Για όσους τυχόν δεν ενημερώθηκαν, τα αιτήματα των συγκεντρωμένων έξω από τη ΔΕΘ αγροτών είναι τα εξής: αφορολόγητο πετρέλαιο, φθηνό ρεύμα, επιδότηση σε εφόδια και ζωοτροφές, αποζημιώσεις στο 100% των ζημιών, αναπλήρωση όποιου χαμένου εισοδήματος, ματαίωση της νέας ΚΑΠ, και τερματισμός στις παράνομες ελληνοποιήσεις. Με απλά λόγια, όπως και τους δυτικοευρωπαίους συναδέλφους τους δείχνει να τους απασχολεί κυρίως το υψηλό κόστος παραγωγής, το οποίο μειώνει την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους έναντι εκείνων του εξωτερικού. Ειδικά οι Θεσσαλοί αντιμετωπίζουν και τις συνέπειες των πλημμυρών, δεδομένου ότι πέρα από τα κατεστραμμένα υποστατικά και τα νεκρά κοπάδια, η λάσπη κατέστησε κάποιες εκτάσεις γονιμότερες, όμως κατέστρεψε πάμπολλες άλλες.
Πριν μία εβδομάδα, σε κείμενο του στη «ΜτΚ» ο Αργύρης Αργυριάδης ανέφερε σχετικά με τα χαρακτηριστικά του κλάδου: «Η ελληνική γεωργία απασχολεί σήμερα 528.000 αγρότες, δηλαδή το 12% του συνολικού εργατικού δυναμικού, καθιστώντας την τον κλάδο που απασχολεί τα περισσότερα άτομα στην Ελλάδα. Παράγει όμως μόνο το 3,6% του εθνικού ΑΕΠ (περίπου 15 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ παρατηρείται συνεχής πτωτική τάση στη συμβολή του πρωτογενούς τομέα στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, που βρισκόταν στο 10,8% το 1989)».
Στους αριθμούς αυτούς θα προσθέσω κι άλλους. Η συνολική χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση ανέρχεται στα 28.244.498,8 στρέμματα, μειωμένη κατά 18,8% μεταξύ 2009-2020. Το 2020 οι ζωικές μονάδες ανέρχονταν στις 1.986.667, μειωμένες κατά 18,2% από το 2009. Αναλογικά ξοδεύουμε πολλαπλάσιο νερό από Ισπανία, Γερμανία και Γαλλία (από τα 9 δισ. μ³ συνολικής κατανάλωσης, το 83% χρησιμοποιείται για αρδευτικούς σκοπούς, ενώ μέσω Αχελώου χύνονται 600 εκ. μ³ νερού στη θάλασσα). Μονάχα το 11% του βρόχινου νερού αξιοποιείται, όταν περί τα 7 εκ. στρέμματα αρδεύονται από ίσως 120.000 αντλίες, με τεράστιο χρηματικό κόστος και περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Υπολογίζεται πως μόνο το 6% των αγροτών είναι ηλικίας κάτω των 35 ετών, ενώ περισσότεροι από τους μισούς είναι άνω των 55. Ο δείκτης της αγροτικής παραγωγικότητας μειώθηκε κατά 6,6% στην ΕΕ, μετά την αύξηση που κατέγραψε την περίοδο 2019-2022.
Σα να μην έφταναν τα παραπάνω, οι τελευταίες αλλαγές στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) επιβαρύνουν σημαντικά το σύνολο της ευρωπαϊκής γεωργίας, η οποία καλείται να ανταπεξέλθει ταυτόχρονα στην κατάργηση των δασμών και στη μαζική εισαγωγή τροφίμων από τρίτες χώρες. Ως απόρροια και της πληθωριστικής μείωσης στο διαθέσιμο εισόδημα των Ευρωπαίων, η τάση προς φθηνότερα εισαγόμενα αγαθά ενισχύεται, με αποτέλεσμα η θέση των αγροτών μας να γίνεται ακόμα δυσκολότερη. Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, μέχρι το 2050 ο κλάδος θα πρέπει να τρέφει 40% περισσότερο παγκόσμιο πληθυσμό και να αυξήσει την παραγωγή του κατά 70% (λόγω μεγέθυνσης της παγκόσμιας μεσαίας τάξης), ενώ η καλλιεργήσιμη γη υπολογίζεται πως θα αυξηθεί κατά μόλις 10%. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι το 1970, η καλλιεργήσιμη γη ανά άτομο υπολογιζόταν παγκοσμίως στα 3,8 στρέμματα, το 2000 μειώθηκε στα 2,3, ενώ η τρέχουσα πρόβλεψη για το 2050 βρίσκεται στο 1,5 στρέμμα.
Επιτακτική ανάγκη λήψης μέτρων εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής
Την ίδια ώρα, η ορατή κλιματική αλλαγή οδηγεί στην επιτακτική ανάγκη λήψης μέτρων για την αντιμετώπιση τεράστιων επισιτιστικών κρίσεων, που επιδεινώνονται από τη σπατάλη τροφίμων, την αλόγιστη χρήση των υδάτινων πόρων, την υποβάθμιση του εδάφους και τη μείωση της βιοποικιλότητας. Η ποιότητα του 75% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων του πλανήτη φέρεται να έχει υποβαθμιστεί σημαντικά, ενώ αν συνεχιστεί αυτή η τάση, το ποσοστό αυτό αναμένεται να αυξηθεί στο 95% έως το 2050. Παράλληλα, οι διατροφικές συνήθειες μεταβάλλονται: το παγκόσμιο κοινό είναι πλέον πιο ευαισθητοποιημένο σε θέματα υγείας, διατροφής και περιβάλλοντος, αναζητώντας αυθεντικά, ανιχνεύσιμα και «ηθικά» τρόφιμα.
Γι’ αυτούς τους -κατά κανόνα- ηλικιακά μικρότερους καταναλωτές, η προέλευση και ο τρόπος παραγωγής ενός τροφίμου καθορίζουν τις αγορές τους. Εν μέσω τέτοιων εξελίξεων, το παραδοσιακό ελληνικό συνεταιριστικό κίνημα εμφανίζεται επιεικώς ασθενικό. Σ’ αυτό το ρευστό περιβάλλον και με τις μεγάλες διαρθρωτικές πληγές του κλάδου να παραμένουν ανοικτές, το μέλλον φοβίζει την πλειοψηφία των Ελλήνων αγροτών. Η πραγματικότητα αυτή μειώνει την επενδυτική διάθεση πολλών εξ αυτών (μάρτυρες τούτου οι αντιπρόσωποι εξοπλισμού στην τελευταία Agrotica). Δηλαδή είναι όλα τόσο τραγικά; Σαφώς όχι.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η συμβολή του αγροτικού κλάδου στο παγκόσμιο ΑΕΠ υπολογίζεται στο 4,3%, αυξημένη κατά 73% μεταξύ 2000-2019. H παραγωγικότητα της εργασίας στον κλάδο μειώθηκε κατά 3,7% στην Ελλάδα (2022), αλλά παραμένει αυξημένη πάνω από 38% σε σχέση με το 2015. Σύντομα διατίθενται έως 200 εκατ. ευρώ από ΥΠΑΑΤ και ΕΤΕπ για αγροτικές επενδύσεις, προστιθέμενα στα 450 εκατ. του εγγυοδοτικού εργαλείου. Η εγχώρια αγροδιατροφική βιομηχανία προετοιμάζει εναλλακτικό σύστημα διαχείρισης συσκευασιών φυτοφαρμάκων. Εξαιρέθηκαν τα βοοειδή από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για τις βιομηχανικές εκπομπές αερίων ρύπων. Το 2020, ο κλάδος συνεισέφερε το 4,7% της συνολικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ). Η γεωργία απασχολεί μεν πάνω από 500.000 Έλληνες και αλλοδαπούς, μα σημαντικά λιγότερους σε σχέση με το 2001, όταν απασχολούσε 666.000.
Σε επίπεδο ΕΕ
Σε επίπεδο ΕΕ, η Ελλάδα κατείχε τη δεύτερη θέση μετά τη Ρουμανία όσον αφορά τη συνεισφορά του αγροτικού κλάδου προς το ΑΕΠ το 2020, την τρίτη ως προς την απασχόληση (μετά από Ρουμανία και Βουλγαρία) το 2019, και την έβδομη θέση ως προς τον πληθυσμό σε αγροτικές περιοχές επί του συνολικού αγροτικού πληθυσμού της ΕΕ. Το 2020, η Ελλάδα συνέβαλε στο 3,4% της συνολικής αγροτικής παραγωγής της Ένωσης (όγδοη στους 28). Όσον αφορά τα γεωργοκτηνοτροφικά απόβλητα, στο νέο σχέδιο διαχείρισής τους σχεδιάζεται να αξιοποιούνται εντατικότερα, είτε ως λίπασμα, είτε ως πηγή ενέργειας. Ο ευρύτερος αγροδιατροφικός τομέας συμμετέχει σημαντικά και στις εξαγωγές μας: κατόπιν πολυετούς ελλείμματος, το 2020 καταγράφηκε πλεόνασμα ύψους 207 εκατ. ευρώ, κυρίως λόγω βελτιωμένων εξαγωγών.
Το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας
Παρά τη γκρίνια, η ΚΑΠ εξακολουθεί να υποστηρίζει και να χρηματοδοτεί τους αγρότες με ευνοϊκούς όρους δανεισμού, και να συντηρεί το επίπεδο ζωής τους. Έχουν αυξηθεί οι χρηματοδοτήσεις σε γυναίκες και νέους. Η βιομηχανία τροφίμων, ποτών και καπνού είναι πρώτη σε αριθμό μεταποιητικών επιχειρήσεων, αποτελώντας τον μεγαλύτερο εργοδότη της εγχώριας μεταποίησης. Στη Χαλάστρα ήδη πετούν drones για εποπτεία και ψεκασμούς, ενώ οι «κομπίνες» συλλέγουν πληροφορίες δια μέσω αισθητήρων, με αποτέλεσμα η καλλιεργητική απόδοση να ελέγχεται από λάπτοπ.
Εν κατακλείδι, η αγροδιατροφή κουτσά στραβά προχωρά, συνεισφέρει καθοριστικά στην επισιτιστική επάρκεια (κρίσιμη γεωστρατηγική παράμετρος), και αλληλοϋποστηρίζεται με τις μεταφορές, το χονδρεμπόριο, τη μικρή λιανική και τον τουρισμό. Επιπλέον θρέφει την εγχώρια βιομηχανία αγροτικών εφοδίων και μηχανημάτων, ενισχύει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας και αποτελεί παράγοντα κοινωνικής συνοχής, αφού αποτελεί σημαντική οδό απασχόλησης στην περιφέρεια. Παράλληλα, η προκοπή της συνδέεται έμμεσα με την προστασία της φύσης και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ωστόσο το γενικό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας του γεωργοκτηνοτροφικού κλάδου είναι υπαρκτό, δομικό και διαχρονικό, παρά τα αμέτρητα δισεκατομμύρια ενισχύσεων μετά το 1980, και όντως επιδεινώνεται εξαιτίας της βαθμιαίας μείωσης των ενωσιακών επιδοτήσεων και των σταδιακών περιορισμών στη φυτοπροστασία (πολιτική ιδιαίτερα αρνητική για τους αγρότες του Ευρωπαϊκού Νότου). Μαζί με τις παγκόσμιες ο κλάδος αντιμετωπίζει και εθνικές προκλήσεις και ιδιαιτερότητες, με κύρια διαρθρωτικά προβλήματα το μικρό μέσο μέγεθος γεωργικών εκμεταλλεύσεων (περίπου 44 στρέμματα όταν π.χ. στην Τσεχία είναι πάνω από 500, και με μόνο το 3% του συνόλου να έχουν μέγεθος άνω των 200 στρεμμάτων), την ανεπαρκή μηχανοποίηση και ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών, την οπωσδήποτε μεγάλη εξάρτηση από τις επιδοτήσεις, την απογοητευτική εξαγωγική προώθηση των ελληνικών προϊόντων (γνωστή η περίπτωση του ελαιόλαδου, του οποίου η τυποποίηση στη χώρα μας είναι μόλις 27%, όταν στην Ιταλία αγγίζει το 80%), την ανισομερή κατανομή μεταξύ φυτικής και ζωικής παραγωγής, τις ολιγοπωλιακές τακτικές, τις απάτες, τη διαφθορά, την αδιαφάνεια, και φυσικά τη συνολικά χαμηλή παραγωγικότητα, καθώς η μορφή των εκμεταλλεύσεων συχνά δεν επιτρέπει την ορθολογική αξιοποίηση του διαθέσιμου εξοπλισμού.
Σήμερα οι περιζήτητες τεχνολογίες γεωργίας ακριβείας (π.χ. GPS, GIS κ.λπ.) και ο ανάλογος εξοπλισμός μπορεί να κοστίζουν ακόμα και 400.000 ευρώ το κομμάτι («Ακόμη το χρωστάω», έγραφε πάνω στο τεράστιο τρακτέρ του διαμαρτυρόμενος αγρότης στη νότια πύλη της Έκθεσης), συνεπώς η μεγαλύτερη ευχέρεια δανεισμού είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Όταν ερωτώνται για τα αίτια της κακοδαιμονίας οι ίδιοι οι αγρότες την αποδίδουν σε πιο χειροπιαστές αιτίες: στη μεγάλη φορολογική επιβάρυνση (μεσοσταθμικά 12-13% πάνω από τις χώρες του ΟΟΣΑ), στην υψηλή μέση ηλικία των παραγωγών, στις ούτως ή άλλως αυξημένες τιμές φυτοφαρμάκων (μέχρι τριπλάσιες συγκριτικά με τη Βουλγαρία), στο φτωχό επίπεδο επαγγελματικής εκπαίδευσης των αγροτών (από τα χαμηλότερα στην ΕΕ), στην έλλειψη προσαρμοστικότητας, στο εν γένει χαμηλό επίπεδο υιοθέτησης καινοτομιών.
Παρά την αρκετά ικανοποιητική ποιότητα των παραγόμενων αγαθών, οι προαναφερόμενοι παράγοντες προκαλούν τη χαμηλή παραγωγικότητα του αγροτικού κλάδου, σε σχέση ακόμη και με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η εικόνα της βιομηχανίας τροφίμων, ποτών και καπνού είναι ομολογουμένως καλύτερη, ωστόσο η παραγωγικότητα εργασίας στον εν λόγω κλάδο είναι χαμηλότερη από την αντίστοιχη στην ελληνική μεταποίηση.
Μεγαλύτερες ευκαιρίες και προκλήσεις μέχρι το 2030
Οι τρέχουσες εξελίξεις στα μηχανήματα, στη γενετική και στην ψηφιοποίηση επιτρέπουν σε κάθε αγρότη να παράγει τρόφιμα για περισσότερους, μακρύτερα. Μέχρι το 2030, οι τεχνολογικές πρόοδοι αναμένεται να γεννήσουν ακόμη μεγαλύτερες ευκαιρίες αλλά και προκλήσεις. Η αγροτική επιχειρηματικότητα του μέλλοντος θα αξιοποιεί την ψηφιακή καινοτομία μέσα από μεγάλη ποικιλία συνδεδεμένων συσκευών (internet of things), ενώ εξελιγμένοι αισθητήρες και αλγόριθμοι Τεχνητής Νοημοσύνης θα συμβάλλουν στον εξ αποστάσεως έλεγχο εκτεταμένων εκμεταλλεύσεων και στην ταχεία λήψη ορθών αποφάσεων. Παράλληλα νεότερες πρακτικές, όπως η υδροπονία (διάσημοι οι Ολλανδοί), τα φυτικά κρέατα και γαλακτοκομικά υποκατάστατα, η καθ’ ύψος γεωργική παραγωγή (ακόμη και εντός αστικών κέντρων), και η ευθυγράμμιση των τρόπων συσκευασίας με τη βιώσιμη ανάπτυξη θα συντελούν στη μείωση του χρηματικού κόστους, στην εκμετάλλευση νέων δυνατοτήτων και στον περιορισμό του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της αγροδιατροφικής παραγωγής και διάθεσης.
Επενδύσεις κατά μήκος όλης της αλυσίδας
Η επερχόμενη αγροτική επανάσταση του 21ου αιώνα απαιτεί λοιπόν επενδύσεις κατά μήκος όλης της αλυσίδας αξίας, επικεντρωμένες στη βιωσιμότητα και στα νέα επιχειρηματικά πρότυπα, μέσα από τη διαμόρφωση ενός στρατηγικού πλάνου ολιστικής λογικής. Πρωτεύει ο εθνικός σχεδιασμός για τη διαχείριση των υδάτων. Χρειάζεται λειτουργικός και ψηφιακός μετασχηματισμός των επιχειρήσεων του κλάδου.
Είναι αναγκαία η αύξηση μεγεθών μέσω της ανάπτυξης συνεργασιών στην παραγωγή και στη διάθεση των προϊόντων, η έμφαση στην ενίσχυση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού (δεν αρκεί η Αμερικανική Γεωργική Σχολή), όπως και η δραστηριοποίηση νέων παραγωγών. Επιβάλλεται η ανάπτυξη της εξωστρέφειας με συντονισμένο εξαγωγικό marketing και branding. Παρά την αναμφίβολη βελτίωση, εκκρεμεί η υλοποίηση καινούριων υποδομών, ειδικά στις ΑΠΕ (π.χ. δίκτυα, γεωθερμία, βιοκαύσιμα και φωτοβολταϊκά) και στην άρδευση. Πάλι ζητείται η απλοποίηση της εθνικής νομοθεσίας, αλλά και η ενίσχυση της περιφερειακής διακυβέρνησης. Συνδυασμένη με τον οικονομικό πραγματισμό, η περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση καθιστά επιτακτική την υιοθέτηση φρέσκων παραγωγικών μεθόδων και τεχνολογιών. Και επιτέλους, μπορεί ορισμένοι δικοί μας επιτήδειοι εξαγωγείς να επωφελούνται από δαύτες, όμως οι παράνομες ελληνοποιήσεις υπονομεύουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές των Ελλήνων αγροτών.
Η αναγκαία συνθήκη και ο μονόδρομος
Η σημασία του αγροτικού κλάδου για την τοπική ανάπτυξη είναι αδιαμφισβήτητη, ενόσω οι μελλοντικές διατροφικές ανάγκες του παγκόσμιου πληθυσμού αναμένονται πραγματικά δυσθεώρητες. Ευτυχώς οι τροφές δεν είναι ακόμα απολύτως συνθετικές: το χωράφι και το λιβάδι παραμένουν η κυριότερη πηγή ενέργειας του ανθρώπου. Επομένως, ειδικά σε ένα κράτος με γερασμένο πληθυσμό, η ανανέωση του επαγγέλματος αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη βιώσιμη ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας.
Η εφαρμογή νέων τεχνολογιών και καλών πρακτικών αποτελεί μονόδρομο για την παραγωγή τροφίμων κόντρα σε καινοφανή φαινόμενα, σαν τις ασυνήθιστες φυσικές καταστροφές. Για να ανταποκριθεί η ελληνική αγροτιά, θα πρέπει οι εμπλεκόμενοι -ανεξαρτήτως μεγέθους και θέσης- να προχωρήσουν στη συνολική μετατροπή του λειτουργικού μοντέλου της και στη γενικευμένη υιοθέτηση κάθε value for money νέας τεχνολογίας. Πραγματοποιούνται τεκτονικές κοινωνικές αλλαγές σε παγκόσμια κλίμακα, οι δε διατροφικές ανάγκες αναμένεται να γιγαντωθούν. Δίχως αμφιβολία, τα αγροτικά ζητήματα θα συζητηθούν μετ’ επιτάσεως προ των προσεχών ευρωεκλογών και θα παραμείνουν στην πολιτική ατζέντα. Σαν οργανωμένη κοινωνία, οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε άμεσα τις αναπόφευκτες προκλήσεις του αύριο όχι με συλλαλητήρια και μικροκομματικές αντιπαραθέσεις, αλλά με ψυχραιμία και ρεαλισμό.
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 11.02.2024