Πανδημία, καταβαράθρωση τζίρου και εισοδημάτων, συσσώρευση φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, ρευστότητα που ρέει με το… σταγονόμετρο και μία αβεβαιότητα διαρκείας για το τι επιφυλάσσει το μέλλον έχουν φέρει τον κλάδο της εστίασης στη Θεσσαλονίκη στο χείλο του γκρεμού, με την υπομονή και τις αντοχές επιχειρήσεων και εργαζομένων να δοκιμάζονται επικίνδυνα.
Παράλληλα, το ενδεχόμενο ενός νέου «κλεισίματος» της οικονομίας φαντάζει πέρα από εφιαλτικό και καταστροφικό καθώς θα έδινε τη χαριστική βολή στο επιχειρείν με πολλές επιχειρήσεις να βάζουν λουκέτο, ενώ οι εργαζόμενοι θα βρεθούν αντιμέτωποι με το φάσμα της ανεργίας. Με την οικονομία ήδη να περιδινίζεται στην ύφεση, ένα νέο lockdown θα έχει δραματικές συνέπειες για όλη την οικονομική αλυσίδα, επιφέροντας το τελειωτικό χτύπημα στην παραγωγική δραστηριότητα.
Ακόμα και αν περιοριστεί στην Αττική, που παράγει το 47% του ΑΕΠ της χώρας, οι επιχειρήσεις της περιφέρειας δε θα μείνουν αλώβητες. Κάθε μήνας καραντίνας κοστίζει περίπου 2,5 δισ. ευρώ με τις απώλειες στην Αττική να υπολογίζονται στα 1,4 δισ. ευρώ. Η ζημιά ενδέχεται ακόμα και να διπλασιαστεί αν ένα εκ νέου κατέβασμα του διακόπτη συμπεριλάβει και την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων όπου πολλές επιχειρήσεις πραγματοποιούν μεγάλο μέρος του τζίρου τους.
Αποκαρδιωτική εικόνα
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους στον κλάδο της εστίασης αποτυπώνουν ανάγλυφα το μέγεθος των απωλειών που υφίσταται η εστίαση, με τον τζίρο να καταγράφει πτώση κατά 59% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Πτώση άνω των 2,6 δισ. ευρώ καταγράφηκε, λόγω πανδημίας και lockdown, στα έσοδα των επιχειρήσεων στην παροχή καταλύματος και εστίασης το β’ τρίμηνο εφέτος σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο πέρυσι, με τη μεγαλύτερη πτώση να σημειώνεται στην παροχή καταλυμάτων (1,75 δισ. ευρώ).
Στις τουριστικές περιοχές η μείωση του κύκλου εργασιών βρίσκεται κοντά στο 80% και στα αστικά κέντρα κυμαίνεται γύρω στο 60%. Ο οικονομικός Αρμαγεδδώνας, διαμορφώνει μία νέα πραγματικότητα, η οποία για πολλές επιχειρήσεις θα είναι μη αντιμετωπίσιμη. Πολλά μαγαζιά δεν θα ανοίξουν ξανά, αδυνατώντας να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που τρέχουν.
Η εστίαση απασχολεί μεγάλο αριθμό εργαζομένων. Από το σύνολο των απασχολούμενων σε επιχειρήσεις οι οποίες τέθηκαν σε καθεστώς αναστολής λειτουργίας, ποσοστό 32,4% αντιστοιχούσε στον κλάδο της εστίασης.
Καθίσταται σαφές πως ο κλάδος πληρώνει βαρύ τίμημα από την οικονομική καχεξία που έχει επιφέρει στους πολίτες ο COVID-19 με πολλά μαγαζιά να δίνουν μάχη επιβίωσης ενώ οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με το φάσμα της ανεργίας. Εστίαση και τουρισμός χτυπήθηκαν ανελέητα από την εξάπλωση του κορονοϊού και η επούλωση των πληγών της κρίσης θα χρειαστεί χρόνο. Την ίδια στιγμή, οι επιχειρήσεις ασφυκτιούν από την έλλειψη ρευστότητας.
Ο χειμώνας που... κοντοζυγώνει θα είναι από τους πιο σκληρούς των τελευταίων ετών, αφού ο οικονομικός αντίκτυπος της πανδημίας θα φανεί σε όλη του την έκταση με εργαζόμενους και επιχειρηματίες να πορεύονται στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα δίνοντας καθημερινά αγώνα επιβίωσης. Σε κάθε περίπτωση η εστίαση τους επόμενους μήνες θα βαδίζει σε ναρκοπέδιο με τις ισορροπίες να είναι εύθραυστες ενώ τα πάντα εξαρτώνται από τις… διαθέσεις του ιού. Ο κλάδος, που συνεισφέρει του ΑΕΠ απαιτείται να μαζέψει τα κομμάτια του και να προσαρμοστεί γρήγορα στις νέες συνθήκες για να προχωρήσει μπροστά.
Η επιδεινούμενη επιδημιολογική εικόνα της πόλης και το κλείσιμο των καταστημάτων εστίασης τα μεσάνυχτα, μετά από ένα διάστημα που το ωράριο είχε επεκταθεί μέχρι τις 00.30, αποτελεί ένα ακόμα χτύπημα για τις επιχειρήσεις του κλάδου.
«Η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή, οι καθημερινές είναι πεθαμένες, τα Σαββατοκύριακα έχει περισσότερη κίνηση, η επέκταση του ωραρίου ήταν μία σταγόνα στον ωκεανό», επισημαίνει ο Ιωάννης Φιλοκώστας, πρόεδρος της ένωσης καφέ - μπαρ νομού Θεσσαλονίκης. «Οι τζίροι σε σχέση με πέρσι είναι πεσμένοι κατά 40-60% ενώ η κρίση πλήττει όλες τις περιοχές της πόλης, οι ταβέρνες επηρεάζονται περισσότερο σε σχέση με τις καφετέριες, οι νέοι θα πάνε για καφέ, οι μεγαλύτερες ηλικίες φοβούνται να πάνε για φαγητό», σημειώνει. «Το 97% των επιχειρήσεων (περίπου 6.000 είναι τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος στη Θεσσαλονίκη) έχουν σοβαρό πρόβλημα, τα χρέη συσσωρεύονται, ρευστότητα δεν υπάρχει, μόνο η επιστρεπτέα και οι αναστολές συμβάσεων βοήθησαν λίγο», αναφέρει.
«Πνίγει» τις επιχειρήσεις το μη μισθολογικό κόστος
Παράλληλα, τονίζει πως οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές αποτελούν τον κυριότερο ανασταλτικό παράγοντα που αποτρέπει τις επιχειρήσεις από το να προχωρήσουν σε προσλήψεις νέων εργαζομένων καθώς «δεν βγαίνει το κόστος, εγώ πληρώνω εισφορά στο ταμείο μου 220 ευρώ, αν προσλάβω έναν νέο εργαζόμενο για να του κολλήσω 25 ένσημα θέλω 600 ευρώ, αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει». Ζητά από την κυβέρνηση να εφαρμόσει μέτρα που θα αποσκοπούν στη διατήρηση των υφιστάμενων θέσεων απασχόλησης. Θέτει και το ζήτημα των ενοικίων, υποστηρίζοντας ότι «οι πιο πολλοί ιδιοκτήτες δεν δέχονται μειώσεις».
Καταλήγοντας, προτρέπει τους κυβερνώντες να επιχειρήσουν να ανοίξουν ένα μαγαζί με τις συνθήκες που ισχύουν σήμερα, «αν καταφέρουν και βγάλουν έστω και ένα ευρώ κέρδος, οι υπόλοιποι επαγγελματίες θα κλείσουμε τα καταστήματά μας».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 25 Οκτωβρίου 2020