Τον κυβερνητικό απολογισμό των 3,5 χρόνων εν μέσω αλλεπάλληλων κρίσεων, όπως σημειώνει, παραθέτει, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Καθημερινή», ο υπουργός Επικρατείας 'Ακης Σκέρτσος. Ταυτοχρόνως παίρνει θέση για το πρόσφατο μέτρο της «κάρτας αγορών», επισημαίνοντας πως δεν είναι ούτε προεκλογικό ούτε επιδοματικό, αλλά «ανάχωμα μπροστά σε έναν επιθετικό πληθωρισμό». Και, εν κατακλείδι, «η πολιτική πρέπει να επανεφεύρει τον εαυτό της πέρα και πάνω από αριστερά και δεξιά δόγματα του περασμένου αιώνα», με πολιτικό ρεαλισμό και γόνιμες συνθήκες «προκειμένου να είμαστε και χρήσιμοι και αποτελεσματικοί υπέρ των πολλών», συμπεραίνει.
Αναλυτικώς, «πριν από τριάμισι χρόνια η κυβέρνηση αυτή έκανε μια πολιτική συμφωνία με τους πολίτες. Δεσμευτήκαμε ότι θα φέρουμε -χωρίς πολιτικές και ιδεολογικές αγκυλώσεις- ισχυρή ανάπτυξη, περισσότερες επενδύσεις και δουλειές, καλύτερα εισοδήματα για τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους και υψηλότερα δημόσια έσοδα για το κράτος. Πώς; Μειώνοντας παράλογα υψηλούς φόρους μαζί και την κρατική γραφειοκρατία που πνίγουν την ανάπτυξη.
Τα κάναμε όλα αυτά; Τα κάναμε. Παρότι δεν είχαμε προβλέψει το 2019 -και πώς θα μπορούσαμε άλλωστε- τη μεγαλύτερη υγειονομική κρίση των τελευταίων 100 ετών και τη μεγαλύτερη ενεργειακή και πληθωριστική κρίση των τελευταίων 50 ετών, μόλις την περασμένη εβδομάδα ο Εconomist κατέταξε τη χώρα μας 1η μεταξύ 34 αναπτυγμένων οικονομιών σε 5 κρίσιμους οικονομικούς δείκτες, μεγέθυνσης του ΑΕΠ, μείωσης του δημόσιου χρέους, ανάσχεσης του πληθωρισμού και ανόδου του χρηματιστηρίου», αναφέρει στο άρθρο του ο υπουργός Επικρατείας και συνεχίζει:
«Μετά από 3,5 χρόνια έχουμε διπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης από την υπόλοιπη Ευρώπη, προσθέσαμε 290.000 νέες θέσεις εργασίας, έχουμε αυξήσει δύο φορές τον κατώτατο μισθό, δίνουμε αυξήσεις μετά από 12 χρόνια στις συντάξεις, μειώσαμε κατά 35% τον ΕΝΦΙΑ και καταργούμε μόνιμα την εισφορά αλληλεγγύης από 1/1/23, μαζί με 48 ακόμη μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, αυξήσαμε τις δαπάνες δημόσιας παιδείας κατά 13,5% και δημόσιας υγείας κατά 30% συγκριτικά με το 2019, προσθέσαμε 1000 νέες ψηφιακές υπηρεσίες που κάνουν ευκολότερη τη ζωή των πολιτών και των επιχειρήσεων, έχουμε τη μεγαλύτερη μείωση δημόσιου χρέους στην Ευρώπη φέτος κοντά 30 μονάδες, αφήσαμε οριστικά πίσω μας μετά από 12 χρόνια τα μνημόνια».
Ταυτόχρονα, συμπληρώνει, «η Ελλάδα σημείωσε μία από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές προσαρμογές στην ΕΕ το 2022 και από το 2023 επιστρέφουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα, με τελικό στόχο την κατάκτηση και της επενδυτικής βαθμίδας. Όλα αυτά φέρουν τη σφραγίδα των ευρωπαϊκών θεσμών και την εμπιστοσύνη διεθνών οίκων αξιολόγησης αλλά και επιχειρηματικών κολοσσών που επενδύουν πλέον στη χώρα μας.
Όμως, ακόμη και η πιο δυναμική ανάπτυξη δεν έχει νόημα αν δεν συμμετέχουν σε αυτήν όλοι οι πολίτες. Και ο ιστορικά πρωτοφανής πληθωρισμός ροκανίζει καθημερινά τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών και μαζί τους και την προσδοκία και το δικαίωμα που έχουν οι πολίτες να λαμβάνουν την προστασία του κράτους όταν απειλούνται τα θεμελιώδη της ζωής τους», υπογραμμίζει ο 'Α. Σκέρτσος, που διερωτάται πάντως:
«Τι νόημα έχει πραγματικά να θριαμβολογούμε για ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης όταν ο πληθωρισμός στα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης τρέχει με 9-10%; Μπορεί να μένει αδρανής η πολιτεία όταν υπάρχουν κλάδοι της οικονομίας που από καθαρά συγκυριακές στρεβλώσεις που προκαλεί στις αγορές η ενεργειακή κρίση, παράγουν εξωπραγματικά και προκλητικά υπερκέρδη; Δεν αντιλαμβανόμαστε άραγε ότι ο αντισυστημικός λαϊκισμός καραδοκεί να πάρει το πάνω χέρι αν το πολιτικό σύστημα περάσει κάτω από τον πήχη αυτών των μέγα-κρίσεων;».
Συμπερασματικώς, «κάπου εδώ ερχόμαστε λοιπόν και στον πυρήνα της "φασαρίας" που σηκώθηκε από τα δεξιά και από τα αριστερά της κυβέρνησης -αποδεικνύοντας συν τοις άλλοις τον κεντρώο χαρακτήρα της- όταν την περασμένη εβδομάδα ανακοινώθηκε το νέο μέτρο στήριξης 8,4 εκατ. πολιτών για τις αγορές αγαθών πρώτης ανάγκης.
Για κάποιους εθισμένους στην πλειοδοσία τα χρήματα αυτά είναι πολύ λίγα. Για άλλους αποτελούν προεκλογική σπατάλη και είναι πάρα πολλά. Αμφότεροι κρίνουν τις κυβερνητικές πολιτικές και αποφάσεις από τη "θαλπωρή" ξεπερασμένων ιδεολογιών του περασμένου και του προπερασμένου αιώνα που αδυνατούν να δώσουν απαντήσεις στα σύνθετα προβλήματα και τις επάλληλες κρίσεις ενός κόσμου που αλλάζει ραγδαία και δημιουργεί συνεχώς νέα κοινωνικά και πολιτικά ρήγματα, ανισότητες και αβεβαιότητα στους πολίτες.
Όμως η κυβέρνηση δεν έχει χρόνο για ιδεολογικές μάχες για το "φύλο των αγγέλων" διότι γνωρίζουμε καλά -το αποδεικνύουμε συνεχώς επί τριάμισι χρόνια- πως δεν υπάρχουν "δεξιά" και "αριστερά" προβλήματα παρά μόνο προβλήματα που απαιτούν λύση».
Και στο «διά ταύτα» του άρθρου, «η νέα οικονομική στήριξη δεν είναι ούτε προεκλογική ούτε επιδοματική. Είναι η τελευταία σε μια σειρά έκτακτα αλλά αναγκαία μέτρα που έρχονται πάντοτε με δημοσιονομική υπευθυνότητα και πάντοτε στο όριο των δυνατοτήτων μας. Αποτελεί μια αυτονόητη και αναγκαία κίνηση αλληλεγγύης, ένα ανάχωμα μπροστά σε έναν επιθετικό πληθωρισμό που κατατρώει τα εισοδήματα. Απαντά σε ένα έκτακτο πρόβλημα ιστορικών διαστάσεων χωρίς όμως να έχει δημοσιονομική επίπτωση, καθώς προέρχεται από την φορολογία της υπερκερδοφορίας των διυλιστηρίων. Και δυστυχώς δεν θα μπορούσε αντ' αυτής να μειωθεί μόνιμα ο ΦΠΑ καθώς αυτό θα άφηνε μια μόνιμη τρύπα στα έσοδα ύψους 3,5 δισ. ευρώ και φυσικά θα ωφελούσε δυσανάλογα τους πλούσιους που καταναλώνουν περισσότερο ως οριζόντιο μέτρο.
Είναι βαθιά πεποίθηση μας πως σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία και κλονίζεται από απρόβλεπτες κρίσεις, η πολιτική πρέπει να επανεφεύρει τον εαυτό της πέρα και πάνω από αριστερά και δεξιά δόγματα του περασμένου αιώνα. Για να είμαστε αποτελεσματικοί χρειαζόμαστε πολιτικές και από το οπλοστάσιο τόσο του φιλελευθερισμού όσο και της σοσιαλδημοκρατίας. Και έτσι θα συνεχίσουμε -παρά τις φωνασκίες όσων αρέσκονται σε μονολιθικά δόγματα- διότι πολύ απλά ζούμε πλέον σε ένα περιβάλλον που επιβάλλει τον πολιτικό ρεαλισμό και τις γόνιμες συνθέσεις προκειμένου να είμαστε και χρήσιμοι και αποτελεσματικοί υπέρ των πολλών», καταλήγει.