Τους τελευταίους μήνες η ελληνική κοινωνία έγινε μάρτυρας τουλάχιστον δύο περιστατικών εγκληματικής συμπεριφοράς τα οποία συντάραξαν την κοινή γνώμη με τον κόσμο να παρακολουθεί την εξέλιξη των ερευνών με κομμένη την ανάσα. Στον απόηχο της καραντίνας, περί τα τέλη Μαΐου, η επίθεση με βιτριόλι κατά της 34χρονης στην Καλλιθέα ξύπνησε μνήμες από την τραγική ιστορία της Κωνσταντίνας Κούνεβα, ενώ λίγες εβδομάδες αργότερα η εξαφάνιση της 10χρονης Μαρκέλλας στη Θεσσαλονίκη επανέφερε στο προσκήνιο τον εφιάλτη της παιδικής κακοποίησης.
Και ενώ πολλοί σπεύδουν να αποδώσουν τη συχνότητα αλλά και το χαρακτήρα της εγκληματικής συμπεριφοράς στο ταραγμένο 2020, έρχονται αντιμέτωποι με εκείνους που επικαλούνται τα λεγόμενα «ματωμένα» καλοκαίρια. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές των «ματωμένων» καλοκαιριών, η συχνότητα αλλά και η βιαιότητα των εγκλημάτων παρουσιάζει μία αυξητική τάση τους καλοκαιρινούς μήνες. Έτσι, υπό την ομπρέλα του «θερμικού νόμου της εγκληματικότητας», όπως ονομάζεται στην επιστήμη της εγκληματολογίας η συσχέτιση της εγκληματικής συμπεριφοράς με τη ζέστη, συναντιούνται ο μακελάρης της Θάσου Θεόφιλος Σεχίδης, ο «τρόμος» της Σαντορίνης Θανάσης Αρβανίτης, ο οποίος περιπλανιόταν στο νησί με το κεφάλι της συντρόφου του ανά χείρας, οι «Σατανιστές της Παλλήνης» με το πρώτο τους θύμα να χάνει τη ζωή του σε μία απομακρυσμένη τοποθεσία στο Κορωπί κλπ. Με τη λίστα των μακάβριων παραδειγμάτων να ενδυναμώνει τον παραπάνω ισχυρισμό οι εγκληματολόγοι κάνουν λόγο για καθαρή σύμπτωση καθώς ο «θερμικός νόμος της εγκληματικότητας» έχει καταρριφθεί εδώ και πολλά χρόνια.
«Ο ‘θερμικός νόμος της εγκληματικότητας’ όπως διατυπώθηκε από τον Adolphe Quetelet υποστηρίζει ότι τα εγκλήματα κατά του προσώπου, τα εγκλήματα βίας περισσότερο, είναι πιο συνηθισμένα σε θερμότερα κλίματα και εποχές, ενώ τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας είναι πιο συνηθισμένα σε ψυχρότερα κλίματα και εποχές. Αυτό το αξίωμα απορρίπτεται από πολλούς μελετητές ως βιολογικός κλιματικός ντετερμινισμός, καθώς δεν λαμβάνονται υπόψιν παράγοντες όπως π.χ. οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και η μεταβαλλόμενη φύση τους. Δεν μπορούν δηλαδή μόνο το κλίμα, η θερμοκρασία ή η γεωγραφία να αποτελέσουν ικανές συνθήκες προκειμένου να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει αιτιώδης σύνδεση με συγκεκριμένα εγκλήματα», εξηγεί στη «ΜτΚ» ο δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, ποινικολόγος και εγκληματολόγος και αντιπρόεδρος του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος Φώτης Σπυρόπουλος (φωτ.).
Έγκλημα και… τουρισμός
Αν μπορούμε να κάνουμε λόγο για κάποια κατηγορία εγκλημάτων που λαμβάνουν χώρα τους καλοκαιρινούς μήνες, ειδικά στην Ελλάδα, είναι αυτά που σχετίζονται με τον τουρισμό. Σύμφωνα με τον κ. Σπυρόπουλο οι τουρίστες είναι τα «εύκολα» θύματα των επίδοξων εγκληματιών ενώ σε ορισμένα είδη τουρισμού μπορεί να γίνουν ακόμα και θύτες:
«Ο τουρίστας αποτελεί ευάλωτο στόχο εγκληματικών συμπεριφορών γιατί βρίσκεται σε περίοδο διακοπών, σε μία πιο χαλαρή κατάσταση, και ίσως η προσοχή του να μην είναι τόσο τεταμένη. Επίσης, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι τουρίστες διακινδυνεύουν και οι ίδιοι περισσότερο συμμετέχοντας σε δραστηριότητες χωρίς τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας κ.λπ. Επιπροσθέτως, ορισμένοι καταφεύγουν σε κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ στις διακοπές, γεγονός που τους καθιστά πιο ευάλωτους από ότι αν βρίσκονταν σε νηφάλια κατάσταση. Τέλος, αποτελούν εύκολο στόχο ακριβώς γιατί φαίνονται ότι είναι τουρίστες (π.χ. κρατούν φωτογραφικές μηχανές, προσπαθούν να περιηγηθούν μέσω χαρτών) και έτσι είναι εύκολο για τους επίδοξους δράστες να τους ξεχωρίσουν. Ωστόσο, και σε αυτού του τύπου την εγκληματική δραστηριότητα με θύματα τουρίστες ισχύει η λεγόμενη ‘θεωρία του παγόβουνου’, δηλαδή είναι σε μεγάλο βαθμό αφανής και δεν υπάρχει ο πραγματικός αριθμός για το πόσοι τουρίστες είναι θύματα εγκλημάτων το καλοκαίρι. Τούτο διότι πολλοί τουρίστες επιλέγουν να μην αναφέρουν το γεγονός ότι έπεσαν θύματα εγκληματικών ενεργειών στις αρχές για να μην αντιμετωπίσουν προβλήματα κατά τις διακοπές τους, δεδομένου ότι βρίσκονται σε μία ξένη χώρα και δυσκολεύονται στην επικοινωνία καθώς και γιατί δεν θέλουν να επιστρέψουν στον τόπο του εγκλήματος ή μπορεί να θέλουν να αποφύγουν την γραφειοκρατία (ιδίως αν το έγκλημα είναι μικρής έντασης).
Από την άλλη πλευρά βέβαια, πολλές φορές μπορεί οι τουρίστες να είναι και δράστες εγκλημάτων. Υπάρχουν είδη τουρισμού που συνδέονται με τις εγκληματικές πράξεις όπως π.χ. ο σεξοτουρισμός (ιδίως σε ό,τι αφορά ερωτικές συνευρέσεις με ανήλικους), ο ναρκωτουρισμός, οι βανδαλισμοί (φθορές ξένης ιδιοκτησίας) ένεκα της κατανάλωσης αλκοόλ κ.λπ.».
Με τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας (κλοπή, απάτη κ.λπ.) να κατέχουν τα πρωτεία τόσο κατά των τουριστών όσο βέβαια και κατά των ντόπιων που εγκαταλείπουν τις οικίες τους για να πάνε διακοπές είναι προφανές ότι το καλοκαίρι διαμορφώνει τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη τέτοιου είδους εγκληματικών συμπεριφορών χωρίς όμως να μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η συχνότητα είναι μεγαλύτερη από εκείνη των χειμερινών μηνών. Μπορεί μάλλον περισσότερο να υποστηριχθεί ότι το καλοκαίρι το έγκλημα αλλάζει μορφή παρά ότι αυξάνεται.
Τέλος, δε μπορούμε να αγνοήσουμε και τον παράγοντα «καραντίνα», καθώς ο εγκλεισμός σε συνδυασμό με την αυξημένη αστυνόμευση για την τήρηση των μέτρων λειτούργησε αποτρεπτικά για τους επίδοξους εγκληματίες. Δε θα ήταν δυνατόν να έχουμε αυξημένη συχνότητα εγκληματικών ενεργειών σε μία περίοδο που το πλήθος δεν υφίσταται, η κινητικότητα στους δρόμους ήταν περιορισμένη ενώ η ρευστή καθημερινότητα δεν ευνοούσε τον προσχεδιασμό της εγκληματικής πράξης. Για το λόγο αυτό, όπως επισημαίνει και ο κ. Σπυρόπουλος, κατά την επιστροφή στην κανονικότητα ίσως παρατηρείται μία αύξηση τέτοιου είδους εγκλημάτων:
«Ενδεχομένως μετά το lockdown να διαπιστώνεται μία αύξηση σχεδιασμένων εγκληματικών πράξεων λόγω του ότι την περίοδο της καραντίνας η παρουσία της αστυνομίας ήταν αρκετά έντονη προκειμένου να ελέγξει κατά πόσο εφαρμόζονταν τα μέτρα που είχαν επιβληθεί και αυτή η παρουσία λειτουργούσε αποτρεπτικά για τους επίδοξους δράστες. Επίσης, κατά τη διάρκεια του lockdown η κίνηση ήταν πάρα πολύ περιορισμένη με αποτέλεσμα να αυξάνεται η θεατότητα και να είναι πολύ δύσκολο για κάποιον να κρυφτεί μέσα στο πλήθος και την κίνηση. Η διάπραξη εγκλημάτων κατά τη διάρκεια του lockdown έγινε σίγουρα πιο δύσκολη (π.χ. η εγκληματική ενέργεια με το βιτριόλι δε θα μπορούσε να λάβει χώρα τουλάχιστον με αυτόν τον τρόπο αν το θύμα δεν προσερχόταν στην εργασία του και εργαζόταν από το σπίτι). Σίγουρα η καραντίνα έχει επηρεάσει και ψυχολογικά όλους μας αλλά σε κάθε περίπτωση η σχέση της με την εγκληματικότητα πρέπει να καταγραφεί ερευνητικά προκειμένου να μπορούμε να έχουμε επιστημονικά συμπεράσματα».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 26 Ιουλίου 2020