Η (μπενχουρικής διάρκειας) τελετή έναρξής τους σχολιάστηκε και επικρίθηκε σε τέτοιο βαθμό που «κατέβηκε» από τον αέρα του διαδικτύου -μην αφήνοντας καν την ευκαιρία για μία δεύτερη, πιο ψύχραιμη και αναλυτική ματιά-, ενώ λίγο κάποια «φάλτσα» των διαιτητών και κυρίως η παραπληροφόρηση σχετικά με την περίπτωση της Αλγερινής μποξέρ και το πώς έφθασε να συμμετέχει, είχαν ως αποτέλεσμα τα σόσιαλ να γεμίσουν με αυθεντίες. Που όλες κατέληγαν ότι οι Γάλλοι διοργάνωσαν τους «χειρότερους Ολυμπιακούς στην ιστορία».
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες, όμως, ήταν ανέκαθεν πολλά, πολλά περισσότερα από το ποιος βγήκε πρώτος, ποιος έκανε τρεις άκυρες προσπάθειες και ποιος έσπασε το παγκόσμιο ρεκόρ. Για τις καθαρά αθλητικές επιδόσεις, άλλωστε, υπάρχουν και τα παγκόσμια πρωταθλήματα. Αγώνες των ανθρώπων, της μάχης τους κόντρα σε... θεούς και δαίμονες, του μόχθου και μιας τόσο σκληρής προετοιμασίας που διαρκεί τέσσερα χρόνια για κούρσες της «μιας ανάσας», της μιας βολής, του ενός γκολ, της μιας... κουπιάς, είναι.
Και οι Ολυμπιακοί του Παρισιού, οι Αγώνες των χιλίων προβλημάτων για τους διοργανωτές, που είχαν να αντιμετωπίσουν από οργανωμένα σαμποτάζ στα δίκτυα μέχρι τα επίμονα ακατάλληλα νερά του Σηκουάνα κι από τον φόβο τρομοκρατικού χτυπήματος μέχρι το καλοκαίρι που δεν ήρθε ποτέ, στην ουσία τους αποδείχθηκαν οι καλύτεροι.
Γιατί θριάμβευσαν οι άνθρωποι, γιατί οι ιστορίες που γράφονταν on camera σε πείσμα των κλισέ περί υπερανθρώπων, σε πείσμα μίας κοινωνίας που απειλείται με αφανισμό από την Τεχνητή Νοημοσύνη, δίδαξαν όλα τα ανθρώπινα: το πείσμα, τη θέληση, το ξεπέρασμα των εμποδίων, αλλά και την ευαλωτότητα. Και έμαθαν σε όλο τον πλανήτη ότι οι «Ολύμπιοι» μπορούν να κατέβουν από ψηλά και να είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας...
Από τα πικρά δάκρυα της Δώρας Γκουντούρα, που είχε όλα τα φόντα να προχωρήσει προς το μετάλλιο στη Σπάθη, όμως είδε τι σημαίνει αδικία, αλλά και αγκαλιά από μια ολόκληρη χώρα, έως τον πιο κουλ τύπο του κόσμου, τον Μίλτο Τεντόγλου που κάνει το εξωπραγματικό να μοιάζει τόσο... φυσικό, έως και το ξέσπασμα του Στέφανου Ντούσκου που άφησε στην άκρη την «Ολύμπια» πλευρά του, δείχνοντας την ανθρώπινη, εκείνη που υπερασπίζεται τον φίλο, κοιτώντας το δέντρο κι όχι το δάσος. Από τα σκυμμένα κεφάλια των χρυσών παιδιών του πόλο για ένα γκολ από το... πουθενά έως τη Νατάσα, τη μαμά του χάλκινου πια Ολυμπιονίκη, Πέτρου Γκαϊδατζή που εξομολογήθηκε ότι κάθε φορά που εκείνος έφτανε από κάποιο αγώνα εκείνη έλεγε «κόσμε, ήρθε το παιδί μου», μέχρι που έφτασε η στιγμή να μην τον περιμένει μόνη, αλλά γύρω της να υπάρχει αυτός ο «κόσμος» για τον οποίο ήταν σίγουρη, οι φετινοί Ολυμπιακοί Αγώνες θα μείνουν χαραγμένοι μέσα μας για όλους τους σωστούς λόγους.
Είχε, όμως το Παρίσι κι άλλες ιστορίες ανθρώπων. Από εκείνες που δε γίνεται να μην σε συγκινήσουν, αλλά και να σου δείξουν ότι όπου υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος, όχι απλώς προς το φως, αλλά προς την κορυφή.
Σε αυτή την κατηγορία, πρωταγωνίστησαν δύο σπουδαίοι αθλητές, που έφθασαν στην επιτυχία, αφού πρώτα δεν υπέκυψαν στις επιταγές του συστήματος που θέλει τους πρωταθλητές άτρωτους υπερανθρώπους, αλλά συνειδητοποιώντας την ευαλωτότητα της ανθρώπινης φύσης, βοήθησαν τους εαυτούς τους και έπειτα μάγεψαν τα πλήθη με επιδόσεις και πλατιά, ειλικρινά χαμόγελα.
Ο δικός μας Μανόλο και η Αμερικανή Σιμόν Μπάιλς.
Ο πρώτος δε χρειάζεται και πολλές συστάσεις. Χρειάζεται, όμως, την ιστορία του πριν πετάξει προς το μετάλλιο να την ξέρουμε, να τη νιώσουμε. Σε μια κοινωνία που αποστρέφεται το διαφορετικό, σε μια κοινωνία με βαθιά ριζωμένο τον φόβο για τον «ξένο» (τους αρχαίους που τον είχαν σε περίοπτη θέση, τους επικαλούμαστε οι σύγχρονοι μόνο όταν μας συμφέρει, φέρνοντάς τους στα μέτρα μας), σε μια κοινωνία όπου οι ρατσιστές έχουν θέση, ο Μανώλης Καραλής, η δίδυμη αδερφή του και η μητέρα τους πέρασαν πολλά, τα οποία συνεχίστηκαν και μέσα στις εθνικές ομάδες για τον Μανόλο από έναν ρατσιστή προπονητή (τον οποίο ακόμα διατηρούμε, προς μεγάλη ντροπή όλων μας, στη θέση του). Εκείνος απαντούσε μ’ αυτό το διάσημο, πια, χαμόγελό του, όμως δεν άργησε να έρθει αντιμέτωπος με την κατάθλιψη. Την οποία ξεπέρασε με τη βοήθεια των ανθρώπων, αλλά και με έναυσμα την έτερη πρωταγωνίστρια του Παρισιού, τη Σιμόν.
Σε αντίθεση με τον Μανόλο που όταν γύριζε σπίτι έβρισκε μόνο αγάπη από μια οικογένεια-γροθιά, η Σιμόν Μπάιλς, αφέθηκε από τη μητέρα της σχεδόν να λιμοκτονήσει ως μωρό κι έπειτα άρχισε ο γολγοθάς με το κοριτσάκι να μεταφέρεται σαν μπαλάκι από ανάδοχη σε ανάδοχη οικογένεια. Όταν, όμως, ήρθε η γυμναστική στη ζωή της, όλα άλλαξαν. Η Σιμόν Μπάιλς, μία μαύρη γυναίκα από το Τέξας, έγινε η απόλυτη βασίλισσα ενός αθλήματος για... λευκές και σύμφωνα με τους ειδήμονες, είναι η κορυφαία όλων των εποχών. Κι ας λύγισε τότε στο Τόκιο, παλεύοντας με τους δαίμονές της, τα τραύματα δηλαδή μίας παιδικής ηλικίας αλλά κι αυτό της σεξουαλικής κακοποίησης από τον ομοσπονδιακό προπονητή των ΗΠΑ.
Η μέρα που το μεγάλο αστέρι των Ολυμπιακών του Τόκιο, αποσύρθηκε από τους Αγώνες, όχι μόνο δεν απέβη μοιραία για την καριέρα της Μπάιλς, αλλά αποδείχθηκε ορόσημο για εκείνη, τον Μανόλο και ποιος ξέρει πόσους άλλους, που είδαν ότι η ανθρώπινη υπόστασή τους, η ψυχική τους υγεία είναι πάνω απ’ όλα, η κατάθλιψη, το μπούλιγκ και η βία δεν είναι ταμπού για να μένουν κρυμμένα.
Τέσσερα χρόνια μετά, το χαμόγελο του Μανόλο ακόμα και την ώρα των αλμάτων είναι ανυπέρβλητο, η Σιμόν κέρδισε ό,τι υπήρχε και δεν... υπήρχε στη Γυμναστική και όλος ο κόσμος υποκλίνεται στους υπερανθρώπους που είναι πιο ανθρώπινοι από ποτέ...
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 11.08.2024