Ξημερώματα 14 προς 14 Απριλίου 1912 έγινε το μεγάλο θαλάσσιο δυστύχημα του Τιτανικού αλλά οι ανθρώπινες ιστορίες του, η πολιτική αντιμετώπιση των αιτίων και των συνεπειών του , η κοινωνική μυθολογία του «αβύθιστου πλοίου» και οι ομοιότητες με τον ίδιο τον καπιταλισμό και την αλαζονεία του, εδώ και 109 χρόνια έρχονται σαν ψίθυροι από το βυθό και πυροδοτούν τη δημόσια φαντασία.
Ο Τιτανικός, θεωρείται συχνά ως ύψιστο παράδειγμα της ύβρεως, που αποτελεί από τη μια το ξέφρενο κυνήγι του κέρδους και από την άλλη η αλαζονεία («καμιά δύναμη στον κόσμο δεν θα μπορούσε να τον βυθίσει»), ο Τιτανικός, ως εργαλείο επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεων της διογκουμένης ναυτιλιακής εμπορικής δραστηριότητας της εποχής, ο Τιτανικός ως πεδίο αναμέτρησης συμφερόντων, τρόπου ζωής και ιδεών ανθρώπων διαφόρων κοινωνικών τάξεων και ως καθρέφτης της διαστρωματοποιημένης εδουαρδιανής κοινωνίας και μύθος με ήρωες και δειλούς, αθώους και κακοποιούς, είναι πάντα επίκαιρος.
Και τούτο θα συμβαίνει όσο θα υπάρχει το 1% των απολαμβανόντων της χλιδής της πρώτης θέσης και οι καταφρονημένοι της τρίτης και όσο θα πλέουν γεμάτοι αυταρέσκεια διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, πολυεθνικές επιχειρήσεις, κυβερνήσεις και κάθε ισχυρός της Γης αγνοώντας τα μηνύματα για «παγόβουνα» στην περιοχή….
Γιατί έπαιζε η μπάντα;
Μεγάλη συζήτηση έγινε μετά το ναυάγιο στον Τύπο - αλλά δεσπόζει και στην αντιπαράθεση δια δημόσιας αλληλογραφίας μεταξύ του Τζορτζ Μπέρναρ Σο και του Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόϋλ - για το αν έπρεπε να παίζει η μπάντα του Τιτανικού την ώρα της συμφοράς.
Γιατί λοιπόν έπαιζε η μπάντα υπό τον Ουάλας Χάρτλεϋ την ώρα της βύθισης;
Διότι έπρεπε να διατηρηθεί η ψυχραιμία και η πειθαρχία, έγραψε η συντριπτική πλειοψηφία του Τύπου. Αλλά και «για να διευκολυνθεί το πλήρωμα», έγραφαν, «να οργανώσει τη διαφυγή με τις σωσίβιες βάρκες».
Κανένα μέλος της ορχήστρας του Τιτανικού δεν σώθηκε. Η παραμονή τους στο κατάστρωμα, το ότι έπαιζαν μέσα σε εντονότατο ψύχος και κυρίως το ότι έπαιζαν ενώ δεν υπήρχε πια καμιά ελπίδα, τους κατατάσσει στους ήρωες.
Πολύ διαφορετικά όμως αντιμετώπισε την είδηση αυτή ο Τζορτζ Μπέρναρ Σο, ο οποίος σε γράμμα του τον Μάιο του 1912 στην εφημερίδα «Daily News and Leader» κάνει λόγο για εξιδανικευμένη, ρομαντική παρουσίαση μιας τραγωδίας για την οποία υπάρχουν σοβαρές και σαφείς ευθύνες:
« …Όλοι πρέπει να αντιμετωπίσουμε το θάνατο χωρίς τρόμο. Και η μπάντα πρέπει να παίξει «Πιο κοντά σου Θεέ μου» (Nearer My God To Thee) ως ακομπανιαμέντο στην προτροπή προς τον Ίσμευ να πάει στην κόλαση. Τι συνέβη πραγματικά; Ο καπετάνιος και οι αξιωματικοί ήταν τόσο φοβισμένοι μπροστά στον κίνδυνο του πανικού, που, αν και γνώριζαν ότι το πλοίο βυθιζόταν, δεν τόλμησαν να το πουν στους επιβάτες και ιδίως της τρίτης θέσης. Η μπάντα έπαιζε καθησυχαστικά Rag Times και οι επιβάτες δεν έμπαιναν στις βάρκες αφού δεν είχαν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο. Κι όλα αυτά μέχρι να φύγουν οι βάρκες, να σταθεί όρθιος στα νερά με την πλώρη προς τα κάτω ο Τιτανικός και συνέχεια να σπάσει στα δυο και να βυθιστεί».
Για τον καπετάνιο, ο Τζορτζ Μπέρναρ Σο γράφει ότι άδικα δοξάζεται αφού «θυμίζει τον δικηγόρο οι πελάτες του οποίου καταλήγουν στην αγχόνη και τον γιατρό οι ασθενείς του οποίου πεθαίνουν»!
«Δεν θα διακινδύνευα να επιτείνω την ταραχή της οικογένειας του Πλοιάρχου προσθέτοντας έστω και μία λέξη σε γεγονότα που είναι απόλυτα σαφή, αν είχαν φανεί εξίσου διακριτικοί και οι υπόλοιποι. Μα εάν οι φωνασκούντες δημοσιογράφοι επιμένουν να δοξάζουν τον δικηγόρο οι πελάτες του οποίου καταλήγουν στην αγχόνη, τον γιατρό οι ασθενείς του οποίου πεθαίνουν, τον στρατηγό που χάνει τις μάχες, και τον πλοίαρχο το πλοίο του οποίου βυθίζεται, το κίβδηλο αυτό νόμισμα πρέπει να επισημανθεί πάση θυσία. Έχουν υπάρξει Βρετανοί πλοίαρχοι που κατόρθωσαν να οδηγήσουν τα πλοία τους με ασφάλεια μέσα από παγόβουνα κάνοντας απλώς το καθήκον τους και εκτελώντας τις διαταγές που είχαν λάβει. Έχουν υπάρξει Βρετανοί πλοίαρχοι που φρόντισαν να γνωρίζει το κάθε μέλος του πληρώματος τη λέμβο του και τη θέση του σε αυτήν, και οι οποίοι, όταν προέκυψε η ανάγκη επιβίβασης σε αυτές τις λέμβους, διατήρησαν την πειθαρχία εν όψει του θανάτου και δεν έχασαν ούτε μία ζωή από αυτές που μπορούσαν να σωθούν»
Πιθανότατα η αντιπαράθεση μεταξύ Μπέρναρ Σο και Άρθουρ Κόναν Ντόυλ έχει σήμερα ενδιαφέρον περισσότερο για τις παρωχημένες ιδέες και προκαταλήψεις της εποχής οι οποίες όμως «άγγιζαν» ακόμα και πεφωτισμένα άτομα σαν τον Σο.
Για παράδειγμα σχετικά με την φυσική αδυναμία του «ασθενούς φύλου» που χρειάζεται απαραίτητα έναν άντρα στη βάρκα για να την «κουμαντάρει» και για να τραβήξει κουπί (οι φεμινίστριες σήμερα θα καταδίκαζαν αυτό το κείμενο σαν τυπική υποσυνείδητη έκφραση της «Πατριαρχίας»).
Η επίμαχη αλληλογραφία
Σήμερα σας παρουσιάζουμε κομμάτια της επίμαχης αλληλογραφίας αυτής
Πρώτη Επιστολή: Τζ. Μπ. Σο
14 Μαΐου 1912
Ηθικά διδάγματα που αποσιωποιήθηκαν
‘’Για ποιο λόγο, άραγε, μετατρέπεται η συνταρακτική καταστροφή που έπληξε ένα σύγχρονο έθνος σε παραλήρημα όχι θρήνου, ούτε προσευχής, ούτε συμπόνιας για τους πενθούντες ή χαράς για τους διασωθέντες, ούτε ποιητικής έκφρασης εκ μέρους της ψυχής που βίωσε την δι’ ελέους και φόβου κάθαρση, αλλά σε παραλήρημα παράφορης περιφρόνησης προς την αμείλικτη Μοίρα και την αδιαμφισβήτητη Πραγματικότητα με την έκρηξη μιας σκανδαλώδους ρομαντικής ψευδολογίας;’’….
Ποιο είναι το πρώτο αίτημα του ρομαντισμού σε ένα ναυάγιο; Η κραυγή «Τα γυναικόπαιδα πρώτα». Απαγορεύεται η επιβίβαση οιουδήποτε αρσενικού όντος σε λέμβο όσο υπάρχει γυναίκα ή παιδί στο καταδικασμένο πλοίο. Κανείς δεν εξηγεί, όμως, πώς θα μπορέσουνε μωρά και γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά να πλοηγήσουν τη λέμβο και να κωπηλατήσουν. Η πιθανότητα πως καμία συνετή γυναίκα δεν θα επιβιβαζόταν πρόθυμα σε μια λέμβο χωρίς να φοβάται είτε για τον εαυτό της είτε για το παιδί της, παρά μόνον εάν συνεπέβαινε μαζί της και ένας μεγάλος αριθμός ανδρών, δεν λαμβάνεται υπόψη. Τα Γυναικόπαιδα πρώτα: αυτή είναι η συνταγή του ρομαντισμού. Η συνταγή αυτή τηρήθηκε κατά γράμμα από τους Βρετανούς ήρωες που επέβαιναν στον Τιτανικό, και ήχησε η επωδός της μεγαλόπρεπης ικανοποίησης, εγγίζοντας ανυπέρβλητα ύψη στις εφημερίδες που μετέδοσαν την πρώτη περιγραφή του ναυαγίου από τη Λαίδη Νταφ Γκόρντον, επιζήσασα αυτόπτη μάρτυρα. Η Λαίδη περιέγραψε πώς διέφυγε με τη λέμβο του πλοιάρχου. Υπήρχε άλλη μία γυναίκα στη λέμβο, και δέκα άνδρες: δώδεκα συνολικά. Μία γυναίκα για κάθε πέντε άνδρες. Επωδός: «Ούτε μία ούτε δύο στη σκληρή ιστορία της νήσου μας» κτλ. κτλ.
Δεύτερο αίτημα του ρομαντισμού. Όλοι οι άνδρες πρέπει να είναι ήρωες (με την εξαίρεση των ξένων, οι οποίοι πρέπει να θανατώνονται δια πυροβολισμού από αμείλικτους Βρετανούς αξιωματικούς τη στιγμή που προσπαθούν να σπρώξουν τις λέμβους πάνω από πτώματα γυναικών και παιδιών), αλλά ο Κυβερνήτης πρέπει να είναι υπερήρωας, ένας εξαίσιος ναυτικός, ψύχραιμος, γενναίος, άνθρωπος που χαίρεται με τον θάνατο και τον κίνδυνο, η ζωντανή εγγύηση πως το ναυάγιο δεν υπήρξε σφάλμα κανενός, αλλά τουναντίον, θρίαμβος της βρετανικής ναυτιλίας.
Υπερήρωας ανακηρύχθηκε με ενθουσιασμό και ο Πλοίαρχος Σμιθ την ημέρα που το κοινό πληροφορήθηκε (και πίστεψε μάλιστα, κατά πώς φαίνεται) ότι ο Πλοίαρχος είχε αυτοκτονήσει στη γέφυρα, ή ότι είχε πυροβολήσει τον πρώτο αξιωματικό, ή ότι τον είχε πυροβολήσει ο πρώτος αξιωματικός, ή ότι κάποιος είχε πυροβολήσει τέλος πάντων, για να κλείσει η αυλαία με εντυπωσιακό τρόπο. Συγγραφείς που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζαν την ύπαρξη του Πλοιάρχου Σμιθ έγραφαν για αυτόν όπως δεν θα έγραφαν ούτε για τον Νέλσονα. Η μοναδική σίγουρη πληροφορία ήταν πως ο Πλοίαρχος Σμιθ είχε χάσει το πλοίο του πλέοντας εσκεμμένα και εν γνώσει του πάνω σε ένα παγόβουνο με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Ο Πλοίαρχος Σμιθ πλήρωσε το τίμημα· μαζί του, όμως, και όλοι εκείνοι για τις ζωές των οποίων ήταν υπεύθυνος. Εάν είχε οδηγήσει τους επιβάτες και το πλοίο στην ξηρά με ασφάλεια, κανένας δεν θα του είχε δώσει την παραμικρή σημασία.
Τρίτο αίτημα του ρομαντισμού. Οι αξιωματικοί πρέπει να είναι ήρεμοι, περήφανοι, σταθεροί, ασυγκίνητοι έναντι των ξένων στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ των πυροβολισμών. Η ετυμηγορία πως είχαν ξεπεράσει κάθε προσδοκία ήταν ομόφωνη. Η πραγματική μαρτυρία, ωστόσο, ήταν πως ο κύριος Ίσμευ στάλθηκε στον διάβολο από τον αξιωματικό της λέμβου του. Υπήρξαν λέμβοι που, αν και δεν ήταν γεμάτες, αρνήθηκαν να βγούνε προς διάσωση όσων πάσχιζαν μες στη θάλασσα φορώντας σωσίβια. Ο λόγος που δόθηκε με ειλικρίνεια: φόβος. Ο φόβος αυτός ήταν φυσικός, όπως ήταν άλλωστε και η γλώσσα του αξιωματικού προς τον κύριο Ιασμέ: ποιος από όλους εμάς που ήμαστε στα σπίτια μας θα τολμούσε να τους κατηγορήσει ή θα ήταν σίγουρος πως εμείς θα είχαμε φανεί πιο ήρεμοι ή πιο γενναίοι;
Μα είναι, άραγε, αναγκαίο να πείσουμε την ανθρωπότητα πως μόνον οι Εγγλέζοι μπορούσαν να φερθούν τόσο ηρωικά, και να συγκρίνουμε τη συμπεριφορά τους με την υποθετική ανανδρία που θα επεδείκνυαν στις ίδιες συνθήκες οι Ινδοί ναύτες ή οι Ιταλοί ή οι ξένοι γενικά – για παράδειγμα ο Νάνσεν ή ο Αμούντσεν ή ο Δούκας των Αμπρούτσι;
Τέταρτο αίτημα του ρομαντισμού. Όλοι πρέπει να αντιμετωπίζουν τον θάνατο χωρίς ίχνος φόβου· και η ορχήστρα, σύμφωνα με το προηγούμενο που έθεσε το οπλιταγωγό Birkenhead, πρέπει να συνοδεύει την πρόσκληση προς τον κύριο Ίσμευ να πάει στον διάβολο παίζοντας το “Nearer, my God, to Thee”. Ειπώθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, πως αυτό ακριβώς συνέβη. Η πραγματική μαρτυρία: ο Πλοίαρχος και οι αξιωματικοί φοβήθηκαν τόσο τον πανικό που, αν και γνώριζαν πως το πλοίο βούλιαζε, δεν τόλμησαν να ενημερώσουν τους επιβάτες – ειδικά σε εκείνους της τρίτης θέσης – και η ορχήστρα έπαιζε Rag Times για να καθησυχάσει τους επιβάτες, οι οποίοι, κατά συνέπεια, δεν μπήκαν στις λέμβους και δεν αντιλήφθηκαν την κατάστασή τους έως ότου είχαν φύγει όλες οι λέμβοι και το πλοίο στεκόταν κατακόρυφα προτού βυθιστεί τελείως στον πάτο. Όλα όσα ακολούθησαν τα εξιστόρησε η Λαίδη Νταφ Γκόρντον, και όσοι ήταν παρόντες στην έρευνα των Η.Π.Α. μετά βίας θα άντεχαν να τα επαναλάβουν.
Ρωτώ, λοιπόν: προς τι όλη αυτή η ειδεχθής, βλάσφημη, απάνθρωπη, αλαζονική ψευδολογία; Βρισκόμαστε ενώπιον μιας συμφοράς που θα μπορούσε να ταπεινώσει και τον πιο υψηλόφρονα άνθρωπο, θα μπορούσε να αφαιρέσει το γέλιο και από τον πιο αχαλίνωτο γελωτοποιό. Αντ’ αυτού, μας κάνει ματαιόδοξους, θρασείς και ψεύτες. Αυτή τη στάση υιοθέτησαν, τουλάχιστον, οι δημοσιογράφοι μας. Είχαν δίκιο ή άδικο; Αντιπροσώπευε ο τύπος το κοινό; Φοβάμαι πως ναι. Άνθρωποι της εκκλησίας και του κράτους υιοθέτησαν το ίδιο ύφος περίπου. Προσωπικά, μου γεννήθηκαν αισθήματα βαθύτατης αηδίας, εθνικής αισχύνης σχεδόν. Μήπως είμαι τρελός; Πιθανόν. Εν πάση περιπτώσει, έτσι ένιωσα και έτσι νιώθω για όλα αυτά. Έχω την εντύπωση πως όταν αισθάνεται κάποιος βαθύτατα συγκινημένος, πρέπει να λέει την αλήθεια. Το έθνος της Αγγλίας φαίνεται να δέχεται την ακριβώς αντίθετη άποψη. Και πάλι είμαι η μειονότητα. Ως πού θα πάει αυτή η κατάσταση; για την Αγγλία εννοώ. Ας υποθέσουμε ότι ήρθαμε σε συμπλοκή με μια φυλή που είχε το θάρρος να κοιτάξει την πραγματικότητα κατά πρόσωπο και τη σοφία να έχει επίγνωση του εαυτού της. Ευτυχώς για εμάς, καμία τέτοια φυλή δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Μία είναι η άθλια παρηγοριά μας, πως κάθε άλλο έθνος θα είχε συμπεριφερθεί εξίσου παράλογα».
Ακολουθεί η απάντηση του σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ στην εφημερίδα Daily News and Leader.
Δεύτερη επιστολή: Σερ ΑΚ Ντόιλ
20η Μαΐου 1912
«Κύριε –
Μόλις διάβασα το άρθρο του κυρίου Μπέρναρ Σο σχετικά με την απώλεια του Τιτανικού, το οποίο εμφανίστηκε στο φύλλο της 14ης Μαΐου. Έχει γραφεί, υποτίθεται, χάριν της αλήθειας, και κατηγορεί τους πάντες ως ψεύτες. Ωστόσο, δεν μπορώ να θυμηθώ κανένα άλλο κείμενο που να συγκεντρώνει τόσα πολλά ψεύδη. Είναι πραγματικά ασύλληπτο πως μπορεί κάποιος να γράφει με τόση χαλαρότητα και ελαφρότητα για ένα τέτοιο γεγονός σε μια τέτοια στιγμή. Ας δούμε κάποια από τα σημεία που θίγει. Προκειμένου να στηρίξει τη στρεβλή θέση του, πως δεν υπάρχει ηρωισμός, ο κύριος Σο επιλέγει να παραθέσει αριθμούς για να αποδείξει πως δεν δόθηκε προτεραιότητα στις γυναίκες κατά τη διάσωση. Επιλέγει, για τον σκοπό αυτό, μία μόνο λέμβο, τη μικρότερη όλων, η οποία βρέθηκε στο νερό και πλοηγήθηκε υπό περίεργες συνθήκες, που διερευνώνται αυτή τη στιγμή. Εφόσον επέβαιναν δέκα άνδρες και δύο γυναίκες σε αυτή τη λέμβο, λοιπόν, δεν επεδείχθη ηρωισμός ή ιπποτισμός, και η όλη σχετική συζήτηση είναι επιτηδευμένη. Ωστόσο, ο κύριος Σο γνωρίζει, όπως γνωρίζω και εγώ άλλωστε, πως, εάν είχε επιλέξει την αμέσως επόμενη λέμβο, θα ήταν υποχρεωμένος να παραδεχθεί πως οι 65 από τους 70 επιβαίνοντες ήταν γυναίκες, και ότι η πλοήγηση όλων σχεδόν των λέμβων υπήρξε δυσχερής λόγω έλλειψης ανδρών που θα αναλάμβαναν την κωπηλασία. Επομένως, εσκεμμένα επέλεξε μία συγκεκριμένη λέμβο, για να δημιουργήσει μια εσφαλμένη εντύπωση· αν και γνώριζε, ασφαλώς, πως έτσι θα έδινε μια ολωσδιόλου διαστρεβλωμένη εικόνα της γενικότερης κατάστασης. Είναι, επομένως, εύλογη η αμφισβήτηση, και έχει ο συγγραφέας κάποιο λόγο να κατηγορεί τους συγχρόνους του για ψευδολογία;
Η επόμενη παράγραφος της επιστολής αναφέρεται αποκλειστικά στη σπίλωση της συμπεριφοράς του Πλοιάρχου Σμιθ. Το αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με την αγαπημένη μέθοδο του κυρίου Σο, τη suggestio falsi – εν προκειμένω, το έμμεσο ψεύδος είναι πως η συμπόνια του κοινού προς τον Πλοίαρχο Σμιθ μετουσιώθηκε σε συγχώρηση της πλοήγησης του Πλοιάρχου Σμιθ. Βέβαια, όλοι – συμπεριλαμβανομένου του κυρίου Σο – γνωρίζουν καλά πως ποτέ κανείς δεν υπερασπίστηκε τον κίνδυνο τον οποίο διέτρεξε το πλοίο, και πως η συμπόνια κατευθυνόταν προς έναν γηραιό και τιμημένο ναυτικό που διέπραξε ένα μόνο φοβερό λάθος, και ο οποίος έδωσε πρόθυμα τη ζωή του από επιθυμία να επανορθώσει, πετώντας τη σωσίβια ζώνη του, προσπαθώντας έως την τελευταία στιγμή για εκείνους τους οποίους είχε βλάψει άθελά του, και τέλος κολυμπώντας με ένα παιδί ως τη λέμβο στην οποία αρνήθηκε ο ίδιος να μπει. Αυτά είναι τα γεγονότα, και η διαβεβαίωση του κυρίου Σο πως το ναυάγιο υμνήθηκε ως «θρίαμβος της βρετανικής ναυτιλίας» αποδεικνύει απλώς – αν και οι αποδείξεις είναι περιττές – πως τα λόγια μετράνε πιο πολύ από την αλήθεια για τον κύριο Σο. Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για το σχόλιό του πως «έγραφαν για αυτόν όπως δεν θα έγραφαν ούτε για τον Νέλσονα». Εάν ο κύριος Σο μου δείξει τη δουλειά οποιουδήποτε υπεύθυνου δημοσιογράφου όπου ο Πλοίαρχος Σμιθ παραλληλίζεται με τον Νέλσονα, θα αποστείλω μετά χαράς 100 λίρες στη Fabian Society.
Το επόμενο υπονοούμενο του κυρίου Σο – το οποίο είναι ακόμη πιο φαρμακερό, καθότι πιο λακωνικό – είναι πως οι αξιωματικοί δεν έκαναν το καθήκον τους. Αυτό μόνο μπορεί να σημαίνουν τα ασαφή λόγια του - εάν σημαίνουν κάτι. Παραθέτει τα λόγια με τα οποία αντέδρασε ο Λόου στην προσπάθεια επέμβασης του κυρίου Ίσμευ σαν να επρόκειτο για έγκλημα. Δεν μπορώ να φανταστώ υψηλότερο παράδειγμα εκτέλεσης καθήκοντος από αξιωματικό από αυτό κατά το οποίο ένας υφιστάμενος τολμά να μιλήσει με τέτοιον τρόπο προς τον διευθυντή της πλοιοκτήτριας εταιρείας επειδή πιστεύει ότι παρεμποδίζεται το διασωστικό έργο του. Ο έκτος αξιωματικός βυθίστηκε μαζί με τον Πλοίαρχο, οπότε υποθέτω πως ούτε ο κύριος Σο δεν θα του ζητούσε να κάνει κάτι περισσότερο. Για τους άλλους αξιωματικούς δεν έχω ακούσει ή διαβάσει τίποτε που να αποτελεί αιτία για κριτική. Ο κύριος Σο θεωρεί προσβλητικό το γεγονός πως ένας από αυτούς χρησιμοποίησε το περίστροφό του για να εκφοβίσει κάποιους ξένους μετανάστες που απείλησαν να ορμήσουν στις λέμβους. Το γεγονός και η διαβεβαίωση πως οι επιβάτες αυτοί ήταν ξένοι προήλθε από αρκετούς αυτόπτες μάρτυρες. Πιστεύει, άραγε, ο κύριος Σο πως έπρεπε να αποσιωπηθεί; Εάν όχι, για ποιο λόγο παραπονιέται; Τέλος, ο κύριος Σο προσπαθεί να σπιλώσει το όμορφο περιστατικό με την ορχήστρα ισχυριζόμενος πως ήταν αποτέλεσμα κάποιας διαταγής που εκδόθηκε για να αποτραπεί ο πανικός. Ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, πώς ακυρώνεται είτε η σύνεση της διαταγής είτε ο ηρωισμός των μουσικών; Ορθά αποφασίστηκε πως έπρεπε να αποτραπεί ο πανικός, και ήταν υπέροχο πως οι άνδρες αυτοί μπόρεσαν να το επιτύχουν με τέτοιο τρόπο.
Όσο για την γενικότερη κατηγορία πως το γεγονός χρησιμοποιήθηκε για να υμνηθούν οι ιδιότητες των Βρετανών, θα είχαμε χαθεί, πράγματι, ως λαός, εάν δεν τιμούσαμε την ανδρεία και την πειθαρχία κάθε φορά που τη συναντούμε στην υψηλότερη μορφή της. Το γεγονός πως η συμπεριφορά των Αμερικανών εκατομμυριούχων επαινέθηκε θερμά όπως και κάθε άλλο στοιχείο του υπέροχου αυτού έπους αποδεικνύει πως δεν αναγνωρίζουμε μόνο τη δική μας προσφορά. Σίγουρα, όμως, είναι πολύ θλιβερό να βλέπει κανείς έναν άνθρωπο αδιαμφισβήτητης ευφυΐας να χρησιμοποιεί τα χαρίσματά του για να περιγράψει στρεβλά και να δυσφημίσει τον ίδιο του τον λαό, παραβλέποντας το γεγονός πως τα λόγια του θα πρέπει να κάνουν ακόμη βαρύτερη τη θλίψη εκείνων που υπέφεραν ήδη υπέρ το δέον.»
Τρίτη επιστολή:
Τζόρτζ Μπέρναρ Σο
«Κύριε –
Ελπίζω να πείσω τον φίλο μου, τον σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, τώρα που έβγαλε από πάνω του το βάρος της ρομαντικής και θερμής διαμαρτυρίας, να διαβάσει ξανά το άρθρο μου τρεις ή τέσσερις φορές, και να σας πει τι σκέφτεται πλέον σχετικά με το θέμα, γιατί πραγματικά κανείς λογικός άνδρας δεν μπορεί να διαφωνήσει έστω και με μία λέξη από όσα έγραψα.
…’’Με κατηγορεί ο σερ Άρθουρ πως ψεύδομαι Πρέπει να ομολογήσω πως δεν με ενθαρρύνει ιδιαίτερα να πω την αλήθεια. Προχωρεί, ωστόσο, και λέει, αντιφάσκοντας, το πιο εκκωφαντικό ψέμα, κατά τη γνώμη μου, που στάλθηκε ποτέ σε εκδότη από άνθρωπο συγγραφέα. Πρώτα ισχυρίζεται πως παραθέτω τα λόγια που χρησιμοποίησε κάποιος αξιωματικός ο οποίος έστειλε στον διάβολο τον κύριο Ίσμευ και περιγράφω το συμβάν «σαν να επρόκειτο για έγκλημα» Λάθος. Είπα πως το ξέσπασμα ήταν πολύ φυσικό, αν και διόλου αξιοθαύμαστο ή ηρωικό κατά τη γνώμη μου. Εάν κάνω λάθος, τότε μπορώ να αξιώσω πως είμαι και εγώ ο ίδιος ήρωας· γιατί μου έχει συμβεί, σε δύσκολες περιστάσεις, να χάσω την υπομονή και την ψυχραιμία μου και να χρησιμοποιήσω τις ίδιες ακριβώς λέξεις που αποδόθηκαν (από τον ίδιο) στον εν λόγω αξιωματικό. Ο σερ Άρθουρ, όμως, συνεχίζει και λέει: «Δεν μπορώ να φανταστώ υψηλότερο παράδειγμα εκτέλεσης καθήκοντος από αξιωματικό από αυτό κατά το οποίο ένας υφιστάμενος τολμά να μιλήσει με τέτοιον τρόπο προς τον διευθυντή της πλοιοκτήτριας εταιρείας επειδή πιστεύει ότι παρεμποδίζεται το διασωστικό έργο του.». Κι όμως, θα μπορούσες, σερ Άρθουρ. Πολλές είναι οι σελίδες των ηρωικών ρομαντικών ιστοριών που έγραψες οι οποίες μαρτυρούν πως συχνά φαντάστηκες ωραιότερα παραδείγματα. Ο ηρωισμός δεν έχει ξεπέσει ακόμη τόσο, ούτε έχει συρρικνωθεί η φαντασία σου, ούτε και έχει μαλακώσει τόσο το μυαλό σου ώστε να υποκύπτει σε κοινότοπους συναισθηματισμούς και να θεωρεί μεγαλόπρεπο έναν ανήσυχο αξιωματικό που στέλνει στον διάβολο ακόμη κι έναν διευθυντή (αν και θεόμορφο). Ούτε οι εχθροί σου δεν θα σε δυσφήμιζαν με τέτοιον τρόπο. Μα τώρα που κατάφερες να δυσφημίσεις τον εαυτό σου τόσο ιπποτικά, μη μου κάνεις μάθημα περί ασύδοτης ψευδολογίας. Διότι έχεις υπερβεί κάθε προηγούμενο με την εκπληκτική πρόταση που μόλις παρέθεσα’…..
…’’Δεν θα ήθελα να εννοηθεί ότι πίστεψα, έστω και για μια στιγμή, πως ο εκλιπών εξέφερε πράγματι όλες τις συναισθηματικές μωρολογίες που του αποδόθηκαν από διάφορους ανόητους και ψεύτες· ούτε και ξεχνώ πως ένας πλοίαρχος ίσως να μην μπορεί να ακουστεί και να κάνει αισθητή την παρουσία του σε όλη την έκταση αυτών των τεράστιων πλωτών (ή βυθιζόμενων) ξενοδοχείων με τον τρόπο που ακούγεται σε ένα καταδρομικό, ή να μην μπορεί να εμψυχώσει τον όχλο των σερβιτόρων και των λιμενεργατών όπως θα εμψύχωνε ένα πλήρωμα εκπαιδευμένων ναυτικών. Καμία δικαιολογία, ωστόσο, όσο καλή και αν είναι, δεν μπορεί να μετατρέψει μια αποτυχία σε επιτυχία. Δεν μπορεί να αγνοεί ο σερ Άρθουρ τι θα συνέβαινε εάν ο Τιτανικός ανήκε στο βασιλικό ναυτικό, ούτε τι θα έλεγε και τι θα έκανε ο στρατοδίκης εν όψει των μαρτυριών των τελευταίων ημερών. Επειδή υπάρχει μέλος της οικογένειάς μου που υπηρέτησε στον Ατλαντικό, και ίσως επειδή γνωρίζω από προσωπική πείρα τι σημαίνει να βρίσκεσαι αντιμέτωπος με τον θάνατο στη θάλασσα, γνωρίζω τι σημαίνει ο κίνδυνος του πάγου για ένα πλοίο της γραμμής, και γνωρίζω ότι δεν υπάρχει τίποτε ηρωικό σε έναν αναπόφευκτο πνιγμό. Ο Πλοίαρχος του Τιτανικού δεν έκανε, όπως πιστεύει ο σερ Άρθουρ, ένα «φοβερό λάθος». Δεν έκανε κανένα λάθος. Γνώριζε πολύ καλά ότι ο πάγος είναι ο μόνος μοιραίος κίνδυνος στη δουλειά του, και γνωρίζοντάς το αυτό, διακινδύνευσε και έχασε’’….
Επίλογος
Ακολουθεί η τελευταία απάντηση του Ντόιλ στον Σο, και προφανώς η κατάληξη της ανταλλαγής. Οι ιστορίες των επιζησάντων δεν μπορούσαν πλέον να γεννήσουν τον ίδιο συναισθηματισμό ή ρομαντισμό, καθώς οι έρευνες είχαν αποκαλύψει τα πιο απαίσια γεγονότα σε καθημερινή βάση, και σύντομα θα ακουγόταν η μαρτυρία του ίδιου του Μπρους Ίσμευ, προτού προχωρήσει η έρευνα σε πιο τεχνικά ζητήματα. Τρεις ημέρες μετά την τελευταία απάντηση του Σο, ο Άρθουρ Ντόιλ έθεσε τέλος στη συζήτηση όσο πιο αξιοπρεπώς μπορούσε την 25η Μαΐου:
Τέταρτη επιστολή:
Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ
25 Μαϊου 1912
«Κύριε –
‘’Χωρίς να συνεχίζω μια διαφωνία που θα πρέπει να αποδειχθεί άγονη, θα έθιγα ένα μόνο σημείο στην απάντηση του κυρίου Σο στην επιστολή μου. Λέει πως τον κατηγόρησα ως ψεύτη. Κι όμως, δεν παραβίασα ποτέ τις αρχές αβρότητας που διέπουν μια συζήτηση. Το χειρότερο που σκέφτηκα ή είπα για τον κύριο Σο είναι ότι, παρά τα πολλά εξαίσια χαρίσματά του, αδυνατεί να ζυγίσει τις αποδείξεις και ότι του λείπει εκείνο το χαρακτηριστικό – πείτε το κομψότητα, ανθρωπιά, ή ό,τι άλλο θέλετε – που εμποδίζει τους ανθρώπους να πληγώνουν τα αισθήματα των άλλων χωρίς λόγο».