Στη Θεσσαλονίκη ταξιδεύει η παράσταση «Μάλο Μόμε ή μικρό κορίτσι» της Νάντιας Δαλκυριάδου η οποία θα φιλοξενηθεί για τρεις ημέρες στο Metropolitan Urban Theater, από 19 έως 21 Μαρτίου.
Το έργο είναι βασισμένο στην ομώνυμη αυτοβιογραφική νουβέλα της Χαρούλας Αποστολίδου. Η υπόθεση αφορά στη μετανάστευση των δεκαετιών ’60 και ’70 προς τη Δυτική Γερμανία όπου οι Έλληνες πήγαιναν ως φτηνά εργατικά χέρια, οι λεγόμενοι «γκασταρμπάιτερς».
Όπως σημειώνει η σκηνοθέτρια στη «ΜτΚ», «στην παράσταση βλέπουμε τη σχέση μίας μάνας με τις δύο κόρες της στο σήμερα, το αποτέλεσμα ουσιαστικά αυτής της απομάκρυνσης. Η μητέρα έφυγε τη δεκαετία του 1960 και, όπως ήταν σύνηθες τότε, άφησε τα παιδιά της στην Ελλάδα. Σήμερα βρίσκονται ξανά όλες μαζί για να πουλήσουν το πατρικό τους, ο πατέρας έχει πεθάνει και πρέπει να διαχειριστούν αυτή την κατάσταση».
«Μάλο Μόμε» σημαίνει «μικρό κορίτσι» στα Σλάβομαλεδονικά και είναι ο τίτλος ενός παραδοσιακού τραγουδιού που σύμφωνα με την κ. Δαλκυριάδου, τραγουδούσε η μαμά της Χαρούλας Αποστολίδου στην ίδια όταν αντιμετώπιζαν δυσκολίες. «Το τραγούδι αφορά σε ένα κορίτσι που έχασε τη μητέρα του. Η Χαρούλα το έκανε τίτλο στη νουβέλα της και εμείς το κρατήσαμε γιατί και στην παράσταση ουσιαστικά οι πρωταγωνίστριες είναι τρία μικρά κορίτσια που αναζητούν τη μητέρα. Καμία τους δεν μεγάλωσε όπως ήθελε, δεν πέρασαν μια ομαλή παιδική ηλικία» λέει χαρακτηριστικά.
Η κ. Δαλκυριάδου υποστηρίζει πως αυτό που την ενέπνευσε στην παράσταση είναι πως «για πρώτη φορά βλέπουμε την άλλη οπτική, αυτών που μένουν πίσω» και εξηγεί:
«Με τους μετανάστες η έρευνα έχει ασχοληθεί σε ένα βαθμό. Τι γίνεται όμως σε αυτό το χωριό που μένουν τα παιδιά με τη γιαγιά και τον παππού; Τι τραύματα έχουν τα παιδιά μετά από αυτό; Πώς τους το λες ότι φεύγουν οι γονείς τους; Πώς διαμορφώνεται η ψυχοσύνθεση των παιδιών μετά από αυτό; Για μένα αυτό το κείμενο έθεσε το ζήτημα ότι η μετανάστευση δεν αφορά μόνο αυτόν που παίρνει τη βαλίτσα του και φεύγει -αφορά και όσους που μένουν πίσω σε έναν τόπο που ερημώνει, αφορά τις οικογένειες που διαλύονται και αφήνουν τραύματα εφ’ όρου ζωής. Η μετανάστευση είναι μια συνολική πληγή για την κοινωνία».
Επιπλέον, ακόμα πιο συγκεκριμένα, η παράσταση ασχολείται με την γυναίκα μετανάστρια η οποία δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τον άνδρα μετανάστη. Η κ. Δαλκυριάδου εξηγεί πώς αυτό το πρίσμα την ενδιαφέρει ιδιαίτερα αν σκεφτούμε τη θέση της γυναίκας, ειδικά εκείνη την εποχή. «Η παράσταση μιλάει για μία γυναίκα που ήταν μειονότητα, μία φτωχοκόρη που την πάντρεψαν για να σωθεί. Είχε κακή ζωή, περνούσε άσχημα και η ξενιτιά ήταν μία λύση ανάγκης, μία διαφυγή. Τα προβλήματα δεν έρχονται ένα-ένα στη ζωή σε κανέναν άνθρωπο. Συνήθως αυτό που ζορίζει και μπερδεύει είναι ότι έρχονται όλα συνολικά» λέει η σκηνοθέτρια και εξηγεί πως μία γυναίκα, αν ήταν και μετανάστρια, βρισκόταν σε πολύ άσχημη θέση κοινωνικά.
«Για παράδειγμα, μία 18χρονη κοπέλα από την Κοζάνη, που στον τόπο της δεν επιτρέπονταν καν να κυκλοφορήσει μόνη της, ξαφνικά έμπαινε σε ένα τρένο για να φύγει μόνη της στη Γερμανία, χωρίς να ξέρει τίποτα, ούτε τη γλώσσα, ούτε πώς να προστατεύει τον εαυτό της. Η θέση της γυναίκας, ειδικά στην Ελλάδα, ήταν κατώτερη στα πάντα, είχαμε καθαρή πατριαρχία. Οι μετανάστες θεωρούνταν επίσης σαν πολίτες β’ κατηγορίας». σημειώνει.
Δύο είναι τα γεγονότα που ανακάλυψε με την έρευνα η κ. Δαλκυριάδου και την άφησαν άφωνη: Αρχικά, όπως εξηγεί, έμαθε για την συνθήκη που υπεγράφη το φθινόπωρο του 1959 μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, όταν ο αντικαγκελάριος της δυτικής Γερμανίας Λούντβιχ Έρχαρτ πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση να στείλει φτηνό εργατικό δυναμικό στη Γερμανία κι έτσι να λύσει, εν μέρει, το πρόβλημα της φτώχειας της. «Αρχικά οι Γερμανοί είχαν προτείνει να ανοίξουν γερμανικά εργοστάσια εδώ και εμείς είπαμε ‘όχι, πάρτε τους’. Συνεπώς η Ελλάδα έβαλε την τελική υπογραφή γι’ αυτόν ξεριζωμό» λέει η κ. Δαλκυριάδου. Το άλλο γεγονός που την σόκαρε ήταν ο τρόπος καταγραφής των εργατών. Όπως λέει χαρακτηριστικά στην «ΜτΚ», «η καταμέτρηση δεν γίνονταν σε άτομα αλλά σε τεμάχια, λες και ήταν αντικείμενα».
Who is who
Η Νάντια Δαλκυριάδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρύα Βρύση Γιαννιτσών στην Πέλλα. Σπούδασε Φιλοσοφία και Παιδαγωγική στο ΑΠΘ και έπειτα υποκριτική στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος από όπου αποφοίτησε το 2006. Μέχρι το 2015 έμενε στη Θεσσαλονίκη όπου εργαζόταν αποκλειστικά σαν ηθοποιός. Τότε ολοκληρώθηκε ο κύκλος της στην πόλη και ήθελε να ανοίξει έναν νέο, στην Αθήνα.
Εκεί άρχισε να ασχολείται για πρώτη φορά με τη σκηνοθεσία. Ως σκηνοθέτρια, ξεκίνησε κάνοντας βρεφικό θέατρο και παιδικές παραστάσεις. Έπειτα, μεταξύ άλλων, σκηνοθέτησε τις «Γειτονιές του Κόσμου» του Γιάννη Ρίτσου, μία παράσταση που παιζόταν για τρία χρόνια. Η ίδια εξομολογείται πώς νιώθει πιο δημιουργική με τη σκηνοθεσία και μάλλον της ταιριάζει καλύτερα σαν μέσο έκφρασης.
Παραδέχεται πως δεν θα ήθελε να μείνει στο εξωτερικό γιατί «αυτό που κάνουμε έχει άμεση σχέση με τα βιώματα και την εμπειρία μας εδώ», παρά το γεγονός ότι, όπως μαθαίνει, σε ορισμένες χώρες μάλλον είναι καλύτερα τα πράγματα για τους καλλιτέχνες. «Δεν έχω ζήσει έξω, δεν ξέρω πως είναι η κατάσταση στην πραγματικότητα, μόνο ό,τι ακούω. Ξέρω όμως ότι, στην Αθήνα τουλάχιστον, υπάρχει πολύ μεγάλη θεατρική παραγωγή. Αυτή τη στιγμή παίζονται περίπου 400 παραστάσεις στην πρωτεύουσα και αυτό κάτι δείχνει» καταλήγει η κ. Δαλκυριάδου. Όσο για τη Θεσσαλονίκη, δηλώνει πολύ χαρούμενη που θα ανέβει εδώ η παράσταση και ανυπομονεί καθώς «είναι διαφορετικό να την παρουσιάζεις στους δικούς σου ανθρώπους».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17.03.2024