Από χθες το βράδυ η πρυτανεία του ΑΠΘ έχει ενημερώσει τη Δικαιοσύνη και την Αστυνομία ότι υπάρχουν στους χώρους του ίχνη κατασκευής μολότοφ. Φυσικά η πρυτανεία ενημέρωσε και για την κατάληψη της Θεολογικής Σχολής, χωρίς ωστόσο να γίνει κάποια επιχείρηση της Αστυνομίας καθώς για άλλη μια φορά η πόλη και το Πανεπιστήμιο είναι όμηροι της γνωστής αντιπαράθεσης για το περίφημο άσυλο.
Μιλώντας στο makthes.gr ο αντιπρύτανης Θεόδωρος Λαόπουλος που αναπληρώνει τον πρύτανη Περικλή Μήτκα ο οποίος βρίσκεται στο εξωτερικό, κατέθεσε την αγωνία του όχι μόνο για τις ζημιές που γίνονται αυτή τη στιγμή στους χώρους του πανεπιστημίου, αλλά κυρίως για τη διεθνή εικόνα του ΑΠΘ.
«Οι ζημιές των 5.000 ή 10.000 ευρώ που θα αποκατασταθούν με χρήματα των ελλήνων φορολογουμένων δεν είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα» σημείωσε ο κ. Λαόπουλος.
«Οι εικόνες με τις σπασμένες τζαμαρίες, τις καταστροφές στα κτίρια και τις μολότοφ προκαλούν πολύ μεγαλύτερη ζημιά καθώς καταρρακώνουν το κύρος του πανεπιστημίου διεθνώς» προσέθεσε ο αναπληρωτής πρύτανης ο οποίο καταγγέλλει ότι αυτή τη στιγμή 50 άτομα βρίσκονται μέσα στη Θεολογική, καταστρέφουν και κάνουν πλιάτσικο στα κυλικεία.
« Σε λίγο θα βγουν από το πανεπιστήμιο για να πάνε στην πορεία και στη συνέχεια θα μας ξαναέρθουν για να συνεχίσουν το έργο τους» δηλώνει ο κ. Λαόπουλος με τη σιγουριά του θεατή που έχει δει το ίδιο έργο αρκετές φορές.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην προηγούμενη συνεδρίαση της η σύγκλητος καλούσε τα πολιτικά κόμματα να δείξουν ένα μίνιμουμ συναίνεσης προκειμένου το συγκεκριμένο θέμα να αντιμετωπιστεί από κοινού.
Φυσικά ανταπόκριση δεν υπήρξε και έτσι σήμερα το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ξαναζεί την ίδια κατάσταση.
"Θέλω να εκφράσω τη λύπη μου γιατί για μια ακόμη φορά το πανεπιστήμιο δεν προστατεύθηκε" δήλωσε στο makthes.gr ο κ. Λαόπουλος μετά την πορεία και αφού τα επεισόδια είχαν πάρει πια διαστάσεις.
Η αστυνομία από την πλευρά της επικαλείται τον επιχειρησιακό της σχεδιασμό ο οποίος προφανώς δεν περιλαμβάνει επιχείρηση απομάκρυνσης των «μπαχαλάκηδων» από το ΑΠΘ , είτε λόγω του φόβου μεγέθυνσης του προβλήματος, είτε γιατί δεν υπάρχει πολιτικός προϊστάμενος διατεθειμένος να αναλάβει το κόστος μιας τέτοιας απόφασης.