Πολύς ο ντόρος για τα ευρωψηφοδέλτια, και δικαιολογημένος. Η σύνθεσή τους υπονοεί ότι οι πολιτικές ηγεσίες προτεραιοποιούν τα βραχυπρόθεσμα κομματικά οφέλη, εις βάρος των μακροπρόθεσμων εθνικών συμφερόντων. Ενδεχομένως αυτή είναι η πραγματιστική αντιμετώπιση της προσεχούς εκλογικής μάχης: με κάθε τρόπο ν’ αποφευχθούν διαρροές, προς δεξιά κι αριστερά • κυνική αντιμετώπιση, και σ’ όποιον αρέσει.
Ωστόσο, όσοι αντιδρούν διακομματικά στην ανάθεση της ενωσιακής μας εκπροσώπησης σε άτομα άσχετα με το αντικείμενο, θεωρούν ότι η υψηλή αξία της ΕΕ για την Ελλάδα συνεπάγεται την αποστολή αρίστων στις Βρυξέλλες • ειδικά μάλιστα μετά τις υποθέσεις Σπυράκη, Γεωργούλη και -κυρίως- Καϊλή, και στη χρονιά όπου αναμένεται η επιστροφή μας στα προ μνημονίων οικονομικά μεγέθη. Άραγε έχουν δίκιο; Ας δούμε λίγους αριθμούς.
Η Ελλάδα έχει λάβει από την ΕΕ ίσως τα περισσότερα κονδύλια ανά κάτοικο σε σχέση με τις εισφορές της, συνολικού ύψους άνω των 180 δισ. ευρώ. Η χώρα μας προηγείται επίσης στις εισροές από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), με δείκτη απόδοσης 2,7. Οι επιδοτήσεις της ΚΑΠ προσέφεραν πολύτιμες εισοδηματικές ανάσες στους Έλληνες αγρότες στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, και συντέλεσαν στην αναχαίτιση της αστυφιλίας και στη σταθεροποίηση του αγροτικού πληθυσμού.
Τα απτά οφέλη της συμμετοχής στην Ένωση για την πραγματική οικονομία εντοπίζονται στη μείωση του κόστους διασυνοριακών συναλλαγών, στη διεύρυνση του εμπορίου, στην αποφυγή του στασιμοπληθωρισμού, στον περιορισμό της επενδυτικής αβεβαιότητας, και στη διεθνή αξιοπιστία μας.
Κατά συνέπεια, οι ελληνικές επιχειρήσεις ανέκαθεν επιθυμούσαν τη συμμετοχή στην ΕΟΚ, στην ΕΕ και κατόπιν στο κοινό νόμισμα. Μετά το 1980 σταδιακά επωφελήθηκαν από μικρότερα και σταθερότερα επιτόκια, από τον τερματισμό των υποτιμήσεων, από το άνοιγμα σε νέες αγορές και φυσικά από σοβαρές επιχορηγήσεις παγίων στη μεταποίηση, στα logistics και στην έρευνα.
Επιπλέον, η Ελλάδα αναμένεται να λάβει από το μεταπανδημικό Ταμείο Ανάκαμψης (RRF) τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση ως προς το μέγεθος της οικονομίας της, περίπου 30 δισ. ευρώ σε δάνεια και χορηγήσεις, 17% του ΑΕΠ της. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το πρόγραμμα Ελλάδα 2.0 θα προσθέσει 3,5% στο ΑΕΠ μόνο κατά την περίοδο 2021-2026. Η απορρόφηση των συγκεκριμένων πόρων θα εστιάσει στους τομείς τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής (3,38 δισ. ευρώ), κατασκευών (2,85 δισ. ευρώ), εκπαίδευσης (2,07 δισ. ευρώ), και ενέργειας (2,04 δισ. ευρώ).
Ας μη λησμονούμε ότι μεγάλα ποσά από τα αλλοτινά ΜΟΠ, τα ΕΣΠΑ και την ΕΤΕπ στήριξαν επίσης την υγεία, τον πολιτισμό και την ποιότητα ζωής: νοσοκομεία, θέατρα, μουσεία, παιδικοί σταθμοί, προγράμματα κατάρτισης, βιολογικοί καθαρισμοί, ΧΥΤΑ, δομές απεξάρτησης και επισιτιστικές δράσεις έχουν πληρωθεί και πληρώνονται από ευρωπαϊκά λεφτά. Και να μην παραλείψουμε τη συνδρομή των εταίρων στις ετήσιες καλοκαιρινές πυρκαγιές ή στη φύλαξη των συνόρων δια της Frontex, συμβάλλοντας έτσι στην πολιτική σταθερότητα μας. Τέλος, το δικό μας ΥΠΕΞ προώθησε τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, μια δέσμευση να αλληλοβοηθηθούν τα κράτη-μέλη σε περίπτωση εξωτερικής επίθεσης. Δίχως τους Ευρωπαίους, η φινλανδοποίηση μας από τη Γείτονα θα ήταν αναπόφευκτη, με την εθνική οικονομία μας να καθίσταται εξάρτημα της τουρκικής.
Εν κατακλείδι, η συμμετοχή στην ΕΕ προσφέρει ποικίλα κέρδη στην Ελλάδα (μα και στην Κύπρο), οικονομικά και γεωπολιτικά. Ποιός όμως φέρει την αποκλειστική ευθύνη διατήρησης και επαύξησης των ως τώρα κερδών; Οι ευρωβουλευτές;
Για να είμαστε δίκαιοι, όχι. Η ΕΕ είναι ένωση εθνικών κρατών, όχι πολιτών, ούτε πολιτειών. Κατά συνέπεια, τα νομοθετήματά της ωριμάζουν στα κράτη-μέλη από γραφειοκράτες υπόλογους σε αυτά, και κατόπιν συμφωνούνται στα συμβούλια υπουργών. Όταν φτάνουν στο Ευρωκοινοβούλιο τα πάντα είναι κανονισμένα, και η υπερψήφισή τους αποτελεί τυπική διαδικασία. Παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις, το -θεωρητικά κορυφαίο- νομοθετικό όργανο δεν κατάφερε καν να αναδείξει Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2019. Βρίσκεται ουσιαστικά περιορισμένο στην έκδοση μεγαλόστομων ψηφισμάτων χωρίς κοινωνικό αντίκρισμα, η δε απλή αναλογική ευνοεί την εκλογή γραφικών προσωπικοτήτων, συχνά φανατικών αντιδυτικών.
Αφού είναι έτσι λοιπόν, γιατί να χολοσκάμε για το ποιόν στέλνουμε εκεί; Δεν αρκούν οι κατά τόπους υπηρεσιακοί; Η απάντηση είναι απλή: αν όλα μπορούσαν να γίνονται σωστά από υπηρεσιακούς ευρισκόμενους υπεράνω της λαϊκής ετυμηγορίας, τότε ούτε πολιτικούς θα χρειαζόμασταν, ούτε κόμματα, ούτε εκλογές. Η δημόσια διοίκηση θα λειτουργούσε σαν τέλειο αεικίνητο, παρέχοντας σε όλους μας άπλετη δικαιοσύνη, ασφάλεια και ποιότητα ζωής. Όπως βέβαια γνωρίζουμε, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Οι γραφειοκρατίες ούτε σοφές είναι, ούτε ηθικά άμεμπτες, ούτε αφοσιωμένες αποκλειστικά στα συμφέροντα των πολιτών. Ίσα-ίσα, τείνουν να αυτονομούνται ανεξέλεγκτα και αυτοαναφορικά, συγχέοντας το γενικότερο καλό με το δικό τους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι Βρυξέλλες αποτελούν μόνιμο πεδίο παρασκηνιακών συγκρούσεων. Εκτός από τους διπλωμάτες και τους μόνιμους υπαλλήλους, πάνω από 30.000 λομπίστες δραστηριοποιούνται στη βελγική πρωτεύουσα, μαχόμενοι υπέρ αναπτυσσόμενων χωρών, τεράστιων ομίλων, ΜΚΟ, και πάει λέγοντας.
Μέσα από τούτη την καθημερινή αδιαφανή ζύμωση γεννώνται πολιτικές περιστασιακά λανθασμένες. Κάποτε οι ποσοστώσεις της ΚΑΠ αποδυνάμωσαν την ελληνική κτηνοτροφία. Οι μεταβαλλόμενες κρατικές ενισχύσεις της τριακονταετίας 1981-2010 άσκησαν τελικά αρνητική επίδραση στη βιομηχανία της Ελλάδας, εις βάρος του εμπορικού ισοζυγίου. Η τελωνειακή ένωση με την Τουρκία και οι εμπορικές συμφωνίες με Κίνα, Ν. Αμερική, Πακιστάν και Μπαγκλαντές οδήγησαν σε αφανισμό την εγχώρια παραγωγή φθηνών προϊόντων, αγροτικών και καταναλωτικών. Η περιβαλλοντική ευαισθησία ορισμένων ευρωπαϊκών υπηρεσιών δεσμεύει την αλιεία μας, προς όφελος της τουρκικής. Η ίδια ευαισθησία συχνά εμποδίζει την εξόρυξη πρώτων υλών, ακόμη και πολύτιμων για την παραγωγή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Τα ανοιχτά εσωτερικά σύνορα ευθύνονται για αυξημένη μεταναστευτική πίεση στα περιφερειακά κράτη, με τη Συνθήκη του Δουβλίνου να τα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο. Παρά τα εξισορροπητικά μέτρα, η Πράσινη Μετάβαση υπονομεύει περαιτέρω την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα και ερημώνει ολάκερες περιοχές, φαινόμενο οδυνηρά γνωστό στους Δυτικομακεδόνες.
Η Κομισιόν παράγει τεράστιους όγκους διατάξεων ιδιαίτερα σχολαστικών και περιπτωσιολογικών για ζητήματα μάλλον ήσσονα (πχ για τα πλαστικά καλαμακια, ή για την ισχύ των ηλεκτρικών σκουπών), όταν την ίδια στιγμή συνορεύοντα κράτη-μέλη έχουν διαφορετικούς έμμεσους φόρους, ενεργειακά τέλη, διαδικασίες πιστοποίησης, τελωνειακούς κώδικες, μέχρι και κανονισμούς οδικής σήμανσης.
Οι πανευρωπαϊκές επιδοματικές πολιτικές υποσκάπτουν ανάπτυξη και συνοχή αν καταρτίζονται βάσει θεωρητικών, ιδεολογικών ή απλώς επιπόλαιων κριτηρίων. Και φυσικά, η οικονομική κρίση του 2008 κατέδειξε πως η ΕΕ βασικά αντιγράφει την πλαδαρή Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους, κι όχι τις ΗΠΑ.
Τέτοια θέματα συζητούν εκατοντάδες εκατομμύρια Ευρωπαίοι, κατά κανόνα κάτοικοι του λεγόμενου σκληρού πυρήνα. Οι απόψεις για την ένταξη νέων μελών διίστανται, το μεταναστευτικό εξοργίζει πολλούς, η παγκοσμιοποίηση διχάζει, ανατολικοί και δυτικοί πολίτες έχουν διαφορετική άποψη για τη Ρωσία, βόρειοι και νότιοι δεν ταυτίζονται όσον αφορά τη συμπερίληψη και την πολυπολιτισμικότητα. Μεταρρυθμίσεις σχεδιάζονται όχι με γνώμονα τις επιθυμίες των λαών, μα εκείνες μικρών ομάδων. Ακόμη και το απολύτως ευπρόσδεκτο RRF αμφισβητείται αν δύναται να φέρει θεαματικές αλλαγές. Φαίνεται ότι πολλά κεφάλαια του Ταμείου δε διαχωρίζονται από άλλα ενωσιακά κονδύλια (π.χ. τα διαρθρωτικά ταμεία ή το Ταμείο Συνοχής), ώστε να κατευθυνθούν σε εμβληματικες δράσεις στρατηγικού χαρακτήρα. Η Γηραιά Ήπειρος δείχνει έτοιμη να κλωτσήσει μια κρίσιμη ευκαιρία ανανέωσης της δυναμικής της, κολλημένη στο τέλμα της τελευταίας εικοσαετίας.
Διαπιστώσεις σα τις παραπάνω γεννούν δυσαρέσκεια • δυσαρέσκεια που στο παρελθόν αλλού εκφράστηκε μέσα από δημοψηφικές απορρίψεις του Ευρώ, του κοινού συντάγματος, και -στη βρετανική περίπτωση- της ίδιας της συμμετοχής στην Ένωση. Πρόσφατες έρευνες βρίσκουν πόσο έχει δοκιμαστεί η ελληνοευρωπαϊκή σχέση μετά το 2010. Στην πλειονότητά μας νιώθουμε Ευρωπαίοι κι ότι το μέλλον μας θα είναι καλύτερο εντός ΕΕ, όμως η εμπιστοσύνη μας έχει τρωθεί.
Η διεύρυνση των ανισοτήτων, η ανυπαρξία κατεύθυνσης και η έλλειψη κοινής αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής προβληματίζουν τους Έλληνες, και το Erasmus, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, τα χρηματοδοτικά πακέτα και η κοινή προμήθεια εμβολίων κατά του COVID αξιολογούνται μεν θετικά, όχι όμως αρκούντως θετικά, λόγω -συνειδητής ή ασυνείδητης- κακής ενημέρωσης. Η υπαρκτή λαϊκή δυσαρέσκεια μόνο από προσηλωμένους ευρωπαϊστές μπορεί να αναχαιτιστεί.
Η σχέση μας με την ΕΕ είναι απαιτητική, μα ζωτική. Το εθνικό συμφέρον μας επιβάλλει μία Ένωση βαθύτερη, πιο δίκαιη και αποτελεσματική, με ενιαία στάση μπροστά στις εξωτερικές απειλές. Το εθνικό συμφέρον μας υποχρεώνει να διαδραματίσουμε ενεργότερο ρόλο στα ενωσιακά όργανα, καθώς η ευρωπαϊκή ανθεκτικότητά και βιωσιμότητα εξασφαλίζουν τη δική μας.
Το εθνικό συμφέρον μας υποχρεώνει να στέλνουμε στις Βρυξέλλες τους καλύτερους κι όχι τους γνωστότερους, τους παθιασμένους κι όχι τους αδιάφορους, τους ρεαλιστές κι όχι τους λαϊκιστές, τους παραγωγικούς κι όχι τους φαφλατάδες. Το εθνικό συμφέρον μας ως κάτοικοι της Κεντρικής Μακεδονίας είναι να μεριμνήσουμε ότι το ύψους 1,44 δισ. ευρώ τρέχον ΕΣΠΑ θα ακολουθηθεί από νέο, ακόμη πιο γενναιόδωρο, χάρη και στους κατάλληλους ευρωβουλευτές και επιτρόπους.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 21.04.2024