Από τα ευρήματα μεγάλης έρευνας που διενήργησε η εταιρεία Marc για το «ΘΕΜΑ» προκύπτει ότι στην προσεχή Βουλή το πιθανότερο είναι ότι θα καταλάβουν έδρανα εννέα κόμματα, χωρίς να αποκλείεται να γίνουν και δέκα. Παρά ταύτα, η κυβέρνηση εμφανίζει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, καθώς οι πολίτες -με εξαίρεση την έντονη δυσφορία που εκφράζουν για την ακρίβεια- δείχνουν να συμφωνούν με βασικές πτυχές της πολιτικής της, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση έχει η σχεδόν οριζόντια συμφωνία των πολιτών υπέρ του ελληνοτουρκικού διαλόγου, όπως και η ευρεία συναίνεση του «γαλάζιου» εκλογικού ακροατηρίου με τη διαγραφή του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά.
Η διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας της κυβερνητικής παράταξης, αλλά σε ποσοστά που προσομοιάζουν περισσότερο με ευρωεκλογές και λιγότερο με εθνικές εκλογές (31% στην εκτίμηση ψήφου), σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη εδραίωση του ΠΑΣΟΚ στη δεύτερη θέση, αλλά σε απόσταση από την κορυφή (με εκτιμώμενο ποσοστό της τάξης του 18,7%), συνιστούν έναν νέο -και πολύ πιο αδύναμο από οποτεδήποτε άλλοτε στο παρελθόν- δικομματισμό, αφού το άθροισμα της πιθανής δύναμης των δύο κομμάτων κινείται κάτω από το 50% του εκλογικού σώματος.
Η διάχυτη ρευστότητα, η οποία καταγράφεται στα στοιχεία της μέτρησης για την πρόθεση ψήφου, ενισχύεται περαιτέρω από τη μεγάλη διασπορά της ψήφου στα δεξιά της Ν.Δ., όπου ελπίζουν να εκλέξουν βουλευτές τρία κόμματα (Ελληνική Λύση, Φωνή Λογικής και Νίκη) με συνολική δύναμη 15,2% και στα αριστερά της νεόκοπης αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπου… συνωστίζονται διεκδικώντας κοινοβουλευτικά έδρανα άλλοι τέσσερις κομματικοί σχηματισμοί (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, Κίνημα Δημοκρατίας και Πλεύση Ελευθερίας), που συγκεντρώνουν αθροιστικά ποσοστά της τάξης του 26,2%.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο σχηματισμός βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος μετά τις επόμενες εκλογές, οι οποίες, όπως επιμένει να διαβεβαιώνει με κάθε αφορμή ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, «θα γίνουν το 2027 με το υφιστάμενο εκλογικό σύστημα», θα αποτελεί μια πολύ δύσκολη πολιτική άσκηση. Αφενός διότι η πρωτιά της Νέας Δημοκρατίας με ένα ποσοστό της τάξης του 31%, όπως είναι η εκλογική δύναμη που εκτιμάται ότι θα έχει με βάση τα ευρήματα της έρευνας της Marc, εξασφαλίζει μόλις 123 έδρες στην επόμενη Βουλή και αφετέρου επειδή το μοναδικό άθροισμα που δίνει κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι η συνεργασία της Ν.Δ. με το ΠΑΣΟΚ (178 βουλευτές). Συνεργασία, η οποία, ωστόσο, εφόσον υλοποιούνταν, θα έφερνε το ΚΚΕ, που είναι τρίτο με 8%, σε θέση αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Γιατί δεν αλλάζουν οι κανόνες
Ωστόσο, το εκρηκτικό αυτό σκηνικό το οποίο διαμορφώνεται αντιμετωπίζεται με ψυχραιμία από την κυβερνητική ηγεσία, στην οποία επικρατεί η πεποίθηση ότι το αφήγημα της πολιτικής σταθερότητας που προτάσσει το Μέγαρο Μαξίμου θα αποδειχθεί πειστικό και θα υιοθετηθεί από το εκλογικό σώμα, το οποίο θα δώσει ξανά αυτοδύναμη πλειοψηφία στη Ν.Δ. Γι’ αυτό και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έσπευσε μέσα στην παρελθούσα εβδομάδα να ξεκαθαρίσει τη θέση του με τη συνέντευξη που παραχώρησε στον ALPHA, υπογραμμίζοντας ότι δεν έχει καμία πρόθεση να κατεβάσει τον πήχη της αυτοδυναμίας.
Διευκρίνισε συγκεκριμένα ότι η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να αυξήσει το πλαφόν για την είσοδο στη Βουλή από το 3% που είναι τώρα, στο 4% ή στο 5%, με στόχο να περιοριστεί ο αριθμός των κομμάτων που εκλέγουν βουλευτές, αλλά και να μειωθεί το ποσοστό για να εκλέξει το πρώτο κόμμα 151 έδρες, κάτι που επηρεάζεται από τις ψήφους που λαμβάνουν τα κόμματα που δεν δικαιούνται έδρες.
«Είμαι ο τελευταίος ο οποίος για να βελτιώσει ενδεχομένως τις πιθανότητες να κερδίσουμε μια ακόμη εκλογή θα πειραματιστεί με το εκλογικό σύστημα αλλάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού», τόνισε ο πρωθυπουργός. Αποτελεί, πάντως, κοινό μυστικό στους πολιτικούς κύκλους ότι το τελευταίο διάστημα και ειδικά μετά τις ευρωεκλογές, στις οποίες κατεγράφη από τη μια υποχώρηση των δυνάμεων της Ν.Δ. και μεγάλη διασπορά ψήφων σε μικρότερα κόμματα, στο εσωτερικό της κυβέρνησης είχε ανοίξει παρασκηνιακή συζήτηση για τη σκοπιμότητα της ψήφισης νέου εκλογικού νόμου.
Ο πρωθυπουργός είχε δεχθεί σχετικές εισηγήσεις συνεργατών, πλην, όμως, ο ίδιος δεν άναψε ποτέ πράσινο φως για να προχωρήσει το υπουργείο Εσωτερικών στην επεξεργασία βολικών σεναρίων για την κυβερνητική παράταξη. Αλλωστε ήταν γνωστό στους πολιτικούς κύκλους ότι και ο αρμόδιος υπουργός Θοδωρής Λιβάνιος δεν περιλαμβανόταν στους θιασώτες της αύξησης του πλαφόν εισόδου στη Βουλή. Είχε κι εκείνος, όπως και ο πρωθυπουργός, την άποψη ότι αν αλλάξει ο εκλογικός νόμος θα πρέπει να αλλάξει ριζικά.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατέληξε, εν τέλει, στην απόφαση να αποκλείσει από τώρα όλα τα σενάρια περί αλλαγής των κανόνων για έναν επιπρόσθετο λόγο, που είναι ότι η συντήρησή τους όχι μόνο δεν ενισχύει την πολιτική σταθερότητα αλλά αντιθέτως αυτή υπονομεύεται από κινήσεις και πρωτοβουλίες που στέλνουν σήμα ότι η κυβερνητική ηγεσία δεν πιστεύει στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής και δεν επενδύει στην επιβράβευση των πολιτών.
Τη συγκεκριμένη στρατηγική, εξάλλου, ακολούθησε ο πρωθυπουργός και κατά την προηγούμενη τετραετία, όταν πολλοί προεξοφλούσαν ότι θα είχε κοινοβουλευτική αυτοδυναμία και εισηγούνταν να γίνουν νέες αλλαγές στο εκλογικό σύστημα με το κλιμακωτό μπόνους πριν καν αυτό εφαρμοστεί. «Δεν το έκανα, και νομίζω ότι δικαιώθηκα από τις εξελίξεις», σχολιάζει ο κ. Μητσοτάκης, για να επισφραγίσει και την τωρινή απόφασή του.
«Εχουμε μια σταθερή κυβέρνηση με ορίζοντα 4ετίας και ισχυρή λαϊκή εντολή, που θεωρώ κρατάει γερά το τιμόνι της χώρας», ανέφερε στην πρόσφατη συνέντευξή του. «Οποιαδήποτε συζήτηση μπορεί να παραπέμπει σε ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση της χώρας με, ενδεχομένως, σκέψεις για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες απορρίπτεται κάθετα, οριζόντια και διαγώνια από εμένα», τόνισε χαρακτηριστικά.
Κλειδί η οικονομία
Πεποίθηση των επιτελών του Μεγάρου Μαξίμου, άλλωστε, αποτελεί ότι η εκλογική μάχη θα κριθεί στην οικονομία και η κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές θα έχει να παρουσιάσει στους πολίτες ένα ισχυρό αποτύπωμα της πολιτικής της με τα μέτρα που έλαβε και θα λάβει για μείωση των φόρων και αύξηση των εισοδημάτων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της δημοσκόπησης, το ποσοστό των πολιτών που αξιολογεί θετικά την έως τώρα θητεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη ανέρχεται στο 39,6% επί του συνόλου του δείγματος της έρευνας. Θετικά διακείμενοι είναι τα τρία τέταρτα (74,8%) των ψηφοφόρων της Ν.Δ., καθώς και ένας στους τρεις (31,8%) ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ.
Ο νυν πρωθυπουργός είναι μακράν μπροστά και στις απαντήσεις που δίνουν οι πολίτες στο ερώτημα για τον πολιτικό αρχηγό που εμπιστεύονται περισσότερο στο τιμόνι της χώρας. Προηγείται με ποσοστό 34,2%, ενώ όλοι οι υπόλοιποι συγκεντρώνουν μονοψήφια ποσοστά με τον κ. Ανδρουλάκη να προτιμάται από το 8,5%, τον κ. Φάμελλο από το 6,1%, τον κ. Κασσελάκη από το 5,9%, τον κ. Βελόπουλο και την κυρία Κωνσταντοπούλου από 5%.
Υπέρ του διαλόγου
Η πλειονότητα των πολιτών προτρέπει την κυβέρνηση, σε ποσοστό 64,7%, να επιμείνει στον διάλογο με την Τουρκία και τη βήμα με βήμα προσέγγιση με τους εξ Ανατολών γείτονες. Αντίθετα μειοψηφική, με ποσοστό 28,8%, είναι η άποψη εκείνων που τάσσονται υπέρ της σκλήρυνσης της στάσης της ελληνικής κυβέρνησης και της διακοπής κάθε συνομιλίας. Οι ψηφοφόροι της Ν.Δ. (με 80%) είναι οι πιο ένθερμοι οπαδοί της προσέγγισης, ενώ ακολουθούν οι οπαδοί του ΚΚΕ (69,8%), του ΠΑΣΟΚ (64,2%) και του ΣΥΡΙΖΑ (62,5%). Στον αντίποδα, υπέρ της διακοπής των συνομιλιών πλειοψηφούν (59,7%) όσοι ψηφίζουν Ελληνική Λύση, όπως και όσοι επιλέγουν άλλα μικρότερα κόμματα (53,1% κατά του διαλόγου).
Υπό αυτό το πρίσμα, δεν προκαλεί εντύπωση ότι συνιστούν πλειοψηφία οι πολίτες που συμφωνούν με την απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να διαγράψει τον προκάτοχό του στην πρωθυπουργία και στην αρχηγία της Ν.Δ. Αντώνη Σαμαρά. Στο σύνολο των ερωτηθέντων, σωστή χαρακτηρίζει την απόφαση το 47,7%, ενώ λανθασμένη τη θεωρεί το 39,7%. Μεταξύ εκείνων που ψήφισαν Ν.Δ. στις βουλευτικές εκλογές του 2023, οι συμφωνούντες με τη διαγραφή φτάνουν στο 71%, ενώ στις υπόλοιπες δυνάμεις, με εξαίρεση το ΠΑΣΟΚ, πλειοψηφούν όσοι θεωρούν λανθασμένη την απόφαση του πρωθυπουργού.
Τα πλέον δυσμενή ευρήματα για την κυβέρνηση είναι στις απαντήσεις που έδωσαν οι πολίτες στο ερώτημα για την αποτελεσματικότητα των μέτρων κατά της ακρίβειας στα βασικά είδη διαβίωσης. Σχεδόν οκτώ στους δέκα πολίτες (78,6%) αμφισβητούν τον ισχυρισμό των κυβερνητικών αξιωματούχων ότι τα μέτρα αρχίζουν να έχουν κάποια αποτελέσματα. Και μόνον ένας στους πέντε (21%) υιοθετεί το κυβερνητικό «αφήγημα». Η αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων είναι οριζόντια, αφού τα βρίσκουν αναποτελεσματικά ακόμη και οι ψηφοφόροι της Ν.Δ. (σε ποσοστό 59,9%).
Στα ενδιαφέροντα, τέλος, ευρήματα της μέτρησης της Marc είναι ότι οι περισσότεροι πολίτες (σε ποσοστό 34,7%) βρίσκουν πως το ΠΑΣΟΚ είναι το κόμμα που θα κάνει την πιο ουσιαστική αντιπολίτευση τους επόμενους μήνες. Είναι μια άποψη που έρχεται σε αντίθεση με τον χαρακτηρισμό «πράσινος ΣΥΡΙΖΑ» που δίνουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι στο κόμμα που εδώ και λίγες μέρες κατέχει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.