“Ένα μεγάλο προσόν της Ελλάδας είναι η γεωγραφική της θέση. Έχουμε δυόμισι με τρεις ώρες διαφορά με τις Ινδίες και υπερκαλύπτουμε περίπου δύο με τρεις ώρες τις ΗΠΑ. Πράγμα που σημαίνει ότι ένας που ζει στην Ελλάδα μπορεί το πρωί να μιλάει με Ινδίες και να κλείνει τη μέρα του με ΗΠΑ” εξηγεί ο Λάζαρος Τσιορακλίδης, γενικός διευθυντής της Altair στην Ελλάδα. Γιατί όμως η εταιρεία εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη και όχι στην Αθήνα; “Εμάς δεν μας ενδιαφέρει η εγγύτητα με τα υπουργεία, δεν είμαστε εργολάβοι. Δεν μας ενδιαφέρει ο δημόσιος τομέας. Το ΑΠΘ έχει ένα πολύ καλό υπόβαθρο πάνω στο λογισμικό και αυτό είναι πολύ σημαντικό για εμάς, κάτι το οποίο δεν το είχαμε δει ακόμα στην Αθήνα”.
Όμως όταν ήρθε η Altair στην Ελλάδα, το πανεπιστήμιο δεν άνοιξε διάπλατα τις πόρτες. “Από τα δέκα εργαστήρια που επισκέφτηκα, το ένα μου άνοιξε την πόρτα, το Εργαστήριο Δυναμικής Μηχανών. Οι υπόλοιποι δεν ήθελαν να συνεργαστούν με το κεφάλαιο ή με τον καπιταλισμό. Με το εργαστήριο του κ. Νατσιάβα κλείνουμε δέκα χρόνια έρευνας χρηματοδοτούμενης από εμάς. Από τα 80 άτομα που δουλεύουν για εμάς τα 15 προέρχονται από αυτό το εργαστήριο”.
Τεχνολογία made in Θεσσαλονίκη
H Altair ιδρύθηκε το 1985 ως μια εταιρεία που παρέχει υπηρεσίες μελετών και στις αρχές του '90 στράφηκε στην ανάπτυξη λύσεων λογισμικού. Πλέον δραστηριοποιείται με 78 γραφεία σε 27 χώρες και απασχολεί συνολικά 3.500 άτομα. Παράγει λογισμικό προσομοίωσης για την αυτοκινητοβιομηχανία, τη βιομηχανία αεροσκαφών αλλά και τις ηλεκτρικές συσκευές που έχουμε όλοι στα σπίτια μας. “Σήμερα φτάσαμε σε σημείο που οτιδήποτε εξελίσσει τον κόσμο φέρνει μία τεχνολογία δικιά μας που μας οδηγεί ή θα έχει εξελικτικά και ως τεχνολογία ή θα ενσωματώνει γιατί έχουμε όλη τη βιομηχανία ως πελάτες” εξηγεί ο κ. Τσιορακλίδης. Κάποια μέρη από τα λογισμικά για την αυτοκινητοβιομηχανία αναπτύσσονται εδώ στη Θεσσαλονίκη.
Το 2012 έλεγαν ''πού πάμε;''
Ζητήσαμε από τον κ. Τσιορακλίδη να κάνει μια μικρή αναδρομή στα προβλήματα που αντιμετώπισε το 2012. «Ήταν μια δύσκολη χρονιά και βρήκαμε ένα περιβάλλον το οποίο δεν είναι καθόλου φιλικό. Η κοινωνική αναταραχή στην Ελλάδα ήταν πρώτο θέμα στις ειδήσεις και τα στελέχη μας στην Αμερική έλεγαν ''πού πάμε;''. Κάναμε ένα remote office όπου ο καθένας μπορούσε να εργάζεται από το σπίτι αλλά εκείνη την εποχή ήταν αδιανόητο για το ΙΚΑ και την εφορία. Θυμάμαι πήγα να ανοίξω τραπεζικό λογαριασμό και μου ζήτησαν αριθμό τηλεφώνου, έκανα αίτηση για αριθμό τηλεφώνου μου ζητάνε αριθμό τραπέζης. Πράγματα τα οποία λυνόταν σε δύο ώρες στο εξωτερικό, εδώ χρειαζόταν εβδομάδες. Ακόμα ταλαιπωρούμαστε με θέματα τέτοια. Ακόμα η Ελλάδα είναι σε πρωτόγονο στάδιο στην ψηφιοποίηση, παρά τα βήματα που έγιναν στην περίοδο του κορονοϊού. Έπειτα, έχουμε συνεχώς πάρα αλλαγές στο τι ισχύει πχ με την εφορία και πώς μπορείς να λύσεις ένα πρόβλημα».
Χρειαζόμαστε τεχνολογικά πάρκα
Σήμερα το περιβάλλον είναι διαφορετικό. Μετά την Altair εγκαταστάθηκαν και άλλες μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες του τεχνολογικού τομέα στη Θεσσαλονίκη. Αρκετές από αυτές τον ρώτησαν πιο πριν για το περιβάλλον της πόλης, ενώ το ίδιο συμβαίνει και σήμερα με κάποιες που το μελετάνε. Τον ρωτήσαμε τι θα μπορούσε να βελτιώσει η πόλη. “Το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουμε σήμερα είναι ότι δεν υπάρχει ένας φορέας τύπου Ιnvest in Τhessaloniki για να κατευθύνει κάποιον που θέλει να επενδύσει στην Θεσσαλονίκη, πού να πάει, ποια πόρτα θα χτυπήσει. Επίσης θα ήταν καλό να είχαμε τεχνολογικά πάρκα όπως το ThessINTEC, να ξέρει ο επενδυτής ότι θα βρει γρήγορο ίντερνετ και καθοδήγηση με τις υπηρεσίες και τις τράπεζες. Εδώ για να πάρουμε άδεια για να σκάψουμε τέσσερα μέτρα το πεζοδρόμιο για οπτική ίνα θέλουμε έξι μήνες”.
Να πείσουμε τον Ρουμάνο μηχανικό
Ένας βασικός λόγος για να έρθει εδώ μια πολυεθνική είναι να βρει εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Όμως, όπως λέει ο κ. Τσιορακλίδης πλέον “δεν παράγουμε τόσους επιστήμονες, δεν φτάνουν πια αν έρθουν άλλες 2-3 εταιρείες. Και δυστυχώς δεν το έχουμε ακόμα ως στόχο να προσελκύσουμε τους καλύτερους ΙΤ από τα Βαλκάνια. Η μάχη μεταξύ των εταιρειών για να προσελκύσουν ταλέντα πλέον δεν είναι μισθοί. Είναι το όλο πακέτο. Πρέπει να του παρέχεις ένα περιβάλλον, επαγγελματικό και φυσικό, όπου ο υπάλληλος θα μπορεί να αναπτυχθεί, εκεί είναι το κρίσιμο σημείο. Προς το παρόν δεν έχουμε πείσει τον Βούλγαρο ή τον Ρουμάνο μηχανικό ότι στην Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη θα έχεις μια καλή ποιότητα ζωής. Για αυτό επιλέγουν τη Γερμανία, γιατί το παιδί τους θα πάει σε ένα καλό σχολείο, με καλύτερες προοπτικές”
Ένα ακόμη πρόβλημα που εντοπίζει ο κ. Τσιορακλίδης είναι το κόστος στέγασης που έχει εκτοξευθεί και συμπιέζει τα εισοδήματα των εργαζομένων. Σκεφτείτε ότι αν γίνει το ThessINTEC και μετακομίσουν εκεί 10.000 άτομα θα χρειαστούν περίπου 4.000 σπίτια να χτιστούν περιμετρικά”.