«Η δημόσια δωρεάν παιδεία αποτελεί πρωταρχική κοινωνική αναγκαιότητα, που πρέπει να στηριχτεί και να ενισχυθεί στην πράξη», τονίζει ο τομεάρχης Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ Διονύσης Καλαματιανός σε δήλωση του με αφορμή την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, ασκώντας παράλληλα κριτική στην κυβέρνηση.
Σημειώνει ότι «χρειάζεται αύξηση πόρων, κάλυψη των κενών με προσλήψεις μόνιμων εκπαιδευτικών -καθώς το εκπαιδευτικό μας σύστημα λειτουργεί με σχεδόν 40% αναπληρωτές, τη στιγμή που ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 5%- και νέες, σύγχρονες σχολικές υποδομές». Επιπλέον, «στήριξη των εκπαιδευτικών προκειμένου να ανταπεξέλθουν στο υψηλότατο κόστος διαβίωσης» και αξιοποίηση των σύγχρονων παιδαγωγικών εργαλείων για την αντιμετώπιση της σχολικής βίας. Τονίζει ότι «για να πετύχουμε τον μεγάλο στόχο της μάθησης και της προόδου των παιδιών μας, πρέπει να είμαστε -ως Πολιτεία- σε θέση αφενός να μπορούμε πρώτα και κύρια να εγγυηθούμε την ασφάλεια και την ευημερία τους μέσα στο σχολείο, αφετέρου να εξασφαλίσουμε αξιοπρεπείς συνθήκες και όρους εργασίας στους εκπαιδευτικούς, για να τα καταφέρουν στο σπουδαίο έργο τους».
Ο κ. Καλαματιανός επισημαίνει ότι «το πρώτο κουδούνι συνοδεύεται πάντα από χαρά και συγκίνηση- οι αίθουσες ζωντανεύουν ξανά από φωνές και χαμόγελα» και πως «είναι η αρχή μιας συναρπαστικής διαδρομής για τα παιδιά μας που έρχονται σε επαφή για πρώτη φορά με το σχολικό περιβάλλον και η συνέχεια για τις μαθήτριες και τους μαθητές μας που επιστρέφουν σε αυτό μετά τις καλοκαιρινές διακοπές». Ωστόσο, προσθέτει ότι «η έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς συνοδεύεται και από σημαντικά προβλήματα που παραμένουν άλυτα και διαρκώς επιδεινώνονται με ευθύνη της κυβέρνησης: ανεπαρκείς μόνιμες προσλήψεις εκπαιδευτικών, συγχωνεύσεις σχολείων και τμημάτων, εκπαιδευτικά κενά, αίθουσες με έως και 30 μαθητές, υψηλό κόστος στέγασης και μετακίνησης των εκπαιδευτικών, ελλείψεις σε αναλώσιμα».
Υπογραμμίζει ότι «η δημόσια δωρεάν παιδεία δεν είναι χώρος για εκπτώσεις. Δεν πρέπει να αποτελεί πεδίο δήθεν εξορθολογισμού, στη βάση κλεισίματος και περιορισμού σχολικών δομών» και πως «χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υποβάθμιση στην οποία οδηγείται η δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση (ΕΠΑΛ), λόγω των συγχωνεύσεων και των ελάχιστων εγκρίσεων ολιγομελών τμημάτων.