Διαφορετικά σε ποσοστό, περίπου, 90% είναι τα στελέχη του νέου κορονοϊού (σ.σ. Sars Cov-2) που επικρατούσαν στην Ελλάδα κατά το πρώτο «κύμα» της πανδημίας, εν συγκρίσει με το «δεύτερο», όπως φάνηκε από την ανάλυση δειγμάτων που διενήργησε το Ινστιτούτο Εφαρμοσμένων Βιοεπιστημών του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης το οποίο εδράζεται στη Θεσσαλονίκη.
Όπως εξηγεί στο makthes.gr η Αναστασία Χατζηδημητρίου, Βιολόγος, ερευνήτρια Β’ στο ΙΝΕΒ του ΕΚΕΤΑ, στο ινστιτούτο διεξάγεται μία μελέτη στο πλαίσιο της «Εμβληματικής Δράσης» για τον νέο κορονοϊό, η οποία χρηματοδοτείται από τη γ.γ. Έρευνας και Καινοτομίας του υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Αναλύουν το γονιδίωμα του ιού με την «ιδιαίτερα εξελιγμένη μέθοδο» της αλληλούχισης λέει η κ. Χατζηδημητρίου, ώστε «να εντοπίζουμε τις μεταλλάξεις στο γονιδίωμα και τα στελέχη του ιού», προσθέτει η ίδια και εξηγεί ότι «συνήθως είναι σετ μεταλλάξεων που διαφοροποιούν το ένα στέλεχος από το άλλο».
Το «βάρος» στις μεταλλάξεις Ηνωμένου Βασιλείου, Βραζιλίας και Νότιας Αφρικής
Καθώς το ΙΝΕΒ δεν διέθετε δείγματα του νέου κορονοϊού από το πρώτο «κύμα», τροφοδοτήθηκε με τέτοια από το Εργαστήριο Μικροβιολογίας του ΑΠΘ, στο πλαίσιο συνεργατικής μελέτης. Σύμφωνα με την κ. Χατζηδημητρίου, το ΑΠΘ έδωσε δείγματα από το πρώτο «κύμα» και ειδικότερα τις περιοχές της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας. Έτσι, συγκρίνοντας τα δείγματα από τα δύο «κύματα», αποδείχθηκε ότι τα στελέχη του ιού που επικρατούσαν στο πρώτο είναι διαφορετικά κατά περίπου 90% από αυτά του δεύτερου, λέει η ίδια. Πλέον, οι ερευνητές του ΙΝΕΒ επιχειρούν να ανιχνεύσουν τα καινούργια στελέχη του Sars Cov-2 που έχουν «ξεπηδήσει» στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Νότια Αφρική και στη Βραζιλία.
Οι μεταλλάξεις δεν αποδεικνύονται φονικότερες
Τι σημαίνουν όμως στην πράξη αυτά τα νέα στελέχη; ότι ο ιός μεταδίδεται πιο εύκολα, διευκρινίζει η κ. Χατζηδημητρίου. Η ίδια αποσαφηνίζει ότι μέχρι στιγμής δεν έχει αναγνωριστεί ότι είναι πιο θανατηφόρα η μετάλλαξη. Το γεγονός όμως ότι κάνει πιο μεταδοτικό τον ιό, σημαίνει ότι μπορεί να είναι πολύ περισσότεροι αυτοί που ίσως χρειαστούν νοσηλεία, σπεύδει να συμπληρώσει η κ. Χατζηδημητρίου. Προς το παρόν δεν έχουν αναγνωριστεί τέτοια στελέχη στη βόρεια Ελλάδα, αλλά αυτό είναι κάτι που μπορεί να ανατραπεί αύριο, προειδοποιεί η ίδια. «Δεν θα ήταν κάτι παράλογο να επικρατήσουν αυτά τα στελέχη παγκοσμίως. Είναι οι κανόνες της εξέλιξης», επισημαίνει η ίδια σε ερώτηση εάν είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι ο ιός μεταλλάσσεται. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει «να είμαστε ακόμη πιο προσεκτικοί» σε ό,τι αφορά την τήρηση των μέτρων προστασίας και να γίνεται η αλληλούχιση του γονιδιώματος του ιού, ώστε αν σε μια περιοχή εντοπιστεί η μετάλλαξη, να ληφθούν επιπλέον μέτρα, τοπικού χαρακτήρα, διευκρινίζει η κ. Χατζηδημητρίου.
Φυσιολογική εξέλιξη οι μεταλλάξεις
«Οι μεταλλάξεις στους RNA ιούς, ειδικά στους κορονοϊούς, μεταλλάσσονται με μεγαλύτερη συχνότητα από τους υπόλοιπους. Άρα είναι απολύτως αναμενόμενο αυτό που παρατηρείται», διαβεβαιώνει η ίδια.
Πάντως, «τα στελέχη διαφοροποιούνται όχι λόγω της μεταλλακτικότητας του ιού. Αναγνωρίσαμε καινούργια στελέχη, απλά τα στελέχη του πρώτου και του δεύτερου κύματος διαφοροποιούνται, ίσως, επειδή υπήρχε και η κινητικότητα μέσα στο καλοκαίρι, εκτιμά η ερευνήτρια του ΙΝΕΒ.
Παράλληλα, το ΙΝΕΒ του ΕΚΕΤΑ συμμετέχει από τον Αύγουστο στη μοριακή ανάλυση του νέου κορονοϊού, έχοντας σύμβαση με τον ΕΟΔΥ και «εξυπηρετούμε κάποια νοσοκομεία της περιφέρειας και της Θεσσαλονίκης», έχοντας αναλύσει, ήδη, πάνω από 70.000 δείγματα από μοριακά τεστ, ενημερώνει η κ. Χατζηδημητρίου.
Έρχεται νέα πολλά υποσχόμενη μελέτη
Εξάλλου, το ΙΝΕΒ έχει ξεκινήσει μελέτη μαζί με το νοσοκομείο San Raffaele του Μιλάνου στα κύτταρα άμυνας του οργανισμού και πώς αυτά ανταποκρίνονται στον ξενιστή. Στόχος είναι να αναδειχθεί η δημιουργία και η φύση των αντισωμάτων που παράγονται μετά την προσβολή από τον νέο κορονοϊό και συγκεκριμένα για το είδος των αντισωμάτων, τονίζει η κ. Χατζηδημητρίου. Μάλιστα αποσαφηνίζει ότι η μελέτη θα εστιάσει στη δομή των αντισωμάτων και στη δυνατότητά τους να ανταποκρίνονται στον ιό. «Πώς ανταποκρίνεται κάθε οργανισμός και την ανοσολογική απόκριση και γιατί διαφοροποιείται» από άνθρωπο σε άνθρωπο, καταλήγει η ερευνήτρια του ΙΝΕΒ.