Από ολοένα και μικρότερες τάξεις του δημοτικού γονείς «τρέχουν» τα παιδιά τους σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα προκειμένου να τα βοηθήσουν στο διάβασμα και να τα προετοιμάσουν για την επόμενη ημέρα στο σχολείο.
Η έλλειψη χρόνου εξαιτίας των αυξημένων επαγγελματικών υποχρεώσεων των γονέων, η αυξημένη διδακτέα ύλη, η ανεπάρκεια δασκάλων να καλύψουν τις υπάρχουσες εκπαιδευτικές ανάγκες αλλά και η άνοδος του ποσοστού των μαθητών που αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους οι περισσότερες οικογένειες δαπανούν κάτι λιγότερο από έναν κατώτατο μισθό (σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ΓΣΕΕ και του Ινστιτούτου Εργασίας) προκειμένου να καλύψουν εξωσχολικά, τα εκπαιδευτικά κενά.
Τα παραπάνω προκύπτουν από γονείς και εκπαιδευτικούς που μιλούν στη «ΜτΚ» για τους λόγους για τους οποίους η ενισχυτική διδασκαλία ξεκινά σε ολοένα και μικρότερες ηλικίες. Διευθυντής δημοτικού σχολείου της Θεσσαλονίκης περιγράφει στη «ΜτΚ» πως «έτσι όπως είναι δομημένο το πρόγραμμα σπουδών, χωρίς τη μελέτη στο σπίτι, δεν μπορεί η δουλειά να ολοκληρωθεί ουσιαστικά και αποτελεσματικά στο σχολείο. Απαιτείται επικουρικά, μελέτη στο σπίτι, η οποία θα πρέπει να είναι οργανωμένη.
Αυτήν την οργάνωση και αποτελεσματικότητα, η πλειοψηφία των παιδιών ηλικίας 6-12 ετών, δεν μπορούν από μόνα τους να την επιτύχουν. Απαιτείται η βοήθεια του μπαμπά ή της μαμάς στο διάβασμα, όπου η προτροπή μας είναι ένας να αναλαμβάνει, όχι και οι δύο γιατί μετά το παιδί μπερδεύεται. Εδώ λοιπόν έρχεται η έλλειψη χρόνου και διάθεσης των γονέων, που οδηγεί στη λύση των φροντιστηρίων και ιδιαίτερων μαθημάτων».
Σημαντική αύξηση μαθησιακών δυσκολιών
Σύμφωνα με τον διευθυντή δημοτικού σχολείου της Θεσσαλονίκης, με μακρά εμπειρία στον χώρο της εκπαίδευσης, ένα ποσοστό 10% των παιδιών που φοιτούν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, που είναι το «φυτώριο», αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες που αρχίζουν να είναι εντονότερες μετά τη δευτέρα δημοτικού.
«Ένα 3% των παιδιών έρχεται από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό, με διάγνωση. Συνήθως οι μαθησιακές δυσκολίες εντοπίζονται στο νηπιαγωγείο και πολλές από αυτές είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι τα ζευγάρια κάνουν πλέον παιδιά σε μεγάλη ηλικία. Βλέπω δηλαδή σοβαρές δυσκολίες παιδιών με αυτισμούς, σε ζευγάρια άνω των 35 ετών και με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Το ζήτημα είναι έντονο την τελευταία δεκαετία και ακόμα εντονότερο την τελευταία πενταετία».
Εξηγεί πως «όταν σε μία τάξη 25 παιδιών υπάρχουν τρία, τέσσερα με εγγενείς αδυναμίες δεν μπορούν να βοηθηθούν ουσιαστικά. Φυσικά, αφότου διαγνωστεί η δυσκολία παρέχεται η παράλληλη στήριξη στο σχολείο όμως, όχι εξατομικευμένα κι έτσι και πάλι δημιουργείται ένα έλλειμμα που οδηγεί τον γονέα να επιλέξει να πληρώσει έναν εξωτερικό δάσκαλο ώστε να βοηθήσει το παιδί του να φτάσει στον μέσο όρο των συμμαθητών του». Υπογραμμίζει πως «όπως είναι δομημένο το εκπαιδευτικό σύστημα δεν βοηθά ουσιαστικά την εκπαίδευση του παιδιού που θα έπρεπε να ολοκληρώνεται το 90% της δουλειάς στο σχολείο. Επίσης θα πρέπει να γίνει αναπροσαρμογή στο πρόγραμμα σπουδών που είναι πολύ βαρύ. Στην έκτη δημοτικού κάνουν τα παιδιά συναρτήσεις, πρωτοβάθμιες εξισώσεις κι έτσι όλα τα παραπάνω αναγκάζουν τους γονείς να στραφούν σε εξωσχολική βοήθεια».
Μιλώντας για την αξιολόγηση εκπαιδευτικών που «τρέχει» από το υπουργείο Παιδείας λέει ότι «θα πρέπει να είναι προϊόν κοινής συναίνεσης και να δούμε τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος στην ολότητά του: από τις υποδομές που θέλουμε, μέχρι την εκπαίδευση που επιθυμούμε, ώστε να έχουμε μαθητές με γνώσεις και δεξιότητες του 20ού αιώνα.
Έχουμε υπολογιστές που είναι 15ετίας και μας στέλνουν σετ ρομποτικής που φυσικά δεν υποστηρίζονται. Πρόκειται για σπασμωδικές κινήσεις χωρίς αποτέλεσμα. Επιπλέον, πρέπει ανά δύο χρόνια να επιμορφώνονται οι δάσκαλοι καθώς μιλάμε για έναν επιστημονικό χώρο και τα δεδομένα αλλάζουν πολύ γρήγορα. Έτσι θα πρέπει να υπάρξει μία υποχρεωτικότητα επιμόρφωσης που θα χρηματοδοτείται και θα έχει διάρκεια».
«Το σχολείο δεν επαρκεί»
Η Ε.Σ. είναι μητέρα ενός κοριτσιού στην τετάρτη δημοτικού κι ενός αγοριού στην έκτη δημοτικού. Λέει στη «ΜτΚ» πως από την τετάρτη δημοτικού ξεκίνησε να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα στον γιο της στη γλώσσα και τα μαθηματικά και το ίδιο κάνει και για την κόρη της από φέτος. «Ο γιος μου χρειαζόταν μεγαλύτερη ενίσχυση και έτσι στην τετάρτη δημοτικού έκανε δύο ώρες την εβδομάδα ιδιαίτερα και τώρα που είναι στην έκτη κάνει τέσσερις ώρες μάθημα την εβδομάδα».
Εξηγεί πως η ίδια και ο σύζυγός της εργάζονται πολλές ώρες και «δεν προλαβαίνω να έχω την παρακολούθηση των μαθημάτων τους. Ο γιος μου είχε και θέμα συγκέντρωσης οπότε χρειαζόταν οπωσδήποτε ενισχυτική διδασκαλία. Η κόρη μου κάνει ιδιαίτερα στα μαθηματικά ώστε να ενισχυθεί ο τρόπος μαθηματικής σκέψης της. Επιπλέον, έχει αλλάξει ο τρόπος διδασκαλίας κι έτσι κάτι που τους έδειχνα εγώ, τα παιδιά το είχαν μάθει με άλλον τρόπο και μπερδευόντουσαν».
Τα δύο παιδιά κάνουν σε φροντιστήριο και μαθήματα αγγλικών καθώς «αυτά που διδάσκονται στο σχολείο δεν επαρκούν ώστε να φτάσουν οι γνώσεις τους σε ένα επίπεδο». Μεταφέρει μάλιστα πως η πλειοψηφία των παιδιών του δημοτικού έχουν πολλές δραστηριότητες, οι γονείς δεν έχουν χρόνο κι έτσι η εξωσχολική βοήθεια για το διάβασμα των παιδιών είναι αναγκαία. Οι τιμές στα ιδιαίτερα για τις τάξεις του δημοτικού, όπως μεταφέρει, κυμαίνονται από 10-15 ευρώ/ώρα μέχρι 20 ευρώ/ώρα για τα αγγλικά.
«Η μελέτη στο σπίτι φέρνει ρήξη»
Η Όλια Βασιλάκη είναι μητέρα δύο παιδιών, το ένα στην Α’ Γυμνασίου, το άλλο στην Α’ Λυκείου. Επί τρία χρόνια ήταν πρόεδρος του συλλόγου γονέων στο 41ο Δημοτικό. Η περίπτωσή της αποτελεί εξαίρεση όπως χαρακτηριστικά αναφέρει καθώς, «Εγώ τους ξεκαθάρισα ότι δεν είμαι εκπαιδευτικός αλλά η μαμά τους και ρόλος μου είναι να τα ψυχαγωγώ. Το να διαβάζεις το παιδί είναι ένας άχαρος ρόλος που πάντα φέρνει ρήξη. Οι περισσότεροι γονείς καταφεύγουν στη λύση των ιδιαίτερων και των φροντιστηρίων, είτε γιατί δεν έχουν χρόνο να ασχοληθούν με το διάβασμά τους, είτε γιατί θεωρούν πως η διδασκαλία στο σχολείο είναι ανεπαρκής είτε γιατί ακολουθούν την… τάση της εποχής.
Άποψή μου είναι ότι το παιδί πρέπει να στηριχθεί με την πρώτη δυσκολία, όχι όμως από την αρχή να έχει έτοιμη τροφή και να περιμένει το φροντιστήριο ή τον δάσκαλο για να διαβάσει γιατί όταν φτάνει η ώρα να αντιμετωπίσουν σοβαρές εξετάσεις, δεν μπορούν να στηριχτούν στις δυνάμεις τους». Δεν παραλείπει να επισημάνει πως «σήμερα οι γονείς έχουν πολύ υψηλές απαιτήσεις από τα παιδιά τους».
Η κόρη της, μαθήτρια του 19, του χρόνου θα κάνει ενισχυτική διδασκαλία, ενόψει των επερχόμενων πανελλαδικών, ενώ ο γιος της που φοίτα σε πρότυπο σχολείο έκανε ιδιαίτερα μαθήματα στα μαθηματικά για συγκεκριμένη όμως προετοιμασία που αφορά σε μαθηματικούς διαγωνισμούς. Η ίδια αναφέρεται και στην αυξημένη δυσκολία των μαθημάτων εξηγώντας πως «Αυτά που διδάσκονται στην Α’ Λυκείου, εμείς τα κάναμε στη Γ’ Λυκείου. Έχουν δυσκολέψει πολύ τα μαθήματα, χωρίς λόγο».
«Στα ολοήμερα δεν γίνεται δουλειά»
Ο Στέλιος Ρίμπας είναι πατέρας πέντε παιδιών. Τα δύο μεγάλα του παιδιά φοιτούν στο πανεπιστήμιο, ένα πηγαίνει στη Β’ Γυμνασίου, το άλλο στην έκτη δημοτικό και το μικρότερο στο νηπιαγωγείο. «Του δημοτικού και του γυμνασίου έχουν ιδιωτικά ενισχυτική διδασκαλία σε φροντιστήριο καθημερινά, όπου κάνουν τα μαθήματα της επόμενης μέρας. Στα ολοήμερα δεν γίνεται δουλειά, είναι απλώς για να διευκολύνουν τους γονείς». Επιπλέον κάνουν μαθήματα αγγλικών εξωσχολικά γιατί, «η δουλειά που γίνεται στο σχολείο σε καμία περίπτωση δεν επαρκεί».
Μεταφέρει ότι οι περισσότεροι γονείς στέλνουν τα παιδιά τους σε φροντιστήρια και κάνουν ιδιαίτερα από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού. «Ιδίως στην έκτη δημοτικού η πλειοψηφία έχει ενισχυτική διδασκαλία εξωσχολικά γιατί αυτοί που προετοιμάζονται για εξετάσεις εισαγωγής σε ιδιωτικά σχολεία δέχονται μεγάλη πίεση και από τους γονείς τους».
Σημαντική αύξηση ζήτησης
Ο Νίκος Πετρόπουλος είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Φροντιστών Β. Ελλάδος και ασχολείται από το 2015 και με τα ΚΔΑΠ. Εξηγεί πως υπάρχει νομικό κενό, διότι νόμος του 1972 ορίζει ότι τα φροντιστήρια είναι μέσης εκπαίδευσης και έτσι δεν μπορούν να κάνουν μαθήματα σε παιδιά δημοτικού. «Επειδή πλέον λειτουργούν κάποιοι και ως κέντρα ξένων γλωσσών, παρέχουν ενισχυτική διδασκαλία σε μαθήματα και γλώσσα όμως, αυτό πρέπει να διευθετηθεί επιτέλους και νομικά, ώστε να επεκταθεί η άδεια λειτουργίας μας και για το δημοτικό, εφόσον αυξήθηκε η ζήτηση».
Λέει ότι έχουν αυξηθεί σημαντικά οι ανάγκες ενισχυτικής διδασκαλίας για μαθητές δημοτικού, «είτε γιατί οι γονείς δουλεύουν πάρα πολλές ώρες είτε γιατί αδυνατούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους. Οι μεγαλύτερες ανάγκες είναι στα μαθηματικά και στη γλώσσα».
Οι τιμές σε φροντιστήρια και ΚΔΑΠ κυμαίνονται από 100-150 ευρώ/μήνα για μαθήματα του δημοτικού. «Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε ότι αυξήθηκε ο αριθμός των παιδιών που αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες, όπου χρειάζονται μία πιο εξατομικευμένη παρέμβαση ενός εκπαιδευτικού και όχι του γονέα. Επίσης, η σημερινή γενιά που είναι παιδιά της τεχνολογίας και των κινητών δεν είναι καθόλου εύκολο να συγκεντρωθούν.
Έτσι, προσπαθούμε να εξελίξουμε τους τρόπους διδασκαλίας όπου όλα τα φροντιστήρια σχεδιάζουν να βάλουν ψηφιακές οθόνες ενώ και στα σχολεία σιγά-σιγά μπαίνουν διαδραστικοί πίνακες. Το υπουργείο Παιδείας σε αυτό κινείται στη σωστή κατεύθυνση αλλά, πρέπει να φροντίσει να εκπαιδεύσει κατάλληλα και το προσωπικό».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 21.04.2024