Ο πρώτος ελληνικός οικισμός στα εδάφη του Αζερμπαϊτζάν ήταν το Μεχμανά (Καραμπάχ). Άγγλοι και Έλληνες πραγματοποίησαν στην περιοχή στις αρχές του 19ου αιώνα κοινή έρευνα για κοιτάσματα μη σιδηρούχων μετάλλων. Οι Άγγλοι αποσύρθηκαν, οι Έλληνες συνέχισαν τις έρευνες και ίδρυσαν το χωριό Μεχμανά, γράφει το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Ο αριθμός των Ελλήνων μεταναστών αυξήθηκε στην περιοχή και μετά από αίτημα της ελληνικής κοινότητας στο χωριό εστάλη ιερέας, ο Ανδριάνοφ Βασίλειος.
Ίχνη Ελλήνων στα εδάφη του σύγχρονου Αζερμπαϊτζάν νωρίτερα, από την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από τις αρχές του 16ου αιώνα εντόπισε ο ιστορικός Σωκράτης Αγγελίδης σε έρευνα που πραγματοποίησε στα αρχεία χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, τα οποία δείχνουν ότι η ελληνική παρουσία έγινε εκεί εντονότερη αρχές του 19ου αιώνα. Τότε Έλληνες από την ηπειρωτική Ελλάδα και την Ανατολία εγκαταστάθηκαν στο Αζερμπαϊτζάν επειδή υπηρετούσαν στις τάξεις του στρατού του Ρωσικού κράτους ή επειδή δραστηριοποιήθηκαν στα μεταλλωρυχεία επισημαίνει, ο κ. Αγγελίδης στο βιβλίο του «Έλληνες του Αζερμπαϊτζάν» που παρουσιάστηκε στην 20η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης.
Η μαζική μετανάστευση των Ελλήνων στα εδάφη του σημερινού Αζερμπαϊτζάν τοποθετείται στα χρόνια των πολέμων μεταξύ της Ρωσίας, του Ιράν και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην αυλή της Αγίας Πετρούπολης έφθαναν πληροφορίες ότι «στις περιοχές Σεκ, Σιρβάν και Καραμπάχ υπάρχουν ελεύθερα χωράφια όπου μπορούν να εγκατασταθούν χριστιανικές οικογένειες, 15.000 άνθρωποι από το ιρανικό Αζερμπαϊτζάν» αναφέρεται στο βιβλίο.
Πέντε ήταν τα χωριά με αποκλειστικά ελληνικό πληθυσμό στο Αζερμπαϊτζάν, αλλά με την πάροδο των χρόνων οι κάτοικοί τους μετεγκαταστάθηκαν στις πόλεις, κυρίως στο Μπακού, τόνισε ο συγγραφέας, ο οποίος έκανε ιδιαίτερη αναφορά στον Χαράλαμπο Κουνδουριάδη (Κουντούροβ), καταγόμενο από την Πελοπόννησο, ο οποίος λόγω της επιχειρηματικής του δραστηριότητας στις εξορύξεις έγινε γνωστός όχι μόνο στον Καύκασο, αλλά και σε όλη τη Ρωσική Αυτοκρατορία.
«Αγάπησε την περιοχή που αποκαλούσαν οι ντόπιοι "Χώρα της φωτιάς" και ασχολήθηκε με την εξόρυξη και επεξεργασία χαλκού στην επαρχία Ορντουμπάντ. Το 1858 δημιούργησε εργοστάσιο χαλκού στο Καβάρτ. Εκεί έχτισε πέτρινη εκκλησία του Αγίου Χαράλαμπου και άνοιξε σχολεία» σύμφωνα με τον Σωκράτη Αγγελίδη.
Στο Μπακού ελληνική παρουσία καταγράφεται από την περίοδο της «βιομηχανικής έκρηξης». Οι Έλληνες άρχισαν να αναζητούν θέσεις εργασίας από το 1900, ήταν λιθοξόοι, τεχνίτες, έμποροι, γιατροί, νομικοί, δάσκαλοι από την Τραπεζούντα, από περιοχές του Καρς και από την Ελλάδα. Πολλοί Έλληνες γεννήθηκαν στο Μπακού, οι γονείς των περισσότερων κατάγονταν από την Τραπεζούντα και κυρίως από την Αργυρούπολη. Το 1905 η ελληνική κοινότητα στο Μπακού αριθμούσε 1.500 μέλη. Όλοι μιλούσαν τη μητρική τους γλώσσα, την ποντιακή διάλεκτο.
Στην πόλη λειτουργούσαν ελληνικό προξενείο, ελληνική εκκλησία και ελληνικό σχολείο. Οι Έλληνες του Μπακού ίδρυσαν αθλητικό σύλλογο και την ποδοσφαιρική ομάδα «Εμπρός». Ερασιτεχνική θεατρική ομάδα δημιουργήθηκε από δασκάλους και μαθητές του ελληνικού σχολείου και του θεατρικού συλλόγου «Ευριπίδης» και τα έργα που ανέβασαν είχαν θέματα από την ελληνική μυθολογία, τον Τρωικό Πόλεμο και την Οδύσσεια.
Ο Σωκράτης Αγελλίδης γεννήθηκε στη Γεωργία, αλλά από τα παιδικά του χρόνια είχε φιλικές σχέσεις με κατοίκους του Αζερμπαϊτζάν και έμαθε τη γλώσσα τους και κατά τις μεταπτυχιακές του σπουδές τη διατριβή του επέβλεπαν καθηγητές του Ινστιτούτου Εγγύς και Μέσης Ανατολής της Ακαδημίας Επιστημών του Αζερμπαϊτζάν.
«Ο ελληνισμός στο Μπακού και σε άλλες περιοχές του Αζερμπαϊτζάν άφησε το αποτύπωμά του σε διάφορους τομείς δραστηριότητας, η συμβίωση με τους Αζέρους ήταν αρμονική και υπήρξε αμοιβαίος σεβασμός για την ιστορία, τον πολιτισμό των δύο λαών», ανέφερε ο συγγραφέας σημειώνοντας ότι «για να βγουν στο φως τα στοιχεία που καταγράφονται στο βιβλίο χρειάστηκε έρευνα χρόνων σε αρχεία χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης», (στο Κεντρικό Κρατικό Ιστορικό Αρχείο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, το Κεντρικό Ιστορικό Αρχείο της Δημοκρατίας της Γεωργίας, στο Αρχείο της πόλης Περμ και έργα συγγραφέων του Αζερμπαϊτζάν.
Από το Μεχμανά στη Φλώρινα
Το 2008 -2010 ο Σωκράτης Αγγελίδης ταξίδεψε σε περιοχές της Φλώρινας και της Βέροιας, στις οποίες εγκαταστάθηκαν Έλληνες από το Μεχμανά, άκουσε τις αφηγήσεις τους για την ήρεμη ζωή στον παραδεισένιο, όπως τον περιέγραψαν τόπο τους, τον οποίο αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το 1990-1992 κατά τη διάρκεια του πολέμου Αρμενίας – Αζερμπαϊτζάν και κατέγραψε τραγούδια στα αζέρικα και στην ποντιακή διάλεκτο για το χωριό τους.
«Πρόκειται για μοναδική στο είδος της έκδοση, επειδή το θέμα των σχέσεων μεταξύ των λαών της Ελλάδας και του Αζερμπαϊτζάν δεν έχει ερευνηθεί ξανά» τόνισε ο πρέσβης του Αζερμπαϊτζάν στην Ελλάδα, Άριφ Μαμάντοφ.
«Είναι η πρώτη φορά που ερευνητής εμβαθύνει σε αυτό το θέμα και διαβάζοντας το βιβλίο με εξέπληξαν οι ιστορικές σχέσεις αιώνων μεταξύ των λαών της Ελλάδας και του Αζερμπαϊτζάν. Έμαθα ότι οι κάτοικοι ενός χωριού στο Αζερμπαϊτζάν ζουν στη Φλώρινα και άλλες πόλεις της Ελλάδας και έχουν ισχυρές μνήμες από τη συμβίωση με τους Αζέρους, που διήρκεσε έως τις αρχές του 1990 όταν αναγκάστηκαν να φύγουν λόγω του πολέμου» υπογράμμισε και πρόσθεσε ότι εντυπωσιάστηκε επίσης όταν έμαθε ότι οι άνθρωποι ακόμη και τώρα θυμούνται τραγούδια από το Αζερμπαϊτζάν και τα έχουν στο μυαλό και στην ψυχή τους.
Είναι ένα πολύ χρήσιμο βιβλίο για τους δύο λαούς και το θεωρώ πολύ σημαντική συνεισφορά για την ανάπτυξη των επαφών και των σχέσεων της Ελλάδας και του Αζερμπαϊτζάν, ανέφερε ο κ. Μαμάντοβ υπογραμμίζοντας ότι οι δύο χώρες συνεργάζονται σε ενεργειακά έργα, όπως στον Διαδρατικό Αγωγό Φυσικού Αερίου (Trans Adriatic Pipeline, TAP).
Σήμερα στο Αζερμπαϊτζάν ζουν περίπου 1.000 Έλληνες, κυρίως στο Μπακού όπου δραστηριοποιείται ο Ελληνικός Σύλλογος «Αργώ». Σε δύο κρατικά Πανεπιστήμια της χώρας λειτουργούν Σχολές Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού. Στη Θεσσαλονίκη δραστηριοποιείται ο Σύλλογος Ελληνο-Αζερικής Φιλίας "QALA". Το βιβλίο «Έλληνες του Αζερμπαϊτζάν» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Περιοδικού Ενδοχώρα.