Τριάντα επτά χρόνια από τη νίκη του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου με 48,07% και την υπόσχεση για «Αλλαγή». Μια ημερομηνία - ορόσημο για μία παράταξη, αλλά και μία χώρα που ακόμα τροφοδοτεί πολιτικές συζητήσεις, αντιπαραθέσεις, πάθη αλλά και ιστορικές μελέτες.
Οι εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 και η μεγάλη νίκη του ΠΑΣΟΚ υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου θεωρούνται σταθμός στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας και αφετηρία μεγάλων εξελίξεων, που σφράγισαν το τέλος του 20ού αιώνα στη χώρα μας αλλά και την πρώτη δεκαετία του 21ου.
Με σύνθημα «Αλλαγή», το ΠΑΣΟΚ έπεισε μεγάλες μάζες των ψηφοφόρων και συγκέντρωσε ποσοστό 48,07% και 172 έδρες, αφήνοντας τη ΝΔ του Γεωργίου Ράλλη πίσω με ποσοστό λίγο μικρότερο από το 36%.
Το βράδυ της νίκης ο ιδρυτής και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου τόνιζε στο μήνυμά του:
«Όπως σας είπα στις ομιλίες μου, και σε πλατείες και από την τηλεόραση, από αύριο, τις 19 του Οκτώβρη, αρχίζει η σκληρή δουλειά. Και επαναλαμβάνω αυτό που σας έχω ήδη πει: ότι για να βγει πέρα το πρόγραμμα της Μεγάλης Αλλαγής, για να ευοδωθούν επιτέλους οι μεγάλες προσδοκίες του λαού μας, θα απαιτηθεί η άμεση, ενεργός συμμετοχή σας. Θα προχωρήσουμε με σταθερά βήματα, πάντοτε ζητώντας τη συναίνεσή σας, την πλατιά λαϊκή συναίνεση σε κάθε νέο μέτρο που θα πάρουμε.
Και θα κάνουμε την Αλλαγή χειροπιαστή. Η Αλλαγή θα δείξει το πρόσωπό της πάρα πολύ γρήγορα, πολύ άμεσα. Θα ήθελα να τονίσω ότι θα υπάρξει συνεργασία όλων των πολιτειακών παραγόντων. Δεν πρόκειται με κανέναν τρόπο, όπως το είχαμε τονίσει και στο παρελθόν, να οδηγήσουμε τη χώρα σε οποιαδήποτε περιπέτεια. Στόχος μας, πολιτική μας, είναι η ευημερία του λαού. Είναι η εθνική υπερηφάνεια και η κοινωνική δικαιοσύνη».
Έγινε όμως η αλλαγή «χειροπιαστή»; Δικαιώθηκαν ή διαψεύσθηκαν οι προσδοκίες;
Ο κολοσσιαίες ανακατατάξεις που έφερε η πρώτη κυβέρνηση του ΠΑΟΚ αλλά και οι επόμενες που ακολούθησαν -σε εναλλαγή εξουσίας με τη ΝΔ- στην ελληνική κοινωνία, στο πολιτικό σύστημα αλλά και στη νοοτροπία του μέσου πολίτη αποτελούν ακόμα αντικείμενο μελέτης αλλά και πεδίο αντιπαραθέσεων και μεταξύ ιστορικών, πολιτικών αναλυτών και κομμάτων.
Δύο κυρίως «σχολές» εκτιμήσεων επικράτησαν:
Η πρώτη κάνει λόγο για μία εποχή αλόγιστης σπατάλης, κακοδιαχείρισης, ήσσονος προσπάθειας και πλήθους διορισμών στο δημόσιο με αποθέωση των δικαιωμάτων και υποτίμηση των υποχρεώσεων.
Η άλλη κάνει λόγο για την προσφορά του ΠΑΣΟΚ στην αποκατάσταση μιας ιστορικής αδικίας, για απαλλαγή της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού από τον μετεμφυλιακό αυταρχισμό και τις διώξεις της δεξιάς και για την ευκαιρία που δόθηκε σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού να φύγει από το περιθώριο, να πάρει ευκαιρίες και να πρωταγωνιστήσει.
Η πρώτη υπενθυμίζει στον πολίτη ότι χάθηκαν ευκαιρίες για ανάπτυξη και επενδύσεις, σπαταλήθηκαν τα εκατομμύρια της ΕΟΚ που τότε είχαν αρχίζει να έρχονται σε καταναλωτικές και αντιπαραγωγικές δράσεις, με αποτέλεσμα να ανεβεί πολύ το χρέος της χώρας και η δεύτερη ότι επί ΠΑΟΚ μπήκαν τα θεμέλια του κοινωνικού κράτους, έγιναν μεγάλες δημοκρατικές τομές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις (ΕΣΥ, παιδεία, αγροτικό, σύγχρονη νομοθεσία, άρση των συνεπειών του εμφυλίου, εδραίωση της κοινωνικής συνοχής, άνοδος του βιοτικού επιπέδου, μεγάλα έργα, ΟΝΕ), ενώ οι πολλοί έπαψαν να είναι «πολίτες δεύτερης κατηγορίας».
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι το ΠΑΣΟΚ «εμφύτευσε» στην ελληνική κοινωνία μία αγάπη για τη στροφή προς το κράτος και το δημόσιο, ως ευκαιρία για δουλειά και προνόμια, με αποτέλεσμα αργότερα, όταν ήρθε στην εξουσία η συντηρητική παράταξη με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, με όλα της τα λάθη, να μην μπορέσει να καταπολεμήσει τη νοοτροπία αυτή, που διαπότισε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας και κορυφώθηκε μάλιστα επί Κώστα Καραμανλή.
Οι λεγόμενες μνημονιακές κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ – ΝΔ, συμπληρώνουν, δεν μπόρεσαν και δεν θέλησαν να πειράξουν το αγαπημένο του Νεοέλληνα δημόσιο και βέβαια ήρθε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, για να αποθεώσει το πελατειακό κράτος και τους διορισμούς και να πλήξει καίρια τη μεσαία τάξη και τον ιδιωτικό τομέα.
Και η δουλειά των ιστορικών συνεχίζεται…