Αυτό θα πει πραγματική πρωτογενής παραγωγή! Η μουσική ενός αναγνωρισμένου και αγαπητού συνθέτη – ενορχηστρωτή και το κείμενο ενός πασίγνωστου στιχουργού – ποιητή – συγγραφέα συναντιούνται σε πρώτη πανελλήνια παρουσίαση.
Ο λόγος για τη μεγάλη μουσικοθεατρική παράσταση «Μαρίκα με είπανε – Μαρίκα με βγάλανε» - Ιστορίες γυναικών του Λαϊκού Τραγουδιού που πραγματοποιείται σε συμπαραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και του ΔΗΠΕΘΕ Σερρών και σε σκηνοθεσία του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΚΘΒΕ Αστέρη Πελτέκη.
Το έργο είναι ένας φόρος τιμής στις αρχετυπικές γυναικείες μορφές που επηρέασαν το ελληνικό λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι του περασμένου αιώνα. Οι γυναίκες του τραγουδιού μας, ηρωίδες της σκηνής και της ζωής, με την τέχνη τους και την πίστη τους στο θαύμα, υψώθηκαν σε θαυμαστά πρόσωπα του ελληνικού πολιτισμού. Ανάμεσά τους η ηθοποιός Παναγιώτα Βιτετζάκη που ερμηνεύει την αφηγήτρια και μιλά για τα γοητευτικά στοιχεία του θεατρικού αυτού εγχειρήματος. «Θέλω να κάνω μια ειδική μνεία στις πρωτότυπες μουσικές που έχει γράψει ο Γιώργος Ανδρέου, ο οποίος έχει μεν επηρεαστεί από την ελληνική παράδοση και τα τραγούδια μας, αλλά τα έχει εξελίξει, ενώ τα κομμάτια πηγαίνουν παρακάτω την πλοκή. Δεν έχουν δηλαδή στόχο μόνο την όποια συναισθηματική φόρτιση, που έχουμε συνηθίσει μέσα από τις παραστάσεις να μας δημιουργούν τα τραγούδια και οι μουσικές. Και οι ίδιοι οι στίχοι έχουν νόημα για την πλοκή», λέει η ηθοποιός.
Έτσι, με ζωντανή μουσική επί σκηνής ακούγονται τραγούδια που όλοι αγαπάμε, τα οποία μπορεί να έχουμε συνδυάσει με τη Νίνου ή την Παπαγκίκα, αλλά και νέα που δεν γνωρίζουμε. «Δεν είναι μια μουσική παράσταση γιατί και η μυθοπλασία καταλαμβάνει πολύ μεγάλο ρόλο σε όλο αυτό. Ούτε η αφήγηση είναι απλά μια γέφυρα για τα τραγούδια. Όμως οπωσδήποτε η μουσική είναι βασικό συστατικό αυτής της παραγωγής, οπότε όταν μπήκαν και οι μουσικοί η ενέργεια εκτοξεύθηκε», υπογραμμίζει η ηθοποιός.
Αυτό που σε εκείνη όμως ασκεί πάρα πολύ μεγάλη γοητεία είναι και κάτι ακόμη. «Μιλάμε για τη Μαρίκα της Αθήνας που είναι η Νίνου και τη Μαρίκα της Αμερικής που είναι η Παπαγκίκα. Σε αυτή τη λυρική γραφή του Οδυσσέα Ιωάννου σπάμε τους γεωγραφικούς και χρονολογικούς ηλικιακούς κώδικες και βάζουμε τις δύο αυτές γυναίκες να συναντηθούν πράγμα το οποίο δεν συνέβη ποτέ στην πραγματικότητα», τονίζει η κ. Βιτετζάκη.
Μαγικός ρεαλισμός και ένα φόντο γεμάτο ψέματα και αλήθειες
Η παράσταση αναφέρεται τη χρονική περίοδο ανάμεσα στο 1920-1960, δηλαδή τα σαράντα χρόνια που διαμόρφωσαν το ελληνικό λαϊκό τραγούδι σε όλες του τις εκδοχές. «Η μυθοπλασία έχει πάρα πολλά χαρακτηριστικά μαγικού ρεαλισμού και είναι ένα φόντο γεμάτο ψέματα και αλήθειες. Ουσιαστικά πατάει πάνω σε κάποια ιστορικά γεγονότα, γίνονται κάποιες υπερβάσεις αυθαίρετα, τα οποία όμως δεν περιορίζουν καθόλου τους χαρακτήρες, αντίθετα μας βοηθούν να κατανοήσουμε περισσότερο τις τρίτες τους διαστάσεις», υπογραμμίζει η ηθοποιός.
Το έργο αρχίζει με τη Νίνου που βρίσκεται μπροστά στην ίδια της τη μοίρα, αφού μια χαρτορίχτρα της ανακοινώνει ότι θα πεθάνει. Εκείνη τη στιγμή κάπου μέσα στο βαθύ υποσυνείδητό της, στον ύπνο της ή μεταξύ ονειρικού και πραγματικού ακούγεται ένας ήχος απόκοσμος που της φωνάζει: «βιάσου»! Αυτή είναι η φωνή της Παπαγκίκα. «Ενώ μου ασκεί πραγματική γοητεία η θεματολογία του θανάτου και τα όποια σκοτάδια μπορεί να ανασύρει, αυτό το βιάσου μου έχει κάνει απίστευτη εντύπωση. Γιατί δεν αναφέρεται στο μέλλον, δεν είναι το σύνηθες της εποχής μας να κάνουμε πολλά πράγματα μέσα στους φρενήρεις ρυθμούς της τεχνολογίας, αλλά είναι η ανάγκη η ηρωίδα να γυρίσει πίσω στο παρελθόν, να σκεφθεί, να επανατοποθετήσει συμπεριφορές και γεγονότα, να συγχωρήσει εαυτόν και αλλήλους, να μαλακώσει τις πληγές της. Επίσης, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτό η Νίνου το ακούει από την Παπαγκίκα. Αυτό δεν συμβαίνει και στη ζωή; Μαθαίνουμε από τους προγενέστερούς μας, από τη μάνα μας, από τις ρίζες μας, από την ιστορία μας, ακόμη και από τον ίδιο μας τον παιδικό εαυτό όταν ήταν αφιλτράριστος και διεκδικούσε και έδειχνε ό,τι ήθελε », επισημαίνει η ηθοποιός.
«Με συμπαρέσυρε το κείμενο»
Η ίδια ως αφηγήτρια επικοινωνεί με το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου της δραματοποιημένης αφήγησης, όμως η παρουσία της γίνεται στην πορεία λίγο πιο αφαιρετική, αφού είναι σαν να μετατρέπεται σε κόρη της Νίνου και της Παπαγκίκα, στην επόμενη Μαρίκα. «Σαν να εκπροσωπώ οποιαδήποτε γυναίκα μπορεί να αντιμετωπίζει μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, τα ήθη και τα έθιμα και μέσα σε αυτά να παλεύει να βρει τον εαυτό της επαγγελματικά, ερωτικά, ως μάνα, ως άνθρωπος. Είναι μια παράσταση φτιαγμένη από άντρες για γυναίκες», λέει.
Για τον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε τον ρόλο της τονίζει: «Εξ αρχής με συμπαρέσυρε το κείμενο. Πιστεύω ότι η σκηνοθετική προσέγγιση του Αστέρη Πελτέκη είναι απόλυτα εναρμονισμένη με τη λυρική γραφή του Οδυσσέα Ιωάννου και με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού. Οπότε μέσα σε όλο αυτό ο λόγος έχει μουσικότητα και λυρισμό. Νομίζω ότι και εγώ ακολούθησα αυτή την πιο νεραϊδίσια προσέγγιση ενός αλλόκοσμου πλάσματος που είναι μεταξύ αλήθειας και πραγματικότητας, πράγμα φυσικά σε συνθήκες ‘σπάει’. Δηλαδή μπορεί να με δείτε να κάνω τη σερβιτόρα, μια αμερικανίδα ξαδέλφη κ.α. όταν μπαίνω και εγώ κάπου ως μέρος της ιστορίας».
Μέσα από την παράσταση έμαθε πολλά. « Επί της ουσίας μελετήσαμε πολύ, κατά βάση τη ζωή της Νίνου, γιατί γι’ αυτήν υπάρχουν περισσότερα καταγεγραμμένα γεγονότα και πληροφορίες. Για την Παπαγκίκα δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί τόσα πολλά. Προσωπικά θαύμαζα και τις δύο, ήταν στα ακούσματά μου και τις αγαπούσα, οπότε πιο πολύ έμαθα για την πορεία της ζωής τους και το χρονικό και ιστορικό πλαίσιο στο οποίο μεγάλωσαν», καταλήγει η γνωστή ηθοποιός.
INFO
Πρεμιέρα: Πέμπτη 28 Μαρτίου
Μονή Λαζαριστών (Σκηνή Σωκράτης Καραντινός)
Δημοσιεύτηκε στη Μακεδονία της Κυριακής