Μια ζωή σαν σενάριο ελληνικής ταινίας. Ίσως αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της βιογραφίας του Βασίλη Καρρά. Γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέσα στη φτώχια. Στην Ηλιούπολη της Θεσσαλονίκης όπου η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μετά το Κοκκινοχώρι Καβάλας βιώνει άθλιες συνθήκες διαβίωσης αφού την παράνομη παράγκα στην οποία κατοικούν παρασύρουν κάθε λίγο τα ρεύματα του νερού με αποτέλεσμα τον χειμώνα αρκετά συχνά να μένουν χωρίς σπίτι. Ο δεκάχρονος τότε Βασίλης αναγκάζεται να ξυπνά από τις 3 τα χαράματα, να τρέχει στον φούρνο για να αγοράσει κουλούρια τα οποία πουλά για να συμβάλλει οικονομικά στην οικογένεια, ενώ ο πατέρας του πεθαίνει πρόωρα, μόλις σε ηλικία 45 ετών.
ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ
Αργότερα εργάζεται σε συνεργείο αυτοκινήτων, είναι μουτζούρης, τα χέρια του μαυρίζουν από τα γράσα. Όμως οι φίλοι του που ξέρουν πόσο του αρέσει να τραγουδά τον πηγαίνουν στην ταβέρνα «Πρόσφυγας» όπου εκεί ένας ακορντεονίστας που βλέπει πόσο εκφραστικά και παθιασμένα τραγουδάει του προτείνει να συνεργαστούν.
ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ 17 ΕΤΩΝ
Έτσι, μια νέα καριέρα αρχίζει και ένα νέο αστέρι γεννιέται, αφού από την πρώτη κιόλας μέρα οι άνθρωποι που ήταν στη γειτονιά και τον ήξεραν κάνουν τεράστιες ουρές προκειμένου να τον στηρίξουν και να τον ακούσουν. «Δεν το πίστευε πηγαίνοντας στο μαγαζί ότι όλος εκείνος ο κόσμος είχε μαζευτεί για εκείνον. Μάλιστα, το βράδυ είχε βάλει τη μαμά του με τη βούρτσα και το απορρυπαντικό που καθάριζε τα χαλιά να του καθαρίσει τα χέρια από τα γράσα», λέει ο Θάνος Κανούσης, ο βιογράφος του.
ΤΡΑΓΟΥΔΩΝΤΑΣ ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΣΤΟΝ ΠΡΟΣΦΥΓΑ
Αυτή και άλλες πολλές ιστορίες, γνωστές αλλά και άγνωστες, για τον καλλιτέχνη, τον άνθρωπο Βασίλη Καρρά που έφυγε από τη ζωή βυθίζοντας τα εκατομμύρια των θαυμαστών του στο πένθος περιλαμβάνει το βιβλίο «Καλησπέρα και καλή βραδιά» από τις εκδόσεις «Ταξιδευτής».
Καρράς και Κανούσης γνωρίζονταν από το 2004 όταν ο δεύτερος ως παραγωγός συναυλιών εργαζόταν ως γκρουπ μάνατζερ στην εταιρεία που οργάνωσε την τελευταία συναυλία των Πυξ Λαξ στον Λυκαβηττό. Οι δυο τους μετά από αυτό έγιναν φίλοι και συνεργάστηκαν σε φεστιβάλ όπως αυτό για τα σαράντα χρόνια του Καρρά στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης. «Μέσα από αυτή τη γνωριμία ο Βασίλης μου έλεγε διάφορες ιστορίες μεταξύ ποτού και καλαμπουριού. Και πάντα του έλεγα πως όλες έχουν πάρα πολύ ενδιαφέρον και ότι θα έπρεπε να εκδοθούν σε μια βιογραφία. Πριν τρία χρόνια χτύπησε το τηλέφωνό μου και μου είπε ότι έφτασε η ώρα να γραφεί αυτή η βιογραφία καλώντας με στη Θεσσαλονίκη. Εντωμεταξύ ως συγγραφέα με γνώριζε γιατί είχε διαβάσει τα δύο από τα τέσσερα μυθιστορήματά μου. Έτσι ξεκίνησα να του παίρνω κάποιες συνεντεύξεις με πολλές ώρες συζήτησης είτε στην Αθήνα, είτε στη Θεσσαλονίκη. Νομίζω πως καλά κάναμε γιατί η ζωή του Βασίλη έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και έπρεπε να γίνει γνωστή στο ευρύ κοινό».
ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Όταν ξεκίνησε η βιογραφία ο ερμηνευτής ήταν υγιέστατος. Το βιβλίο ολοκληρώθηκε πέρυσι στις αρχές του καλοκαιριού πριν ακόμη ο τραγουδιστής αρρωστήσει, όμως τα προβλήματα υγείας είχαν ήδη αρχίσει. Ο Βασίλης Καρράς μπήκε στο νοσοκομείο, έκανε εγχειρήσεις, «μάλιστα σκεφτόμουν να το παρουσιάσουμε τον Σεπτέμβριο του 2023 και εκείνος αν μπορούσε να είναι στην παρουσίαση μέσω Skype μέσα από το νοσοκομείο», λέει ο Θάνος Κανούσης. Δυστυχώς, η εξέλιξη της υγείας του πήρε άλλη τροπή και έτσι αυτό δεν συνέβη ποτέ. Τώρα, η πρώτη παρουσίαση θα γίνει στο Θέατρο Άλσους στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου, ενώ αμέσως μετά θα ακολουθήσει παρουσίαση στη Θεσσαλονίκη.
ΣΤΟ "ΜΑΡΙΛΟΥ" ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ
Μερικές από τις χαρακτηριστικές ιστορίες του βιβλίου:
-Όταν αρρώστησε ο Βασίλης Καρράς ήθελε να ξέρει ο κόσμος όλες τις λεπτομέρειες για την υγεία του. Επιθυμία του ήταν να μοιραστεί όλη την περιπέτεια της υγείας του με όλους όσοι παρακολουθούσαν την πορεία του. Έτσι, όταν βγήκε την πρώτη φορά από την εντατική το πρώτο πράγμα που ζήτησε από τον βιογράφο του ήταν να γράψει γι αυτό. «Με έβαλε και μίλησα με τους τέσσερις θεράποντες γιατρούς του», λέει ο κ. Κανούσης. Γι αυτό τον λόγο στο βιβλίο προστέθηκε ένα κεφάλαιο που μιλούν οι γιατροί με όλες τις λεπτομέρειες για την ασθένειά του. Εκεί επίσης ο Καρράς εξιστορεί πώς ανακάλυψε την αρρώστια του χωρίς να αφήνει τίποτε στο σκοτάδι, αλλά βγάζοντάς τα όλα στο φως.
ΣΤΑ "ΔΕΙΛΙΝΑ", 1987
-Ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που βγήκε το καλλιτεχνικό του όνομα αφού το πραγματικό του επίθετο ήταν Κεσογλίδης. Όταν δούλευε στο Can Can στις Σέρρες πήγε ένα Σάββατο να πιάσει δουλειά και είδε ότι στην ταμπέλα δεν υπήρχε το όνομά του. Τότε τα ονόματα τα κολλούσαν με ταινίες που με τη ζέστη ξεκολλούσαν. Παρατήρησε όμως ότι κάπου δίπλα έγραφε Βασίλης Καρράς. Η Φωφώ Μαυρομάτη που ήταν ιδιοκτήτρια άρχισε να γελάει. Όταν εκείνος της ζήτησε εξηγήσεις εκείνη του απάντησε: «Βασίλη μου, επειδή το όνομά σου είναι μεγάλο και δεν χωρούσε στην ταμπέλα και καθώς είσαι έτσι μαύρος σε κάναμε Βασίλη Καρρά». Τελικά εκείνος το δέχτηκε και το καθιέρωσε. «Βέβαια, μου έλεγε ότι επί ένα εξάμηνο όταν τον φώναζαν με αυτό το επίπεδο δεν άκουγε», επισημαίνει ο Θάνος Κανούσης.
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΣΤΙΒΕΣ ΑΠΟ ΠΙΑΤΑ
-Για μια δεκαετία αφότου άρχισε να τραγουδάει, ίσως και παραπάνω, ήταν γνωστός μέχρι τη Λάρισα. Πήγαινε και στη Γερμανία όπου είχε μεγάλη αποδοχή. Άκουγαν όμως στην Αθήνα για το φαινόμενο Καρράς και κάποια στιγμή ο Μίνως Μάτσας της MINOS ΕΜΙ έστειλε έναν από τους μεγαλύτερους παραγωγούς της εταιρείας, τον Αχιλλέα Θεοφίλου, για να δει τι γίνεται με αυτόν τον καλλιτέχνη. Ο γνωστός παραγωγός έμεινε μια εβδομάδα στη Θεσσαλονίκη και τον έπεισε να κατεβεί στην Αθήνα.
ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ ΟΠΟΥ ΟΙ ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΤΟΥ ΠΗΡΑΝ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
-«Κανείς άλλος καλλιτέχνης από τη Θεσσαλονίκη δεν τόλμησε να κατέβει μέσα σε μια μέρα στην Αθήνα», τονίζει ο Θάνος Κανούσης. Εκεί ο Βασίλης Καρράς συνάντησε τον ιδιοκτήτη του Νέου Stork που τον συμπάθησε πολύ. Τον ρώτησε ποιος τραγουδάει στο μαγαζί του και εκείνος του απάντησε ο Πανούσης. « ‘Πότε τελειώνει;’, τον ρώτησε ξανά ο Βασίλης. ‘Σε μια εβδομάδα’, του απαντά. ‘Βγάλε δυο αφίσες και την άλλη Δευτέρα έρχομαι’, του είπε ο Βασίλης. Του έλεγα ‘είσαι καλά; Θα κατέβεις κάτω χωρίς διαφήμιση;’. Και έτσι κατέβηκε μέσα σε μια βδομάδα χωρίς πολύ μεγάλη διαφήμιση και έγινε πανικός. Τέτοιος πανικός που δεν τον περίμενε ούτε ο Βασίλης. Μου έλεγε συγκεκριμένα ότι οι λουλουδούδες δεν χωρούσαν μέσα στο μαγαζί και στέκονταν απ’ έξω κατά δυάδες», τονίζει ο συγγραφέας.
ΣΤΟ "ΜΙΝΟΥΙ" ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
-Έπαιζε τζόγο, μάλιστα είχε χάσει στα ζάρια το σπίτι του. «Όταν του έλεγα Βασίλη δεν πρέπει να τα γράψουμε αυτά, έλεγε ‘είσαι καλά; Αυτά πρέπει να γράψουμε. Να μάθει ο κόσμος τι λάθη έχω κάνει στη ζωή μου για να μην τα κάνει και αυτός’. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό αυτού του βιβλίου. Δε νομίζω να υπάρχει άλλη βιβλιογραφία που ο καλλιτέχνης μιλάει για όλα, μιλάει για τη νύχτα, για τον τζόγο, για την αρρώστια του, πράγματα που κάποιοι άλλοι θα τα απέφευγαν. Ο Βασίλης δεν μιλούσε πάρα πολύ. Εδώ μου άνοιξε την καρδιά του και μου είπε τα πάντα. Δηλαδή ο αναγνώστης θα μάθει την πραγματική ζωή του και αν τον αγαπούσε θα τον λατρέψει περισσότερο».
ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΧΌΜΠΙ ΤΟΥ ΗΤΑΝ Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
Η τελευταία φορά που ο Θάνος Κανούσης είδε τον Βασίλη Καρρά ήταν στις 18 Δεκεμβρίου 2023, πέντε μέρες πριν ο δημοφιλής καλλιτέχνης φύγει από τη ζωή. «Μου τηλεφώνησε ο μάνατζέρ του Στράτος Γκιάτας και μου ζήτησε να ανέβω Θεσσαλονίκη γιατί με ήθελε ο Βασίλης. Όταν έφτασα στο σπίτι του ήταν πάνω στο ιατρικό κρεβάτι στο σαλόνι. Μου λέει: ‘πάρε την καρέκλα και έλα κοντά μου. Σε παρακαλώ διάβασέ μου το βιβλίο’. Και με έβαλε και διάβασα όλη τη βιογραφία του μπροστά στη γυναίκα του, στον μάνατζέρ του και στον ξάδελφό του, τον Γιώργη. Ήταν η πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου. Δεν ήταν εύκολο να έχω απέναντί μου τον Βασίλη που ήξερα ότι πονούσε γιατί ο καρκίνος είχε κάνει μετάσταση στα οστά, κάτι που πονάει πάρα πολύ. Γνωρίζαμε τότε ότι η κατάστασή του δεν ήταν καθόλου καλή και ίσως συναντιόμασταν για τελευταία φορά. Φανταστείτε να διαβάζω το βιβλίο, να προσπαθώ να το χρωματίσω καλύτερα ως πρώην ηθοποιός που ήμουν. Εκείνος ήταν σαν να γεννιόταν μέσα από το βιβλίο. Ενώ πονούσε πάρα πολύ είχε ένα απίστευτο, θεϊκό χαμόγελο… Του άρεσε πάρα πολύ να ακούει, ρουφούσε κάθε λέξη και κάθε εικόνα και εγώ απέφευγα να τον κοιτάω γιατί θα με έπιαναν τα κλάματα. Έσπασε βέβαια πολλές φορές η φωνή μου, αλλά ήταν μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή που δεν θα την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου…».
ΜΕ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ