Πολιτικά συμπεράσματα, εξ αφορμής της συζήτησης για την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, εξάγει ο υπουργός Επικρατείας 'Ακης Σκέρτσος, σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο «δια ταύτα», «δεν αντέχουμε άλλες χαμένες ευκαιρίες ως χώρα. Και αυτό πρέπει να είναι, ίσως, το σημαντικότερο μάθημα των 50 χρόνων της μεταπολίτευσης. Μια ώριμη και σταθερή ευρωπαϊκή δημοκρατία του 21ου αιώνα δεν μπορεί να κοιμάται με τα φαντάσματα της αριστεράς και της χούντας του 20ου αιώνα».
Αναλυτικά, «η συζήτηση που έγινε την εβδομάδα που πέρασε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής για τα μη κρατικά - μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια και την ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστημίου υπήρξε εξόχως αποκαλυπτική. Κυρίως διότι ανέδειξε για ακόμη μια φορά ότι, σε έναν κόσμο και μια εκπαιδευτική πραγματικότητα που έχει ήδη αλλάξει ραγδαία, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν να λειτουργούν ως "εραστές της ακινησίας". Είτε προς χάρη μιας δήθεν "δομικής αντιπολίτευσης" είτε για λόγους ιδεοληψίας, που τελικά, όμως, αγνοεί τα πραγματικά προβλήματα και αιτήματα της κοινωνίας».
Εν τέλει, συνεχίζει, «τι μας λέει σήμερα η πραγματικότητα;», διερωτάται και απαντά: «Το πρώτο και βασικό είναι ότι οι σύγχρονες κοινωνίες είναι κοινωνίες και οικονομίες της γνώσης. Χάρη στη γνώση προοδεύουν και η γνώση πουθενά στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο δεν αποτελεί κρατικό μονοπώλιο. Πλην της Ελλάδας (και ίσως της Βόρειας Κορέας).
Το δεύτερο είναι ότι δεν υπάρχουν εκπαιδευτικά σύνορα. Ακριβώς επειδή υπάρχει υψηλή ζήτηση για γνώση που δεν ικανοποιείται - και δεν μπορεί να καλυφθεί μόνο από τα κρατικά πανεπιστήμια - 40.000 νέοι Έλληνες και νέες Ελληνίδες στρέφονται σε πανεπιστήμια του εξωτερικού και 32.000 σε ιδιωτικά κολέγια εντός συνόρων. Οι ίδιοι που υποκριτικά ασκούν κριτική για το brain drain, αρνούνται πεισματικά να ανοίξουν τις εκπαιδευτικές πύλες για να κρατήσουμε στην χώρα μας πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο.
Το τρίτο σημείο είναι ότι η συνταγματική και πολιτική "ανορθογραφία" του άρθρου 16 έχει ήδη ξεπεραστεί από το ενωσιακό δίκαιο, την ευρωπαϊκή νομολογία και εν μέρει και την νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Έχουμε υποχρεωθεί με σειρά δικαστικών αποφάσεων να επιτρέψουμε ως μέλος της ΕΕ τη λειτουργία ιδιωτικών κολεγίων στη χώρα μας, που αποδίδουν ισότιμα επαγγελματικά δικαιώματα με τα δημόσια ΑΕΙ. Όχι όμως και ισότιμα ακαδημαϊκά δικαιώματα.
Ταυτόχρονα, ως συνέπεια του προηγούμενου, το τέταρτο σημείο είναι ότι λόγω της εμμονής μας να κάνουμε τη στρουθοκάμηλο, έχουμε απεμπολήσει το αυτονόητο δικαίωμα και την υποχρέωση που έχουμε ως κράτος να ασκούμε αυστηρό εποπτικό έλεγχο στα κάθε λογής κολέγια. Με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα de facto εμπορευματοποιημένο και παντελώς αρρύθμιστο πεδίο ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που η εγχώρια αριστερά και κεντροαριστερά κάνουν ότι δεν βλέπουν. Αλλά και ούτε επιχείρησαν να ρυθμίσουν όταν μπορούσαν, παρότι δηλώνουν υπέρμαχοι του δημόσιου πανεπιστημίου.
Το πέμπτο και τελευταίο σημείο απέναντι σε όσους επιλέγουν μια στατική ερμηνεία του Συντάγματος - ενώ κορυφαίοι συνταγματολόγοι που δεν πρόσκεινται καν στην κυβέρνηση έχουν ήδη δώσει επαρκείς απαντήσεις επ' αυτού - είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει άλλο χρόνο για χάσιμο. Η μεταρρύθμιση αυτή έπρεπε να είχε ήδη συμβεί πριν σχεδόν 20 χρόνια όταν χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία συνταγματικής αναθεώρησης του άρθρου 16 από την κυβέρνηση της ΝΔ, εξαιτίας της αδικαιολόγητης υποχώρησης του ΠΑΣΟΚ -παρά την επίσημη θέση του τότε Προέδρου του υπέρ των μη κρατικών πανεπιστημίων».
Στο μεταξύ, προσθέτει ο υπουργός Επικρατείας, «άλλες χώρες, όπως η Κύπρος, δεν έχασαν αυτήν την ευκαιρία και δημιούργησαν στο μεσοδιάστημα τα δικά τους συστήματα μη κρατικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που προσελκύουν χιλιάδες Έλληνες φοιτητές και εκατοντάδες Έλληνες ακαδημαϊκούς.
Ας σταματήσει, λοιπόν, επιτέλους ο ηθικός πανικός της αντιπολίτευσης και ας δούμε την πραγματικότητα κατάματα. Δεν αντέχουμε άλλες χαμένες ευκαιρίες ως χώρα. Και αυτό πρέπει να είναι, ίσως, το σημαντικότερο μάθημα των 50 χρόνων της μεταπολίτευσης. Μια ώριμη και σταθερή ευρωπαϊκή δημοκρατία του 21ου αιώνα δεν μπορεί να κοιμάται με τα φαντάσματα της αριστεράς και της χούντας του 20ου αιώνα», καταλήγει ο 'Α. Σκέρτσος.