολίτες του το βράδι της Τρίτης ήταν κάτι που περίμεναν, ο κ. Σισμανίδης, υποστηρίζει πως τίποτα δεν προμήνυε το ότι η φωτιά θα φτάσει μέχρι την πόλη της Αλεξανδρούπολης. «Από το Σάββατο το βράδυ ήρθαν κάποιοι συγγενείς της γυναίκας μου από τα Λουτρά, ένα χωριό που είναι πιο μακριά, -κοντά στα σύνορα με την Τουρκία- και έμειναν σε εμάς γιατί στο χωριό γύρω-γύρω είχε φωτιά. Εδώ το μυρίζαμε, το ακούγαμε αλλά δεν το είχαμε τόσο πολύ στο μυαλό μας ότι θα φτάσει η φωτιά μέσα στην πόλη. Αν το ξέρανε νωρίτερα φαντάζομαι πως και το θέμα με το νοσοκομείο θα ήταν αλλιώς κι όχι έτσι όπως εξελίχθηκε», συμπληρώνει.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία