ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ακρίβειας συνέχεια... Του Φάνη Ουγγρίνη

Φάνης Ουγγρίνης11 Ιουνίου 2024

Σε προεκλογικές περιόδους ακούγονται πολλά, μα δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως ισχύουν όσα επεσήμανε ο Άκης Σκέρτσος ως αίτια της ακρίβειας. Πράγματι οι πολυεθνικές εφαρμόζουν εναρμονισμένες πρακτικές πωλήσεων που δεν προσαρμόζονται τόσο στο κόστος παραγωγής των προϊόντων τους, όσο στις καταναλωτικές δυνατότητες και συνήθειες των κατά τόπους αγοραστών. Δηλαδή, επιδιώκουν να αποσπάσουν το μέγιστο δυνατό κέρδος από τα είδη εκείνα που (συχνά κακώς) θεωρούνται απολύτως απαραίτητα, είτε πρόκειται για αναγνωρίσιμα απορρυπαντικά, είτε για βιολογικά τρόφιμα, είτε για καλλυντικά, είτε για ποτά, και πάει λέγοντας. Ειδικά οι Μεσογειακοί καταναλωτές θεωρούνται ιδιαίτερα προσκολλημένοι στις φίρμες, σε αντίθεση με τους σφιχτοχέρηδες Γερμανούς και Ολλανδούς. Γι’ αυτό τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας στο Νότο δεν βρίσκουν την ίδια ανταπόκριση με τον Βορρά, αν και καταγράφεται τάση εξομοίωσης.

Θα πρέπει όμως να επισημανθούν δύο πράγματα. Πρώτο, ότι αυτές οι διαφορές στις τιμές ευνοούν κάποιες εγχώριες δραστηριότητες, όπως π.χ. τις ευμεγέθεις παράλληλες εξαγωγές φαρμάκων. Δεύτερο, ότι στην Ελλάδα το φαινόμενο του greedflation επιβαρύνεται από τα τοπικά καρτέλ στη βιομηχανία και στον τριτογενή τομέα. Συνεπώς, ακόμη κι αν η ΕΕ θεσμοθετήσει κατάργηση τούτων των πρακτικών (πράγμα απίθανο για το ορατό μέλλον, διότι τότε θα έπρεπε να εναρμονίσει πανευρωπαϊκά όλους τους έμμεσους φόρους και ορισμένους άμεσους), η ελληνική αγορά θα παραμείνει έρμαιο της απληστίας ελαχίστων. Όταν σήμερα οι οκτώ μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ ελέγχουν σχεδόν το 70% της κατανάλωσης ειδών πρώτης ανάγκης, όταν οι πωλήσεις τους αφορούν σχεδόν κατά 50% τα προϊόντα 10 -κατά κανόνα πολυεθνικών- βιομηχανιών, όταν εξαρτόμαστε από τρεις όλες κι όλες εταιρείες τηλεφωνίας και τέσσερις συστημικές τράπεζες, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πώς χειραγωγείται η αγορά. Το φαινόμενο εν μέρει συντηρείται χάρη στις διαβόητες τριγωνικές συναλλαγές, οι οποίες προφανώς δεν είναι αντιμετωπίσιμες με τις κλασικές μεθόδους των εφοριακών μας. Εδώ να αναφέρω επίσης ότι δεν διαθέτουμε ούτε το προνόμιο να συνορεύουμε με κράτη όπου θα μπορούσαμε να πηγαίνουμε για τα καθημερινά ψώνια μας, υπέρ του υγιούς ανταγωνισμού. Κακά τα ψέματα, άλλο η Βουλγαρία, τα Σκόπια και η Αλβανία, κι άλλο το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Γερμανία και η Γαλλία.

Κλείνοντας να υπενθυμίσω α) ότι η λειτουργία της αγοράς θα κριθεί λίαν συντόμως όταν/αν ενσωματωθεί η πρόσφατη πτώση στις τιμές παραγωγού (Ελλάδα 1,8%, Ευρωζώνη 5,7%), β) ότι θετικό σημάδι αποτελεί το μεσοσταθμικό κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων-καταθέσεων στο 5,45%, γ) ότι ακόμη κι αν μηδενίσει ο πληθωρισμός οι τιμές καταναλωτή θα παραμείνουν ως έχουν κι απλώς θα ανακοπεί η άνοδος τους, και δ) ότι είναι ατελέσφορο να αντιμετωπίζεται η ακρίβεια με αυξήσεις μισθών, όταν αυτές δεν συνδυάζονται με αύξηση της παραγωγικότητας. Τη δοκιμάσαμε την ΑΤΑ το ‘80, και τα αποτελέσματα γνωστά.

Βαθμολόγηση Fitch

Κάτι τέτοια λοιπόν βλέπει η Fitch Ratings, και επιμένει να μη μας αναβαθμίζει σε πιο επενδυτική βαθμίδα. Μπορεί μεν το ΑΕΠ μας να ανεβαίνει ονομαστικά, όμως οι αναλυτές μόνο χαζοί δεν είναι πλέον: γνωρίζουν καλά ότι ο πληθωρισμός εντός ευρώ διαφέρει από εκείνον επί δραχμής. Οι κάθε είδους αυξήσεις σε μισθούς και αγαθά διογκώνουν μεν το εθνικό προϊόν, χωρίς όμως να αποτελούν ουσιαστική ανάπτυξη. Οι αναλυτές μένουν ασυγκίνητοι από τις 1460 μονάδες του ΧΑ και τα τραπεζικά μερίσματα. Αντίθετα παρατηρούν τις μάλλον αναιμικές άμεσες ξένες επενδύσεις, τη δυσκολία κάλυψης νέων θέσεων εργασίας παρά την υψηλή ανεργία, την εξάρτηση των εξαγωγών από πετροχημικά και από προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας (πχ χύμα τρόφιμα), την μεταβλητότητα στο ναυτιλιακό συνάλλαγμα λόγω παγκόσμιας γεωπολιτικής αστάθειας, και φυσικά τη σταδιακή εξάντληση του τουριστικού μοντέλου ήλιος-θάλασσα. Άλλωστε την περίοδο 2002-2023 ο μέσος ρυθμός μεγέθυνσης στην ελληνική οικονομία ήταν 0,26%, όταν ο αντίστοιχος στην Ευρωζώνη ήταν 1,15%.

Κοινώς, όχι η παραμικρή σύγκλιση δε σημειώθηκε, μα και η προϋπάρχουσα απόσταση αυξήθηκε περαιτέρω. Κατά συνέπεια τονίζονται τα γνωστά: η χώρα μας εξακολουθεί να επιβαρύνεται από τις συνέπειες της Κρίσης, δηλαδή από μεγάλο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, ανεπαρκές αναπτυξιακό δυναμικό, χαμηλή εσωτερική κατανάλωση, αδυναμία αποταμίευσης για τη μεγάλη πλειοψηφία, και από τραπεζικό τομέα εκ των πραγμάτων ανίκανο να χρηματοδοτήσει τη μεσαία και μικρή επιχειρηματικότητα. Υπό αυτούς τους όρους, ούτε καν το outlook δεν αναβαθμίστηκε σε θετικό.

Πάντως εδώ θα πρέπει να επισημανθεί… τσιγκουνιά εκ μέρους της Fitch, δεδομένου ότι μόνο αυτή από τους μεγάλους οίκους επιμένει σε σταθερό outlook. Αναρωτιέμαι αν οι Γάλλοι εξακολουθούν να επηρεάζουν τις αξιολογήσεις της, μετά τη μεταβίβαση του ελέγχου στον όμιλο Μπάφετ το 2018.

Τουρισμός για λίγους

Θα συνεχίσω στον τουρισμό, ένεκα και της εποχής. Είναι πια πασιφανές πως η ικανότητα πολλών διάσημων νησιών να απορροφήσουν περισσότερους επισκέπτες έχει φτάσει στα όρια της, εάν δεν τα έχει ξεπεράσει. Η πλημμυρίδα τουριστών δεν ευθύνεται μόνο για την εξουθένωση των φτωχών υποδομών τους, μα και για τον εξευτελισμό της εικόνας που επί δεκαετίες καλλιεργεί ο ΕΟΤ: Ελλάδα, τόπος όπου έρχεσαι σε αδιαμεσολάβητη επαφή με τη φύση και τον πολιτισμό. Ε ναι, είναι επιεικώς γελοίο το να πουλάμε ερημικές παραλίες, ηλιόλουστα μνημεία και γραφικά ταβερνάκια πάνω στο κύμα όταν πρόκειται για τους δημοφιλέστερους προορισμούς σε Επτάνησα, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, Κρήτη και Χαλκιδική. Αν λοιπόν δε θέλουμε να μας ψοφήσει η κότα που γεννά χρυσά αυγά, θα πρέπει η Πολιτεία να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη, και μάλιστα γρήγορα. 

Βραχυπρόθεσμα, βιολογικοί καθαρισμοί, δίκτυα μεταφοράς ενέργειας και οδικές συγκοινωνίες στα πιο περιζήτητα μέρη θα πρέπει να αναβαθμιστούν, ώστε να συνάδουν με τις υψηλές τιμές διαμονής και εστίασης. Μεσοπρόθεσμα θα πρέπει να αναθεωρηθεί εκ βάθρων όλο το σύστημα μεταφορών στο Αιγαίο, με δωδεκάμηνη ενίσχυση του ρόλου λιμένων στη Βόρεια Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Αλεξανδρούπολη), με δημιουργία ακτοπλοϊκών κόμβων σε λίγα επιλεγμένα νησιά, με χωροθέτηση υδατοδρομίων και ελικοδρομίων παντού και με κατάργηση του υφιστάμενου προβληματικού θεσμού των άγονων γραμμών σε θάλασσα και αέρα. Και μακροπρόθεσμα, μέσα από τη στροφή σε μοντέλο τουρισμού δωδεκαμήνου, όπου θα έχουν υψηλότερο ειδικό βάρος οι μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, και φυσικά η ελληνική ύπαιθρος. 

Είναι κωμικοτραγικό το να παστώνονται για 3-4 μήνες στα μπιτσόμπαρα ντόπιοι και ξένοι (η σχετική διαδικτυακή πλατφόρμα myCoast αναμένεται να βελτιώσει την κατάσταση), ενώ την ίδια στιγμή να είναι ελάχιστα επισκέψιμη η ενδοχώρα μας, με τα καταπληκτικά βουνά και λίμνες της, την πολύμορφη κουζίνα της, τα μοναστήρια και τις αρχαιότητες της.

Όταν έχεις παραγωγή, αντέχεις

Ο τουρισμός λοιπόν προσέφερε πολύτιμες ανάσες στην Ελλάδα κατά τη μνημονιακή περίοδο, όμως ούτε οι προοπτικές του κλάδου είναι ανεξάντλητες, ούτε είναι καλή ιδέα να βάζεις όλα τα αυγά σου σε ένα καλάθι (όπως π.χ. ορισμένες αραβικές και αφρικανικές οικονομίες). Ισπανία, Ιταλία, Αυστρία, Ινδονησία εισπράττουν τεράστια τουριστικά έσοδα, παρά ταύτα δεν έπαψαν ποτέ να στηρίζουν την εγχώρια παραγωγή τους: οι εκ Δυσμών εταίροι μας παραμένουν παγκόσμιοι leaders στα τρόφιμα και στην επώνυμη ένδυση (έχοντας συστηματικά χτίσει τα εθνικά brands τους), οι -αρμονικά συνεργαζόμενοι με γερμανικές επιχειρήσεις- Αυστριακοί ηγούνται στην αγορά ενέργειας δίχως να διαθέτουν ανάλογους φυσικούς πόρους, οι δε Ινδονήσιοι έχουν προχωρήσει πέρα από το Μπαλί, το φοινικέλαιο και την ξυλεία, και πλέον είναι σοβαροί παίκτες στη χαλυβουργία, στη ναυπηγική, και στη μεταποίηση ετοίμων ενδυμάτων και ηλεκτρικών συσκευών.

 Βλέποντας τα παραπάνω επιτυχημένα παραδείγματα δεν είναι να απορεί κανείς για την ανθεκτικότητα της τουρκικής οικονομίας. Οι εξ Ανατολών γείτονές μας αντέχουν τον υπερπληθωρισμό ύψους 75% και την ακατάπαυστη διολίσθηση της λίρας (0,03€ σήμερα, όταν έφτανε το 0,50€ πριν το πραξικόπημα του 2016) επειδή εφαρμόζουν το απλούστατο ρητό του… δικού μας ΣΕΒΕ: παράγουν και εξάγουν. Κατά συνέπεια, το πρώτο τρίμηνο του 2024 η εθνική οικονομία τους κατέγραψε μεγέθυνση 5,7%, η οποία οφείλεται στις εξαιρετικά ανταγωνιστικές τιμές της βιομηχανίας μα και του πρωτογενούς τομέα τους. Οι Τούρκοι κόβουν εισαγωγές βιομηχανικών ειδών και τροφίμων, και ταυτόχρονα αυξάνουν τις αντίστοιχες εξαγωγές τους. Η οικονομική πολιτική Ερντογάν δεν θα αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα εάν η Γείτων διέθετε περισσότερες πρώτες ύλες και ενεργειακά αποθέματα, δηλαδή στοιχεία απαραίτητα για απρόσκοπτη παραγωγική δραστηριότητα. Εφόσον όμως βάλει στο χέρι τους υδρογονάνθρακες του ιρακινού Κουρδιστάν και του Τουρκμενιστάν, τότε ίσως καταστεί πραγματική περιφερειακή δύναμη

Όσο για μας, μπορούμε μόνο να ευχόμαστε πως θα πιάσουν τόπο τα ουρανοκατέβατα 21 δισ. ευρώ του RRF και τα φθηνότερα δάνεια της ΕΚΤ, ώστε μετά 35 χρόνια αδράνειας να αποκτήσουμε νέο παραγωγικό πρότυπο. Ας ελπίσουμε πως μετά τις ευρωεκλογές οι πολιτικοί μας θα ασχοληθούν και με… πεζά ζητήματα.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 09.06.2024

This page might use cookies if your analytics vendor requires them.