ταινιών, βασικά αμερικανικών, που διαθέτουν κοινά χαρακτηριστικά. Ασχολούνται με συγκεκριμένους οικιστικούς χώρους, εξετάζουν την ψυχολογία των ατόμων, τις συγκρούσεις, την πορεία της αμερικανικής ιστορίας, τις αντιπαραθέσεις, τα οικονομικά συμφέροντα, μέσα από δομές έντασης, σκληρότητας, και τραχύτητας.
Τη δεκαετία του ’60, το ιταλικό γουέστερν, το λεγόμενο σπαγγέτι, αναδόμησε πλήρως τους κανόνες του είδους. Στην θέση της νηφαλιότητας, της ήρεμης καταγραφής, των αργών πλάνων, και της μεγαλοπρέπειας του αμερικάνικου είδους, τοποθέτησε μπαρόκ στοιχεία, γεμάτα από πυρωμένες καταστάσεις, σκληρότητα, σουρεαλιστικές καταστάσεις, «φευγάτες» οπιούχες ιστορίες, για χαμένες ταυτότητες, διεκδικήσεις απ’ το παρελθόν, για τη λαγνεία του φόβου, για την επικαρπία του γυναικείου σώματος.
Η ελληνική… επέλαση
Φέτος στο 61ο Φεστιβάλ, θα παρακολουθήσουμε τουλάχιστον τέσσερα ελληνικά νεογουέστερν. Οι Έλληνες σκηνοθέτες, τα τελευταία χρόνια, έκαναν έντονη στροφή στο είδος. Το ερώτημα που τίθεται προς απάντηση, είναι γιατί. Ως ευαίσθητοι άνθρωποι, ένιωσαν πως η ελληνική επαρχία(να θυμηθούμε και τον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο) όταν νεκροτομηθεί, βγάζει δυσώδη σωθικά, ανομολόγητα μυστικά, πρωτοφανείς κτηνώδεις καταστάσεις. Δεν θα μείνω στα γνωστά, όπως αιμομιξίες, ενδοοικογενειακή βία, κι ό,τι άλλο μπορεί να φανταστείτε. Τώρα έχουν εισέλθει τα νέα στοιχεία. Οι ναρκωτικές ουσίες, το άφθονο booze, το trafficking, οι βιντεοσκοπήσεις, το σεξ ως εκβιασμός και συναλλαγή, ή ως παράτυπη εκτόνωση, οι μετανάστες, οι συναλλαγές για πλαστά διαβατήρια, και πολλά άλλα. Μα δυστυχώς, όσο κι αν ενοχλεί αυτό, αυτή ήταν η πραγματική όψη της «πτωχής πλην έντιμης επαρχίας». Απλά, τα κλειστά συστήματα, δημιουργούσαν κλειστά στόματα, και το σινεμά δεν μπορούσε, ή δεν ήθελε, να πει την αλήθεια. Τώρα μπορεί για τους ακόλουθους λόγους. Γιατί έχει βρει ένα κίνητρο να μιλήσει για το όνειρο της μεγάλης απόδρασης, της διαφυγής από τον κλοιό (ρίξε και μια ματιά στην μικρού μήκους βραβευμένη ταινία του Παναγιώτη Χαραμή «Άβανος», και το χτίσιμο μιας νέας ζωής. Πώς όμως να χτιστεί αυτή η ζωή; Με τον έναν πόλο του ζεύγους, τη γυναίκα, να σηκώνεται ιδρωμένη απ’ το κρεβάτι, για να δουλέψει ως σερβιτόρα, και τον άλλο πόλο, τον άντρα, να γίνεται μπαλαντέρ «για μια χούφτα ευρωπαϊκά δολλάρια». Μετανάστες που θέλουν να διαφύγουν, ναρκισιστές αρσενικοί που διάλεξαν την επαρχία για να κάνουν τον σπουδαίο, όμορφες νέες γυναίκες που επιλέγουν τα κρυφά περάσματα για να ξεχαστεί η απατή τους. Κι ακόμα, ένας τόπος «βαρεμένος», «τιλταρισμένος», εγκαταλελειμμένος στην παράνοια και στο δήθεν εκσυγχρονισμό του. Εκσυγχρονισμός βέβαια, δεν σημαίνει το να ‘χει η κωμόπολη καφετέρια και πιτσαρία, ή άντε, και καμια κινηματογραφική λέσχη της συμφοράς.
Η οδυνηρή εγκατάλειψη
Η συνοριακή, επαρχιακή Ελλάδα είναι για δεκαετίες εγκαταλελειμμένη. Το ελληνικό νεογουέστερν είναι υποχρεωμένο να αφηγηθεί αυτή την ιστορία. Θεωρώ ως πρώτο ικανοποιητικό ελληνικό νεογουέστερν το «Να κάθεσαι και να κοιτάς» του Γιώργου Σερβετά. Είναι ένα απ’ τα πλέον αδικημένα εθνικά φιλμ, γιατί καταφέρνει πέρα απ’ την εικονογραφία, να ακτινογραφήσει λίγο το «σάπιο» νεοελληνικό φαντασιακό, που έχει αποικειοποιηθεί από ναρκωτικά, αλκοόλ, ομαδικό σεξ, και σεξουαλική παρενόχληση γυναικών. Ναι, το ελληνικό νεογουέστερν μιλάει και για την ψυχή της γυναίκας. Αυτής που δε θέλει να υποταχθεί στα στερεότυπα, στη μοναξιά, στην ερωτική στέρηση, αλλά επιθυμεί την αξιοπρέπεια. Γενικά όλα αυτά τα φίλμ, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ακόμη και η «Θαλασσα των Σαργασσών» του Σύλλα Τζουμέρκα, σχολιάζουν την βαθύτατα τρωμένη ελληνική αξιοπρέπεια. Το λένε, το ψιθυρίζουν, μισοκλαίνε, πως είμαστε έθνος όχι μόνο ανάδερφο, αλλά και αναξιοπρεπές. Κι εδώ είναι που έρχεται το σινεμά, μοναδικό καταφύγιο όλων μας, να γεφυρώσει το τεράστιο χάσμα. «Along the great divide», που θά ‘λεγε κι ο μέγας Ραούλ Γουόλς, τι υπάρχει; Το αίτημα για λίγη αξιοπρέπεια, για την κατάργηση του επαρχιώτικου, και όχι μόνο, «μουζικισμού». Για την κατάργηση αυτού του θλιβερού συντηρητισμού, με τις συμπαγείς ρέγουλες, τα κουτσομπολιά, τις «τακτοποιήσεις». Όσο τα ελληνικά νεογουέστερν θα γίνονται και πιο τολμηρά, θα βροντοφωνάζουν αυτό που το αυτί μου μισοακούει. «Επιτέλους βγείτε όλοι μπροστά, ελεύθεροι, ευένδοτοι, χωρίς υποκρισία, δεν έχετε να χάσετε τίποτα, παρά την επικυρωμένη ήττα σας». Τουλάχιστον λοιπόν, ηττημένοι και δοξασμένοι.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 15.11.2020.