Η «ΜτΚ» συζητά με τον αναπληρωτή καθηγητή Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ Νίκο Παναγιώτου, για την επίθεση σε βάρος δημοσιογράφων που καλύπτουν τα γεγονότα, όπως το πύρινο μέτωπο της χώρας. Ο ίδιος φέρνει στην επιφάνεια μία «συγκεκριμένη στόχευση», που έχει συνέπειες στην ίδια την Δημοκρατία, ενώ αναφέρεται και στην αναθεώρηση του ρόλου του δημοσιογράφου στη νέα εποχή και τη νέα σχέση που δημιουργείται με την κοινωνία.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του ΑΠΘ, με γνωστικό αντικείμενο τη Διεθνή Δημοσιογραφία, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία «σημαντική και ποιοτική μεταστροφή», όπως τονίζει στους πολίτες απέναντι στον Τύπο. «Τα Μέσα Ενημέρωσης από συνήγορος του πολίτη τις δεκαετίες του ’80 και ’90, όπου οι πολίτες τα αναγνώριζαν ως μηχανισμό στον οποίο κατέφευγαν για να δικαιωθούν, λέγοντας «θα σε βγάλω στα κανάλια», σήμερα νιώθουν ότι σε μεγάλο βαθμό δεν εκπροσωπούν τους πολίτες».
Η αλλαγή αυτή παρατηρείται από το 2002, όπου «ξεκινάει μία προσπάθεια απαξίωσης των λειτουργών του Τύπου, ταυτόχρονα με τις πολύ μεγάλες αλλαγές που συντελούνται στο χώρο της ενημέρωσης, με την κυριαρχία του διαδικτύου, όπου η προσαρμογή καθυστέρησε, αφήνοντας πολλά περιθώρια για αυτού του είδους την κριτική, αλλά και στην καταπάτηση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας από ένα μόνο μέρος που ωστόσο συμπαρασύρει τη μεγάλη εικόνα του δημοσιογραφικού χώρου».
Τοξικότητα και ψευδείς ειδήσεις
Ο ίδιος αναφέρεται και στις ακραίες εκδηλώσεις, όπως αυτές που καταγράφηκαν από ομάδα ατόμων που επιτέθηκαν σε τηλεοπτικό συνεργείο που κάλυπτε το πύρινο μέτωπο της Αττικής, κάνοντας αναφορά στη «ρητορική μίσους» που πλέον αλλάζει μορφή. Όπως εξηγεί η ρητορική μίσους είναι «η έντονη τοξικότητα. Δηλαδή, χαρακτηρίζεται από την πόλωση, την κυριαρχία συναισθημάτων οργής και την αξιοποίηση αυτών των συναισθημάτων είτε δια μέσου των social media, είτε της αντίστοιχης υιοθέτησης ρητορικής και ψευδών ειδήσεων. Δεν είναι μια στιγμιαία αντίδραση, δεν είδαμε για παράδειγμα κατά τη διάρκεια κάλυψης των πυρκαγιών, κατοίκους να κινούνται εναντίον των δημοσιογράφων, αντιθέτως είδαμε κάποιες οργανωμένες επιθέσεις. Άρα, λοιπόν τη ρητορική του μίσους θα πρέπει να την εντάξουμε εναντίον των δημοσιογράφων στην ίδια κατηγορία που εντάσσουμε τη ρητορική του μίσους εναντίον του ‘άλλου’, του ξένου, με συντονισμένες επιθέσεις, οι οποίες προσπαθούν στην αρχή να φανούν ότι είναι αυθόρμητες εκδηλώσεις, ότι είναι οργισμένες εκδηλώσεις του κόσμου εναντίον των μέσων ενημέρωσης προκειμένου να τη νομιμοποιήσουν και αυτό είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό», όπως τονίζει.
Η κριτική και οι κίνδυνοι της δημοκρατίας
Ο κ. Παναγιώτου μιλάει και για τους κινδύνους που ενέχει η μεταστροφή του κλίματος για την ίδια τη δημοκρατία. Όπως λέει, «είναι πολύ επικίνδυνο για την ίδια τη δημοκρατία, γιατί τα Μέσα Ενημέρωσης είναι πυλώνας της δημοκρατίας, είναι ένας μηχανισμός δια μέσου του οποίου ουσιαστικά ενημερωνόμαστε υπεύθυνα και μπορούμε να πάρουμε αντίστοιχες αποφάσεις. Ολοένα και λιγότερος αριθμός πολιτών τείνει αυτό να το ενστερνίζεται και αυτό είναι επικίνδυνο, γιατί θα οδηγήσει σε αρνητικές εξελίξεις οπού θα βοηθήσει να κυριαρχήσει η παραπληροφόρηση».
«Υπάρχει συγκεκριμένη και συστηματική καμπάνια που στοχοποιεί τους δημοσιογράφους. Η καμπάνια ξεκινάει με την απομείωση, με απομειωτικούς χαρακτηρισμούς και στη συνέχεια παίρνει χαρακτηριστικά ευθείων επιθέσεων. Άλλο ένα χαρακτηριστικό είναι ότι ταυτίζονται με την εκάστοτε κυβέρνηση, με την πολιτεία, άρα, κατά συνέπεια για αυτούς οι άνθρωποι του Τύπου είναι αργυρώνητοι. Αυτή η καμπάνια εναντίον των δημοσιογράφων που έχει χαρακτηριστικά της ρητορικής του μίσους πολύ έντονα, έχει ενισχυθεί από τα ακραία μέρη του πολιτικού φάσματος και ειδικά από την ακροδεξιά, η οποία συστηματικά καταγραφεί επιθέσεις εναντίον των δημοσιογράφων».
Σε ερώτηση για το αν είναι δικαιολογημένη η κριτική, αλλά και τα περιθώρια που υπάρχουν στη μεγαλύτερη προσαρμογή της δημοσιογραφίας στα νέα δεδομένα, αλλάζοντας το πιθανό κλίμα δυσαρέσκειας της κοινωνίας, ο καθηγητής εστιάζει στους κανόνες δεοντολογίας και στην αλλαγή του δημοσιογραφικού μοντέλου. «Είναι απαραίτητο να ληφθούν μέτρα και να μας προβληματίσει η στόχευση των δημοσιογράφων. Θα πρέπει να δούμε πρακτικές που παραβιάζουν τη δημοσιογραφική δεοντολογία και παράλληλα, να γίνει μια αλλαγή του δημοσιογραφικού μοντέλου, να συνδεθεί με την κοινωνία εκφράζοντας όχι μόνο τις ανάγκες της και τα προβλήματά της, αλλά αυτό που αναζητεί και ψάχνει».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14-15 Αυγούστου 2021