Η ελληνική κυβέρνηση έχει καταστήσει σαφές ότι η θέση της χώρας είναι ξεκάθαρη και αταλάντευτη για το εκκρεμές ζήτημα των γερμανικών πολεμικών οφειλών, το οποίο τίθεται επανειλημμένα και σε κάθε ευκαιρία, από την Ελλάδα, ανέφερε ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Ιωάννης Μπούγας, που κλήθηκε νωρίτερα σήμερα, να απαντήσει στη Βουλή, σε επίκαιρη ερώτηση της προέδρου της Πλεύσης Ελευθερίας Ζωής Κωνσταντοπούλου με θέμα «οι οφειλές της Γερμανίας προς την Ελλάδα, η Απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για το Δίστομο και η πρόσφατη επίσκεψη του Προέδρου της Γερμανίας κ. Στάινμαϊερ στην Ελλάδα».
«Η Ελλάδα δεν συμμερίζεται την άποψη περί νομικά κλειστού ζητήματος. Το ζήτημα νομικά, πολιτικά, διπλωματικά και κυρίως ηθικά, είναι ορθάνοιχτο», σημείωσε ο υφυπουργός Δικαιοσύνης.
Η Πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας ενημέρωσε τον υφυπουργό Δικαιοσύνης, εκ προοιμίου, ότι στα θεωρεία βρίσκονταν, την ώρα της συζήτησης, οι δύο κόρες του εθνικού ήρωα Λάκη Σάντα, που κατέβασε τη σβάστικα από την Ακρόπολη, τα ξημερώματα της 31ης Μαΐου του 1941, μαζί με τον Μανώλη Γλέζο. Από τα θεωρεία, τη συζήτηση παρακολούθησαν και άλλοι προσκεκλημένοι που μετέχουν ενεργά στον αγώνα για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών. «Και σε όσους βρίσκονται σήμερα εδώ, αλλά και στον ελληνικό λαό οφείλετε απαντήσεις, γιατί 80 χρόνια μετά την απελευθέρωση της πατρίδας από τον ναζιστικό ζυγό, δεν έχουν γίνει τα δέοντα, για να καταβληθούν από το γερμανικό κράτος, προς τη χώρα μας, οι οφειλόμενες αποζημιώσεις, επανορθώσεις, η αποκατάσταση των καταστροφών, η αποπληρωμή του αναγκαστικού κατοχικού δανείου και γιατί δεν έχει δρομολογηθεί η επιστροφή των κλεμμένων αρχαιολογικών θησαυρών», είπε η Ζωή Κωνσταντοπούλου και επισήμανε ότι «από τις 13 Απριλίου του 2000 υπάρχει η αμετάκλητη απόφαση της ολομέλειας του Αρείου Πάγου που έκρινε ότι το γερμανικό κράτος οφείλει να αποζημιώσει τους Διστομίτες, τους απογόνους, τους συγγενείς και τους επιζώντες, για το ολοκαύτωμα του Διστόμου». Το δε πρωτοδικείο Λιβαδειάς, από το 1995, είπε η κ. Κωνσταντοπούλου είχε λάβει απόφαση που δεν εκτελέστηκε, και «η απόφαση αυτή κατέστη αντικείμενο άρνησης και στρεψοδικίας, από την πλευρά του γερμανικού κράτους, το οποίο ανερυθρίαστα λέει ότι δεν πληρώνει για τις θηριωδίες».
«Και ενώ το υπουργείο Δικαιοσύνης, επί υπουργίας Κοντονή, δρομολόγησε τη διαδικασία ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, για να εκτελούνται αποφάσεις για κάθε είδους οφειλή, κατά οποιουδήποτε μικροοφειλέτη, από τα funds και τις τράπεζες, για την εκτέλεση αυτής της ιστορικής απόφασης σε βάρος του γερμανικού κράτους, που λέει ‘δεν πληρώνω', το υπουργείο Δικαιοσύνης της Ελλάδας και οι υπουργοί διαχρονικά, ορθώνουν τείχος προστασίας του γερμανικού κράτους, και εμποδίζουν την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης», είπε η κ. Κωνσταντοπούλου και πρόσθεσε ότι, ενώ, για να εκτελεστεί η δικαστική απόφαση, απαιτείται η υπογραφή του Έλληνα υπουργού Δικαιοσύνης, αυτό δεν συνέβη αν και από το 2000 μέχρι σήμερα, έχουν περάσει από το υπουργείο Δικαιοσύνης οι κ.κ. Μιχάλης Σταθόπουλος, Φίλιππος Πετσάλνικος, Αναστάσης Παπαληγούρας, Σωτήρης Χατζηγάκης, Νίκος Δένδιας, Χάρης Καστανίδης, Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, Χρήστος Γεραρής, Αντώνης Ρουπακιώτης, Χαράλαμπος Αθανασίου, Νίκος Παρασκευόπουλος, Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, Σταύρος Κοντονής, Μιχάλης Καλογήρου, Κώστας Τσιάρας, Γιώργος Φλωρίδης. «Και αυτό ενώ το γερμανικό κράτος κομπάζει στην γερμανική βουλή ότι οι Έλληνες υπουργοί Δικαιοσύνης και οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν εγγυηθεί ότι δεν θα τεθεί η υπογραφή αυτή», είπε η Πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας και ζήτησε από τον υφυπουργό Δικαιοσύνης να απαντήσει αν έχει το υπουργείο οδηγίες από τον κ. Μητσοτάκη να μην μπει η υπογραφή για την εκτέλεση της απόφασης για το Δίστομο, αν είναι απόφαση της κυβέρνησης «να συνεχίσει να παρεμποδίζει την εκτέλεση της απόφασης» και πότε το υπουργείο θα βάλει την υπογραφή για την εκτέλεση αυτής της απόφασης, η οποία «αποτελεί ιστορική, ηθική, ανθρώπινη εκκρεμότητα και χρέος δημοκρατικό, αξιακό όλων προς εκείνους που σφαγιάστηκαν, με τον πιο απάνθρωπο τρόπο, ως φόρο αίματος, για την αντίσταση του ελληνικού λαού».
Ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Ιωάννης Μπούγας σχολίασε ότι «η ερώτηση είναι ευπρόσδεκτη και χρήσιμη και με τον ιδιαίτερο συμβολισμό που έχει η παρουσία των ανθρώπων που παρακολουθούν σήμερα τη συζήτηση», από τα θεωρεία, διότι συμβάλλει στην διατήρηση της ιστορικής μνήμης για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, όπως είναι οι γερμανικές επανορθώσεις. Ο Ιωάννης Μπούγας είπε ότι «η σοβαρότητα του ζητήματος αναδείχθηκε, κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Γερμανού Προέδρου στην Ελλάδα». Ανέφερε, επίσης, ότι ο ίδιος, ως δικηγόρος έχει εκπροσωπήσει πολλούς συγγενείς αλλά και θύματα της ναζιστικής περιόδου και γνωρίζει καλά τη διαδικασία, η οποία εξελίχθηκε ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων.
Ο κ. Μπούγας αναφέρθηκε στο ιστορικό της υπόθεσης και στην προσφυγή του γερμανικού δημοσίου στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο έκρινε το 2012 ότι το περιεχόμενο και το ύψος της αποζημίωσης θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διακρατικής συμφωνίας, και όχι δικαστικής διεκδίκησης, γιατί δεν έχουν εκδοθεί αρκετές αποφάσεις από εθνικά δικαστήρια χωρών, όπου ηγέρθησαν αξιώσεις, σε βάρος του γερμανικού δημοσίου, που να δέχονται ότι η ετεροδικία είναι απόλυτη, και επομένως δεν μπορεί η Γερμανία να δικαστεί από τα ιταλικά, τα ελληνικά ή άλλα εθνικά δικαστήρια. «Το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων, σαφώς έχει προεκτάσεις εξωτερικής πολιτικής αλλά και διεθνών σχέσεων και οι πτυχές του πρέπει να αντιμετωπίζονται συνολικά και συστηματικά», είπε ο υφυπουργός Δικαιοσύνης και πρόσθεσε: «το ζήτημα για εμάς είναι απολύτως ανοιχτό και εξετάζεται νομικά, στο πλαίσιο των διεθνών κανόνων και της νομολογίας του διεθνούς δικαστηρίου, πολιτικά και διπλωματικά, στο πλαίσιο της διατήρησης της ιστορικής μνήμης και των καλών σχέσεων με τη Γερμανία, αλλά και της ικανοποίησης των απαράγραπτων αξιώσεων του κράτους και του λαού μας». Ιδίως σε σχέση με την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ο υφυπουργός Δικαιοσύνης, επισήμανε ότι «η κατεύθυνση για ρύθμιση αυτών των εκκρεμών ζητημάτων με διακρατικές συμφωνίες είναι πλέον νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου». Γι΄αυτό άλλωστε, τόνισε, κανένα από τα κράτη τα οποία έχουν υποστεί αυτές τις πολεμικές ζημιές και αιτούνται πολεμικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων, δεν έχει αιτηθεί διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, και κατά συνέπεια, δεν πρόκειται για ολιγωρία της κυβέρνησης και των υπουργών δικαιοσύνης αλλά είναι ένα ζήτημα διεθνούς δικαίου, το οποίο η Ελλάδα το αντιμετωπίζει και θα το αντιμετωπίσει.
Παράλληλα, ο υφυπουργός Δικαιοσύνης είπε ότι το ελληνικό δημόσιο και οι Έλληνες πολίτες, που υπέστησαν τις θηριωδίες των ναζιστών, ουδέποτε παραιτήθηκαν των αξιώσεων τους, σε βάρος της Γερμανίας και όλες οι αξιώσεις που προέκυψαν από εγκλήματα πολέμου, είναι απαράγραπτες. Υπογράμμισε δε ότι «κανένα σοβαρό επιχείρημα δεν έχει διατυπωθεί διαχρονικά, που να απαλλάσσει τη Γερμανία, από την πληρωμή τους. Αντιθέτως, κατά παρελθόν, επισήμως τις έχει αναγνωρίσει, κυρίως στη δεκαετία του 1960». Έχοντας υπόψη όλα αυτά, πρόσφατα ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι το ζήτημα αυτό είναι ακόμη πολύ ζωντανό, είπε ο κ. Μπούγας.
«Οι Έλληνες υπουργοί Δικαιοσύνης στέκονται εμπόδιο στην εκτέλεση μιας αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, η οποία μετράει 24,5 χρόνια», επέμεινε η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας και σχολίασε ότι στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει «έχουν πεθάνει όσοι επέζησαν του ολοκαυτώματος και αυτή η χρονοτριβή οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια, να μην μείνει ούτε ένας ούτε μια επιζώσα, να μην μείνουν ούτε οι απόγονοί τους» και το ζήτημα να οδηγηθεί στη λήθη.
«Η Ελλάδα δεν συμμερίζεται την άποψη περί νομικά κλειστού ζητήματος. Το ζήτημα νομικά, πολιτικά, διπλωματικά και κυρίως ηθικά, είναι ορθάνοιχτο», σημείωσε ο υφυπουργός Δικαιοσύνης και τόνισε ότι δεν υπήρξε ολιγωρία. «Είναι ένα ζήτημα διεθνούς δικαίου το οποίο η Ελλάδα το αντιμετωπίζει και θα το αντιμετωπίσει. Το απαράγραπτο δεν ήταν αυτονόητο. Ξεκίνησε η διαδικασία με τον αείμνηστο Γιάννη Σταμούλη από το Δίστομο, για έγερση αγωγών των θυμάτων, επειδή στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 κυριαρχούσε η άποψη για την κοινή παραγραφή. Το απαράγραπτο λοιπόν είναι κατάκτηση του αγώνα που εκείνοι ξεκίνησαν. Αυτό δεν μπορεί να μην αναγνωρίζουμε ή να το παραγνωρίζουμε».