ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί στο Άσλαντ του Οχάιο

Δήμητρα Παληγιάννη15 Νοεμβρίου 2021

Λευκά μαλλιά, γκριζαρισμένα φρύδια και με την ελληνική προφορά στα λόγια του, ο Σπύρος Καράς, κάτοικος μιας μικρής πόλης του Οχάιο των Η.Π.Α., το Άσλαντ, σκάβει βαθιά στις μνήμες του αιωνόβιου μυαλού του και διηγείται τη δική του ιστορία ζωής, που θα μπορούσε να μοιάζει με σενάριο ταινίας.

Βαδίζοντας αισίως στα 100 χρόνια κουβαλάει μαζί του ένα σωρό ιστορίες και γνώσεις για τον κόσμο, που τις αποκαλύπτει μόνο όταν του ζητηθεί. Άνθρωπος που δεν ανοίγει εύκολα τα συρτάρια της μνήμης του και όταν το κάνει φανερώνει πτυχές της ζωής του που λίγοι μπορούν να φανταστούν.

Πίσω από αυτή την ευγενική, ηλικιωμένη πλέον φιγούρα, ο Σπύρος Καράς υπήρξε ένας άνθρωπος που είδε σε νεαρή ηλικία τον τόπο του να καίγεται ολοσχερώς από τους Γερμανούς, να συλλαμβάνεται και να παραμένει αιχμάλωτος στα χέρια των κατακτητών και να επιβιώνει σαν από θαύμα, ένας άνθρωπος που ξεκίνησε μια καινούργια ζωή στην Αμερική από το μηδέν.

Από μηχανικός, αιχμάλωτος των Ναζί

Γεννημένος στο Κακόσι, ένα χωριό στη Βοιωτία, ο κ. Καράς από μικρός είχε βρει το πάθος του. Του άρεσε πολύ να επισκευάζει μηχανισμούς και έτσι άρχισε να ασχολείται με τα ρολόγια, δεξιότητα που που θα αξιοποιήσει και στην μετέπειτα ζωή του.

Προερχόμενος από μια ταπεινή οικογένεια, η οποία διατηρούσε ένα παραδοσιακό καφενείο στο χωριό, ο Σπύρος Καράς ζούσε μια ήρεμη και καλή ζωή, ώσπου το αναπάντεχο του πολέμου ήρθε για να τα ανατρέψει όλα.

«Οι Γερμανοί έρχονται!», έγινε η φράση που διαδιδόταν από στόμα σε στόμα στην Ελλάδα, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στα μέσα του 1941.

Ο κ. Καράς, οι γονείς του και η αδερφή του, τρομοκρατημένοι από τη μανία των κατακτητών, τρέχουν να κρυφτούν σε μια σπηλιά, στην κορυφή ενός βουνού, κοντά στο σπίτι τους. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι συγχωριανοί κάθε φορά που οι Γερμανοί περνούσαν από το Κακόσι.

Οι προσπάθειες της οικογένειας να παραμείνει κρυμμένη, έπεσαν μια μέρα στο κενό, όταν ένας Γερμανός στρατιώτης εντόπισε τη μητέρα του Σπύρου που είχε βγει να κουβαλήσει νερό. Ο στρατιώτης την ακολούθησε στο καταφύγιο και τότε ήρθε η στιγμή που θα άλλαζε τα πάντα στη ζωή του κ. Καρά.

Οι Γερμανοί συλλαμβάνουν μόνο το νεαρό τότε Σπύρο και τον οδηγούν σε ένα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσής τους για να εργαστεί. Τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας γλιτώνουν εξαιτίας της ηλικίας τους, καθώς δεν ήταν κατάλληλοι για δουλειά.

Το χωριό τους καίγεται ολοσχερώς και πολλοί συγχωριανοί εκτελούνται από τους Ναζί, οι οποίοι μάλιστα εισβάλλουν στα σπίτια και κλέβουν τρόφιμα και προμήθειες. Οι νέοι άντρες, σαν τον Σπύρο, συλλαμβάνονται και οδηγούνται στα γερμανικά στρατόπεδα για χειρονακτική εργασία.

Για τον Σπύρο Καρά η περιπέτεια που μόλις είχε ξεκινήσει και διήρκησε έξι ολόκληρους μήνες ήταν από τις πιο δύσκολες στιγμές στην ενήλικη ζωή του, θα πει ο ίδιος.

«Πίστευα ότι θα μας πυροβολήσουν»

Μπορεί σήμερα στα 100 του χρόνια ο κ. Καράς να μην ανακαλεί πολλές λεπτομέρειες από την περίοδο της αιχμαλωσίας του και οι αναμνήσεις να είναι λίγο σκόρπιες, όμως αυτό που έχει μείνει αναλλοίωτο στην ψυχή του είναι εκείνο το συναίσθημα του φόβου που τον κατακλύζει ακόμη.

Κακουχίες πολλές, ένα κρεβάτι σκαμμένο από τον ίδιο στο χώμα, χωρίς ένα στρώμα, χωρίς ένα μαξιλάρι, μετά από την εξοντωτική μέρα της δουλειάς. Για φαγητό κάθε μέρα το ίδιο, ένα πιάτο σούπα με τις μύγες να στήνουν χορό από πάνω, εξομολογείται ο ίδιος.

Χειρότερο όμως από αυτά, ήταν ο θάνατος. Η υπόνοια του θανάτου που υπήρχε κάθε μέρα, κάθε στιγμή. Ο φόβος των αεροπλάνων που έριχναν τις βόμβες τους βροχή και οι Γερμανοί στρατιώτες που σκότωναν όποιον ήθελαν ακόμη και χωρίς λόγο.

Ο Σπύρος Καράς δε θα ξεχάσει ποτέ εκείνο το απόγευμα που μιλούσε με έναν άλλο Έλληνα συγκρατούμενο του και ξαφνικά ένας Γερμανός στρατιώτης πυροβολεί στο κεφάλι και σκοτώνει το φίλο του.

Ήταν αυτό το αίσθημα του θανάτου, της αβεβαιότητας αν θα είναι ζωντανός την επόμενη μέρα.

Η στιγμή της απελευθέρωσης

Έξι μήνες ανασφάλειας, καθημερινής αναμέτρησης με το θάνατο και ψυχικής εξουθένωσης, περνάνε και τότε οι αιχμάλωτοι αφήνονται ελεύθεροι. «Νόμιζα ότι θα μας σκοτώσουν», δηλώνει ο κ. Καράς.

Η επανένωση με την οικογένειά του δεν αργεί. Χτίζει ένα σπίτι για τους γονείς του και ξεκινάει τη δική του επιχείρηση πουλώντας σκεύη νοικοκυριού και ασημικά. Όμως τα χρήματα από τη δουλειά δεν επαρκούν για να ζήσει η οικογένεια.

Ο δρόμος για το Άσλαντ του Οχάιο

Χωρίς σταθερή εργασία και εισόδημα, ο Σπύρος Καράς αρπάζει τη μόνη ευκαιρία που έχει για να πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1951. Εκεί τον περιμένει ο θείος του, Πιτ, ιδιοκτήτης εστιατορίου στο Άσλαντ, ο οποίος του προσφέρει εργασία με αντάλλαγμα μια στέγη πάνω από το κεφάλι του.

Με μια βαλίτσα δεμένη με δερμάτινη ζώνη, όπως θα πει ο κ. Καράς, επιβιβάζεται στο υπερωκεάνιο «Βραζιλία» και έτσι γυρνάει σελίδα σ τις μαύρες μέρες του πολέμου και αρχίζει το επόμενο κεφάλαιο της ιστορίας του στο Άσλαντ.

Εργάζεται για κάποια χρόνια με το θείο του και έπειτα ως εργάτης στο εργοστάσιο «Myers», ενώ ως παράλληλη εργασία στο σπίτι του επισκευάζει ρολόγια, μια αγάπη που είχε από παλιά. Μέχρι τα 93 του μάλιστα έκανε αυτό που αγαπούσε τόσο, ώσπου το εγκατέλειψε λόγω της μειωμένης όρασής του.

Ο Σπύρος Καράς μπορεί να πέρασε αμέτρητες δυσκολίες στη ζωή του, να αντίκρισε πολλές φορές το θάνατο, όμως αυτές οι στιγμές δεν τον καθόρισαν στην πορεία του. Ελεύθερος πια από τα δεσμά των Ναζί, αναζήτησε μια καλύτερη ζωή, άφησε πίσω το μικρό του χωριό στη Βοιωτία και την κέρδισε στο μακρινό Άσλαντ.


This page might use cookies if your analytics vendor requires them.