ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ακριβή μου… καραντίνα

Στέφανος Μαχτσίρας17 Νοεμβρίου 2020

Το σίκουελ του lockdown νούμερο ένα, το οποίο ζουν σαν déjà vu, τρομάζει επιχειρήσεις και νοικοκυριά που καλούνται να αναμετρηθούν με τις σαρωτικές επιπτώσεις που θα επιφέρει σε έσοδα και μισθούς αντίστοιχα, η νέα παράλυση της οικονομικής δραστηριότητας και ενώ στην καραντίνα που προηγήθηκε οι τσέπες τους… ελάφρυναν κατά 4 δισ. ευρώ. Το διάστημα που θα διαρκέσουν τα νέα αυστηρά περιοριστικά μέτρα αλλά και οι αντισταθμιστικές παρεμβάσεις θα κρίνουν το αν θα κρατηθεί όρθια η κοινωνία με διαχειρίσιμες απώλειες ή αν θα βυθιστεί σε ένα σπιράλ ύφεσης και λουκέτων.

Το κόστος της νέας καραντίνας, σύμφωνα και με εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου, προσεγγίζει τα 5 δισ. ευρώ τον μήνα, δηλαδή 170 εκατ. ευρώ χαμένα έσοδα την ημέρα από την αγορά.

Κάθετη πτώση του τζίρου, νέα συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, αύξηση της ανεργίας, πιο βαθιά ύφεση, αύξηση κρατικών δαπανών, ραγδαία επιδείνωση των οικονομικών μεγεθών διαμορφώνουν ένα δυστοπικό σκηνικό και απαιτούν οριζόντιο πακέτο παρεμβάσεων που θα τονώσει, όσο αυτό είναι δυνατόν, την αγορά. Τα μέτρα των 3,3 δισ. ευρώ που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση σε καμία περίπτωση δεν είναι αρκετά για να αντιμετωπίσουν τον οικονομικό τυφώνα.

Τα «σφράγισμα» της οικονομίας είναι πιθανό να προκαλέσει σε μία χειμαζόμενη αγορά ζημιές που ενδεχομένως να αγγίξουν τα επίπεδα του πρώτου πανδημικού κύματος, λειτουργώντας ωστόσο πολλαπλασιαστικά και θέτοντας σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα επιχειρήσεων αλλά και των οικογενειακών προϋπολογισμών. Το προσχέδιο του προϋπολογισμού, προ lockdown, προέβλεπε, πως το μέσο ισοδύναμο διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα προ κορονοϊού το 2020, διαμορφωνόταν στις 10.240 ευρώ και μετά την πανδημία -χωρίς να διευκρινίζεται αν περιλαμβάνεται το δυσμενές σενάριο- θα είναι κατά 291,31 ευρώ λιγότερο (μείωση κατά 2,84%).

Ενδεικτικά του δυσβάστακτου κόστους του lockdown νούμερο ένα είναι τα στοιχεία για τον τζίρο των επιχειρήσεων, ο οποίος σημείωσε ελεύθερη πτώση κατά 19,8 δισ. ευρώ το β’ τρίμηνο (τον Αύγουστο μειώθηκε κατά 4,3 δισ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι), ενώ η βουτιά στις τουριστικές εισπράξεις του 2020 εκτιμάται μεγάλη αφού η χρονιά κλείνει με το 1/5 των περσινών τουριστικών εσόδων που ανέρχονταν στα περίπου 18 δισ. ευρώ. Η χρονιά δηλαδή, θα κλείσει με κατακόρυφη μείωση εσόδων από τον τουρισμό κατά 80% (περί τα 3,5 δισ. ευρώ) σε σχέση με εκείνα του 2019.

Μετά το νέο πάγωμα της οικονομίας, υπολογίζεται ότι θα εξανεμιστεί σωρευτικά μέχρι το τέλος του έτους το 20% των πωλήσεων, ήτοι, σε απόλυτα νούμερα, απώλειες πάνω από 40 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας ακόμα και τη συντριβή που είχε υποστεί η αγορά την περίοδο των μνημονίων. Μάλιστα, το ΕΒΕΠ «βλέπει» να χάνονται από την αγορά έως το τέλος του έτους 50 δισ. ευρώ.

Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τις αμοιβές εξαρτημένης εργασίας στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2019 αντικατοπτρίζουν τη δραστική συμπίεση των εισοδημάτων. Τα μέτρα στήριξης από την κυβέρνηση απέτυχαν να συγκρατήσουν την πτώση των αμοιβών των εργαζόμενων. Πιο συγκεκριμένα, περιορίστηκαν κατά 1,3 δισ. ευρώ και διαμορφώθηκαν, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, σε 15,789 δισ. ευρώ από τον Απρίλιο μέχρι και τον Ιούνιο φέτος, από 17,090 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα πέρσι.

Από τους δέκα πιο νευραλγικούς κλάδους, οι επτά που έχουν και τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην αύξηση του ΑΕΠ (οικοδομή, κατασκευές, μεταποίηση, τεχνικές δραστηριότητες κ.ά.) βρέθηκαν με αρνητικό πρόσημο, ενώ η πτώση που ζαλίζει και καταδεικνύει τη βίαιη αναπροσαρμογή των συνθηκών που επέβαλε η πανδημία στα ημερομίσθια για τους κλάδους παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης, καθώς άγγιξε το 70%! Η συνολική αξία των δαπανών που πραγματοποίησαν τα νοικοκυριά στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 έπεσε στα 37,569 δισ. ευρώ, από 42 δισ. ευρώ και πλέον πέρσι.

Ο αντίκτυπος από το δεύτερο λουκέτο προβλέπεται να είναι ανάλογος, χωρίς να αποκλείεται οι επιπτώσεις να είναι κατακλυσμιαίες για όλο το κύκλωμα που συγκροτεί αυτό που αποκαλούμε «παραγωγικός ιστός», καθώς θα έρθει να προστεθεί στις ανυπέρβλητες δυσκολίες που προκάλεσε το κατέβασμα των ρολών τον Μάρτιο.

Πιο αναλυτικά οι ζημιές εκτιμώνται ως εξής:

Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών από τη νέα καραντίνα αναμένεται έως το τέλος Νοεμβρίου να μειωθεί κατά 967,500 εκατ. ευρώ, δηλαδή κατά μέσον όρο το κάθε νοικοκυριό θα χάσει 234 ευρώ. Στην κορύφωση του πρώτου lockdown στο δεύτερο τρίμηνο, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά μειώθηκε κατά 11,8% σε σχέση με πέρσι (από 32,83 δισ. ευρώ στα 28,96 δισ. ευρώ).

Στις επιχειρήσεις υπολογίζεται ότι οι τρεις εβδομάδες καραντίνας θα προκαλέσουν μείωση του τζίρου στο σύνολό τους, και όχι μόνο σε εκείνες που κλείνουν με κρατική εντολή, ύψους 4,950 δισ. ευρώ λόγω του «επιδημιολογικού λουκέτου» και της περικοπής των καταναλωτικών δαπανών από τα νοικοκυριά.

Αυτό σημαίνει ότι οι απώλειες κινήθηκαν στα 6,6 δισ. ευρώ τον μήνα, ποσό που με αναγωγή σε τρεις εβδομάδες βγάζει 4,950 δισ. ευρώ. Μόνο για τις επιχειρήσεις που τέθηκαν σε υποχρεωτική αναστολή καταγράφηκε μείωση τζίρου κατά 4,096 δισ. ευρώ και σε μηνιαία βάση ήταν 1,36 δισ. ευρώ. Το πλήγμα στα ταμεία των επιχειρήσεων προήλθε από τη συρρίκνωση κατά 12,7% της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, η οποία, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, διαμορφώθηκε στα 28,4 δισ. ευρώ από 32,5 δισ. ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι υπήρξε μείωση κατά 4,1 δισ. ευρώ στο τρίμηνο ή 1,36 δισ. ευρώ τον μήνα.

Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ προβλέπει ότι η ανεργία θα ανεβεί στο τέλος του 2020 στο 21,2%, αν η ύφεση δεν ξεπεράσει φέτος το 9%.

Ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός για το πώς θα διαμορφωθεί στο άμεσο μέλλον η εικόνα της αγοράς εργασίας είναι, όπως αναφέρεται, η διόγκωση του οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού. Με την έναρξη του lockdown το δεύτερο 15ήμερο του Μαρτίου και μέχρι τον Ιούνιο παρατηρείται εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των οικονομικά μη ενεργών. Συγκεκριμένα, μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου του 2020, η αύξηση των οικονομικά μη ενεργών ξεπερνούσε σταθερά τις 100.000 άτομα σε σχέση με το 2019. Σύμφωνα με την έκθεση, το κόστος απώλειας απασχόλησης είναι ιδιαίτερα υψηλό στην Ελλάδα, αφού, ύστερα από δύο χρόνια ανεργίας, ο άνεργος έχει χάσει το 47% του εισοδήματός του, πράγμα που κατατάσσει την Ελλάδα στην τρίτη χειρότερη θέση στην ευρωζώνη.

Μέχρι στιγμής, η αγορά εργασίας δείχνει να αντέχει με νύχια και με δόντια. Σύμφωνα με την «Εργάνη», τον Οκτώβριο καταγράφεται μείωση της μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, καθώς προκύπτει αρνητικό ισοζύγιο προσλήψεων - αποχωρήσεων κατά 33.356 θέσεις εργασίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία των ροών μισθωτής απασχόλησης του Οκτωβρίου 2020, οι αναγγελίες πρόσληψης ανήλθαν σε 196.284, ενώ οι αποχωρήσεις σε 229.640. Από τη σύγκριση των στοιχείων των δύο μηνών, Οκτώβριος 2020 και Οκτώβριος 2019, προκύπτει αυξημένη επίδοση κατά 86.731 περισσότερων θέσεων εργασίας για τον Οκτώβριο 2020 (αρνητικό ισοζύγιο -33.356 θέσεων εργασίας) έναντι αρνητικού ισοζυγίου (-120.087) τον Οκτώβριο του 2019.

«De facto κατάργηση του οκταώρου»

Παράλληλα, τα στοιχεία δείχνουν πως ξεκινά μία περίοδος αβεβαιότητας για τους εργαζομένους. Από τα στοιχεία της Eurostat προκύπτει ότι Ελλάδα και Τσεχία είχαν τα χαμηλότερα ποσοστά απολύσεων κατά το β’ τρίμηνο (κάτω από το 2% των Ελλήνων και Τσέχων εργαζόμενων έχασε τη δουλειά του), όμως οι Έλληνες εργαζόμενοι, στους οποίους μειώθηκε το ωράριο ή τέθηκαν σε αναστολή το β’ τρίμηνο του έτους, ξεπέρασαν το 25% ποσοστό που είναι στα υψηλότερα μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, μαζί με την Ιταλία, την Κύπρο και την Ιρλανδία. Ναι μεν οι αναστολές συμβάσεων συγκράτησαν την ανεργία σε ανεκτά επίπεδα (με άγνωστες βέβαια τις συνέπειες του νέου lockdown στην απασχόληση), αλλά τα εισοδήματα μειώθηκαν δραστικά με τους εργαζόμενους να αγωνιούν για την επόμενη μέρα.

Η έκθεση της ΙΝΕ-ΓΣΕΕ φανερώνει μία αποκαρδιωτική εικόνα καθώς αποκαλύπτει την ανατροπή θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων, ενώ οι συντάκτες της μελέτης επισημαίνουν ότι «έχει επιβληθεί de facto η κατάργηση του οκταώρου και η ρευστοποίηση του χρόνου έναρξης και λήξης της εργασίας».

Επίσης, το 31% των απασχολουμένων κατά το δεύτερο τρίμηνο έλαβαν αποδοχές μικρότερες του κατώτατου μισθού, με την αγορά εργασίας να γυρίζει πολλά χρόνια πίσω…

Προ COVID, το 73% των απασχολουμένων σε όλους τους κλάδους εργαζόταν υπερωριακά, ενώ σε ορισμένους κλάδους, όπως η μεταποίηση και οι μεταφορές το αντίστοιχο ποσοστό υπερέβαινε το 80%. Η κορονο-κρίση έχει αλλάξει τα δεδομένα, με το ποσοστό των ατόμων που εργαζόταν υπερωριακά να μειώνεται σε 55%, ενώ το 19% εργαζόταν πάνω από 48 ώρες την εβδομάδα.

Μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου βγήκαν από το εργατικό δυναμικό περίπου 100-180 χιλιάδες εργαζόμενοι σε σχέση με τους αντίστοιχους μήνες του 2019. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι εργαζόμενοι που βρίσκονται σε αναστολή εργασίας για διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών και λαμβάνουν εισόδημα λιγότερο από τον μισό μισθό τους, δείγμα του πλήγματος που έχει επιφέρει στην αγορά εργασίας ο κορονοϊός, αναμένοντας και τις δυσμενείς συνέπειες της νέας καραντίνας.

Οι «αισιόδοξες» ενδείξεις

Αν και ο κορονοϊός έχει διαμορφώσει ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, υπάρχουν κάποιοι δείκτες, που φανερώνουν πως η οικονομία έχει επιδείξει ανθεκτικότητα, κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του Μαρτίου, απέναντι στην εξάπλωση του ιού.

Πιο συγκεκριμένα, οι ελληνικές εξαγωγές εμφάνισαν αξιοσημείωτες αντοχές καθώς τα αγαθά που εξάγει η χώρα, πέραν των πετρελαιοειδών, αυξήθηκαν τον Ιούλιο κατά 9,2%, η μεταποιητική παραγωγή μειώθηκε κατά 1% τον Ιούνιο σε ετήσια βάση όταν το δίμηνο Απριλίου - Μαΐου είχε σημειώσει κατακόρυφη πτώση κατά 10,2%, κάτι που σημαίνει ότι προσαρμόστηκε ταχύτατα στα νέα δεδομένα και κατάφερε, σε μεγάλο βαθμό, να ανακάμψει.

Ακόμη, στο 16,4% διαμορφώθηκε το γ’ τρίμηνο το ποσοστό της ανεργίας από 16,9% το προηγούμενο τρίμηνο (β' τρίμηνο του 2019) και 18,3% του αντίστοιχου τριμήνου του προηγούμενου έτους, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.

Για επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα προειδοποιεί η Eurobank σε ανάλυσή της, έπειτα και από τις ανακοινώσεις της κυβέρνησης για την εκ νέου λήψη αναγκαίων περιοριστικών μέτρων για την ανάσχεση του δεύτερου κύματος της επελαύνουσας πανδημίας. Ωστόσο, το θετικό είναι, όπως αναφέρεται στην ανάλυση, ότι «η προβλεπόμενη χειροτέρευση των οικονομικών συνθηκών ενδέχεται να είναι ηπιότερη από την αντίστοιχη του 2ου τριμήνου 2020, όταν εφαρμόστηκε το πρώτο lockdown». Αυτό θα ισχύσει, υπό την προϋπόθεση ότι τα περιοριστικά μέτρα θα εφαρμοστούν για το χρονικό διάστημα που εξήγγειλε η κυβέρνηση.

Τρεις παράγοντες συνηγορούν σ’ αυτή την εκτίμηση, σύμφωνα με την τράπεζα: Η συσσώρευση γνώσης αναφορικά με τη λειτουργία της οικονομίας σε συνθήκες πανδημίας (προσαρμογή), η συσσώρευση γνώσης και η ενίσχυση των υποδομών στο υγειονομικό πεδίο για την αντιμετώπιση του κορoνοϊού και ο κατά πολύ χαμηλότερος βαθμός έκπληξης των φορέων της οικονομίας, δηλαδή των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και της κυβέρνησης, αναφορικά με τη διαταραχή του δεύτερου κύματος σε σύγκριση με το πρώτο. Βέβαια, υπάρχουν και παράγοντες που μετριάζουν την αισιοδοξία, όπως οι συσσωρευμένες ζημίες του πρώτου κύματος.

Αντέχει η μεταποίηση

«Η ελληνική μεταποίηση είναι μικρή σε μέγεθος σχετικά με την υπόλοιπη Ευρώπη και έχει να κάνει κυρίως με τρόφιμα και χημικά ενώ η χώρα διαθέτει πολλές μικρές βιομηχανίες με χαμηλή απόδοση κεφαλαίων», ανέφερε η Τζέση Βουμβάκη, αναπληρώτρια διευθύντρια στην διεύθυνση οικονομικής ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, επικαλούμενη στοιχεία της Εurostat, στο Thessaloniki Summit.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, για το β’ τρίμηνο του 2020, η ελληνική μεταποίηση άντεξε στην πανδημία καθώς η πτώση συγκρατήθηκε στο 14% έναντι 18% της υπόλοιπης Ευρώπης. Μάλιστα το μερίδιο αγοράς των ελληνικών προϊόντων, κυρίως τροφίμων, αυξήθηκε στην ευρωπαϊκή αγορά κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Ακόμα και σε αυτή την ιδιαίτερα δυσμενή συγκυρία, οι εξωστρεφείς μεταποιητικές επιχειρήσεις κατάφεραν και άντεξαν στην οικονομική καταιγίδα, στέλνοντας ένα θετικό μήνυμα και για την δύσκολη συνέχεια μέχρι την εύρεση του εμβολίου.

*Δημοσιεύθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2020

This page might use cookies if your analytics vendor requires them.