«Στα επόμενα χρόνια η ιστορία και η αρχαιολογία της πόλης με βάση τις νέες πληροφορίες που αποκτήθηκαν από τις αρχαιολογικές ανασκαφές με αφορμή την κατασκευή του μετρό θα πρέπει να ξαναγραφτεί».
Αυτό είναι το συμπέρασμα που διατυπώνουν σήμερα στο πλαίσιο του 33ου Αρχαιολογικού Συνεδρίου οι αρχαιολόγοι Π. Αδάμ-Βελένη, Γ. Σκιαδαρέσης, Στ. Βασιλειάδου, Κ. Κωνσταντινίδου, Τ. Πρωτοψάλτη, Στ. Τζεβρένη, επιχειρώντας μια συνολική αποτίμηση των ευρημάτων στον μητροπολιτικό σιδηρόδρομο της Θεσσαλονίκης τα τελευταία δύο χρόνια των ανασκαφικών ερευνών (2018-2019).
Στη συγκεκριμένη διετία οι εργασίες συνεχίστηκαν, όπως είναι γνωστό, μέσα στο κέλυφος του Σταθμού Βενιζέλου και σε συμπληρωματικά σκάμματα (φρεάτια/ επεκτάσεις) στις εισόδους του σταθμού Αγίας Σοφίας.
Στον Σταθμό Βενιζέλου προχώρησε η ανασκαφή στο δυτικό και ανατολικό φρεάτιο μέχρι το φυσικό έδαφος προκειμένου να εφαρμοστεί η εν εξελίξει τότε λύση της κατασκευής του Σταθμού με τις αρχαιότητες κατά χώραν/ in situ.
Όπως υπογραμμίζουν οι επιστήμονες και αυτή η έρευνα έφερε στο φως σημαντικά στοιχεία της ρωμαϊκής και ελληνιστικής Θεσσαλονίκης, δίνοντας νέες πληροφορίες για την πολεοδομική οργάνωση της πόλης κατά τη φάση της ίδρυσής της.
Σημαντικό είναι ότι τα κινητά ευρήματα υπαινίσσονται την πιθανή ύπαρξη δημόσιων χώρων που παραπέμπουν ενδεχομένως σε δημόσιας χρήσης οικοδομήματα, τα οποία ίσως σχετίζονται με ένα ελληνιστικό και πρώιμο ρωμαϊκό διοικητικό και οικονομικό κέντρο.
Τα δύο τετράπυλα και η μαρμαρόστρωτη πλατεία
Στον Σταθμό Βενιζέλου η γνωστή πια κεντρική λεωφόρος decumanus maximus ανασκάφτηκε περί τα 6,5 μ. κάτω από τη σημερινή Εγνατία οδό, ενώ κάτω από τη σημερινή οδό Βενιζέλου ανασκάφτηκε και ο αντίστοιχος κάθετος δρόμος (cardo) της ύστερης αρχαιότητας με άξονα βορρά-νότο που οδηγούσε στη θάλασσα.
Το σταυροδρόμι του decumanus με τον cardo στο ύψος της Βενιζέλου, που διατηρεί την αρχική του μορφή, σηματοδοτούνταν με ένα μνημειακό τετράπυλο, στηριγμένο σε 16 πεσσούς, από τους οποίους οι 12 διατηρούνται εντός του σταθμού, κτισμένοι με τρεις ή τέσσερεις επάλληλες σειρές μαρμάρινων λιθοπλίνθων και πλινθοδομή κατ’ αναλογία με το τετράπυλο που υπήρχε στα ανατολικά της πόλης και από το οποίο έχει διασωθεί το περίφημο τόξο του Γαλέριου. Έτσι, στην πόλη υπήρχαν δύο τετράπυλα, ένα στην ανατολική πλευρά της και ένα στη δυτική.
Και οι δύο κεντρικοί δρόμοι επιστρώνονται με μαρμάρινες πλάκες και πλαισιώνονται από κιονοστήρικτες στοές. Τα νομισματικά δεδομένα από το σταθμό Αγία Σοφία, όπου η έρευνα προχώρησε σε βάθος, βεβαιώνουν την κατασκευή του decumanus maximus στα χρόνια των διαδόχων του Κωνσταντίνου Α΄ και τη χρήση του με επισκευές έως τον 7ο αι.
Μέσα στον 6ο αι. η κεντρική οδική αρτηρία της πόλης ανακατασκευάζεται. Ο decumanus maximus επιστρώνεται με ορθογώνιες πλάκες από ηφαιστιογενές πέτρωμα και διπλασιάζεται σε πλάτος, που φθάνει σχεδόν τα 8,00μ.
Την ίδια χρονική περίοδο, νότια του δρόμου ανοίγεται ορθογώνια μαρμαρόστρωτη πλατεία, σωζόμενης έκτασης 330τμ., πλαισιωμένη στις τρεις πλευρές με πεσσοστήρικτες στοές και μνημειακό πρόπυλο στα νότια.
Καταστήματα και εργαστήρια επιβεβαιώνουν την εμπορική φύση της περιοχής
Μέσα στον 7ο αι., κατά την προσπάθεια ανασυγκρότησης της πόλης μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 620-630, στην πρώτη οικοδομική νησίδα, ΝΑ της διασταύρωσης, ανεγείρεται δημόσιο πολυτελές κτήριο, η πρόσοψη του οποίου διαρθρώνεται από ορθογώνιους επιμήκεις πεσσούς με ενσωματωμένα αρχαιότερα μαρμάρινα μέλη στη δόμησή τους.
Επιπλέον, την ίδια εποχή τον δημόσιο χώρο της πλατείας καταλαμβάνουν κτίσματα της Βυζαντινής Αγοράς της πόλης, που οργανώνεται κατά μήκος της βυζαντινής Λεωφόρου.
Γύρω από τους δρόμους αυτούς αναπτύσσονται καταστήματα και ποικίλα εργαστήρια κατασκευής, που παράγουν κοσμήματα, κεραμικά και άλλα αντικείμενα πολυτελούς ή καθημερινής χρήσης. Κινητά ευρήματα όπως σκεύη εργαλεία, λίθινες μήτρες για κοσμήματα και εξαρτήματα κεραμικών κλιβάνων επιβεβαιώνουν τις εργαστηριακές και εμπορικές χρήσεις σε όλη τη βυζαντινή περίοδο.
Πολλά μικρά αντικείμενα και κοσμήματα, συμπεριλαμβανομένων σταυρών διαφόρων τύπων, βραχιόλια από γυαλί και χαλκό, ασημένια δαχτυλίδια, επιβεβαιώνουν την εμπορική φύση της περιοχής κατά τη διάρκεια των αιώνων, και ειδικότερα την επεξεργασία χρυσού και αργύρου, όπως και σήμερα. Ορισμένες πήλινες κυλινδρικές ράβδοι και θραύσματα σιγμοειδών αντικειμένων κυκλικής διατομής που βρέθηκαν στην επιφάνεια της λεωφόρου και χρονολογούνται από τα τέλη του 11ου αιώνα δείχνουν τη λειτουργία κλιβάνου της μέσης βυζαντινής κεραμικής στην περιοχή. Η αγορά που εκτείνεται κατά μήκος των δύο πλευρών της Βυζαντινής Λεωφόρου βρέθηκε να συνεχίζεται τουλάχιστον μέχρι τον Σταθμό της Αγίας Σοφίας.
Το πιο ευανάγνωστο και αυθεντικό μέρος του ιστορικού κέντρου
«Για πρώτη φορά έχουμε ένα εκτεταμένο και αυθεντικό κομμάτι του αστικού τοπίου της κοσμικής Θεσσαλονίκης πέρα από τα γνωστά εκκλησιαστικά και μοναστηριακά μνημεία και οχυρώσεις που συμβάλλουν στη γνώση της οργάνωσης της πόλης. Προσδιορίζεται η έκτασή της καλύτερα από την ελληνιστική εποχή, διαφαίνεται πώς η σημαντική και μεγαλοπρεπή πρωτεύουσα πόλη μεταμορφώνεται μεταξύ του 4ου και του 6ου αιώνα και πόσο ενεργή παραμένει για τις συναλλαγές, το εμπόριο και την οικονομία κατά τη διάρκεια της βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής αλλά και πώς αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων και παρέμεινε σημαντικό οικονομικό κέντρο κατά την οθωμανική εποχή», επισημαίνουν οι αρχαιολόγοι.